Tags

 

Αθήνα 1950

 

Εκείνος ήταν ακόμη στο κρεβάτι. Το σώμα του γυμνό άστραφτε κάτω από το ασημί φωτάκι… την Σελήνη. Στο χέρι του κρατούσε ένα μισοσβησμένο Σαντέ τσιγάρο, το βλέμμα του με χάιδευε με το μελαγχολικό του γαλάζιο.

Σήμερα φεύγω”, είπε ξερά. Σαν να περίμενε από μένα μιαν απάντηση.

Α, ναι;” του λέω “καλό ταξίδι. Μη μας ξεχάσεις”.

Εάν μου το ζητήσεις θα μείνω”.

Το ύφος του είχε αλλάξει τελείως. Τα χρόνια επάνω του περνούσαν με ταχύτητα φωτός. Ο Jim, ο δεκαοκτάχρονος ναύτης του αμερικανικού στόλου, μέσα σε λίγα λεπτά είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν ώριμο άντρα γδαρμένο από την εποχή του. Δεν κουνιόταν από την θέση του. Είχε σταματήσει να με κοιτά. Τώρα η σκέψη του τον ταξίδευε μακριά… σ’ έναν άλλο κόσμο… όπου τα βάσανα έχουν περάσει και τα όνειρα γίνονται, επιτέλους, πραγματικότητα. Εγώ δε μιλούσα. Ήμουν τρία χρόνια μεγαλύτερος και τους είχα φάει τόσο καιρό στην μούρη. Κι έρχεται τώρα αυτός και μου ζητά… τι;

Και πού θα σας πάνε τώρα;” τον ρωτάω αδιάφορα. Δεν παίρνω απάντηση. Γυρνάω να του μιλήσω, όμως, με προλαβαίνει. Με αρπάζει με τα γεροδεμένα μπράτσα του και με κολλάει στον τοίχο. Μάταια προσπαθούσα να ξεφύγω από την βίαιη αγκαλιά του.

Στον πόλεμο γαμώτη μου, που αλλού;”. Το πρόσωπό του χώθηκε στο δικό μου. “Πες μου μονάχα ότι μ’ αγαπάς. Αυτό. Μόνον αυτό. Πες το!”. Η φωνή μου είχε χαθεί. Δεν ήθελα να ξεστομίσω μια τέτοια λέξη. Ήταν απαγορευμένη για τα αγόρια του δικού μου “είδους”. Ήξερα πως ο Jim θα πήγαινε στην Κορέα. Αλλά… όχι και “α γ ά π η”. Εγώ τα δολάριά του ήθελα. Τίποτε άλλο. Εκείνος δεν πτοήθηκε από την σιωπή μου. Συνέχισε να με κρατά δέσμιο μέσα στην αγκαλιά του.

Παλιοπούστη, δεν μιλάς ε;”.

Τι θες;”

Να μου πεις ότι μ’ αγαπάς.”

Δεν έχει καμιάν αξία”.
“Για μένα έχει. Πες το!”.

Όχι ρε κωλοαμερικάνε… δε θα σου το κάνω το χατίρι, ούρλιαζα μανιασμένα από μέσα μου. Ένοιωθα τα χέρια του να κινούνται γύρω από τον λαιμό μου. Τώρα θα με πνίξει, σκέφτηκα. Αχ, εκείνο το γαλάζιο! Είχε χαθεί για πάντα. Τα μάτια του ένα σταχτί χρώμα έβγαζαν πια, μαζί με μπόλικη αηδία και οργή.

Τι θα έβλεπαν τα επόμενα χρόνια ετούτα τα μάτια!

*

Το προηγούμενο βράδυ είχα κοιμηθεί μ’ έναν έλληνα. Ήταν από τους τύπους που το πρωί είναι άντρακλες και το βράδυ ονειρεύονται να πηδήξουν κανένα αγοράκι στα σκοτεινά στενά της Αθήνας. Τα κόκαλά μου πονούσαν. Βέβαια, έπρεπε κι αυτό το βράδυ να υπομείνω τα βασανιστήρια του τρελού με την βαθύτερη τσέπη. Έτσι, ξεκίνησα για το “Κοπακαμπάνα” στην Κοραή. Ήταν νωρίς ακόμα και το μαγαζί σχεδόν άδειο. Κάθισα στο μπαρ και παράγγειλα ένα διπλό ουίσκι. Ο μπάρμαν μου έκλεισε το μάτι, αλλά εγώ έκανα πως δεν το πρόσεξα. Δεν έμπλεκα ποτέ με χαμίνια του δικού μου “κλάδου”.

Κάποια στιγμή ένα δεύτερο ποτήρι σταματά μπροστά μου. “Από το παιδί εκεί κάτω”, μου λέει ο μπάρμαν πικρόχολα. Γυρίζω να τον δω, όμως, ήταν πολύ σκοτεινά και μονάχα μια μαύρη σιλουέτα ξεχώριζα. Γύρισα ξανά και άρχισα να πίνω το δεύτερο ποτήρι. Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν η σιλουέτα ήρθε και κάθισε δίπλα μου.

Τι κάνεις ρε Αλέξη; Μας ξέχασες, ε;”.

Ήταν ο Βλάσης, που μετά τα Δεκεμβριανά τον είχαμε όλοι για νεκρό. Μια γριά μας είχε πει πως τον βρήκε ένας όλμος και τον διαμέλισε. Κι όμως, τώρα στεκόταν δίπλα μου αρτιμελής. Ήταν ωραίος. Το κορμί του καλοφτιαγμένο και δυνατό. Καμιά σχέση με τότε.

Ζεις;”. Βάζουμε τα γέλια.

Ζω και παρά ζω”.

