Στα σκαλιά… τα δακρυσμένα μάτια απολογούνταν για το φαρμάκι, που άδικα κατάπινε η άγουρη ηλικία τους. Τι κι αν το χρώμα είναι κάπως διαφορετικό; Με τον ίδιο τρόπο σε κοιτάνε… με τον ίδιο τρόπο πονάνε την υποκρισία σου…
«Καληνύχτα…», είπαν τα παιδιά και κρύφτηκαν πίσω από την στροφή.
Ο δρόμος ήταν σκοτεινός. Τα πόδια της μικρής μαθήτριας αντηχούσαν την αγωνία του βαδίσματός της. Φοβόταν. Αλλά… τι; Η μαμά είχε πει πως δεν υπήρχε τίποτε στην ντουλάπα κι ούτε κάτω από το κρεβάτι∙ μάλιστα, την είχε πάρει από το χέρι και της είχε αποκαλύψει το σκοτεινό μυστικό του δωματίου της.
Τερατάκια δεν υπήρχαν.
Κι όμως, κάτι την φόβιζε στην ησυχία της νύχτας. Προσπάθησε να πλησιάσει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ο αέρας έκανε το κορμάκι της να σκιρτά… λίγο από την δροσιά… λίγο από την τρομάρα… κάθε βήμα κι ένα παγωμένο κύμα, που απλώνονταν στο σκούρο της δέρμα.
«Για πού το’ βαλες μικρή;». Ήταν ο γιος της σπιτονοικοκυράς.
«Σπίτι…». Ψιθύρισε δειλά εκείνη.
«Τέτοια ώρα και είσαι έξω; Το ξέρει η μάνα σου που ξεπορτίζεις στους δρόμους;».
Θε μου τι κακία- σκέφτηκε η μικρούλα, ακούγοντας τις λέξεις να βγαίνουν βίαια από το στόμα του γίγαντα εφήβου. Δεν είχε συνηθίσει να της μιλούν τόσο σκληρά. Στην οικογένειά της, εκτός από το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη τους, μιαν ηρεμία και ένας διαφορετικός ρυθμός εκφοράς του λόγου ηχούσε παντού. Πόσο της έλλειπε η οικογένειά της! Είχε να τους δει από το απόγευμα και τώρα δε ζητούσε τίποτε άλλο απ’ το να βρεθεί πλάι τους.
«Το ξέρεις πως τους ανησύχησες τους δόλιους τους γονείς σου;».
Δεν ήταν δυνατόν. Αφού ξέρανε πως κάθε Παρασκευή τέτοια ώρα πάντα τελειώνει το μπαλέτο. Γιατί ανησύχησαν; Κι ετούτος γιατί είναι τόσο οργισμένος, πάλι; Μήπως γιατί τον βάλανε να τρέχει στους δρόμους να την βρει ή για κάτι άλλο που δεν ξέρει η ίδια κι ούτε- φυσικά- θα το μάθει;
«Λοιπόν, έλα μαζί μου να σε πάω σ’ αυτούς».
«Μα, τον ξέρω τον δρόμο. Σε δυο λεπτά θα είμαι εκεί».
«Δεν είναι σπίτι. Φοβήθηκαν πολύ σου είπα».
Κάτι δεν πήγαινε καλά. Φοβήθηκαν και πήγαν που; Θα φοβόντουσαν οι γονείς της για την τύχη της και θα φεύγαν απ’ το σπίτι; Κι αν εκείνη επέστρεφε και δεν έβρισκε κανέναν εκεί; Αδύνατον.
«Γιατί δεν είναι στο σπίτι; Αφού δεν άργησα καθόλου». Ρώτησε υποψιασμένη.
Εκείνος, που δεν ανέχονταν αντιρρήσεις, έσφιξε τα χέρια του γροθιά και είπε γεμάτος αηδία:
«Και που θες να ξέρω τι κάνετε εσείς; Μπορεί να έχετε να κάνετε τίποτε απ’ αυτά τα μαγικά … με τις κούκλες… Ζουλού».
Μαγικά; Κούκλες; Ζουλού; Τι ήταν όλα ετούτα που της αράδιαζε, αυτός ο κακιασμένος;
Τελικά αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Τι κι αν του αντιστεκόταν; Ήταν μεγαλύτερός της και αργά ή γρήγορα και πάλι θα τον ακολουθούσε. Άλλωστε, επιθυμούσε τόσο πολύ να βρεθεί κοντά στην οικογένειά της, που δεν μπορούσε να χάσει κι άλλο χρόνο με τις ερωτήσεις της αυτές.
Ο δρόμος ήταν σκοτεινός. Σιγά σιγά τα σπίτια άρχισαν να αραιώνουν. Το σκοτάδι έπεφτε όλο και πιο επιθετικό επάνω της. Εκείνος περπάταγε μπροστά. Όλη ετούτη την ώρα δεν είχε στρέψει το βλέμμα του σ’ αυτή- ούτε μια φορά. Σα να την απέφευγε… σα να αδιαφορούσε για την παρουσία της…
Για το πότε φτάσανε σ’ εκείνον τον ελαιώνα … για το πότε βρέθηκε η μικρή ανάμεσα στο χώμα και σε σπασμένα κλαδιά… για το πότε όλα γύρω της έσβησαν, λίγο μετά το κόκκινο που βάφτηκε ο τόπος… ποτέ κανείς δεν έμαθε… ποτέ κανείς δε ρώτησε…
…γιατί, άλλωστε, να ρωτήσει…
Τ’ όνομά της ήταν Ναϊνούς και τα μάτια της τ’ άστρα που φώτιζαν και θα φωτίζουν τα βράδια των εκπεπτωκότων.
Καληνύχτα μικρή μου Ναϊνούς… καληνύχτα…
Νύχτωσε. Φυλάξου μικρή… οι ίσκιοι θα ξυπνήσουνε!
Αόρατα χέρια με τυλίγουν∙ φυλάξου μικρή! Οι νεκροί χαμογελούν…
Ϊαμβος πικρός το τραγούδι του τρελού. Η Σελήνη γδέρνει την εγκατάλειψή του.
Νεκροί συναντούν τους εφήβους. Ο ρυθμός του τυμπάνου ραγίζει τα σύννεφα.
Ονειρέψου τα ήσυχα μέσα στον ορυμαγδό. Τραγούδα!
Υπέροχα μάτια δακρύζουν στα βλέφαρα της κόρης. Ερωτοτροπούν οι κραυγές των λησμονημένων∙ η φωτιά που καίει θα τα λυτρώσει όλα.
Σςςς… κοιμήσου τώρα ήσυχα… κοιμήσου∙ το φως θα σβήσει τώρα. Κοιμήσου…
*Η ιστορία της μικρής Ναϊνούς είναι φανταστική, το όνομα όμως όχι. Σε μια βόλτα στην Πλατεία Κλαυθμώνος, είδα σ’ ένα τοιχάκι να αναγράφεται μισοσβησμένη η φράση: «Καλημέρα Ναϊνούς!». Έτσι, μου έμεινε το όνομα… περίεργο όνομα… σπάνιο… όπως όλα τα παιδιά του κόσμου…