Το πρώτο μου όνομα ήταν Γούντι.
Ζούσα καλά.
Όταν ήμουν ακόμα μικρός και χαριτωμένος.
Με λάτρευαν τ’ αφεντικά και τα θορυβώδη παιδιά τους.
Μου μιλούσαν τρυφερά και μ’ άφηναν να ξαπλώνω
στα χνουδωτά μαξιλάρια τους.
Όσο περνούσε ο καιρός 
έχανα σταδιακά τη χάρη του κουταβιού
μαζί με τα προνόμια της άγνοιας.
Τα χάδια άρχισαν, να λιγοστεύουν επικίνδυνα
οι φωνές ενθουσιασμού, ξαφνικά
μετατράπηκαν σε φωνές πανικού
κάθε φορά που αποτύγχανα στην αποστήθιση
των κανόνων καλής συμπεριφοράς
ενός καθώς πρέπει κατοικίδιου.
Είχε έναν ήλιο βαρύ
τη μέρα, που εγκαταλείφθηκα
σ’ ένα απροσδιόριστο δάσος
ήμουν ελάχιστα μεγαλύτερος
κι άμαθος στο να επιβιώνω.
Μετά απ’ αξιοσημείωτη περιπλάνηση, ξαναβρέθηκα στον πολιτισμό.
Άγνωστα πρόσωπα με κοιτούσαν συγκαταβατικά, ενίοτε με προσποιητή καλοσύνη.
Χέρια διστακτικά με θώπευαν στο κεφάλι 
κάποια υψώνονταν προς το μέρος μου απειλητικά, όπως τότε 
που λέρωνα το μεγάλο χαλί στο σαλόνι.
Σε μια τυφλή στροφή, παραλίγο να συγκρουστώ
μ’ ένα αυτοκινούμενο «τέρας» από λαμαρίνες..
Μέσα απ’ τα’ όχημα ξεχύθηκε ένα θολό σώμα
παρόμοιο με τα προηγούμενα.
Μ’ αγκάλιασε στοργικά κι άρχισε πάλι το παραμύθι.
Το δεύτερο μου όνομα, ήταν Ρομπέν, άργησα κάπως να το συνηθίσω.
Τα καινούργια παιδιά, ήταν λιγότερο άγαρμπα
με προφανή διάθεση να με συμπεριλάβουν
στο καθημερινό τους παιχνίδι.
Έτρεχα στο γρασίδι, ανέμελος
καλωσορίζοντας, τ’ απροσδόκητο γύρισμα της τύχης.
Μια μέρα απ’ υπερβάλλουσα χαρά
έτρεξα με φόρα, να επιστρέψω στην πιο μικροσκοπική φιγούρα
ένα γαλάζιο μπαλάκι, μου το πετούσε για πρώτη φορά
κι ήθελα οπωσδήποτε να το πιάσω.
Πολλά βιαστικά πόδια κι άλλα τόσα σπασμωδικά χέρια
άρχισαν να συνωστίζονται πάνω μου – πάνω του
φωνάζοντας ρυθμικά μια άγνωστη λέξη 
«αίμα…αίμα…αίμα…»
έρρεαν οι λέξεις, κοφτές κι ακαταλαβίστικες.
“Τον έριξε κάτω…τον δάγκωσε…κακό σκυλί Ρομπέν
κακό σκυλί”.
Ποτέ δεν κατάλαβα που έφταιξα, ήθελα μόνο να παίξω.
Τη δεύτερη φορά που εγκαταλείφθηκα, δεν ήταν σε δάσος.
Στοιβάχτηκα μαζί με άλλους ατυχείς συναδέλφους
σ’ αυτά τα μικρά κουτιά που ζουν τα πουλιά
ένας φίλος, πιο έμπειρος από μένα, είπε πως τα λένε κλουβιά.
Είχα φαγητό, είχα νερό, είχα καινούργιους φίλους
δεν είχα τίποτα παραπάνω.
Κανείς δεν με φώναζε Γούντι, κανένας Ρομπέν
σε κανέναν δεν έλειπα.
Διαπερνούσαν το κλουβί μου αόριστες φωνές
και μετά έσβηναν στον ορίζοντα, μαζί με τα συγκεχυμένα τους είδωλα.
Νόμιζα πως όλα θα τέλειωναν εκεί
όταν μπήκε στη ζωή μου ο κύριος με το καπέλο και την καραμπίνα.
