Είναι η θάλασσα που ανακατεύει τις κουρτίνες. Είναι η θολούρα μετά την έκτη μπύρα· ο αργός μέρμηγκας ο ενοχλητικός ναυαγός της σκέψης.
Τι κι αν το φως έχει σβήσει μετά την δωδεκάτη των ευχών;
Ο επισκέπτης μένει. Το περίστροφο σε δείχνει… δεν μπορείς να κρυφτείς… καθρεφτίζεσαι στην κάθε γουλιά που περιμένει τους ξενύχτηδες.
Είναι η αχτίδα στο σκοτάδι που σε δίνει. Η πουτάνα σε κοιτά με θλίψη. Ο οίκτος είναι ο δεύτερός σου εαυτός… ο ελάχιστος!
Λάμπουν τα σκαλιά στην αυλή του δημαρχείου. Κάποιος πιο κει κατουρά κι ο μπρούτζος στα μούτρα του ξεχασμένου με έκπληξη κοιτά την λήθη.
Πότες πικραμένοι συνωμότες, τίποτα πια δεν (μας) αρκεί. Το παρελθόν βαρύ τσακίζει τις ορμές τους.
Τι κι αν το φως έχει σβήσει μετά την δωδεκάτη των ευχών;
Η στρόφιγγα έχει λασκάρει. Το παιχνίδι θα μένει πάντα ίδιο. Οι κανόνες θα ευνοούν το…
… ελάχιστο…
Φοβάσαι να πεις…
…οι γραμμές είναι θηρία… κι εσύ φοβάσαι να πεις… είναι για τους γενναίους να πεθαίνουν στο βάρος της λέξης που δεν ηχεί… φοβάσαι… να πεις… χαμένος είναι ο πιο ελάχιστος των φοβισμένων… οι νεκροί σε χαιρετούν… κι είναι το μνήμα που σε πνίγει… ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΠΕΙΣ…
Οι θεωρίες των ηλιθίων σε κρατούν να μην φανείς. Ο λόχος έχει φύγει από καιρό· το τοπίο γδέρνει την αντοχή σου.
Τι κι αν το φως έχει σβήσει μετά την δωδεκάτη των ευχών;
Οι εραστές λατρεύουν και λατρεύονται, κάτω από το αμυγδαλωτό λαμπύρισμα της Σελήνης. Ο χυμός των κορμιών τους ξεχύνεται στο Σύμπαν… είναι η έκρηξη που περιμένουν οι προφήτες.
Σακατεμένος πότης βρυχάσαι, χωρίς να θέλεις ν’ ακουστείς. Μετά την δωδεκάτη των… ενοχών…
… την ώρα που το χτες σε καταπλήσσει…
…είναι που ο ουρανός φανερώνει τον ελάχιστό σου εαυτό
τον προδομένο.
Ο ελάχιστος εαυτός – Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Έχοντας τα χέρια μες τις τσέπες του,
βλέπει κάπου μακριά,
τη θάλασσα να φλέγεται, γελά.
Τον εμπρηστή τον αναγνώρισε,
τι κι αν έφευγε σκυφτός,
τα λαθάκια του τα έκανε, κι αυτός.
Σε λίγο όμως μια σκέψη ακατάβλητη,
του γαζώνει τα μυαλά,
κι ιδρώνουνε τα χέρια του, ξανά.
Τον εμπρηστή τον αναγνώρισε,
τι κι αν έφυγε σκυφτός,
γιατί ήταν ο ελάχιστος, εαυτός.
Ο ελάχιστος λέμε, ο νοσταλγός της αρχής,
που το άσπρο στο μάτι του, έχει γεμίσει με βρύα,
ο ξενιστής των ονείρων, που αλλοιώνει τα σχήματα
κι αναγκάζει το χώρο να παθαίνει ναυτία.
Ίδιος με θόρυβο ψυγείου σ’ άδειο σπίτι,
που δένει αρμονικά με τον άλλον του σύμπαντος,
και υφαίνουν τον τρόμο και μετά την πίστη.