Tags

Π   Ρ   Ο   Σ   Ω   Π   Ο   Γ   Ρ   Α   Φ  Ι  Α

1606524_10203628056315355_5162351837502643782_o 

Π  Ε  Ρ  Η  Σ       Μ  Ι  Χ  Α  Η  Λ  Ι  Δ  Η  Σ


 τη στήλη γράφει & επιμελείται

η Λίλα Παπαπάσχου


 

Τα τελευταία, τέσσερα περίπου, χρόνια είστε ο συντονιστής μιας πολύ σημαντικής καλλιτεχνικής προσπάθειας, η οποία συντέλεσε ουσιαστικά στην ανάδειξη του Κέντρου Τέχνης & Πολιτισμού BETON7 σ’ έναν χώρο συνάντησης καλλιτεχνών απ’ όλο τον κόσμο, με στόχο την παρουσίαση πρωτότυπων & ποιοτικών παραγωγών, που καλύπτουν μια ευρύτατη γκάμα επιλογών. Νιώθετε δικαιωμένος από το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας;

Το BETON7 συντονίζεται και διευθύνεται από μια ομάδα, με πρωτοστάτη τον εικαστικό Μιχάλη Αργυρού, ο οποίος έφτιαξε το χώρο και έχει τον γενικό συντονισμό, μαζί με την Κατερίνα Τζιλίρα, τη Ράνια Κλιάρη και την Εύη Σκυλοδήμου. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που ξεκίνησαν την ιστορία αυτού του χώρου και συντονίζουν την δράση του. Στη συντονιστική ομάδα ανήκει και ο Λουκάς Δημητρέλλος που είναι υπεύθυνος για το BETON7 Art Radio, έναν ραδιοσταθμό που εκπέμπει σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου, με μεγάλη ανταπόκριση παντού.  Όπως ήδη γνωρίζετε, ο συγκεκριμένος χώρος καλύπτει μια ευρύτατη γκάμα καλλιτεχνικών δράσεων. Θέατρο, εικαστικά, κινηματογράφος, όπερα, μουσικές συναυλίες, web ραδιοφωνικός σταθμός και γενικά το Κέντρο Τέχνης & Πολιτισμού BETON7 απλώνεται, σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την προαγωγή της Τέχνης. Όσον αφορά το θέμα του συντονισμού, πάντα πίστευα σε μια συλλογική αντιμετώπιση της τέχνης. Τι σημαίνει αυτό; Κάποιοι άνθρωποι καταθέτουν τις απόψεις τους και τις ιδέες τους, αυτές συγκεντρώνονται και κάποιος πρέπει να πάρει την τελική ευθύνη. Να σημειωθεί επίσης, ότι αυτός ο χώρος δεν επιδοτείτε από πουθενά και δημιουργήθηκε με εκατό τοις εκατό ιδιωτική πρωτοβουλία και έτσι συνεχίζει να υπάρχει, από το ενδιαφέρον δηλαδή και την στήριξη του κόσμου, που τον επιλέγει σταθερά για την ψυχαγωγία του.  Αν κάνουμε μια αναδρομή μέσα στα χρόνια,  έχω υπάρξει και στο παρελθόν σε διάφορους νεοσύστατους χώρους, οι οποίοι βρίσκονταν εκτός κέντρου και ήταν όλοι εναλλακτικοί και ως εκ τούτου δεν συγκαταλέγονταν στις mainstream λίστες του θεάματος. Ανέκαθεν με χαροποιούσε, να δίνω πνοή σ’ αυτούς τους χώρους. Τα τελευταία χρόνια ειδικά, ήρθε η απόλυτη δικαίωση για μένα, μέσα από τη συνδημιουργία του BETON7 σε μια περιοχή της Αθήνας απολύτως υποβαθμισμένη, που δεν υπάρχει τίποτα όπως ο Βοτανικός,  στον οποίο όμως η καρδιά της Τέχνης χτυπάει ειλικρινά και…δυνατά.

Ανήκετε κι εσείς, όπως πολλοί αξιόλογοι συνάδελφοι σας, στην γενιά που όχι μόνο πρόλαβε αλλά συμμετείχε ενεργά, για να μην πω διαμόρφωσε μία από τις πιο γόνιμες εποχές του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, πριν μας χτυπήσει η κρίση, μαζί με όλα όσα επακολούθησαν και συνεχίζουν καθημερινά, να έρχονται καταπάνω μας. Νοσταλγείτε ποτέ εκείνες τις όχι και τόσο μακρινές εποχές;

Εγώ μεγάλωσα καλλιτεχνικά στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Κάθε φορά που το λέω συγκινούμαι, γιατί θεωρώ ότι το συγκεκριμένο θέατρο είναι μια κοιτίδα πραγματικού πολιτισμού και ποιοτικού θεάτρου. Γαλουχήθηκα ουσιαστικά σαν ηθοποιός μέσα απ’ αυτό το θέατρο και μετά ήρθα στην Αθήνα. Έτυχε να συμμετέχω σε πολύ μεγάλες παραστάσεις, με  σημαντικούς ηθοποιούς, με κορυφή την κα. Δέσπω Διαμαντίδου. Με την σπουδαία αυτή ηθοποιό, είχα την τύχη να συμπρωταγωνιστήσω στο έργο Χάρολντ & Μωντ, γεγονός που με στιγμάτισε θετικά και μ’ ακολουθεί σ’ όλη τη θεατρική μου πορεία. Ήμουν εξίσου τυχερός στον τομέα της τηλεόρασης, γιατί πέτυχα την Ιδιωτική Τηλεόραση στις αρχές της, τότε που οι δουλειές είχαν σαν ζητούμενο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Δεν είχαν μπει ακόμα στο παιχνίδι οι διαφημίσεις και ο χώρος ήταν ας πούμε λίγο πιο παρθένος. Έτυχε να συμμετέχω σε δύο – τρεις παραγωγές, που είχαν ποιοτικά χαρακτηριστικά, με κυρίαρχη συνεργασία το σήριαλ ΒΑΜΜΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΑΛΛΙΑ σε σκηνοθέσια Κώστα Κουτσομύτη και σενάριο του συγγραφέα του ομώνυμου βιβλίου, Κώστα ΜουρσελάΜια εξίσου αξιόλογη σειρά ήταν και η ΕΚΤΕΛΕΣΗ που έγραψε ο Φρέντυ Γερμανός, στην οποία ερμήνευσα τον ρόλο του Καβάφη, επιστρέφοντας για τις ανάγκες των γυρισμάτων στην Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο, εκεί δηλαδή που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ήταν μια πραγματικά φοβερή συγκυρία, να γυρίζεις πάλι μετά από χρόνια, μεγάλος πια, για να ερμηνεύσεις τον ρόλο που προανέφερα, στα ίδια μέρη που έπαιζες παιδί. Έχω την αίσθηση, ότι ο κόσμος αγκάλιασε αμέσως αυτές τις δουλειές και γι’ αυτό ουδέποτε τις ξέχασε. Σχετικά τώρα με τη νοσταλγία που αναφέρατε, θεωρώ ότι κάθε εποχή έχει τη δική της αυτοτέλεια. Το Κρατικό Θέατρο είχε τη δική του, μετέπειτα το Εθνικό Θέατρο με το οποίο συνεργάστηκα αποτέλεσε έναν σημαντικό καλλιτεχνικό σταθμό και η αρχή της Ιδιωτικής Τηλεόρασης αντίστοιχα είχε την δική της. Κάποια χρόνια αργότερα,  όταν με την Εταιρεία Θεάτρου Μηχανή, παρουσιάζαμε παραστάσεις σε μη κανονικούς θεατρικούς χώρους, είχε κι αυτή η περίοδος τη δική της αυτοτέλεια κι όλα αυτά από μόνα τους καταγράφουν μια εποχή, που μέσα σ’ αυτήν μεγαλώνουμε κι εμείς κι αυτό είναι στην ουσία το βιογραφικό μας.

