Tags
τη στήλη γράφει & επιμελείται
η Λίλα Παπαπάσχου
Βράδυ Παρασκευής, 24 Οκτωβρίου 2014
στο Κέντρο Τέχνης & Πολιτισμού Beton7
ακόμα μια πρεμιέρα…
“ΤΟ ΞΕΝΥΧΤΙ” του Wallace Shawn
παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα
σε σκηνοθεσία Πέρη Μιχαηλίδη
Οι απαιτήσεις υψηλές…
ευτυχώς για άλλη μια φορά ικανοποιήθηκαν στο έπακρο.
Έχω πει πολλές φορές μέσω αυτής της στήλης και θα το ξαναπώ άλλη μία, ότι απεχθάνομαι την κριτική με την συμβατική έννοια του όρου και πάντα προτιμώ να μεταχειρίζομαι λέξεις όπως παρατήρηση, έρευνα, διαπίστωση ή τέλος πάντων οποιαδήποτε άλλη λέξη & έννοια, πλην της κριτικής, που συνειρμικά παραπέμπει σε κάτι απόλυτο, ή στην ανάγκη επιβολής μιας συγκεκριμένης άποψης ή ακόμα χειρότερα στην χειραγώγηση του κοινού.
Επίσης, δεν θα αναλωθώ στην υπερανάλυση του ποιος ακριβώς είναι ο Wallace Shawn, πως μεγάλωσε, ποιο καλλιτεχνικό ρεύμα εκφράζει, τι του αρέσει να τρώει και τα συναφή, διότι η καλλιτεχνική του δράση ως ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος είναι λίγο έως πολύ γνωστή και πληροφορίες για τον βίο και την πολιτεία του μπορείτε να διαβάσετε μέσω του διαδικτύου, πληκτρολογώντας απλά το όνομα του. H στήλη ARS &VITA σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να παραστήσει τον ξερόλα και να υποκαταστήσει την wikipaideia ή ν΄αναπαράγει απλά το επίσημο Δελτίο Τύπου της παράστασης (το οποίο έτσι κι αλλιώς παρατίθεται στο τέλος του αφιερώματος).
Αυτό που επιθυμώ διακαώς να κάνω – και θα το πράξω ανεπιφύλακτα – είναι να επικεντρωθώ στην παράσταση, που παρακολούθησα το βράδυ της Παρασκευής στο BETON7, αποδίδοντας σε όλους τους συντελεστές της ανεξαιρέτως, τα εύσημα για το εξαιρετικά εύστοχο ανέβασμα ενός έργου με πολλές σκηνικές και υποκριτικές δυσκολίες, που ισορροπεί πάνω σ’ ένα διαρκώς τεντωμένο σχοινί και μία λάθος κίνηση, ανάσα, γκριμάτσα και τα συναφή, μπορεί να παρασύρει τους ηθοποιούς στην υπερβολή, την γελοιότητα και την παγίδα των σχηματικών ερμηνειών.
Ο Πέρης Μιχαηλίδης, λίγο μετά την καθηλωτική του ερμηνεία στο “ΜΠΕΤΟΝ” του Τόμας Μπέρνχαρντ, επιστρέφει στην σκηνή του BETON7, αυτήν την φορά σε ρόλο σκηνοθέτη, καθοδηγώντας τους ηθοποιούς του διακριτικά και χωρίς να παρεμβάλλει περιττά σχόλια και σκηνικές φλυαρίες πάνω στο – ούτως ή άλλως – περιεκτικότατο κείμενο του Wallace Shawn. Παράλληλα χρησιμοποιεί έντεχνα τη μουσική, για να επενδύσει καίρια τις σκηνές, να αμβλύνει ή να διογκώσει τους υπαινιγμούς του κειμένου ή για να επέμβει στιγμιαία σ’ αυτά που διαδραματίζονται στην σκηνή, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να τα περιγράφει ή να τα υπογραμμίζει.
