Του Γιώργου Λίλλη
Ο Ελύτης αναζήτησε την παγανιστική θρησκευτικότητα όπου το ελεύθερο πνεύμα κυριαρχούσε στο να σμιλεύει τον ανθρώπινο λόγο μεταλλάσσοντάς τον. Ήδη από τον «Ήλιο τον Πρώτο» μεταχειρίζεται την ύλη και το ελληνικό τοπίο ως μέσο για να μεταφέρει αυτό που διέκρινε ως αρχή μιας ποιητικής αναδημιουργίας του κόσμου ακέραιη στο φως. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Πρέπει να αρνηθεί κάποιος ότι μέχρι τώρα έχει κατακτηθεί γλωσσικά και να διαμορφώσει μια καινούρια θεωρία που να μην συμβαδίζει με το καθιερωμένο. Κι αυτό όχι ως μανιέρα αλλά αναγκαία πράξη, αφού έχει προηγηθεί πρώτα η γέννηση ενός τέτοιου κοσμογονικού γεγονότος. Για τον Ελύτη ο μύθος είναι μια ακόμη πραγματικότητα. Όπως και τα στοιχεία της φύσης ποιητικά σύμβολα που περιμένουν να ξεκλειδώσουν την ερμηνεία τους. Το έργο του βρίθει από σύμβολα. Κι όποιος συμμετέχει ορίζεται μέσα στο θαύμα:
«Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμή/ γοργά κάτω από τα νερά η ζαργάνα/ και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο / ν΄ ανεβαίνει Αβάδιστος είδα ο Μέγας Κριός».
Εύκολα πολλοί μίλησαν για υπερβολή, έπαρση, βερμπαλισμό, φυσιολατρία και αφέλεια. Όμως αυτός που κρύβονταν από πίσω δεν ήταν ένας απλός στιχοπλόκος, αλλά ο άνθρωπος που έδωσε πρώτος το έναυσμα για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο που βλέπει με τα μάτια της ψυχής του και σ΄ εκείνον που έχει παρασυρθεί από τον ρεαλισμό και την καθιερωμένη λογική.
« Ήτανε στο νησί μου κάποτες κει που αν δεν γελιέμαι / Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά/ Σ΄ έφερε μέσ’ στον κήπο του παλιού σπιτιού μας/ Κρούοντας βότσαλα μέσ’ στο νερό ν΄ ακούσω/ Πως σε λένε Σελάνα και πως εσύ κρατείς/ Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου».
Είναι ο ακέραιος χώρος όπου το έργο αφομοιώνεται στους ρυθμούς του άχρονου. Η Σελήνη, ερωτευμένη με τον όμορφο νεαρό, αναζητά, μέσα στις λέξεις το κλειδί της γνώσης του ποιητή, το μυστικό που τον κρατά ζωντανό στις σελίδες του. Η μυσταγωγία του συμβολίζει την καθαρότητα, όπως και τη ταύτισή του με τον αρχαίο μύθο ο οποίος πιστοποιεί το θαύμα. Ο καθρέφτης του ύπνου είναι ένας απαράμιλλος χώρος αυθεντικότητας, η νεότητα του πνεύματος που παρέμεινε ανέπαφη μέσα στη ροή. , στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, ύπνου και ξύπνου. Ο Ελύτης το μετονομάζει «απαλές κοιλάδες»· το μετά της γαλήνης· το αποκορύφωμα της αγωνίας: «η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα/ η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν΄ αλλάζει ξέρει». Ακόμα και μετά την οριστική εξαφάνιση μας. Η ομορφιά. Ακινητοποιημένη και επομένως άφθαρτη, έξω από την ύλη· σαν να δημιουργεί η ύλη κάτι το άυλο· το πνεύμα νικά (μέσω της ομορφιάς) τη φθορά (που δεσμεύεται από θάνατο και μετατοπίσεις). Η μέσα ομορφιά των πραγμάτων. Που διατηρούνται ακόμα και έξω από την αιτία που τα δημιούργησε. Η ομορφιά που δεν λεηλατήθηκε από την ύλη.
«Άνθρωπε, άθελά σου/ Κακέ – παρ΄ ολίγο η τύχη σου άλλη./Σ΄ ένα, έστω, λουλούδι αντίκρυ αν ήξερες/ Να πολιτεύεσαι/ σωστά, θά τά ΄χες όλα. Επειδή απ΄ τα λίγα, μερικές φορές/ Κι από το ένα – έτσι ο έρωτας –/ Γνωρίζουμε τα υπόλοιπα. Μόνο το πλήθος να:/ Στο χείλος των πραγμάτων στέκει/ Όλα τα θέλει και τα παίρνει και δεν του μένει τίποτα».
Μυθογονία. Ποιητική γεωγραφία. Τα ποιήματα ως δοχεία συγκίνησης. Ο Ελύτης αγάπησε την ύλη μέσα στα πλαίσια ενός υπερβατικού θεωρήματος το οποίο την ταυτίζει με την πνευματικότητα. Απέδειξε πως οι αισθαντικοί κόσμοι μπορούν να χαρτογραφηθούν. Δεν υπερτερεί το ταλέντο να γράφεις στίχους, μονάχα να είσαι παρόν σε κάθε λέξη που ανυποχώρητη εφορμά στο διανοητικό μας κλουβί για να το αντικρούσει. Δεν περιέχει ιδέες, είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό τρόπαιο του μυαλού, που διευκρινίζει πως όλοι μας έχουμε μέσα μας τεράστια, ανεκμετάλλευτα αποθέματα ποίησης. Είναι ένας τρόπος να βλέπεις. Του να αισθάνεσαι δικαιωμένος μέσα στο τίποτα. Κι ας έχουν αποδειχθεί τα όνειρά σου ανασφαλή, αποτυχημένα. Κι ας μην δίνει κανένας σημασία πως μέσα από το σκούρο τείχος ο κήπος άνθισε. Αυτόν τον κήπο η Σελήνη επισκιάζει, αυτή τη γλώσσα η φαντασία αφομοιώνει, αυτό το σώμα νικά το χρόνο, αυτή η γραφίδα επιζεί του θανάτου. Σαν την αρχέγονη Σελάνα, στο πατρικό σπίτι του Ελύτη, εκεί όπου την αισθάνθηκε να ανοίγει στα δύο τη θάλασσα και να διασχίζει τον ύπνο του, όπως τώρα, εκεί που κρυμμένος μας παρατηρεί και χαμογελά συναινετικά:
«Ποίηση μόνον είναι/ Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία/ Όπως μπορεί και να την φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι/ Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη».