Tags
τη στήλη γράφει & επιμελείται
η Λίλα Παπαπάσχου
Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Η Λένα Κιτσοπούλου είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη, ή τουλάχιστον έτσι κατάφερε να πείσει, κοινό και κριτικούς. Παρόλα αυτά, δεν θα ήθελα να ρίξω όλο το βάρος της ευθύνης μιας συλλογικής δουλειάς επάνω της – και στην περσόνα που εντέχνως έχει καλλιεργηθεί από τον Τύπο – για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, διότι θεωρώ, ότι όταν κάποιος μπαίνει στον κόπο να σχολιάσει μια παράσταση (έλεος πια με τις κριτικές- μανιφέστα κατά πάντων!), θα πρέπει να το κάνει με βάση αυτά που είδε, σκέφτηκε, βίωσε κι όχι ανάλογα με την συμπάθεια ή εμπάθεια αντίστοιχα, που έχει απέναντι σε έναν (ή και περισσότερους) από τους συντελεστές. Δεύτερον και σημαντικότερον, θα ήταν άδικο, ν’ αγνοηθεί η προσπάθεια και οι καταπληκτικές ερμηνείες των αξιολογότατων ηθοποιών, που συμμετείχαν στην παράσταση ή ακόμα χειρότερα το κείμενο αυτό καθαυτό. Ειδικά όταν πρόκειται για ένα έργο τόσο μοναδικά ποιητικό και ταυτόχρονα τόσο ωμά ρεαλιστικό, όπως ο Ματωμένος Γάμος του Φρεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, θα ήταν πραγματικά κρίμα, να υποβαθμιστεί η αυθύπαρκτη, διαχρονική αξία του, μόνο και μόνο επειδή κάποιος δεν γουστάρει το υφάκι της γνωστής ελληνίδας δημιουργού.
Προσπαθώντας λοιπόν, να μείνω ανεπηρέαστη από τυχόν κριτικές που έτυχε, να διαβάσω για την συγκεκριμένη παράσταση, αλλά και για την εν λόγω καλλιτέχνη (συνήθως ότι γράφεται για εκείνη είναι ή κακεντρεχές ή αποθεωτικό ή και τα δύο ταυτόχρονα), θα τηρήσω μια πιο νηφάλια στάση απέναντι σ’ αυτήν την αμετροέπεια σε σχέση με το «φαινόμενο» Κιτσοπούλου και θα σας μιλήσω, όσο πιο αντικειμενικά δύναμαι, για αυτά που εγώ αντιλήφθηκα, σκέφτηκα και ένιωσα παρακολουθώντας τον Ματωμένο Γάμο…αλά ελληνικά, το βράδυ της Δευτέρας 15 Σεπτεμβρίου, στο χώρο Η του Πειραιώς 260.
Συμπτωματικά, το συγκεκριμένο έργο του Λόρκα, είναι από τα πιο αγαπημένα μου, κυρίως επειδή το κείμενο είναι από τα πιο καλογραμμένα που έχω διαβάσει, ακόμα και στα πιο τραχιά του σημεία και μέσα απ’ αυτό δημιουργούνται – απλά διαβάζοντας το – εικόνες καθαρά υπερρεαλιστικές. Όσο όμως κι αν αγαπώ αυτό το έργο, δεν είχα τίποτα προκατασκευασμένο στο μυαλό μου, σχετικά με το πώς θα ήθελα, να το δω, να ζωντανεύει σκηνικά. Ίσως γι’ αυτό να μην με ξάφνιασε τόσο η σκηνοθετική προσέγγιση της ηθοποιού – θεατρικής συγγραφέα – σκηνοθέτη. Βέβαια, έχω παρακολουθήσει στο παρελθόν κι άλλες δουλειές της Λένας Κιτσοπούλου και έχω αποφασίσει, ότι με αφορά η καλλιτεχνική της άποψη και πως θέλω, να μπω στην διαδικασία, να την κατανοήσω, ακόμα και αν δεν συμφωνώ απόλυτα με τον τρόπο, που επιλέγει κάθε φορά, να «εκφραστεί». Δεν με σόκαρε. Ούτε με ξένισε. Ούτε με άφησε αδιάφορη η σκηνοθετική γραμμή της παράστασης κι ας έχω πάρα πολλές επιμέρους, αλλά και επί του συνόλου, ενστάσεις.
Ειδικά η επιλογή της, να τοποθετήσει τους ηθοποιούς της σ’ ένα τόσο σκοτεινό και παρακμιακό σκηνικό – προσεγμένη η δουλειά της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου στα σκηνικά & τα κοστούμια – το οποίο απαρτίζονταν από τρία λυόμενα σπιτάκια (θύμιζε κάτι μεταξύ φαβέλας, απομακρυσμένου χωριού της ελληνικής επαρχίας και βιομηχανικής ζώνης μεγαλούπολης), μου φάνηκε πολύ έξυπνη και πρωτότυπη, ενώ το σκηνοθετικό εύρημα, να ακούγεται στην αρχή της παράστασης, μέσα από το σπίτι της μάνας του γαμπρού η τηλεόραση στη διαπασών, να παίζει το “ΕΧΕΙΣ ΠΑΚΕΤΟ” (εκπληκτικό το κοινωνικό σχόλιο περί «κουλτούρας της μιζέριας»), με έκανε ν’ αναλυθώ σε γέλια διαρκείας.
Ομολογουμένως, υπήρχαν πολλές μεμονωμένες σκηνές, πραγματικά εμπνευσμένες, με ισχυρές δόσεις χιούμορ και (αυτό)σαρκαστικής διάθεσης απέναντι στην καθεστηκυία τάξη, που κάτω από τα πλούσια πλουμιστά χαλιά της, κρύβει πολλά σκουπίδια. Υπήρχαν – λιγοστές μεν αλλά υπήρχαν – και στιγμές γνήσιας συγκίνησης. Μα χρειάζονταν ίσως περισσότερες, για να ισορροπήσουν το άνισο τελικό αποτέλεσμα. Στο σύνολο της, η παράσταση, έμοιαζε να χάσκει σαν κρεμασμένο χαλί πάτσγουορκ, απ’ ένα μπαλκόνι παρακμιακής πολυκατοικίας του κέντρου της Αθήνας.
Ο Αλμοδοβάρ αλά μπρατσέτα με τη Δόμνα Σαμίου (ο Νίκος Καραθάνος στο ρόλο της μάνας φτυστός η αγαπημένη καλλιτέχνης ή αλλιώς πως το ποιοτικό θέατρο συναντά το your face sounds familiar!), ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος χόρεψε μπλουζ με τον Johnny Logan, το ποδόσφαιρο διασταυρώθηκε με τα λαϊκά πανηγύρια και το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα. Όλοι κι όλα μαζί υποκλίθηκαν στον Φρόιντ και τους λοιπούς σταρ της ψυχανάλυσης.