Έχω παρατηρήσει – αν και πάντα σας θεωρούσα άνθρωπο χαμηλών τόνων – ότι τον τελευταίο καιρό απέχετε συνειδητά από την τηλεόραση και σπάνια παραχωρείτε συνεντεύξεις σε έντυπα παντός τύπου, προτιμώντας να προβάλλεστε μέσα από τη δουλειά σας και να μιλάτε μόνο όταν έχετε πραγματικά κάτι να πείτε. Θεωρείτε, ότι αυτή θα έπρεπε να είναι η στάση ζωής κάθε καλλιτέχνη που σέβεται τον εαυτό του και κατ’ επέκταση το κοινό του;

Πιστεύω,  ότι κάθε καλλιτέχνης αποφασίζει ο ίδιος με ποιον τρόπο θα διαθέσει και θα προβάλλει τον εαυτό του κι ο κόσμος βλέπει, παρακολουθεί κρίνει και στο τέλος αποφασίζει τι του αρέσει. Έχω την πεποίθηση, ότι πρωταρχικά ένας καλλιτέχνης πρέπει να μιλάει μέσα από το έργο του, όπως ας πούμε ισχύει για τους ποδοσφαιριστές, που η δουλειά τους πρέπει να φαίνεται στο γήπεδο. Δεν χρειάζεται να δίνουν συνεντεύξεις ή να φωτογραφίζονται σε lifestyle περιοδικά, η δουλειά φαίνεται στην πράξη. Τώρα αν αυτή η δουλειά θέλει μια επεξήγηση, ή όντως χρειάζεται να μιλήσεις γι΄αυτήν, τότε ίσως θα πρέπει να μπούμε στην διαδικασία της ανάλυσης και των συνεντεύξεων. Τα τελευταία χρόνια η τηλεόραση έχασε την αξία που είχε, άρχισε σταδιακά να εκπίπτει. Όλοι παρακολουθούμε με μία μελαγχολία τις πρωινές ζώνες, με ακόμα μεγαλύτερη τις απογευματινές, φτάνοντας μέχρι τα Δελτία Ειδήσεων. Υπάρχει μια διάχυτη μελαγχολία και μια θλίψη, όταν τα παρακολουθούμε. Έχω σταματήσει πια να παρακολουθώ τηλεόραση, εκτός από κάποια προγράμματα που βλέπω επιλεκτικά. Πιστεύω, ότι το να συμμετέχεις στο παιχνίδι της τηλεόρασης είναι κάπως αδιέξοδο και συνάμα δημιουργεί και μια μελαγχολία. Δεν θα έλεγα, ότι έχω εξαφανιστεί ακριβώς, απλά ο καθένας έχει τραβήξει το δρόμο του. Όταν με συναντάνε κάπου και με ρωτάνε “Μα με τι ασχολείσθε;” απαντάω “Με το θέατρο…είναι κι αυτό μια δουλειά”. Το αντιμετωπίζω με χιούμορ και κατανόηση, γιατί κι ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει απόλυτα. Ειδικά όταν σε έχει ταυτίσει με κάποια πράγματα, μετά είναι δική σου ευθύνη, να τον μεταφέρεις σε ένα άλλο πεδίο συνεννόησης.

Θα ήθελα να επανέλθουμε λίγο στο θέμα τηλεόραση. Θυμάμαι πολύ έντονα την ερμηνεία σας στα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, ένα από τα πιο επιτυχημένα σήριαλ στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, το οποίο βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του σπουδαίου Έλληνα συγγραφέα Κώστα Μουρσελά. Εκτός από την σπάνια αυτή καλλιτεχνική συγκυρία, ποιες άλλες τηλεοπτικές συνεργασίες σας θυμάστε έντονα; Αν σας προέκυπτε σήμερα μια τηλεοπτική πρόταση, αντίστοιχης αισθητικής, θα σας βλέπαμε ενδεχομένως ξανά επί της οθόνης;

Θεωρώ, ότι η τηλεόραση ως μέσο δεν είναι απορριπτέο εξ’ ορισμού. Τι πάει να πει όχι στην τηλεόραση, δεν υπάρχει αυτό. Όταν πηγαίνοντας σε διάφορα ευαγή ιδρύματα, ή νοσοκομεία, ή σε διάφορα σπίτια – ειδικά σε πιο απομακρυσμένες περιοχές –  βλέπεις ότι η μόνη τους διασκέδαση είναι η τηλεόραση. Δεν λέμε γενικά όχι στην τηλεόραση, απλώς το συγκεκριμένο μέσο έχει πέσει σε λάθος χέρια, δυστυχώς. Αυτό σημαίνει πρακτικά, ότι το ζητούμενο σήμερα δεν θα έπρεπε να είναι, πως θα δώσουμε στο λαό άρτον & θεάματα, αλλά να προσφέρουμε στους τηλεθεατές ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, που να απηχεί και μια αναβάθμιση σε πολιτιστικό επίπεδο. Παλιότερα οι διασκευές λογοτεχνικών έργων, αξιόλογων συγγραφέων δημιουργούσαν αυτό το πολιτιστικό υπόβαθρο. Ας μην ξεχνάμε την τεράστια παρακαταθήκη στην λογοτεχνία, που μας άφησε η παλιά ΕΡΤ, ειδικά όσον αφορά το Θέατρο της Δευτέρας, μέσα από το οποίο παρουσιάστηκε  όλο το παγκόσμιο ρεπερτόριο. Αυτά είναι συλλεκτικά κομμάτια, που ευτυχώς σήμερα μπορεί κάποιος ν’ αναζητήσει στο διαδίκτυο και να τα παρακολουθήσει. Αν υπάρξει μια τέτοιου είδους προσέγγιση από το τηλεοπτικό γίγνεσθαι, βασισμένη σε σημαντικά κείμενα ελλήνων ή ξένων δημιουργών και όχι σε πρόχειρα σενάρια γραμμένα στο πόδι, τα οποία φωτογραφίζουν μια άθλια πραγματικότητα την οποία κιόλας σαρκάζουν, διακωμωδούν ή ακόμα χειρότερα παρωδούν, ανακατεύοντας αυτόν τον πολτό, που καθημερινά μας κατακλύζει, βεβαίως θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου στην τηλεόραση. Ομολογώ μάλιστα, ότι μου λείπει. Μου λείπει η δυνατότητα, να στηθείς μπροστά σε μια κάμερα και να παίξεις κάτι αξιόλογο.

Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος… Με βάση την βαθιά φιλοσοφημένη ρήση του Νίκου Καζαντζάκη, ο ήρωας του Τόμας Μπέρνχαρντ που υποδύεστε με τόση πειστικότητα, είναι ελεύθερος; Ή μήπως η εμμονή του με τη δημιουργία ενός τεράστιου έργου, ενός έργου ζωής όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, είναι το δικό του ΜΠΕΤΟΝ, η δική του φυλακή; Εσείς νιώσατε ποτέ εγκλωβισμένος στις ίδιες σας τις φιλοδοξίες;

Η αλήθεια είναι, ότι αποφάσισα να ερμηνεύσω αυτόν το ρόλο, γιατί αισθανόμουν κάπως έτσι. Δηλαδή, αισθανόμουν σε μια απόσταση από ένα κοινωνικό σύνολο, που συνθλίβει προσωπικότητες με μία ιδιαιτερότητα, χωρίς να διεκδικώ κάτι το πολύ σημαντικό για μένα, όπως λέει κι ο ήρωας. Παρόλα αυτά θεωρώ,  ότι ο ήρωας του Μπέρνχαρντ,  ο Ρούντολφ, δημιουργεί ένα δικό του σύμπαν, μέσα στο οποίο και μπαίνει. Πιστεύω, ότι αυτή η αντιμετώπιση της ζωής είναι μια μετεφηβική αντιμετώπιση, όπως όταν ήμασταν μικρότεροι και δημιουργούσαμε έναν δικό μας κόσμο, μέσα στον οποίο κυκλοφορούσαμε απόλυτα ελεύθεροι και δεν υποκύπταμε σε κανέναν συμβιβασμό ή αντίστοιχα δεν είχαμε καμία κατανόηση απέναντι σε έναν κόσμο, που δεν μας άρεσε.  Έχω παράλληλα την αίσθηση, ότι η επιστροφή στην κοιτίδα των κειμένων του Τόμας Μπένχαρντ είναι μια κίνηση, η οποία λειτουργεί σαν αναβάπτιση για κάποιους ανθρώπους, που επιθυμούν διακαώς ένα δικό τους σύμπαν, αλλά είτε από φόβο ή από συστολή δεν τολμούν να το κάνουν. Μέσα απ’ αυτό το κείμενο, που η απόδοση του έπεισε τόσο πολύ το κοινό,  είδα έναν κόσμο που συμφωνούσε απολύτως μ’ έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν είναι και τόσο αγαπητός ή εξοικειωμένος με το κοινωνικό σύνολο, αντίθετα φτάνει στα όρια του μισανθρωπισμού. Παραδόξως, έγινε συμπαθής και μάλιστα το κοινό βρήκε τις απόψεις του κατανοητές, καίριες, εύληπτες, καταλήγοντας στο τέλος, να συμφωνήσει απόλυτα μαζί του. Θέλω να πω μ’ αυτό, ότι το κείμενο του Μπέρνχαρντ ακούμπησε μέσα μου, δίνοντας μου τη δυνατότητα να εκμυστηρευτώ ανοιχτά – όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό –  απόψεις που έχω κι εγώ για την καθημερινότητα που μας περιβάλλει και μας καταβάλλει. Δεν μπορούμε να είμαστε σε μια μόνιμη συγκατάβαση και μια απεριόριστη ανεκτικότητα απέναντι σ’ έναν κόσμο που δεν μας ενδιαφέρει, δεν μας αφορά και μάλιστα μας αντιμάχεται, μ’ έναν ιδιαίτερα σκληρό και χυδαίο τρόπο.

MPETON

Είχα την τύχη να παρακολουθήσω πρόσφατα την προαναφερόμενη παράσταση κι ομολογώ, ότι ήταν η πρώτη φορά μετά από αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, που ένιωσα ως θεατής αυτό που λέμε κάθαρση, παρόλο που το ίδιο το κείμενο δεν προσφέρει καμία λύση ή διέξοδο. Η ερμηνεία σας μου θύμισε το υποκριτικό στιλ της μεγάλης σχολής του Actors studio, που ανέδειξε μερικά από πιο σπουδαία ονόματα της υποκριτικής τέχνης παγκοσμίως. Υπήρξατε επί σκηνής άμεσος, αληθινός, απόλυτα διαπεραστικός. Πόσο σας δυσκόλεψε η μινιμαλιστική αυτή προσέγγιση ενός ήρωα σε πλήρη απόγνωση, γεμάτου εμμονές & αντιφάσεις, που ενδεχομένως κρύβει πολλές ερμηνευτικές παγίδες;

Θεωρώ το σινεμά, την πιο κοντινή σε μένα ψυχαγωγία, η οποία μου προσφέρει μια μεγάλη ασφάλεια, περνώντας ειδικά τα χρόνια. Δεν μας πρόδωσε ποτέ ο κινηματογράφος. Όπως έλεγε και η Δέσπω Διαμαντίδου “Θα ήμασταν πολύ μικροαστοί, αν δεν υπήρχε το σινεμά”. Παρακολουθώντας λοιπόν, όλους αυτούς τους μεγάλους ηθοποιούς της Αμερικάνικης Σχολής, ξεκινώντας από το λιτό παίξιμο του Χένρυ Φόντα, περνώντας στον Ροντ Στάιγκερ, τον Σπένσερ Τρέισι και τόσους άλλους ηθοποιούς της γενιάς του ΄50, που για μένα αποτέλεσε τη βάση αυτού του είδους ερμηνείας, παρατηρεί κανείς ότι δεν υπάρχει κανένας βερμπαλισμός κινήσεων, δεν υποσημειώνονται τα αστεία, ούτε καίγονται και καμιά ερμηνεία δεν γίνεται ποτέ τόσο προφανής και προβλέψιμη, που να μην θέλεις να την βλέπεις μπροστά σου. Όλα αυτά δηλαδή τα ερμηνευτικά τερτίπια, που παρακολουθούμε συχνά και μας δημιουργείται μια άρνηση να πάμε στο θέατρο. Αυτή η ερμηνευτική προσέγγιση προϋποθέτει πολλή δουλειά και αρκετό χρόνο, ώστε να καθίσει πάνω στα εκφραστικά μέσα ενός ηθοποιού, ενώ είναι κάτι που έρχεται και με την ηλικία. Όπως ο Ρούντολφ για παράδειγμα, ο ήρωας του ΜΠΕΤΟΝ,  είναι κατά τη γνώμη μου δύσκολο, να ερμηνευθεί από έναν νεότερο ηθοποιό.  Είναι σαφώς καλύτερο, να έχεις φτάσει σε μια κάποια ηλικία, ώστε να έχεις υποστεί διαφόρων ειδών ματαιώσεις, απογοητεύσεις, να έχεις φάει και δύο τρία χαστούκια από τη μοίρα της ζωής κι αυτό να σου έχει δώσει τη δυνατότητα,  να ερμηνεύσεις έναν ρόλο χωρίς έπαρση. Χωρίς να είσαι πιο έξυπνος από τον ήρωα, χωρίς να καταφύγεις σε ερμηνευτικά ή σκηνοθετικά τερτίπια, αλλά όπως έλεγαν οι παλιοί ηθοποιοί, να πεις απλά τα λόγια σου. Δηλαδή, ο ηθοποιός να γίνει ο αγωγός, μέσα από τον οποίο θα μεταφερθεί το έργο του συγγραφέα. Στην περίπτωση του  Μπέρνχαρντ, δεν έχουμε να κάνουμε με θεατρικό λόγο, έχουμε να κάνουμε με ένα πεζό κείμενο. Ο πεζός λόγος για να αποδοθεί σωστά, θέλει μια ιδιαίτερη προσέγγιση. Πρώτον, για να μην κουράσει σαν ανάγνωση και δεύτερον να ερμηνευτεί χωρίς υπερβολές. Αυτή ήταν η σχοινοβασία πάνω στην οποία κινήθηκα, για να αποδώσω το ρόλο, χρησιμοποιώντας το ίδιο κλειδί με το οποίο άνοιξα πριν από δέκα χρόνια τον ρόλο μου στον ΠΡΩΤΟ ΕΡΩΤΑ του Μπέκετ. Το έργο ανέβηκε στο BIOS το 2003 και στη συνέχεια παρουσιάστηκε στον ΜΥΛΟ στη Θεσσαλονίκη, αργότερα και στην Πάτρα. Εν πάσει περιπτώση ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ του Μπέκετ, με το ΜΠΕΤΟΝ του Μπέρνχαρντ, έχουν μεγάλη συνάφεια και δέκα χρόνια μετά απέδωσα τον ρόλο, με ακόμα μεγαλύτερη απλότητα.

Το Πρόγραμμα του BETON7 για το 2014-2015, περιλαμβάνει μια ευρύτατη γκάμα θεαμάτων. Με ποια κριτήρια γίνεται κάθε φορά η επιλογή των καλλιτεχνικών προτάσεων που σας απευθύνουν, οι οποίες απ’ όσο γνωρίζω  είναι  πολυάριθμες και ως επί το πλείστον αξιόλογες; Αν κρίνω από το πρόγραμμα που παρουσιάζετε – κάθε χρόνο και καλύτερο – μάλλον είστε αυστηρός στις επιλογές σας. Κάνω λάθος;

Θα μιλήσω για τον τομέα του θεάτρου, στον οποίο είμαι ο συντονιστής. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο,  ότι πάρα πολύς κόσμος θέλει να παρουσιάσει τη δουλειά του στο BETON7. Εδώ και τέσσερα χρόνια περίπου έχουμε δημιουργήσει το Φεστιβάλ Θεατρικές Συνθέσεις, που με βάση έναν κοινό θεατρολογικό άξονα διαφορετικό κάθε χρονιά, προσκαλούμε  μεμονωμένους καλλιτέχνες ή ομάδες να καταθέσουν την άποψη τους.  Παράλληλα τους ενθαρρύνουμε, να είναι όσο το δυνατόν πιο ρηξικέλευθοι και πιο νεωτεριστές στην προσέγγιση των έργων. Προσπαθούμε να δώσουμε την δυνατότητα και να εμπνεύσουμε νέους ανθρώπους, να πάρουν την ευθύνη και να παρουσιάσουν κάτι διαφορετικό. Όταν ανιχνεύουμε σε κάποιους ανθρώπους αυτό το στοιχείο της πρωτοτυπίας,  τους στηρίζουμε. Προσωπικά, στηρίζω πάρα πολύ τους καλλιτέχνες, που παίρνουν την ευθύνη να κάνουν κάτι το οποίο είναι έξω από τα συνηθισμένα, δηλαδή να ρισκάρουν. Μιας κι εδώ υπάρχει η ομπρέλα, ότι είναι ένας πρωτοποριακός, εναλλακτικός χώρος που προσφέρει αυτή τη δυνατότητα του ρίσκου και το κοινό είναι υποψιασμένο, ξέρει εκ των προτέρων τι περίπου θα δει. Δεν έχουμε μία σάλα των 500 θέσεων, ή τον μεγαλοπαραγωγό από πίσω να σε κυνηγάει με το τεφτέρι και το σαλιωμένο μολυβάκι και να σου λέει αυτό να το κόψεις, ή γιατί πήρες αυτόν και δεν πήρες τον άλλο και τα λοιπά. Εδώ ο δημιουργός έρχεται, εφόσον εγκρίνουμε την πρόταση του και είναι απολύτως ελεύθερος. Εμείς βλέπουμε τις παραστάσεις στην πρεμιέρα. Δεν θα το ονόμαζα αυτό αυστηρότητα ακριβώς, αλλά μια ενθάρρυνση στο ιδιαίτερο, το καινούργιο και το απόλυτα σύγχρονο.

Φεστιβάλ Χορού, εικαστικές εκθέσεις, προβολή κινηματογραφικών ταινιών & διεθνών συμπαραγωγών,  παραστάσεις & performances που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και πολλές ακόμα καινοτομίες, όπως το προσωπικό μου αγαπημένο “Φεστιβάλ Θεατρικές Συνθέσεις” στοιχειοθετούν το προφίλ ενός πολύ ενημερωμένου, σύγχρονου πολυχώρου, ο οποίος κόντρα σε κάθε μορφή κρίσης, οικονομικής, αξιών και πάει λέγοντας, καταφέρνει να κάνει τη διαφορά.  Είναι μεγάλο το τίμημα που πληρώνετε, οικονομικό ή άλλο, προκειμένου να παραμείνετε πιστός στο καλλιτεχνικό σας όραμα;

Μόνο μία φράση. Ναι πολύ μεγάλο!