Δεν με χάιδεψε αυτός. Ούτε στην αρχή, ούτε μετά.
Είπε μόνο – τον θέλω- και με πήρε.
Πήγαμε σε πολλά μέρη μαζί.
Είδα μαζεμένα όσα βουνά κι όσα ποτάμια
δεν είχα φανταστεί ποτέ, ότι υπάρχουν.
Γίναμε αχώριστοι. Εκείνος πυροβολούσε στον αέρα
κι εγώ περιχαρής, του κουβαλούσα τη λεία.
Ήμουν πια, σύμφωνα με τα λεγόμενα του
ένα πολλά υποσχόμενο, κυνηγόσκυλο.
Περνούσε ο καιρός, ανεξέλεγκτα.
Άρχισαν να με βαραίνουν τα σκυλίσια μου χρόνια
-μετρούν πιο πολύ απ’ τα ανθρώπινα –
οι χειρονομίες τ’ αφεντικού μου, με βάραιναν περισσότερο.
Μια μέρα, που η ομίχλη είχε βάψει γκρίζα τα δέντρα
τον είδα να στρέφει προς το μέρος μου, την καραμπίνα.
Άρχισα να τρέχω, όπως ποτέ πρώτα, χωρίς να νοιάζομαι, προς τα που.
Ένιωσα, πως έπρεπε, να ξεφύγω από την κάννη του
από κυνηγός, έγινα η λεία.
Την τρίτη φορά που εγκαταλείφθηκα
ήταν μέσα στο ίδιο μου το αίμα.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου, εκείνη ήταν το πρώτο φως, που είδα.
Ένα σώμα κυρτό, σκυμμένο πάνω από μια κατσαρόλα που άχνιζε
μιλούσε σε κάποιον χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά
στην αρχή σκέφτηκα πως είναι αδύνατον
ν’ απευθύνεται σε μένα, όμως αυτή την φορά, ήταν όλα αλήθεια.
Η μυρωδιά της, δεν μου θύμιζε καμία άλλη.
Σιγα-σιγά άρχισα να ξαναπερπατάω
με μια κάποια αστάθεια στην αρχή.
Η επιμονή της, επέβαλλε στο χαμένο μου κουράγιο
σταδιακά να επανεμφανίζεται. 
Ξυπνούσαμε νωρίς το πρωί 
πηγαίναμε στα χωράφια
μάζευε χόρτα, βότανα και καμιά φορά τα πιο όμορφα αγριολούλουδα.
Εγώ λιαζόμουν, ξαπλωμένος στης γης τα σεντόνια.
Επιτέλους ελεύθερος, μετρούσα τα σύννεφα
τα πουλιά, τ’ ουρανού το γαλάζιο.
Πριν κοιμηθούμε τα βράδια, ψήναμε κάστανα.
Ποτέ δεν μου ζήτησε τίποτα. Μαζί της ήμουν απλά ο Καπιτάν.
Μ’ ονόμασε έτσι προς τιμήν ενός “συναδέλφου” απ’ την Αργεντινή.
Κάθε τόσο, μου ξανάλεγε την ίδια ιστορία.
Για τον Καπιτάν, τον σκύλο φαινόμενο
έγινε διάσημος για την εξαιρετική του φιλανθρωπία.
Έξι χρόνια κοιμόταν σ’ έναν μαρμάρινο τάφο
συντροφιά με τον «κολλητό» του.
Της απάντησα, πως το ίδιο θα’ κάνα κι εγώ
αν και δεν καταλάβαινα απόλυτα, τι σήμαιναν
οι λέξεις “κολλητός” και “τάφος”.
Ένα ηλιόλουστο πρωί 
-πριν κοιμηθεί μου είπε πως επιτέλους ήρθε η Ανοιξη –  
ξυπνήσαμε μαζί, όπως πάντα. 
“Ω Καπιτάν…my captain”…μουρμούρισε
και για τελευταία φορά, με χάιδεψε.
Μάταια έγλειφα το πρόσωπο.
Άδικα τράβαγα τα μανίκια της ρόμπας.
Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. 
Ξάπλωσα δίπλα της, αποφασισμένος να περιμένω
ώσπου ν’ ανοίξει τα μάτια.
Την τελευταία φορά που εγκαταλείφθηκα…τη ζω και την ξαναζώ…
“Ω Καπιτάν…my Captain…”…άραγε…τι να εννοούσε;

“ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ”
Φωτογραφίες: https://www.facebook.com/efthimisphotography?fref=ts