Μας είχαν πει πως σε διαμέλισε ένας όλμος”.

Ο Νίκος ήταν. Τον θυμάσαι; Ήταν στην ηλικία μας. Εγώ τελευταία στιγμή πρόλαβα και κρύφτηκα σ’ ένα άνοιγμα. Μετά, γνώρισα έναν τυπά γύρω στα 28 και τον ακολούθησα στην Στερεά Ελλάδα. Στην αρχή περνούσαμε καλά μαζί, μετά ήρθαν τα δύσκολα και την έκανα φίλε”.

Κατάλαβα…”.

Μιλούσαμε ώρες για τα παλιά.

Έχεις καιρό που γύρισες;”.

Όχι πολύ”.

Που μένεις;”.

Από δω κι από κει”.

Ωραία. Θα μείνεις μαζί μου”.

Ήταν πραγματικά σαν να είχα μπει σε μια καινούρια ζωή. Η συγκατοίκηση με τον Βλάση εξελισσόταν σε μια φυσιολογική σχέση. Με έκανε να αισθάνομαι ασφαλής. Το κορμί του είχε δεθεί πια με το δικό μου. Θα ζούσαμε για πάντα μαζί.

Όταν…

Όταν η μοίρα αποφάσισε πως έκανα πολύ περισσότερα όνειρα απ’ αυτά που μου αναλογούσαν.

Ήμουν στο “Λας Βέγκας” στην Πανεπιστημίου. Εκείνο το βράδυ ο Βλάσης ήθελε να κοιμηθεί νωρίς, γιατί την επομένη θα έφευγε για δουλειά, στο συνεργείο του θείου του. Εμένα δε μ’ έπαιρνε ύπνος και είπα να ξεπορτίσω λίγο μονάχος μου… μιας και είχα σκουριάσει τόσο καιρό.

Προς μεγάλη λύπη του ιδιοκτήτη, εκείνο το βράδυ δεν υπήρχε αμερικανικός στόλος. Το μαγαζί ήταν έρημο. Οι καλλιτέχνιδες καθόντουσαν στο μπαρ και πίνανε τον έναν καφέ μετά τον άλλο, για να μπορέσουν να κρατήσουν τα μάτια τους ανοιχτά. Βαρέθηκα και αποφάσισα να πληρώσω και να φύγω.

Βγήκα στον δρόμο και άρχισα να αναβαίνω προς το Σύνταγμα. Βασικά, άρχισα να πηγαίνω προς έναν απροσδιόριστο προορισμό. Έτσι… στην τύχη…

Δε σκεφτόμουν τίποτε. Το κεφάλι μου ήταν εντελώς άδειο. Απολάμβανα την υγρασία της νύχτας και την ησυχία. Ώσπου, πίσω μου ακούω μια γνώριμη φωνή. Κάπου την είχα ξανακούσει… δεν θυμόμουν που… αλλά σίγουρα την είχα ξανακούσει. Ασυναίσθητα επιτάχυνα το βήμα μου προσπαθώντας να ξεφύγω από αυτόν τον γνωστό άγνωστο ενός παρελθόντος που πάλευα με λύσσα να ξεχάσω.

Με προφταίνει και με πιάνει από το χέρι. Γυρίζω και τον κοιτάζω στα μάτια. Γνώριμα μάτια. Σταχτιά. Με πόνο και μελαγχολία.

Δε θέλεις να μου μιλήσεις;”

Jim…”

Πέρασε τόσος καιρός…”

Ναι… πέρασε…”

Αυτή τη φορά θα έρθεις μαζί μου;”

Δεν γίνεται αυτό.”

Δε θέλεις να ζήσεις το αμερικανικό όνειρο;”

Θέλω…”

Θα σε περιμένω στις δώδεκα στην αποβάθρα. Μην αργήσεις.”

Αυτό ήταν. Έφυγα χωρίς να γυρίσω στιγμή να κοιτάξω πίσω μου. Έφυγα από μια κόλαση και πήγαινα -χωρίς να το ξέρω- σε μιαν άλλη. Τον Βλάση δεν τον ξανάδα από τότε… έμαθα πως λίγο μετά τον βρήκανε σφαγμένο στο δωματιάκι μας. Σ’ εκείνο το δωμάτιο που ονειρευτήκαμε κάποτε μια ζωή, την οποία πρόδωσα μέσα σε μια νύχτα. Δύσκολες εποχές. Χαμένες γενιές περνούσαμε την ζωή μας αόριστα.

Η ιστορία μου είναι από εκείνα τα παράξενα γυρίσματα της τύχης, που σου θυμίζουνε πως έχεις έρθει σ’ αυτή τη ζωή δίχως να σε ρωτήσουνε και δίχως να έχεις την επιλογή να την τρέξεις, όπως εσύ γουστάρεις. Ένα πιόνι είσαι. Της ιστορίας και της μοίρας.

 

 

[Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στην μνήμη του Φρέντυ Γερμανού όπου, με τις υγρές του νύχτες, έκανε τα εφηβικά μου βράδια να φωτίζονται με τα φώτα μιας Αθήνας που δεν έζησα. Γνώρισα ανθρώπους που επηρέασαν την ζωή μου. Έζησα κι εγώ μιαν εποχή κλονισμένη, που αδιάφορη περνούσε μέσα στις σελίδες των σχολικών μου βιβλίων. Η Ιστορία γινόταν εκείνες τις νύχτες υγρασία, που δρόσιζε τα κρυφά μου ξενύχτια.

Ελπίζω ετούτη η “ιστορία” να δροσίσει κάπως και τα δικά σας βράδια…]

38670-fa6d30e1b99ee1392a5f24311792ca56

 

*Το τραγούδι το επέλεξε η Λίλα Παπαπάσχου.