Αν κάποιος σας ζητούσε, να σκιαγραφήσετε το πορτραίτο του αθηναϊκού κοινού, σαν να πρόκειται για έναν πίνακα ζωγραφικής, τι θα επιλέγατε να φτιάξετε,  για να το προσωποποιήσετε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πιστότητα και ποια χρώματα θα χρησιμοποιούσατε;

Θα ήταν Οι Πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου του Ιερώνυμου Μπος. Νομίζω ότι τα χρώματα είναι αυτά. Πορτοκαλί, μωβ, μαύρο, κόκκινο. Έχουμε ένα κοινό που είναι απόλυτα πολυσυλλεκτικό,  ακραία πολυσυλλεκτικό θα έλεγα. Έχω την αίσθηση, ότι ο πίνακας αυτός του Ιερώνυμου Μπος, θα μπορούσε να είναι η κονκάρδα του κοινού.

Διαβάζετε τις κριτικές για τις δουλειές που παρουσιάζετε στο BETON7, είτε σας αφορούν άμεσα, είτε αφορούν ομάδες με τις οποίες συνεργάζεστε; Πιστεύετε, ότι μπορεί να κρίνει κάποιος αντικειμενικά έναν καλλιτέχνη, όταν ο ίδιος δεν έχει περάσει από τα ίδια μονοπάτια, ώστε να γνωρίζει τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που κρύβει η εκάστοτε καλλιτεχνική παραγωγή; Άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη…έτσι δεν είναι;

Έχω ζήσει την εποχή των κριτικών. Τότε που μία παράσταση αξιολογούνταν στην πρεμιέρα της από σημαντικούς κριτικούς θεάτρου κι εκεί πραγματικά έπαιρνες την επιδοκιμασία ή την απόρριψη. Έχω ζήσει και τα δύο. Αυτή η εποχή όμως έχει τελειώσει.  Σήμερα δεν υπάρχει πια αυτό. Την θέση του έχουν πάρει διάφοροι,  που φέρουν την συγκεκριμένη ιδιότητα και ασκούν κριτική, αλλά είναι επισφαλές το αποτέλεσμα. Αυτό που θα ήθελα να καταθέσω γενικά, είναι ότι η κριτική σε ορισμένες παραστάσεις, που ήταν ηθελημένα προβοκατόρικες, εσκεμμένα προκλητικές ας πούμε, αν ήταν αντίθετη λειτουργούσε υπέρ. Δηλαδή αν η κριτική ήταν αρνητική αισθανόμουν καλά, γιατί ήξερα ότι η παράσταση πέτυχε τον σκοπό της. Έχω βιώσει κάτι αντίστοιχο, όχι μόνο ως σκηνοθέτης, αλλά και με την ιδιότητα του ηθοποιού. Αν μια ερμηνεία ήταν ιδιαίτερη ή η σκηνοθετική άποψη ήταν ακραία και η κριτική ήταν εναντίον και κατέκρινε το αποτέλεσμα, τότε αισθανόμουν, ότι έχω επιτελέσει το έργο μου σωστά.  Ξέρετε για τον ηθοποιό που ρισκάρει να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό και απορρίπτεται,  αυτό μπορεί να λειτουργήσει σαν εφαλτήριο και να του δώσει μεγαλύτερη δύναμη για να συνεχίσει. Άλλωστε μην ξεχνάμε, ότι μεγάλες παραστάσεις και κορυφαίοι συγγραφείς, στην πρεμιέρα τους πολλές φορές έχουν γιουχαριστεί, για να αναγνωρισθούν πολλά χρόνια αργότερα, ακόμα και από τους ίδιους ανθρώπους, που αρχικά τους απέρριψαν.

Τι ωθεί κατά τη γνώμη σας, μια μεγάλη μερίδα των λεγόμενων κριτικών θεάτρου ή τέχνης γενικότερα, αντί να κρίνουν όπως απαιτεί ο ρόλος τους, να κατακρίνουν ασύστολα τους καλλιτέχνες και τις όποιες προσπάθειες τους μέσα από την εξουσία, που τους παρέχει ο παντοδύναμος γραπτός λόγος (verba volant, scripta manent); Έχει να κάνει με κάποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας, τύπου: ήθελα να γίνω κι εγώ ηθοποιός ή σκηνοθέτης, αλλά δεν ήμουν αρκετά καλός ή ακόμα χειρότερα το άτιμο το σύστημα δεν με άφησε; 

Δεν με απασχόλησε ποτέ για να είμαι ειλικρινής. Νομίζω, ότι περνώντας τα χρόνια, έχει αμβλυνθεί αυτή η κατάσταση. Παλιότερα συνέβαινε πιο έντονα αυτό που αναφέρετε και είχαμε τέτοιου τύπου ιδιότυπες περιπτώσεις κριτικών. Σήμερα κριτικός είναι η προσέλευση του κοινού. Αυτή και μόνο αυτή ανεβάζει ή κατεβάζει τις παραστάσεις.

Έρχεστε καθημερινά με την ιδιότητα του ενορχηστρωτή ενός εναλλακτικού καλλιτεχνικού χώρου, σ’ επαφή με νέους καλλιτέχνες, που διαθέτουν την όρεξη και τον απαιτούμενο ενθουσιασμό, να προβάλλουν τη δουλειά τους και να κάνουν τη διαφορά, ανατρέποντας κλισέ και στερεότυπα στην Τέχνη και κατ’ επέκταση στη ζωή. Θεωρείτε ότι προσφέροντας τους ένα χώρο στον οποίο, μπορούν να υλοποιήσουν κάποια από τα όνειρα τους, συντελείτε ενεργά  στην ανάδειξη νέων ταλέντων;

Το Beton7 είναι ένας μικρός χώρος, ο οποίος δεν έχει ενδεχομένως  τις δυνατότητες, που έχουν άλλα ιδρύματα, αλλά στο μέτρο των δυνατοτήτων του, έχει ανοίξει διάπλατα τις πόρτες του σε νέους δημιουργούς, στους οποίους προσφέρονται όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις, για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Ξεκινώντας από την τεχνική υποστήριξη, που είναι ένα πολύ βασικό ζήτημα, να έχεις δηλαδή φώτα, ήχο και τον τεχνικό, για να μπορείς να στήσεις την παράσταση σου και φτάνοντας μέχρι τη δυνατότητα να δοκιμάσουν κάποια καινούργια πράγματα, όσο ακραία κι αν είναι και το τονίζω αυτό. Τώρα σχετικά με το αν το BETON7 μπορεί ν’ αναδείξει νέα ταλέντα; Πιστεύω ότι καινούργια ταλέντα υπάρχουν και θα υπάρχουν έτσι κι αλλιώς, αλλά το πιο σημαντικό για μένα είναι η διάρκεια. Πόσο θα διαρκέσουν αυτά τα ταλέντα μέσα στο χρόνο, ώστε να μην καταλήξουν διάττοντες αστέρες, που θα κάνουν μία δουλειά και μετά θα εξαφανιστούν. Το ζητούμενο για μένα είναι ο καλλιτέχνης, να έχει ένα διαρκές όραμα, το οποίο δεν πρέπει να φθίνει, ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Δεν πρέπει να αναζητάει ένας νέος δημιουργός την ευκολία, την απόλυτη παροχή. Ένας νέος καλλιτέχνης πρέπει να δοκιμάζεται όχι μόνο σκηνικά, αλλά και κατά την διάρκεια της παραγωγής. Πιστεύω ότι τα νέα παιδιά το κάνουν αυτό. Δεν είναι τυχαία όλη αυτή η έκρηξη νέων χώρων στον Βοτανικό, στο Γκάζι και σε άλλες περιοχές της Αθήνας. Είναι ένα σημάδι, ότι κάτι καινούργιο ξεκινάει.

Εικάζω, ότι η ανάγκη σας να ανανεώνεστε συνεχώς, σας οδήγησε στο να θεσπίσετε το Φεστιβάλ Θεατρικές Συνθέσεις, που εδώ και τέσσερα χρόνια προσφέρει την ευκαιρία σε μεμονωμένους καλλιτέχνες και θεατρικές ομάδες, ν’ αναδείξουν τη δουλειά τους και γιατί όχι ν’ αναμετρηθούν μέσα από έναν κοινό θεματικό άξονα. Τώρα για παράδειγμα καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν τον Ρακίνα & τον Μολιέρο. Γιατί επιλέξατε τους συγκεκριμένους συγγραφείς; Συγκαταλέγονται στους αγαπημένους σας;

Ταξιδεύοντας στο Εξωτερικό και παρακολουθώντας διάφορους Ευρωπαίους σκηνοθέτες, παρατήρησα ότι τα τελευταία χρόνια δεν ανεβάζουν ένα έργο μόνο του, αντίθετα το συνδυάζουν με κάποια άλλα, ή επεμβαίνουν δραματουργικά έργο,  όπως ο Τόμας Οστερμάγιερ παραδείγματος χάριν. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα, να δώσουμε τη δυνατότητα σε νέες ομάδες, να κάνουν τις δικές τους προτάσεις, ακουμπώντας πάνω σ’ έναν κοινό θεατρολογικό άξονα. Ανάμεσα τους κι εγώ καταθέτοντας την νεανική μου άποψη, αφού οι Θεατρικές Συνθέσεις ξεκίνησαν ουσιαστικά από την δουλειά μου πάνω στον Αγαμέμνονα. Ο θεατρολογικός αυτός άξονας, έχει ως σημείο αναφοράς τη βάση του παγκόσμιου δραματολογίου: Αρχαία Τραγωδία, Σαίξπηρ, Το Θέατρο των Ιδεών (Ίψεν, Στρίντμπεργκ κλπ) και φέτος δύο μεγάλοι Γάλλοι συγγραφείς, ο Ρακίνας που είναι μια ιδιαίτερη δική μου αδυναμία και ο Μολιέρος, που στην Ελλάδα έχει παρουσιαστεί κάπως  περίεργα. Προσωπικά τον θεωρώ εξίσου «μαύρο» συγγραφέα με τον Ρακίνα. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο, ότι σύχναζαν στον ίδιο χώρο, το Hotel de Bourgogne, οπότε γίνεται φανερό ότι συνέκλιναν κι ως προς το κομμάτι της αισθητικής και στην ουσία λειτουργούσαν αλληλοσυμπληρωματικά. Θεωρώ τον Μολιέρο λοιπόν, εξίσου dark συγγραφέα με τον Ρακίνα και τα έργα που προτείνουμε φέτος είναι από τα πιο σκοτεινά του, όπως ο Δον Ζουάν για παράδειγμα. Επέμεινα, ώστε να είναι αυτός ο συνδυασμός και δικαιώθηκα, γιατί οι προτάσεις που δεχτήκαμε για τις φετινές Θεατρικές Συνθέσεις ήταν ισάριθμες, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο εν λόγω συγγραφέας έχει κοινό, είναι αγαπητός στον καλλιτεχνικό κόσμο και όλο αυτό το gothic στοιχείο, που αντανακλάται στα έργα του, είναι ελκυστικό για τους νέους καλλιτέχνες.

MOLIEROSRAKINAS

 

 

 

 

 

 

Μετά απ’ τις πολύ επιτυχημένες εμφανίσεις σας, σε μερικές από τις πιο αξιόλογες τηλεοπτικές παραγωγές των τελευταίων χρόνων, επιλέξατε να αφοσιωθείτε στο θέατρο, παρουσιάζοντας δικές σας δουλειές και συστήνοντας παράλληλα στο αθηναϊκό κοινό νέους συγγραφείς, νέα κείμενα, νέους τρόπους έκφρασης: Μια χώρα χωρίς Λέξεις – Dea Loher, Ποδήλατο στο Χωριό (Village Bike) – Penelope Skinner, Osama the heroDennis Kelly και η δική σας performance Europa και τα λοιπά…Μιλήστε μας λίγο για αυτές τις παραγωγές και το σκεπτικό πίσω απ’ αυτήν την πρωτοβουλία.

PROTOS ERWTAS

ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ του ΜΠΕΚΕΤ, 2003

Αυτή η ιστορία ξεκίνησε το 1992, από τότε που πρωτοσύστησα στην Ελλάδα τον Μπερνάρ Μαρί Κολτές και το έργο του Η ΝΥΧΤΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΔΑΣΗ. Ακολούθησαν τα έργα:  Sweet Eros του Terrence Mcnally  , PENETRATOR του Anthony Neilson, DECADENCE του Steven Berkoff και μετά πάλι του ίδιου Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΟΦΗΛΙΑΣ και τα τελευταία χρόνια έργα των: Dennis Kelly, Dea Loher, Penelope Skinner και ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ του Μπέκετδηλαδή συγγραφείς που καθόρισαν τον 20ο αιώνα και ειδικά οι Kelly, Neilson & Berkoff, που εκπροσωπούν το θέατρο            in- yer- face. Η ανάδειξη των παραπάνω καλλιτεχνών και του έργου τους αλλά και η σύσταση του συγκεκριμένου στιλ θεάτρου στο αθηναϊκό κοινό αποτέλεσε και το μότο της Εταιρείας Θεάτρου Μηχανή. Μετά την αποχώρηση μου από τα Κρατικά Θέατρα και αφού είχα εκτίσει την ποινή μου – όπως θα έλεγε κι ο Νίκος Χουρμουζιάδης – άσχετα αν μετά επέστρεψα σ’ αυτά ως σκηνοθέτης, αναλαμβάνοντας πολλές και διαφορετικού ύφους παραγωγές όπως: Ταϋλάνδη του Λένου Χρηστίδη,  Πειρασμός του Ξενόπουλου, Όνειρο Καλοκαιρινής Νύκτας, Γλυκιά Ίρμα στο ΚΘΒΕ και Η τύχη της Μαρούλας του Κορομηλά στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής και Το Σώσε στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάταςθεώρησα, ότι η προσωπική μου πορεία στην Αθήνα ως “πρωτοποριακός” καλλιτέχνης, θα έπρεπε να περάσει κι απ’ το προαναφερόμενο στιλ θεάτρου, το οποίο μου ήταν και εξαιρετικά αγαπητό.

http://perismichailidis.blogspot.gr/

Φέτος το BETON7 καινοτομεί εκ νέου, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά στην Ελλάδα την παράσταση ΤΟ ΞΕΝΥΧΤΙ του Wallace Shawn. Τι σας ώθησε να επιλέξετε το συγκεκριμένο έργο, το οποίο δεν έχει δοκιμαστεί όπως άλλα ενδεχομένως κείμενα και οπωσδήποτε δεν αποτελεί την εγγύηση του κλασικού θεάτρου, ούτε διαθέτει το δίχτυ ασφαλείας ενός Παπαδιαμάντη, για παράδειγμα;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Υπάρχει ένα θέμα με το ρεπερτόριο. Υπάρχει μια έκρηξη του κλασικού ρεπερτορίου, που παίζεται πια κατά το δοκούν. Το να πιάσεις ένα κλασικό κείμενο και να το παρουσιάσεις, όπως συνήθως παρουσιάζεται, γεννάει τεράστια ερωτηματικά. Δεν αντιστρατεύομαι, δεν αντιλέγω, παρακολουθώ με συγκατάβαση. Παράλληλα, παρατηρείται και μια έκρηξη του πολιτικού θεάτρου και ανασύρονται πάλι κείμενα, τα οποία βλέπαμε στην μεταπολίτευση.  Το έχω ζήσει αυτό το πέρασμα και εκτιμώ βαθιά αυτά τα κείμενα, θεωρώ όμως, ότι πρέπει ν’ ανακαλύπτουμε και νέους συγγραφείς, να τους παρουσιάζουμε και να ασχολούμαστε και με έργα αμαρκάριστα,  ή για να το θέσω διαφορετικά με κείμενα τα οποία είναι stock του θεάτρου. Ήθελα λοιπόν, να επιλέξω ένα έργο από το ανεξάντλητο stock του θεάτρου και να τολμήσω σκηνοθετικά, δίνοντας ταυτόχρονα την ερμηνευτική ευκαιρία στους ανθρώπους που συμμετέχουν, να κάνουν κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο. Επίσης, θέλω να σας πω, ότι με συγκινούν πολύ οι τίτλοι των έργων. Τίτλοι όπως DECADENCE, PENETRATOR ή ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΧΩΡΙΣ ΛΕΞΕΙΣ, είναι πραγματικά ωραίοι τίτλοι. Όσον αφορά τους συγγραφείς, ο Wallace Shawn για παράδειγμα είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για την Αμερικανική θεατρική πραγματικότητα. Υπήρξε αποκλεισμένος επί σειρά ετών, τα έργα του δεν παιζόντουσαν σ’ αυτήν την Καθολική Ήπειρο και από την άλλη πλευρά είναι ένας δικός μας άνθρωπος. Την δεκαετία του ’70 βίωσε όλη αυτήν την θεατρική έκρηξη που έγινε στην Αμερική, όπως ήταν το LA MAMMA, στo οποίο συμμετείχε για ένα διάστημα, ή το Living Theater με τον Julian Beck και την Judith Malina ή οι παραστάσεις  στο Central Park, όπου παρουσίαζαν Σαίξπηρ. Ο Shawn είναι αυτής της γενιάς.

shawn1_1106749506Είναι η γενιά της αθωότητας, η οποία αντιστρατεύτηκε σ’ ένα σύστημα, το οποίο σιγά-σιγά άρχισε να στραγγαλίζει τις ελεύθερες φωνές, για να φτάσουμε σήμερα να μην έχουμε κάτι νέο απ’ αυτήν την Ήπειρο, όσον αφορά το θεάτρο. Ο Wallace Shawn μετά από μια μακρά πορεία στον κινηματογράφο και έχοντας συνεργαστεί ως ηθοποιός με τον Λουί Μαλ, αποτελεί για μένα μια αξιόλογη περίπτωση συγγραφέα και γι’αυτό ακριβώς τον ανίχνευσα και θέλησα να παρουσιάσω το συγκεκριμένο έργο, το οποίο όπως αναφέρεται και στο Δελτίο Τύπου, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Royal Court μπήκε μέσα το Ηθών και τους μάζεψε όλους, ενώ όπως είπα νωρίτερα στην Αμερική είχε απαγορευτεί για πολλά χρόνια. Στο BETONδίνουμε τη δυνατότητα σ’ έναν συγγραφέα όπως ο συγκεκριμένος, να καταθέσει μια αισθητική και μια οπτική η οποία είναι κοντινή μας, ενδεχομένως τη νοσταλγούμε, αλλά παράλληλα την βλέπουμε πια μέσα από μια τελείως σύγχρονη ματιά και προσέγγιση.

Πιστεύετε,  ότι μία καλή παράσταση, η οποία θίγει έμμεσα μεν και με καλλιτεχνικό τρόπο, αλλά αρκούντως αποτελεσματικά τα κακώς κείμενα,  μπορεί ν’ αποτελέσει επαναστατική πράξη;

Η επανάσταση δεν μπορεί να ξεκινήσει από το θέατρο, ούτε μπορεί να συντηρηθεί απ’ αυτό, αλλά μπορεί να σου προσφέρει τη δυνατότητα, να προβληματιστείς.  Υπάρχουν ούτως ή άλλως πολλά είδη θεάτρου: το θέατρο ντοκουμέντο, το θέατρο της σκληρότητας, το θέατρο της αμεσότητας, το κλασικό θέατρο και όλα έχουν σκοπό, μέσω της αναπαράστασης της πραγματικότητας, να σου δώσουν το έναυσμα για να σκεφτείς. Πέρασα μια περίοδο, που πίστευα ότι το θέατρο, πρέπει να δίνει λύσεις. Τώρα πια έχω την εντύπωση, ότι η στράτευση αλλοιώνει την έννοια το θεάτρου και την ευρύτερη καλλιτεχνική παραγωγή. Πιστεύω, ότι η αισθητική ενός έργου, πρέπει να προσφέρει όλα τα απαραίτητα ερεθίσματα, ώστε ο θεατής ν’ αποφασίσει μόνος του στο τέλος, τι του αρέσει και τι είναι αυτό που μπορεί να τον οδηγήσει στο φως ή στο απόλυτο σκοτάδι αντίστοιχα. Υπάρχουν και έργα που μας οδηγούν, να κατέβουμε τα σκαλοπάτια του ερέβους.  Το ΜΠΕΤΟΝ του Τόμας Μπένχαρντ είναι ένα τέτοιο έργο. Δεν υπάρχει από πουθενά διαφυγή. Είναι τόσο κλειστοφοβικό, που καταντάει πια να είναι απολύτως φωτεινό. Υπάρχει αυτό το οξύμωρο σχήμα. Έχω την αίσθηση, ότι το θέατρο μπορεί να λυτρώσει. Τόσο τους ίδιους τους καλλιτέχνες, όσο κι αυτόν που μεταλαμβάνει τη λύτρωση του ερμηνευτή, κάνοντας τη και δική του.

Τελικά οι πολιτικοί είναι τόσο καλοί ηθοποιοί, δεδομένου ότι καταφέρνουν κάθε φορά και μας πείθουν με τα ίδια ψέματα, ή απλά εμείς ως ψηφοφόροι είμαστε ένα κοινό – για να το θέσω κομψά-  απαίδευτο;

Θα σας απαντήσω με ένα απόσπασμα από το ΜΠΕΤΟΝ το οποίο νομίζω, ότι τα λέει όλα: «Ο κόσμος διαθέτει πολύ μεγάλο πλούτο και μπορεί να κάνει θαύματα. Οι πολιτικοί όμως εμποδίζουν συνειδητά την πραγματοποίηση αυτών των θαυμάτων. Κραυγάζουν ζητώντας βοήθεια, ενώ παράλληλα πετούν από το παράθυρο αμέτρητα εκατομμύρια για εξοπλισμούς, χωρίς ίχνος ντροπής. Εγώ αρνούμαι, να δώσω έστω και μία πεντάρα στον κόσμο αυτό».

Ποια είναι τα συναισθήματα που σας προκαλούν  ως άνθρωπο κι ως καλλιτέχνη,  νεοφασιστικά μορφώματα όπως η Χρυσή Αυγή ή άλλες τέτοιου είδους (εγκληματικές) οργανώσεις, που δυστυχώς έχουν ακόμα οπαδούς τόσο στη χώρα μας, όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη;

Τον φασισμό τον γεννάει το σύστημα. Όπως κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, υπήρχε μια έξαρση του φαινομένου του φασισμού, εξαιτίας της οικονομικής εξαθλίωσης του κόσμου, κατά αναλογία και σήμερα έχουμε μια οικονομική εξαθλίωση η οποία υποδαυλίζει, υποθάλπει και αναπτύσσει αυτό το φαινόμενο.

Ασκείτε τα πολιτικά σας δικαιώματα; Θα ψηφίσετε ας πούμε στις επόμενες εκλογές, όποτε αυτές πραγματοποιηθούν;

Είμαι ακόμα από τους τελευταίους ρομαντικούς οπότε ναι,  ασκώ τα πολιτικά μου δικαιώματα. Αντηχεί πάντα στ’ αυτιά μου η φράση: “Αυτός στερείται των πολιτικών του δικαιωμάτων” ή “Αφαίρεσαν απ’ αυτόν τα πολιτικά του δικαιώματα”. Ως εκ τούτου σήμερα, όταν κάποιος έχει τη δυνατότητα ν’ ασκήσει τα πολιτικά του δικαιώματα, δεν  ψηφίζει κατ’ ανάγκη τον έναν ή τον άλλο, απλά εξασκεί ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Πιστεύω ακράδαντα, ότι θα πρέπει να διαφυλάξουμε αυτό το δικαίωμα, ενώ  παράλληλα πιστεύω στην δημοκρατία και βασική προϋπόθεση, για να συνεχίσει να υφίσταται είναι η δημοκρατική ψήφος.

Θα ήθελα ολοκληρώνοντας την σκιαγράφηση της ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑΣ σας, να μοιραστείτε μαζί μας ποιο είναι το δικό σας κίνητρο ζωής. Τι σας κάνει να σηκώνεστε καθημερινά από το κρεβάτι σας, να δημιουργείτε, να παλεύετε, να ελπίζετε…να ονειρεύεστε;

Αυτό που αποτελεί κίνητρο για μένα, είναι να είναι μακριά μου η μιζέρια και η μετριότητα. Είναι πράγματα που πια, δεν τα αντέχω. Μου αφαιρούν την  δυνατότητα να θέλω, να ξυπνήσω το πρωί και να είμαι δημιουργικός. Θα ήθελα πάντα, όταν ξυπνάω, να βλέπω έναν ατέλειωτο ορίζοντα με θέα τη θάλασσα, όπως όταν ήμουν στην Αλεξάνδρεια. Αυτό είναι για μένα το απόλυτο κίνητρο ζωής. Η προοπτική ενός ανοιχτού ορίζοντα ουρανού και θάλασσας.

133334_10151199284263232_436511847_o

 


 Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης & πολύτιμο μέλος της συντονιστικής ομάδας του BETON7, Πέρης Μιχαηλίδης, είναι ένας βαθιά καλλιεργημένος, ευγενικός και προσγειωμένος άνθρωπος, γεμάτος γοητευτικές αντιθέσεις που συνθέτουν το καλλιτεχνικό του προφίλ και τον κατατάσσουν ανάμεσα στους πιο δημοφιλείς και δραστήριους καλλιτέχνες της γενιάς του και όχι μόνο, αφού η καλλιτεχνική του δράση έχει ως σημείο αναφοράς τους νέους δημιουργούς και ο ίδιος αγκαλιάζει, επικροτεί και στηρίζει κάθετι καινούργιο, σύγχρονο και ανατρεπτικό.

Παράλληλα, με την ιδιότητα του καθηγητή Υποκριτικής στην Δραματική Σχολή ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ, μεταλαμπαδεύει την εμπειρία, τον ενθουσιασμό και την αγάπη του για το θέατρο και την Τέχνη γενικότερα, σε νέα και ταλαντούχα παιδιά, που στην εποχή μας χρειάζονται περισσότερο από ποτέ εμπνευσμένους, γενναιόδωρους & καταρτισμένους δασκάλους.

Η στήλη ARS & VITA  τον ευχαριστεί θερμά για τον χρόνο του, την εμπιστοσύνη που έδειξε στην αισθητική του Ηλεκτρονικού Περιοδικού για τις Τέχνες και τον Πολιτισμό “ΑΛΛΙΩΣ”  και την ζεστή φιλοξενία στον “φυσικό” του χώρο, που δεν είναι άλλος από το ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ BETON7.

          Ευχόμαστε στον Πέρη Μιχαηλίδη, να παραμείνει πάντα το ίδιο                 δημιουργικός, έχοντας πάντα το βλέμμα στραμμένο σε ανοιχτούς ορίζοντες,  σε νέες προκλήσεις και στην δημιουργία ανατρεπτικών & ρηξικέλευθων παραστάσεων.