Tags
Π Ρ Ο Σ Ω Π Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Μ Α Ρ Ι Α Κ Α Ρ Α Κ Ι Τ Σ Ο Υ
τη στήλη γράφει & επιμελείται
η Λίλα Παπαπάσχου
Λοιπόν έχουμε και λέμε…είσαι Πτυχιούχος του Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, Τελειόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών & Απόφοιτος της Ανωτέρας Σχολής Δραματικής Τέχνης «Θεμέλιο»… Μίλησε μου λίγο για τις σπουδές σου και για το πώς τελικά επέλεξες ν’ αφοσιωθείς στην υποκριτική;
Η αγάπη μου για την υποκριτική και το θέατρο ξεκίνησε από πολύ νεαρή ηλικία. Επειδή ήμουν μοναχοπαίδι αναγκαστικά έπαιζα μόνη μου με έναν θεατρικό τρόπο. Τα περισσότερα παιδιά το κάνουν αυτό νομίζω, το βλέπω και στην κόρη μου, Στο σχολείο ασχολήθηκα με το θέατρο, είχα την τύχη το δημοτικό μου να διαθέτει μια υποτυπώδη σκηνή και συμμετείχα στα θεατρικά δρώμενα που ανεβάζαμε. Το 1987 πήγαμε με την μητέρα μου στο Εθνικό – η μητέρα μου με πήγαινε γενικά στο θέατρο – και είδαμε το έργο ΕΞΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΗΤΟΥΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ του Πιραντέλλο, που ανέβασε ο Δημήτρης Μαυρίκιος με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και ήταν μια συγκλονιστική παράσταση. Ήμουν 12 χρονών τότε και δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς τον Πιραντέλλο και τις αναφορές του, αλλά συγκλονίστηκα τόσο πολύ απ’ αυτή την παράσταση και σκέφτηκα, ότι αν όλη αυτή τη συγκίνηση, όλον αυτόν τον εξαγνισμό, μπορεί να στον μεταδώσει ένας ηθοποιός, τότε αυτό θέλω να κάνω. Μου φάνηκε τόσο σημαντικό, τόσο υπέροχο, τόσο μαγικό…Βλέποντας αυτήν την παράσταση ένιωσα, ότι βρήκα τον προορισμό μου. Συνέχισα στο σχολείο μέχρι να το τελειώσω και μετά πήγα στη Δραματική Σχολή. Απορίας άξιον είναι πως κατέληξα στην Πάντειο. Να είναι καλά η μαμά μου – και πάλι – η οποία όπως οι περισσότεροι γονείς, όταν δήλωσα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός τρόμαξε και με το δίκιο της, κυρίως λόγω της οικονομικής αβεβαιότητας του επαγγέλματος. Υπήρξε μία σχετική πίεση, προκειμένου να πάρω και ένα πτυχίο και επειδή πάντα αγαπούσα την πολιτική και με προβλημάτιζε ως τομέας, μπήκα στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών & Διεθνών Σπουδών. Μετά από χρόνια επειδή με ενδιέφεραν και οι θεωρητικές σπουδές πάνω στο θέατρο, έδωσα κατατακτήριες και μπήκα στο Θεατρικών Σπουδών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κάπως έτσι έχει η ιστορία των σπουδών μου και συνεχίζω…Μπορεί κάποια άλλη στιγμή, να μου τη δώσει και να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Πάντα μου άρεσε η ψυχολογία, ή η κοινωνιολογία, οπότε γιατί όχι;
Το γεγονός ότι είσαι μια εμφανίσιμη γυναίκα, σε βοήθησε ή λειτούργησε υπονομευτικά στην ανάδειξη των υποκριτικών σου δυνατοτήτων;
Με βοήθησε και μάλιστα πάρα πολύ. Επίσης, με βοήθησε και το γεγονός, ότι είμαι σχετικά μικροκαμωμένη, οπότε τελειώνοντας τη σχολή έδειχνα πολύ μικρότερη από την ηλικία μου και μπορούσα μ’ ευκολία να υποδυθώ ρόλους νεαρής κοπέλας. Αυτό μου έδωσε περισσότερες ευκαιρίες. Περίπου ένα χρόνο μετά την αποφοίτηση μου από τη Σχολή, έπαιξα σε μια οικογενειακή σειρά που λεγόταν ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ και έκανα τον ρόλο της κόρης μαζί με τον Γιώργο Χρανιώτη, που έκανε τον αδελφό μου. Στο θέατρο αντίστοιχα, συνεργάστηκα με τον Νίκο Βασταρδή, τη Ζωζώ Ζάρπα και την Άννα Μονογιού στην παράσταση Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΚΤΙΝΩΝ ΓΑΜΑ ΣΤΑ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΑ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΑ. Ένα πραγματικά υπέροχο έργο, στο οποίο εγώ κι η Άννα κάναμε τις δύο κόρες, οι οποίες ήταν πολύ μικρές, μαθήτριες γυμνασίου για την ακρίβεια. Η εξωτερική εμφάνιση συχνά βοηθάει στις ευκαιρίες που σου δίνονται στον χώρο και προσωπικά δεν μου λειτούργησε υπονομευτικά, ούτε αντιμετώπισα κάποιο ρατσισμό. Σίγουρα στην τηλεόραση, που παίζει μεγάλο ρόλο η εικόνα που έχεις, οι ρόλοι που καλείσαι να ερμηνεύσεις, ταυτίζονται κατά κάποιον τρόπο μ’ αυτήν. Συμβαίνει και στο θέατρο, αλλά σε μικρότερο βαθμό, γιατί εκεί παίζει μεγαλύτερο ρόλο η εσωτερική ερμηνεία και το θέατρο σου δίνει την δυνατότητα να μεταμορφωθείς. Ας πούμε, ο ρόλος που ερμηνεύω στο ΕΛΑΤΕ ΣΕ ΜΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΦΕ, είναι μια γεροντοκόρη, εντελώς αφημένη, η οποία βλέπει τον εαυτό της άσχημο, όπως την βλέπουν οι αδελφές της και ο περίγυρος της. Στο θέατρο δεν είναι πρόβλημα αυτό γιατί προκύπτει ο ρόλος από την υποκριτική, ενώ στην τηλεόραση τα περιθώρια στενεύουν, λόγω της αμεσότητας της εικόνας, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια μεταμόρφωσης. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις το γεγονός ότι είμαι εμφανίσιμη – όπως το έθεσες – με βοήθησε και μάλιστα αρκετά.