Βασισμένος στην πολύ εύστοχη μετάφραση της Ξένιας Καπλάνη, που κατάφερε να δώσει στον λόγο ένα αμερικάνικο αξάν, σε τέτοιο βαθμό που σε πολλά σημεία της παράστασης ενώ άκουγα τους ηθοποιούς να μιλούν ελληνικά, είχα την αίσθηση ότι ήμουν σε Νεοϋορκέζικο σαλόνι, καλεσμένη κι εγώ σ’ αυτό το ιδιόμορφο πριβέ πάρτι των πέντε πρωταγωνιστών. Η ατμόσφαιρα, τα χρώματα, η ψυχεδέλεια και η μηδενιστική διάθεση της εποχής που περιγράφει τόσο γλαφυρά ο Αμερικάνος συγγραφέας, αποδόθηκε εξίσου επιτυχημένα σκηνογραφικά και ενδυματολογικά. Ένα μεγάλο μπράβο στον Μιχάλη Αργυρού – σκηνικά και στην Δέσποινα Χειμωνά – κοστούμια για την πραγματικά αξιόλογη δουλειά τους. Η σκηνοθετική και σκηνογραφική προσέγγιση του έργου, αποδεικνύει ότι ένα και μόνο αντικείμενο (έπιπλο για την ακρίβεια) στρατηγικά τοποθετημένο ώστε να δεσπόζει στη σκηνή, πολλές φορές αρκεί για να δώσει το στίγμα μιας ολόκληρης εποχής και ένας πεπειραμένος και οξυδερκής δημιουργός όπως ο Πέρης Μιχαηλίδης, είναι σε θέση να το αντιληφθεί και αντίστοιχα να το χρησιμοποιήσει, προς όφελος του συνολικού αποτελέσματος.
Οι ερμηνείες των πέντε ηθοποιών – χωρίς καμία εξαίρεση – ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικές ή απλά συνεπείς, ήταν απογειωτικές, ξεσηκωτικές, τόσο-όσο ξεδιάντροπες και προκλητικές και ταυτόχρονα απρόσμενα κωμικοτραγικές, αποσπώντας αβίαστα το γέλιο από το κοινό, μέσα από εικόνες ηθελημένα προβοκατόρικες και καταστάσεις καθόλου μα καθόλου αστείες. Η Αθηνά Αλεξοπούλου & ο Χρήστος Τανταλάκης έλαμψαν ως οικοδεσπότες ενός Νεοϋορκέζικου πάρτι, απ’ αυτά που γίνονταν κατά κόρον το ‘70 (…και το ’80…και το ’90) και συνεχίζουν να γίνονται στην Αμερική και ολόκληρο τον κόσμο, ίσως όχι με την ίδια αίγλη αλλά γίνονται (…σαν Αμερικανάκια δεν ζούμε άλλωστε παγκοσμίως;). Οι δύο ηθοποιοί με αλήτικη φινέτσα και το αντίστοιχο υφάκι, προσωποποίησαν όλα τα κλισέ που έχουμε στο μυαλό μας για την κουλτούρα εκείνης της εποχής, μας κέρασαν κάθε είδους ναρκωτικά και ψυχοτρόπα και μας μίλησαν, εμμέσως πλην σαφώς, για τους λόγους που τους οδήγησαν στην απαξία της ίδιας τους της ζωής, χωρίς να τους νοιάζει και πάρα πολύ, να μας πείσουν για το δίκιο τους. Οι καλεσμένοι τους από την άλλη – ο ένας πιο διαταραγμένος από τον άλλο –στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων συμμετέχοντας ενεργά στο διαστροφικό και γεμάτο παραισθήσεις σύμπαν των φίλων τους, φωτίζοντας ο καθένας κι από μία διαφορετική όψη, του ίδιου πάντα νομίσματος. Η Νίκη Λειβαδάρη κάλυψε κάθε γωνιά της σκηνής, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμα της σαν βόμβα ναπάλμ, ο Άρης Τσαμπαλίκας έπεισε απόλυτα ως αμήχανος, ελαφρώς ξενέρωτος και ολίγον αποδιοργανωμένος τυπάκος, που προσπαθεί εναγωνίως να ενταχθεί στην κάστα των δημοφιλών και η καταπληκτική Ερατώ Πίσση με εντυπωσίασε με τον τρόπο, που κατάφερε να τραβήξει την προσοχή μας, παρασύροντας το κοινό σ’ ένα γέλιο μέχρι δακρύων, μέσα από το ατέρμονο κι επαναλαμβανόμενο δράμα και τις απίστευτα κωμικές, διανοουμενίστικες νευρώσεις της.
«ΤΟ ΞΕΝΥΧΤΙ» του Wallace Shawn, μέσα από την σκηνοθετική ματιά του Πέρη Μιχαηλίδη, παρέμεινε ως την τελευταία στιγμή σπιντάτο, κινούμενο με κινηματογραφικές ταχύτητες ανάμεσα στην λογική και το παράλογο, την οδύνη και την ξέφρενη εκτόνωση, την αρχή και το τέλος μιας ολόκληρης εποχής που σημάδεψε και όλες τις επόμενες τόσο κοινωνικά & πολιτικά, όσο και καλλιτεχνικά επιδρώντας καταλυτικά στην διαμόρφωση καινούργιων καλλιτεχνικών ρευμάτων. Η κινηματογραφική αίσθηση που αποπνέει η παράσταση δεν θεωρώ ότι είναι – διόλου – τυχαία. Η υπόθεση του έργου και ο τρόπος που αποτυπώθηκε σκηνικά, φέρνει στο νου την ταινία SHORTBUS του John Cameron Mitchell, αλλά και το πιο πρόσφατο The wolf of Wall Street του Martin Scorsese και για να παινέψουμε και λίγο το σπίτι μας το άκρως σκληρό και ρεαλιστικό HARDCORE του “δικού” μας Ντένη Ηλιάδη.
Τώρα σχετικά με το ερώτημα, αν το εν λόγω έργο του Wallace Shawn και κατ’ επέκταση η ομώνυμη παράσταση του Πέρη Μιχαηλίδη, που το απεικονίζει με πιστότητα, αγγίζει τα όρια της πορνογραφίας, απειλώντας την τάξη και την ηθική μας θα τοποθετηθώ όχι με ένα, αλλά με αρκετά ερωτήματα-προβληματισμούς. Δεν αγγίζει τα όρια της πορνογραφίας η πλειοψηφία των βίντεοκλιπ ελλήνων & ξένων καλλιτεχνών, τα οποία παρεμπιμπτόντως απευθύνονται σ’ ένα κοινό κατά βάση εφηβικό; Δεν ήταν ηθικοί και ενάρετοι οικογενειάρχες όλοι αυτοί, που αγόρασαν από περίπτερα & ψιλικατζίδικα τα περίφημα DVD γνωστού πρώην μοντέλου, αλλά και ενός κακέκτυπου της και στη συνέχεια τα παρακολούθησαν μαζί με τα παιδιά τους, σαν να επρόκειτο για το ΜΙΚΡΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΛΕΙΒΑΔΙ; Δεν είναι σοκαριστικό το γεγονός, ότι καθημερινά αυξάνονται τα κρούσματα παιδικής κακοποίησης και ταυτόχρονα διακινείται κάτω από την μύτη των Αρχών πορνογραφικό υλικό με πρωταγωνιστές ανήλικα παιδιά; Δεν είναι αμαρτία οι ίδιοι άνθρωποι που εκπροσωπούν την επίσημη Εκκλησία (Καθολική, Ορθόδοξη και δεν συμμαζεύεται…) να γίνονται πρωταγωνιστές σεξουαλικών σκανδάλων, τα οποία τρέχουν μετά σαν τρελοί να συγκαλύψουν; Δεν είναι αλήθεια ότι μας κατακλύζουν καθημερινά εικόνες ημίγυμνων (ή ολόγυμνων) σωμάτων που κοσμούν τα εξώφυλλα ή τις σελίδες μόδας των μεγαλύτερων γυναικείων & αντρικών περιοδικών παγκοσμίως;
Θα μπορούσα να γεμίσω δεκάδες σελίδες με παρόμοια ερωτήματα, αλλά θα κλείσω λέγοντας μονάχα αυτό. Πριν βιαστεί ο οποιοσδήποτε να προβεί σε χαρακτηρισμούς σχετικά με το τι ακριβώς πρεσβεύουν τα έργα του Wallace Shawn, προτείνω να παρακολουθήσει την παράσταση και να αφεθεί έστω για λίγο «στο μαινόμενο κτήνος» που όλοι κρύβουμε κάτω από την επίφαση του πολιτισμένου μας προσωπείου. Γι’ αυτόν τον καταπιεσμένο, ακατέργαστο και σκοτεινό εαυτό μας δεν φταίει η φαντασία του εκάστοτε καλλιτέχνη, αλλά η ίδια η ανθρώπινη βιολογία. Τώρα αν η αντανάκλαση αυτού του ανθρωπόμορφου κτήνους πάνω στον τεράστιο, παραμορφωτικό καθρέφτη που έστησαν απέναντι μας ο Πέρης Μιχαηλίδης και οι συνεργάτες του δεν μας αρέσει, θα πρέπει να ρίξουμε αλλού το ανάθεμα, γιατί κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει ένα κάτοπτρο, γι’ αυτά που απεικονίζει.
Φεύγοντας από το BETON7 και καθώς οδηγούσα με το παράθυρο του αυτοκινήτου ανοιχτό έπιασα τον εαυτό μου να σιγοτραγουδάει: Don’ t let me down…Don’t let me down…ενώ παράλληλα σκεφτόμουν ότι ευτυχώς άξιζε τον κόπο ΤΟ ΞΕΝΥΧΤΙ …μμμμ…Don’ t let me down…Don’ t let me down…
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