Κατά τ’ άλλα και παρόλη την τρομακτική ομοιότητα με την κορυφαία εκπρόσωπο της λαϊκής μας παράδοσης (δεν ξέρω αν έτυχε, πάντως πέτυχε!) ο Νίκος Καραθάνος έδωσε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, κρατώντας τις ισορροπίες ανάμεσα στο αστείο και το τραγικό, με μοναδική άνεση και τρόπο καθηλωτικό. Εξίσου εντυπωσιακή και γεμάτη αντιθέσεις, ήταν η σπαραχτική ερμηνεία της Έμιλυ Κολιανδρή στο ρόλο της νύφης, η οποία ξεπέρασε κάθε μου προσδοκία και κατάφερε, να κερδίσει αβίαστα τη συμπάθεια και την προσοχή του κοινού, ως ένα αιώνιο σύμβολο της γυναικείας καταπίεσης, των ματαιωμένων ονείρων και των παθιασμένων ερώτων, που μόνο πόνο και καταστροφή, μας έχουν γαλουχήσει, ότι φέρνουν. Η Βίκυ Βολιώτη επίσης, ήταν πολύ συνεπής και αποτελεσματική στους ρόλους που κλήθηκε, να αποδώσει, ενώ και οι υπόλοιποι ηθοποιοί που έλαβαν μέρος εντυπωσίασαν με τις φωνητικές και σωματικές τους ικανότητες. Είναι πολύ πιθανό, αν απουσίαζαν τα χειλόφωνα και η ηχοληψία ήταν λίγο πιο προσεγμένη (σ’ ορισμένα σημεία ο ήχος ήταν τόσο εκκωφαντικός, που αναγκάστηκα να κλείσω τ’ αυτιά μου) το τελικό αποτέλεσμα, να ήταν πολύ καλύτερο σε όλα τα επίπεδα.
Οι δύο «κλασικές» σκηνές του τέλους αποδόθηκαν με μεγάλη μαεστρία, αφήνοντας μας μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα κι ένα σφίξιμο στο στομάχι. Η πρώτη κορυφαία σκηνή της παράστασης, ήταν ακριβώς μετά το θάνατο των δύο νέων, όταν ακολουθεί ο θρήνος κι ο σπαραγμός με τη μορφή και τη θεσπέσια φωνή του Δώρου Δημοσθένους να ερμηνεύει μοναδικά το πανέμορφο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκη “ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ” (στο πιάνο ο Άγγελος Τριανταφύλλου), πενθώντας μελωδικά για όλους τους απεγνωσμένους αυτού του κόσμου, που το μόνο τους αμάρτημα είναι η αναζήτηση της ευτυχίας. Υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από τον αληθινό έρωτα; Υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από την πραγματική αγάπη; Υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από την ελευθερία; Μην ψάχνετε άδικα…δεν υπάρχει…
Η δεύτερη πολύ όμορφη σκηνή της παράστασης, ήταν η τελική αναμέτρηση μεταξύ νύφης & μάνας, η οποία εμπεριείχε μια ανατροπή. Το μονόλογο της νύφης δεν τον ερμήνευσε η Έμιλυ Κολιανδρή, αλλά η ίδια η Λένα Κιτσοπούλου, η οποία κάθισε στο πιάνο κι ενόσω οι δύο χαροκαμένες γυναίκες πάλευαν, η μία σφιχτά δεμένη με την άλλη, εκείνη με τον πιο απλό και άμεσο τρόπο, έκανε την κατακριτέα ηθικά πράξη της νεαρής γυναίκας, που πρόδωσε τον άντρα της, για να μην προδώσει την καρδιά της, να φαίνεται απόλυτα λογική και δικαιολογημένη. Ενδεχομένως όχι, από τους νόμους των ανθρώπων, αλλά της ίδιας της φύσης, που όσο κι αν καταπιέζεται, είναι αδύνατον, να καθυποταχτεί στις κοινωνικές συμβάσεις, την ανθρώπινη υποκρισία και τον καθρωσπρεπισμό.
Αυτές τις δύο σκηνές θα κρατήσω στο μυαλό μου (η φωνή του Δώρου Δημοσθένους ακόμα αντηχεί στ’ αυτιά μου) μαζί με το χειροκρότημα του τέλους, που δεν ήταν καθόλου χλιαρό κι ας άκουγα δεξιά-αριστερά σχόλια κι αφορισμούς. Τρεις ή τέσσερις φορές γύρισαν πίσω οι συντελεστές της παράστασης και νομίζω, ότι αυτό δείχνει πολλά.
Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ, μέσα από τα μάτια, την ψυχή και τα βιώματα της Λένας Κιτσοπούλου, όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε…μας «μάτωσε» με την αλήθεια των υπαινιγμών του.