Παρατηρούμε συχνά, ειδικά στην τηλεόραση, να παρουσιάζονται κάποια γυναικεία πρότυπα, που δεν κολακεύουν καθόλου το φύλο μας. Παραδείγματος χάριν της νευρικής και μονίμως στην τσίτα περσόνας, της αφελούς πλην γλυκούλας κοπελίτσας της διπλανής πόρτας, της μοιραίας γυναίκας που δεν διστάζει να μηχανορραφήσει κατά πάντων, της “εύσωμης” που μονίμως αυτοσαρκάζεται για το μέγεθος της και πάει λέγοντας. Έχεις κληθεί ποτέ να ενσαρκώσεις αντί για ρόλο, κάποιον συγκεκριμένο «τύπο»;
Υπάρχει μια γενικότερη τυπολογία και στην τηλεόραση και στο θέατρο, όσον αφορά και τα δύο φύλα. Αυτό συμβαίνει περισσότερο στην σάτιρα ή την κωμωδία, ειδικά στην τυπολογία των γυναικών, σε ρόλους που δεν μας κολακεύουν ιδιαίτερα, γιατί στα δύο αυτά είδη παρουσιάζουμε τον ήρωα και τον χαρακτήρα του σε μια extreme κατάσταση, για να σατιρίσουμε αυτά τα στοιχεία. Όταν έπαιζα στην κωμική σειρά ΑΜΟΡΕ ΜΙΟ, έκανα μια γυναίκα, που ναι μεν είχε ηθικούς φραγμούς απέναντι στη φίλη της – την υποδύονταν η Νικολέττα Καρρά – την οποία αγαπούσε και προστάτευε, αλλά δεν είχε κανέναν απέναντι στο ανδρικό φύλο και ήταν ιδιαιτέρως πεταχτούλα και κομματάκι μουρλή. Απέδωσα τον συγκεκριμένο χαρακτήρα με πολλή μεγάλη αγάπη, γιατί δεν έβρισκα κάτι κακό σ’ αυτό που πρέσβευε. Όταν κάνεις κάτι επειδή το θέλεις, καλά κάνεις και το πράττεις. Η Βέρα ήταν μία γυναίκα, που προσπαθούσε να βρει τη χαρά της ζωής παντού, με πολύ χιούμορ κι αυτός ήταν ο τρόπος που την είδε η Στέλλα Μανωλά, που σκηνοθετούσε το σήριαλ. Όταν συναντώ έναν ρόλο, που υπόκειται σε μία τυπολογία, προσπαθώ να τον αγαπήσω και να αναδείξω τα ανθρώπινα στοιχεία του, εκείνα που τον οδηγούν σ’ αυτήν την συμπεριφορά, να βρω τις ευαισθησίες του. Η καρικατούρα μπορεί να σταθεί μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες στησίματος, τύπου Comedia Del Arte ή σε ένα θέαμα με στοιχεία που παραπέμπουν στο γκροτέσκο και ειλικρινά θα το υποστήριζα αν ήταν απαίτηση του σκηνοθέτη, γιατί ενδεχομένως μ’ αυτόν τον τρόπο θα υπηρετούσα το όραμα του. Ακόμα και στην καρικατούρα όμως, ψάχνεις με ποιον τρόπο, θα υποστηρίξεις καλύτερα τον ίδιο σου τον ρόλο. Δεν μπορείς να αποδώσεις τον χαρακτήρα αν τον απεχθάνεσαι, ή τον απορρίπτεις ή τρισχειρότερα τον κοροϊδεύεις. Οφείλεις να τον αγαπάς και να τον υποστηρίζεις, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος.
Ποιο πιστεύεις, ότι είναι το στοιχείο που κάνει τους σκηνοθέτες να σου εμπιστευτούν ένα ρόλο; Ποια είναι τα θετικά σχόλια που σου κάνουν συνήθως;
Είχα την τύχη να συνεργαστώ με πολύ αξιόλογους σκηνοθέτες από την αρχή. Αυτό που μπορεί να εκτίμησαν, πέρα από την όποια υποκριτική, είναι η επαγγελματική συνέπεια που προσπαθώ να έχω, η αγάπη μου γι’ αυτή τη δουλειά και η ανάγκη να ενταχθώ δημιουργικά σε στην ομάδα. Το θέατρο άλλωστε, είναι ομαδική υπόθεση, δεν είσαι μόνος σου. Όσο καλός κι αν είναι ένας ηθοποιός, αν η παράσταση δεν είναι καλή, δεν έχει κανένα νόημα η προσωπική του απόδοση. Για να είναι επιτυχημένη μια παράσταση, πρέπει να υπάρχει ομαδικότητα, φιλικό κλίμα και θετική ενέργεια. Μ’ αυτές τις συνθήκες μπορούν κι οι ίδιοι οι ηθοποιοί να δοκιμάσουν τα όρια τους, να βγάλουν από μέσα τους πιο ελεύθερα όλα αυτά που πρέπει να βγουν, να προσεγγίσουν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τους ρόλους τους και επειδή έτσι νιώθουν εμπιστοσύνη στους συνεργάτες τους, είναι πιο απελευθερωμένοι υποκριτικά και ωφελείται και η παράσταση στο σύνολο της, αλλά και οι ίδιοι ατομικά. Νομίζω, ότι αυτά είναι τα στοιχεία που μετράνε σ’ έναν ηθοποιό. Ευτυχώς μέχρι τώρα, ήμουν πολύ τυχερή στις συνεργασίες μου κι εύχομαι να συνεχίσω έτσι. Είχα άριστες συνεργασίες και έτυχε με σκηνοθέτες που είχα συνεργαστεί στο παρελθόν και εκτιμώ πολύ, να ξαναδουλέψω, γεγονός που για μένα ήταν μεγάλη ανταμοιβή. Θα ήθελα τιμής ένεκεν να αναφέρω ορισμένους απ’ αυτούς, ξεκινώντας από τον Δημήτρη Ποταμίτη – δούλεψα και ως βοηθός του – έναν πολύ σημαντικό θεατράνθρωπο, που μου στάθηκε σαν πατέρας θεατρικά, συνεχίζοντας με τον Γιώργο Μιχαηλίδη στο Ανοιχτό Θέατρο, άλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο για το ελληνικό θέατρο, που μου προσέφερε πάρα πολλά πράγματα ως ηθοποιό. Στη συνέχεια βρεθήκαμε με τον Βασίλη Νικολαίδη, που μας αγκάλιασε με το ΕΛΑΤΕ ΣΕ ΜΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΑΦΕ και λειτούργησε με άκρως ομαδικό πνεύμα, αφήνοντας μας να προτείνουμε και να αισθανθούμε δημιουργικοί δίπλα του. Τέλος θα ήθελα να αναφέρω και τον Νίκο Αρμάο, με τον οποίο συνεργάστηκα πέρυσι, πάνω στα μονόπρακτα του Πίντερ, στον κήπο της Σχολής Καλών Τεχνών.
Η διαδικασία της οντισιόν, ειδικά με τον τρόπο που γίνεται στην Ελλάδα, θεωρείς ότι είναι κάτι, που αξίζει τον κόπο να μπεις;
Η διαδικασία της οντισιόν είναι εξαιρετικά δύσκολη για έναν ηθοποιό. Καλείσαι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να παρουσιάσεις στον άλλο τον καλύτερο σου εαυτό και όταν είσαι απ’ έξω και περιμένεις με τις ώρες να έρθει η σειρά σου, μεταξύ καφέ και τσιγάρου, δεν είναι οι ιδανικότερες συνθήκες για να το πετύχεις αυτό. Συν το γεγονός ότι θα βρεθείς υπό εξέταση, έχοντας και την ανασφάλεια μιας απόρριψης. Όσο κι αν ξέρεις, ότι στην πραγματικότητα ο εκάστοτε σκηνοθέτης αναζητά κάτι πολύ συγκεκριμένο που έχει στο μυαλό του, στο οποίο εσύ απλά μπορεί να μην ταιριάζεις, νιώθεις ότι πέρασες από μία εξέταση και σε απέρριψαν. Είναι σκληρή διαδικασία και δεν μου αρέσει καθόλου. Από την άλλη όμως, είναι ο μόνος τρόπος, ειδικά για έναν νέο καλλιτέχνη, να παρουσιάσει τον εαυτό του στο χώρο, ώστε να δουν κάποιοι άνθρωποι τις δυνατότητες του. Όταν ξεκινάς και δεν έχεις δουλέψει πολύ, πρέπει να πηγαίνεις σε οντισιόν, έστω και για να εξασκηθείς πάνω στο κομμάτι της έκθεσης. Οι ηθοποιοί εκθέτουμε τους εαυτούς μας, σχεδόν, κάθε βράδυ πάνω στη σκηνή και σίγουρα θα υπάρχουν φορές που θα χρειαστεί να παίξουμε και άρρωστοι ή στενοχωρημένοι ή έχοντας κακή διάθεση. Πρέπει όλα αυτά, να τα αφήσουμε στην άκρη, γιατί αυτοί που ήρθαν να μας δουν την συγκεκριμένη μέρα, δεν θα μας ξαναδούν. Έχουν πληρώσει εισιτήριο για να παρακολουθήσουν μια παράσταση και πρέπει να τους σεβαστούμε και να δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό. Κάπως έτσι είναι και η διαδικασία της οντισιόν, απλά είναι λίγο πιο σκληρή, γιατί ποτέ δεν μπορείς να είσαι αρκετά προετοιμασμένος ή αντίστοιχα πάντα ο κατάλληλος, γι’ αυτό που ψάχνει ο εκάστοτε δημιουργός.
Εκτός από την τυποποίηση, οι γυναίκες ηθοποιοί – όπως και οι άντρες εδώ που τα λέμε – κινδυνεύουν κι από την σύγκριση. Μόλις εμφανίζεται ένα νέο πρόσωπο στο θέατρο, τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση, σπεύδουν όλοι να βρουν σε ποιον «αστέρα», παλιάς κοπής κυρίως, αντιστοιχεί. Πιστεύεις, ότι είναι εφικτό για έναν ηθοποιό σήμερα ν’ αφήσει το προσωπικό του στίγμα και να γίνει ο ίδιος σημείο αναφοράς;
Όταν κάποιος σε παρομοιάζει με μια πολύ γνωστή και καλή ηθοποιό, το κάνει συνήθως για να σε κολακέψει. Υπάρχει μια τάση, να βρεθεί ένα σημείο αναφοράς ανάμεσα στους νέους καλλιτέχνες και κάποιους παλιότερους πρωταγωνιστές, αλλά γρήγορα η προσωπικότητα του καλλιτέχνη υπερισχύει και απομακρύνεται απ’ αυτό, εκτός αν επιλέξει ο ίδιος να μπει μέσα σε μια φόρμα, γιατί πιστεύει ότι αυτό θα τον βοηθήσει. Υπάρχει περίπτωση δηλαδή, να είχε πάντα αυτό το πρότυπο στο μυαλό του και να νιώθει ικανοποίηση που κατάφερε, να τον συγκρίνουν με το είδωλο του. Σ’ εμένα δεν συνέβη ποτέ μια τέτοια σύγκριση, οπότε δεν με έχει αγγίξει. Δεν είχα βέβαια κι εγώ συγκεκριμένα πρότυπα και είδωλα. Φυσικά, έχω θαυμάσει, έχω ζηλέψει κι έχω παρατηρήσει ερμηνείες και πολλές φορές τις βλέπω και τις ξαναβλέπω γιατί είναι καταπληκτικές κι αποτελούν “σχολείο” για έναν ηθοποιό. Μπορείς να διδαχτείς και από μία ερμηνεία που δεν είναι και τόσο καλή ή αντίστοιχα βλέποντας κάποιον ηθοποιό να ερμηνεύει έναν ρόλο, που έχεις ερμηνεύσεις κι εσύ και να παρατηρείς τις διαφορές, τις ομοιότητες, τις δικές σου ελλείψεις, οπότε παραμένεις σε εγρήγορση και λες “ας το δούμε κι αυτό’ . Γενικά υπάρχει μια ανάγκη τυποποίησης στη ζωή μας. Αναζητάμε το γνωστό, το οικείο σε πρόσωπα και καταστάσεις, γιατί έτσι μπορούμε να αισθανθούμε κάποιον πιο κοντά μας. Νομίζω όμως, ότι στο τέλος η προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου ξεχωρίζει, γιατί όλοι είμαστε διαφορετικοί κι αυτό κάποια στιγμή θα βγει στην επιφάνεια. Δεν είναι κάτι επικίνδυνο ή εχθρικό, ίσα-ίσα θεωρώ ότι εκεί κρύβεται όλη η μαγεία. Στην διαφορετικότητα των ανθρώπων και κατ’ επέκταση των καλλιτεχνών.
Παρακολουθώντας κανείς την πορεία σου στο χώρο, θα παρατηρήσει, ότι έχεις ασχοληθεί αρκετά και με το Παιδικό Θέατρο. Θεωρείς ότι στην Ελλάδα είναι υποτιμημένο;
Ξεκίνησα από το Θέατρο του Δημήτρη Ποταμίτη, ως βοηθός του αρχικά και στη συνέχεια έπαιξα στην πρώτη μου παράσταση “ΤΟ ΛΟΥΡΙ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ”, ένα έργο που είχε γράψει ο ίδιος, όπως πολλά άλλα.
Ήταν μια πολύ ωραία και επιτυχημένη παράσταση, που γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση τόσο από τα παιδιά, όσο και από τους γονείς τους. Είχα τη χαρά να δουλέψω, για την ακρίβεια να μαθητεύσω, γιατί υπήρξε για μένα Δάσκαλος αρκετά χρόνια, κοντά στον Ποταμίτη, έναν από τους πρωτεργάτες του Παιδικού Θεάτρου – μαζί με την Ξένια Καλογεροπούλου. Μου μετέδωσε την αγάπη που είχε για το Παιδικό Θέατρο και τον απέραντο σεβασμό που ένιωθε απέναντι στο παιδικό κοινό. Δεν σου κρύβω, ότι επειδή ήμουν και πολύ νέα τότε, δεν ήταν κι ο πρωταρχικός μου στόχος, ν’ ασχοληθώ με το συγκεκριμένο είδος θεάτρου, αλλά παρόλα αυτά ο Ποταμίτης μ’ έκανε να το δω μέσα από τη δική του δημιουργική ματιά και στην πορεία ασχολήθηκα διεξοδικά μαζί του και επειδή αγαπάω πολύ τα παιδιά και θα ήθελα στο μέλλον να ασχοληθώ μαζί τους σ’ ένα ευρύτερο επίπεδο. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί άνθρωποι στην Ελλάδα, οι οποίοι ασχολούνται σοβαρά με το παιδικό θέατρο. Η Ξένια Καλογεροπούλου που ανέφερα παραπάνω, μετράει πάνω από τριάντα χρόνια στο συγκεκριμένο είδος, με εξαιρετικές παραστάσεις στο ενεργητικό της. Η Κάρμεν Ρουγγέρη έχει ήδη διαγράψει την δική της ξεχωριστή πορεία στο παιδικό θέατρο, καθώς επίσης κι ο Καλατζόπουλος στο Εθνικό Θέατρο, που έχει κάνει σημαντικές δουλειές και στο σύνολο του το Θέατρο Τέχνης, που έχει να επιδείξει πολύ καλές παιδικές παραστάσεις. Άρα δεν το θεωρώ καθόλου υποτιμημένο. Μέσα στην πληθώρα των παιδικών παραστάσεων, των θεατρικών παραστάσεων γενικά, θα δει κάποιος πολύ καλές δουλειές, αντίστοιχα θα τύχει και σε μέτριες, ενδεχομένως και σε κάποιες κακές. Νομίζω, ότι το Παιδικό Θέατρο στην Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και γι΄ αυτό πηγαίνει και πάρα πολύ καλά, Οι γονείς πηγαίνουν τα παιδιά τους να δουν παραστάσεις, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν είναι φανατικά θεατρόφιλοι και δεν πάνε συχνά στο θέατρο, γεγονός που από μόνο του λέει πολλά.
Πως βλέπεις τα παιδιά ως κοινό;
Αν είσαι ειλικρινής με τα παιδιά, τα έχεις κερδίσει, γιατί ως κοινό είναι πάντα θετικά. Μπαίνουν στην αίθουσα μ’ έναν ενθουσιασμό και με μία ανάγκη να ταξιδέψουν μαζί σου, οπότε δεν χρειάζεται να τα πείσεις να ταξιδέψουν, θέλουν να σ’ ακολουθήσουν εκ των προτέρων. Δεν γουστάρουν το ψέμα, δεν γουστάρουν την απαξίωση και καλά κάνουν. Αν η δουλειά σου σέβεται τα παιδιά και τ’ αγαπάει, τότε σου ανταποδίδουν αμέσως αυτήν την αγάπη και μάλιστα στο μέγιστο βαθμό. Θυμάμαι μάλιστα χαρακτηριστικά ένα περιστατικό, που συνέβη κατά τη διάρκεια της παράστασης ΤΟ ΛΟΥΡΙ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ και είχε πραγματικά πολύ πλάκα. Παίζαμε σ’ ένα σχολείο, με κοινό παιδάκια νηπιαγωγείου ή πρώτης δημοτικού δεν θυμάμαι ακριβώς και εγώ υποδυόμουν ένα σκύλο, που η μαμά του ήταν βασίλισσα και έπρεπε να βρει ένα λουρί για να το πάει στη μαμά του, ώστε να το αναγνωρίσει και υπήρχε κι ένας “κακός”, ο μπόγιας – τον οποίο έπαιζε εξαιρετικά ο Λουκάς Φραγκούλης – που ήθελε να κλέψει το λουρί του Σωκράτη, του σκύλου. Σε κάποια φάση υποτίθεται, ότι εγώ κοιμάμαι και έρχεται ο μπόγιας, να μου κλέψει το λουρί. Ανεβαίνουν που λες τα παιδάκια στη σκηνή κι αρχίζουν να με σκουντάνε λέγοντας μου “σήκω Σωκράτη, πάμε να φύγουμε”. Όπως καταλαβαίνεις, εγώ προσπαθούσα απεγνωσμένα να τα πείσω, να με αφήσουν να κοιμηθώ, αλλά μάταια. Έρχεται πάνω στην ώρα κι ο Λουκάς ως μπόγιας να κλέψει το λουρί και του επιτίθενται, για να προστατεύσουν εμένα! Το έκαναν φυσικά από αγάπη και ήταν κι αυτό, ένα από τα πολλά ευτράπελα που συμβαίνουν στο παιδικό θέατρο. Είναι πάρα πολύ όμορφο όλο αυτό το διαδραστικό παιχνίδι και το ζητάνε τα παιδιά, όπως κι εμείς είναι η αλήθεια, γιατί αυτός είναι κι ο απόλυτος ορισμός του θεάτρου. Αυτή η άμεση και ειλικρινής επικοινωνία. Τα παιδιά σε κρατάνε συνεχώς σε ετοιμότητα και πάντα σου επιφυλάσσουν εκπλήξεις κι αυτό είναι πολύ δημιουργικό.
Το γεγονός ότι είσαι μητέρα, έχει παίξει ρόλο στις καλλιτεχνικές επιλογές σου;
Το γεγονός ότι είμαι μητέρα, μ’ έχει επηρεάσει γενικότερα σαν άνθρωπο, οπότε κατά συνέπεια έχει επηρεάσει και τις καλλιτεχνικές μου επιλογές, τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο, τα πράγματα, τους ανθρώπους. Βέβαια, από την αρχή είχα ξεκαθαρίσει στην κόρη μου, ότι η μαμά είναι ηθοποιός και αυτό που κάνει πάνω στην σκηνή ή στην τηλεόραση δεν είναι αληθινό, δεν το παθαίνει στην πραγματικότητα. Εντωμεταξύ, επειδή έπαιζα μαζί της και στο σπίτι διάφορους ρόλους – έβγαζα κι εγώ τα απωθημένα μου – της έκανα την κακιά μάγισσα της Χιονάτης και άλλα τέτοια παρόμοια, είχε μια σχετική εξοικείωση από μικρή όσον αφορά το επάγγελμα μου. Δεν είμαι γενικά συντηρητική και δεν πιστεύω, ότι για παράδειγμα το γυμνό στο θέατρο ή στον κινηματογράφο είναι κάτι κακό ή είναι κάτι χυδαίο. Εξαρτάται πάντα από το πως παρουσιάζεται, απ’ το γιατί γίνεται και κατά πόσο χρειάζεται. Δεν μ’ αρέσει το γυμνό για να μαζέψουμε θεατές κι αυτό ίσχυε και πριν γίνω μητέρα. Από εκεί και πέρα όταν υπάρχει αισθητική και το απαιτεί ο ρόλος, το κείμενο και η καλλιτεχνική άποψη, επειδή εκφράζει κάτι, ενδυναμώνοντας την ερμηνεία και το μήνυμα που θέλει να περάσει η παράσταση, δεν έχω κανένα πρόβλημα, καμία αντίρρηση κι όχι μόνο δεν με ενοχλεί, το επικροτώ κιόλας και θα το έκανα. Δεν το θεωρώ κακό και ούτε απέναντι στο παιδί μου θα αισθανόμουν άσχημα, δεν δαιμονοποιώ το γυμνό. Πάνω από όλα είναι η αισθητική στην Τέχνη και τη ζωή κι όχι η κακώς εννοούμενη ηθική, που αγγίζει επικίνδυνα τον πουριτανισμό. Δεν μου αρέσει ο πουριτανισμός και θεωρώ κάκιστο να τον διδάσκουμε και στις επόμενες γενιές, γιατί κάτι τέτοιο ευνουχίζει τα παιδιά και τα εμποδίζει να εκφραστούν ελεύθερα. Σε αυτό που με επηρέασε πολύ η μητρότητα είναι η ευαισθητοποίηση γύρω από τα μηνύματα, που περνάει μια παράσταση και στην ευθύνη μας, σχετικά με το τι θα αφήσουμε στους νέους ανθρώπους ως παρακαταθήκη. Πιστεύω, ότι οι δουλειές που έχω κάνει τελευταία – όπως το ΕΛΑΤΕ Σ’ ΕΜΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΦΕ που παίζεται τώρα στο Φούρνο και το ΑΣΠΡΟ-ΜΑΥΡΟ του Νίκου Αρμάου, που ανεβάσαμε πέρυσι στον κήπο της Σχολής Καλών Τεχνών, δύο έργα πολιτικά στην πραγματικότητα, τα οποία προσπαθούν να παρουσιάσουν μια κατάσταση που βιώνουμε έντονα σήμερα, να προβληματίσουν και αν θες ν’ αφυπνίσουν τον κόσμο.
Συνήθως τα παιδιά των καλλιτεχνών, αργά ή γρήγορα, εκφράζουν την επιθυμία ν’ ακολουθήσουν τα βήματα των γονιών τους. Σε τρομάζει αυτό το ενδεχόμενο; Θα απέτρεπες ποτέ το παιδί σου, απ’ το ν’ ασχοληθεί με την Τέχνη;
Δεν θα απέτρεπα ποτέ το παιδί μου, απ’ το να ασχοληθεί με οτιδήποτε του αρέσει. Ο καθένας μας πρέπει να κάνει στη ζωή του αυτό που του αρέσει, προκειμένου να είναι ευτυχισμένος, γιατί η εργασία καλύπτει ένα τεράστιο μέρος της ζωής μας και πρέπει να είμαστε χαρούμενοι, όταν την κάνουμε. Σίγουρα σαν κλασική ελληνίδα μανούλα, θα ήθελα το παιδί μου να έχει μια δουλειά, που θα του αποδίδει χρήματα, ασφάλεια και τα συναφή και θα της έδινα πριν φύγει απ’ το σπίτι και τη ζακετούλα της, όπως οι περισσότερες ελληνίδες μάνες (μα ζακέτα Αύγουστο μήνα; Έλεος πια με τις ελληνίδες μάνες! Όπως καταλαβαίνετε σ’ αυτό το σημείο η γράφουσα ξεσπά για τον δικό της επονομαζόμενο καημό της ζακέτας). Πέρα από την πλάκα όμως, επειδή ήδη η κόρη μου έχει βγάλει διάφορες καλλιτεχνικές ανησυχίες δεν την αποτρέπω, απλώς είμαι ειλικρινής μαζί της. Άλλωστε βλέπει κι από μένα κι από τη θεία της, η οποία είναι επίσης ηθοποιός, ότι πρόκειται για ένα σκληρό επάγγελμα, επειδή δεν υπάρχει καμία οικονομική εξασφάλιση, κάθε έξι μήνες περίπου ψάχνεις για δουλειά και γενικά είσαι σε μια διαρκή αναζήτηση. Όσοι κάνουμε αυτή τη δουλειά την αγαπάμε πολύ και βασικά την έχουμε ανάγκη, ψυχικά εννοώ. Αν δεν την κάνουμε είμαστε δυστυχισμένοι. Οπότε αν αυτή είναι η ανάγκη της κόρης μου και τελικά το επιλέξει θα την στηρίξω. Το ίδιο θα κάνω, αν επιλέξει κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι δικές της οι επιλογές. Πρόκειται για τη δική της ζωή, όχι τη δική μου.
Αυτό που διέκρινα πολύ έντονα σε σένα, έχοντας δει πρόσφατα και την παράσταση στην οποία πρωταγωνιστείς «ΕΛΑΤΕ ΣΕ ΜΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΑΦΕ», σε σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη (βασισμένη στη νουβέλα του Πιέρο Κιάρα “La Spartizione” και στην ταινία “Venga a prendere il caffe da noi” του Αλμπέρτο Λατουάντα) είναι ένας ασυνήθιστος συνδυασμός «ευθραυστότητας» και έντονου δυναμισμού. Στη ζωή σου τι απ’ όλα υπερισχύει;
Η Καμίλα, η ηρωίδα που ερμηνεύω στην παράσταση, είναι η πιο μικρή ηλικιακά και είναι πολύ καταπιεσμένη – όπως και οι αδελφές της – από τον πατέρα, από το ανδρικό πρότυπο, από την κοινωνία και φυσικά από την Εκκλησία και τον Καθολικισμό, γιατί το έργο διαδραματίζεται στην Ιταλία. Είναι τρεις ώριμες γυναίκες, οι οποίες έχουν ζήσει χωρίς άνδρες, κλεισμένες σ’ ένα σπίτι κι αναγκασμένες να συμπεριφέρονται με βάση τα κοινωνικά στερεότυπα. Η Καμίλα είναι λίγο προβληματική σε κάποια πράγματα κι ενώ διαθέτει πάρα πολύ πάθος δεν αφήνεται σ’ αυτό και παραμένει πιο συγκαταβατική και κονφορμίστρια. Εγώ δεν είμαι σίγουρα έτσι, άσχετα αν πολλές φορές αισθάνομαι εύθραυστη κι ευάλωτη, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζω, ασχέτως φύλου. Αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι είμαι συγκαταβατική, ούτε αντίστοιχα καταπιεσμένη και ευτυχώς δεν έχω μεγαλώσει σε ένα συντηρητικό σπίτι. Νομίζω, ότι έχω υπάρξει αρκετά δυναμική στη ζωή μου, ίσως όχι σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά όποτε χρειάστηκε να πάρω καθοριστικές αποφάσεις το έκανα και μάλιστα αντιμετωπίζοντας και τις συνέπειες. Εννοείται, ότι σαν φυσιολογικός άνθρωπος έχω κλάψει, έχω πονέσει, έχω διαλυθεί συναισθηματικά, έχω ξανασηκωθεί. Δεν ξέρω αν είναι δυναμισμός η σωστή λέξη, εγώ θα το ονόμαζα ανάγκη να προχωρήσεις στη ζωή σου. Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, μου αρέσει πολύ η ζωή και θέλω να κάνω πολλά πράγματα, οπότε δεν το βάζω εύκολα κάτω. Πιστεύω, ότι δεν πρέπει να αφήνουμε τον εαυτό μας να εγκλωβίζεται μέσα σε αδιέξοδες καταστάσεις. Πρέπει να παραμένουμε ελεύθεροι, δημιουργικοί και υγιείς, ώστε να εξελιχθούμε, αλλά και να στηρίξουμε τους ανθρώπους που είναι δίπλα μας, γιατί αν δεν είμαστε εμείς καλά, δεν θα είναι ούτε εκείνοι. Εννοείται, πως δρω και με γνώμονα το γεγονός, ότι έχω ένα παιδί. Έχω μια ευθύνη απέναντι στην κόρη μου. Θέλω να με βλέπει καλά και δυνατή, να υποστηρίζω τις επιλογές και τις απόψεις μου.
Ας μείνουμε λίγο στην παράσταση ΕΛΑΤΕ ΣΕ ΜΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΦΕ. Θα ήθελα να μου πεις, που νομίζεις ότι οφείλεται η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε, δεδομένου ότι παίζεται και φέτος στο θέατρο ΦΟΥΡΝΟΣ για τρίτη συνεχή χρονιά, αν δεν κάνω λάθος;
Δεν κάνεις λάθος. Το ΕΛΑΤΕ ΣΕ ΜΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΦΕ ξεκίνησε από μια ανάγκη που είχαμε, τα παιδιά της Ομάδας 92, να τιμήσουμε μετά θάνατον τους δύο αγαπημένους μας δασκάλους, τον Νίκο Βασταρδή και τη Ζωζώ Ζάρπα,

ΖΩΖΩ ΖΑΡΠΑ 1942-2012
που μας είχαν αγκαλιάσει και μας είχαν καθοδηγήσει στα πρώτα μας βήματα στο θέατρο και έτυχε να πεθάνουν με ένα μήνα διαφορά ο ένας απ’ τον άλλο. Συγκλονισμένοι απ’ αυτό το γεγονός, βρεθήκαμε όλοι μαζί και αποφασίσαμε, να κάνουμε κάτι για να τιμήσουμε τη μνήμη τους, στηρίζοντας ταυτόχρονα την δραματική σχολή που μας ανέδειξε. Ο Βασίλης Νικολαίδης, ο οποίος τότε δίδασκε στο ΘΕΜΕΛΙΟ, προσφέρθηκε να μας σκηνοθετήσει, γεγονός που όταν το πληροφορηθήκαμε μας ενθουσίασε ιδιαίτερα. Το ανέβασμα του συγκεκριμένου έργου ήταν ιδέα του Βασίλη και στην ουσία εμείς αντλήσαμε απλά έμπνευση από την ομώνυμη νουβέλα και την αντίστοιχη ταινία, κάνοντας μια εντελώς δική μας, ελεύθερη διασκευή πάνω στο έργο. Η παράσταση έγινε με πολλή αγάπη, πάρα πολύ κόπο και με προσωπική εργασία απ’ όλους μας. Την πρώτη χρονιά ανέβηκε στο θέατρο ΘΕΜΕΛΙΟ. Στη συνέχεια η παράσταση πήγε στο Θέατρο Φούρνος, όπου συνεχίζεται και σήμερα. Στο Φούρνο είχαμε τη χαρά να επέμβει καθοριστικά, αλλάζοντας την όλη αισθητική της παράστασης ο Γιάννης Μετζικώφ, που επιμελήθηκε τον σκηνικό χώρο και τα κοστούμια. Φέτος – τρίτη χρονιά για την παράσταση – έχουμε και ένα νέο μέλος στην ομάδα, την Θεοδώρα Σιάρκου, η οποία αντικατέστησε την Ιουλία Σιάμου, που λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων δεν μπορούσε να συνεχίσει και αυτή τη χρονιά μαζί μας. Η Θεοδώρα ευτυχώς εντάχθηκε αμέσως στην ομάδα, λειτουργώντας στο ίδιο πνεύμα, κάτι πολύ σημαντικό για όλους μας. Νομίζω ότι η επιτυχία της παράστασης, οφείλεται σε πάρα πολλά στοιχεία. Πρώτα απ’ όλα είναι ένα έργο, που σκύβει πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο, απεικονίζοντας την ανάγκη αυτών των τριών αδελφών για αγάπη. Φαινομενικά ψάχνουν για έναν άνδρα, αλλά αν κοιτάξουμε βαθύτερα αναζητούν την αγάπη, την τρυφερότητα και την συντροφικότητα. Ο Παροντσίνι από την άλλη, που εισβάλλει στο σπίτι τους και λειτουργεί σαν καταλύτης, είναι ένα αρνητικό πρότυπο, που διψά για εξουσία, για χρήμα, για κοινωνική καταξίωση. Το έργο γενικά αποτελεί μια αλληγορία πάνω στην άνοδο του φασισμού στην Ιταλία και στο πως αυτός βρήκε τα κενά της κοινωνίας, γραπώθηκε απ’ αυτά και υπέταξε τον κόσμο. Η ιστορία δυστυχώς έχει την τάση, να επαναλαμβάνεται. Αυτήν την στιγμή ζούμε μια περίοδο κρίσης, οικονομικής και γενικότερης θα έλεγα. Δεν υπάρχει πια σεβασμός στα ανθρώπινα, τα εργασιακά, τα πολιτικά δικαιώματα. Όταν είσαι απαθής και δεν αντιδράς απέναντι σ’ οτιδήποτε καταπατάει τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια σου, παύεις ν’ αγαπάς και να σέβεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό κι αυτό για μένα είναι το πιο τρομακτικό απ’ όλα. Άλλος ένας παράγοντας που οδήγησε στην επιτυχία αυτής της παράστασης, είναι, ότι πρόκειται για μια δουλειά συνόλου. Όλοι οι συντελεστές είναι εξαιρετικοί. Η Κική Σελιώνη, που έκανε τις χορογραφίες, ο Αποστόλης Τσατσάκος που ανέλαβε τους φωτισμούς, ο Βασίλης Νικολαίδης που υπογράφει τη σκηνοθεσία καθώς και η παρουσία του εξαιρετικού και έμπειρου – θεατρικά και τηλεοπτικά – Θανάση Κουρλαμπά στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Ευγενία Μαραγκού, η Στέλλα Χατζημιχελάκη, ο Γιώργος Σκυριανός και η Θεοδώρα Σιάρκου δίνουν επίσης τον καλύτερο τους εαυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης και μέσα από την πλοκή του έργου περνάμε από το γέλιο στο δράμα, γεγονός που βοηθάει κι εμάς να αλαφρύνουμε λίγο τους ρόλους μας, αλλά παράλληλα προσφέρει και στο κοινό την ευκαιρία, να δει τα πράγματα λίγο πιο ξεκάθαρα. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός, ότι η παράσταση διαφημίζεται από στόμα σε στόμα κι όποιος έρχεται να την δει, το λέει μετά και στους φίλους του, με αποτέλεσμα το κοινό μας, ν’ ανανεώνεται συνεχώς. Για μας που είμαστε μια σχετικά νέα ομάδα, είναι μια πολύ ευχάριστη έκπληξη όλη αυτή η επιτυχία, που οφείλεται κατά ένα μεγάλο βαθμό στη στήριξη του κόσμου και δράττομαι της ευκαιρίας για να πω με τη σειρά μου, ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους!
Θεωρείς, ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να βλέπει αυτό που ζει, ν’ απεικονίζεται και επί σκηνής; Είναι τυχαίο το γεγονός, ότι στις μέρες μας που υπάρχει ένας έντονος κοινωνικοπολιτικός αναβρασμός, επιλέγονται όλο και πιο συχνά έργα με κοινωνικές & πολιτικές προεκτάσεις;
Σίγουρα πάνω στην σκηνή, αναζητάμε να βλέπουμε τον εαυτό μας ή καταστάσεις παρόμοιες με αυτές που ζούμε. Λειτουργεί σαν κάθαρση, είτε γιατί μας δίνει μία λύση, ή γιατί μας κάνει να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτό που μας συμβαίνει, βρίσκοντας μόνοι μας μια λύση. Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας κοινωνικοπολιτικός αναβρασμός και κατά τη γνώμη μου καλά κάνει και υπάρχει, γιατί ζούμε μία πολύ δύσκολη και σημαντική περίοδο, ενδεχομένως μεταβατική. Είναι γεγονός και μάλιστα πολύ ευχάριστο, ότι ο κόσμος έχει στραφεί πάλι στο θέατρο και ειδικά τα τρία τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο αριθμός των παραστάσεων και γίνονται εξαιρετικές δουλειές από πάρα πολλές ομάδες, ακόμα κι από πολύ μικρά σχήματα, τα οποία δεν έχουν ίσως και τον τρόπο να προβάλλουν τη δουλειά τους σ’ ένα ευρύτερο κοινό, αλλά παρόλα αυτά ο κόσμος αγκαλιάζει την προσπάθεια τους και τα περισσότερα θέατρα είναι γεμάτα. Στόμα με στόμα, γίνεται γνωστή μια αξιόλογη δουλειά και πραγματικά είναι συγκινητική αυτή η στήριξη. Εμένα αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα. Το θέατρο υπήρξε πάντα ένας χώρος προβληματισμού και κοινωνικού διαλόγου από τα Αρχαία χρόνια. Έργα όπως οι Πέρσες του Αισχύλου ή οι Τρωάδες του Ευριπίδη αποτελούσαν διδασκαλία και μέσα από την παραλλαγή του μύθου και τους θεατρικούς συμβολισμούς, οι συγγραφείς μιλούσαν στους θεατές, όπως ο δάσκαλος στον μαθητή, ενώ ταυτόχρονα στηλίτευαν τα κακώς κείμενα της πολιτικής, της κοινωνίας, της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Το θέατρο είναι μια λαϊκή τέχνη και ξεκινάει από την ανάγκη του ανθρώπου, να βλέπει την πραγματικότητα του μέσα από μια μυθοπλασία, να ζωντανεύει πάνω σε μία θεατρική σκηνή. Αναπαριστούμε στην ουσία τον κόσμο, προκειμένου να τον κατανοήσουμε καλύτερα. Είναι πολύ δημιουργική η εποχή που ζούμε από καλλιτεχνικής άποψης κι αυτό είναι λογικό κι αναμενόμενο, γιατί αν ανατρέξουμε στην ιστορία, τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά ρεύματα ή αντίστοιχα κινήματα, γεννήθηκαν σε περιόδους φορτισμένες κοινωνικοπολιτικά. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας, που κυριολεκτικά δεν έχουν να φάνε κι αυτό είναι κάτι που μας πονάει όλους, οπότε κι η τέχνη λειτουργεί σαν καθρέφτης αυτής της τραγικής και απαράδεκτης κατάστασης. Το γεγονός ότι, έστω και κατ’ ανάγκην, έχουμε γίνει λιγότερο καταναλωτές, μας κάνει να στραφούμε και λίγο στον άνθρωπο και να δούμε τις πραγματικές μας ανάγκες, που έχουν να κάνουν με το είναι και όχι με το φαίνεσθαι και παράλληλα να καλλιεργήσουμε κι άλλες ποιότητες, που δεν αφορούν αποκλειστικά την υλική εξασφάλιση ή την κοινωνική καταξίωση. Εξάλλου η τέχνη εκφράζει την εποχή της – πολλές φορές πάει και λίγο παραπέρα – αλλά επί της ουσίας είναι ο καθρέφτης της εκάστοτε εποχής και εκφράζει αυτό που γίνεται. Το αφουγκράζεται και στη συνέχεια το επικοινωνεί.
Απ’ την άλλη πλευρά, επικρατεί η άποψη, ότι η κωμωδία περνάει πιο εύκολα στον κόσμο, ειδικά σε περιόδους σαν αυτή που διανύουμε. Μπορεί το συγκεκριμένο είδος να θίξει πιο «ανώδυνα», αλλά εξίσου αποτελεσματικά με ένα δραματικό έργο κάποια σοβαρά ζητήματα, όπως η έξαρση του νεοφασισμού για παράδειγμα;
Η κωμωδία επειδή σε χαλαρώνει μέσα απ’ το αστείο και τη σάτιρα, βοηθάει πολλές φορές στο να περάσουν τα μηνύματα πιο εύκολα απ’ ότι στο δράμα, στο οποίο πολλές φορές μπορεί και να αντισταθείς, ή αν είναι κάτι πολύ έντονο να μην το αντέξεις. Η παράσταση βέβαια που κάνουμε εμείς δεν είναι ακριβώς κωμωδία. Θα την χαρακτήριζα μαύρη κωμωδία, όπως είναι κι η ίδια μας η ζωή, η οποία εμπεριέχει όλα τα στοιχεία – κωμικά και τραγικά – και κάπου εκεί ανάμεσα ισορροπούμε κι εμείς. Σίγουρα όταν έχεις μια καθημερινότητα πολύ βεβαρημένη και μουντή, έχεις ανάγκη να γελάσεις. Τυγχάνει να ζω στο κέντρο της Αθήνας και βλέπω γύρω μου πολλά σκυθρωπά πρόσωπα και μια γενικότερη κατάσταση παράνοιας, βλέπω πολύ συχνά ανθρώπους που μιλούν μόνοι τους, βλέπω ανθρώπους φοβισμένους κι αποπροσανατολισμένους. Αυτό με στενοχωρεί πολύ και με τρομάζει. Σ’ αυτόν τον τρόμο που αντικρίζω στα μάτια των ανθρώπων έχει συντελέσει σημαντικά κι η τηλεόραση και γι’ αυτό έχω σταματήσει να βλέπω εδώ και χρόνια. Προτιμώ να διαβάζω τις ειδήσεις, ώστε να έχω το χρόνο να τις επεξεργαστώ καλύτερα. Για να επανέλθουμε στην κωμωδία, πιστεύω ότι είναι έτσι κι αλλιώς το πιο δημοφιλές είδος. Προσωπικά αγαπώ πολύ την κωμωδία και την απολαμβάνω. Το γέλιο είναι σίγουρα λυτρωτικό.
Αν κάποιος ερχόταν – υποθετικά πάντα – μετά την παράσταση και σου εξέφραζε απροκάλυπτα και με επιθετικό τρόπο , ένα σχόλιο εξωφρενικά κακόβουλο και κατά τη γνώμη σου αναληθές, σχετικά με το έργο, την σκηνοθετική άποψη, την ερμηνεία σου ή όλα αυτά μαζί, θα του ανταπαντούσες στο ίδιο ύφος, υπερασπίζοντας ανοιχτά τον εαυτό σου και τους συνεργάτες σου;
Θα άκουγα σίγουρα αυτό που έχει να μου πει, γιατί πιστεύω ότι μία παράσταση, όπως κι οποιοδήποτε έργο τέχνης, έχει να κάνει με το πως το βλέπει κι ο άλλος. Αν πίστευα όμως, ότι αυτό που έλεγε ήταν κακόβουλο ή αβάσιμο και παράλληλα ο τρόπος του δεν ήταν κόσμιος, γιατί παίζει τεράστιο ρόλο ο τρόπος που θα εκφράσει τη γνώμη του ένας άνθρωπος, τότε θα έψαχνα να βρω τις αιτίες πίσω απ’ αυτή τη συμπεριφορά. Θα τον ρωτούσα για ποιο λόγο ισχυρίζεται όσα ισχυρίζεται, ζητώντας του να μου εκφράσει τα επιχειρήματα του. Όλα αυτά βέβαια όταν έχεις να κάνεις μ’ έναν λογικό συνομιλητή, γιατί δεν μπορείς να κάνεις διάλογο με κάποιον εμφανώς διαταραγμένο άνθρωπο. Θα υπερασπιζόμουν εννοείται την παράσταση και τους συνεργάτες μου, γιατί κι εμείς δίνουμε πάντα τον καλύτερο μας εαυτό και δεν θα δεχόμουν, να μας προσβάλλει κάποιος χωρίς λόγο, αλλά δεν σου κρύβω ότι μια τέτοια συμπεριφορά θα με προβλημάτιζε. Δεν θα την έπαιρνα αψήφιστα.
Έχεις συμμετάσχει στο παρελθόν σε διάφορες τηλεοπτικές παραγωγές, οπότε θα έλεγα ότι δεν ανήκεις στην κατηγορία των συναδέλφων σου, που σνομπάρουν συνειδητά το μέσο. Σου έχει λείψει μια πραγματικά καλή τηλεοπτική πρόταση;
Όχι δεν σνομπάρω το μέσο κι ως παιδί έχω δει αρκετή τηλεόραση. Πιστεύω ότι έχει μια δύναμη, μπαίνει μέσα στα σπίτια καθημερινά και οι δουλειές που παρουσιάζονται εκεί μπορούν να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά την κοινωνία, ανάλογα με την αισθητική και την καλλιτεχνική τους αξία. Έχω κάποια χρόνια να κάνω τηλεόραση και θα με ενδιέφερε πολύ μια καλή πρόταση. Είμαι ανοιχτή σ’ αυτό το ενδεχόμενο, αν κι αγαπώ πιο πολύ το θέατρο, όπως οι περισσότεροι ηθοποιοί νομίζω, γιατί μας αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια έκφρασης, όμως κι η τηλεόραση έχει τη μαγεία της, τη λογική της, τα δικά της εκφραστικά μέσα και μπορεί να είναι πολύ δημιουργική. Είχα την τύχη να συμμετέχω σε πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές, όπως το ΑΜΟΡΕ ΜΙΟ που προανέφερα, το οποίο σκηνοθετούσε η Στέλλα Μανωλά, μια πολύ αξιόλογη δημιουργός που μας βοήθησε, μας υποστήριξε και γι’ αυτό βγήκε στο τέλος κι ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Με παρόμοιες συνθήκες δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να δουλέψω στην τηλεόραση.
Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα σε τι φάση πιστεύεις, ότι βρίσκεται;
Νομίζω, ότι στην εποχή μας ο κινηματογράφος βρίσκεται σε μια πολύ δημιουργική φάση. Σ’ αυτό έχουν συντελέσει κι οι νέες τεχνολογίες, που έχουν διευκολύνει πολύ τα πράγματα γενικά και ειδικότερα σε επίπεδο παραγωγής, γιατί δεν απαιτείται πια τόσο υψηλό budget, προκειμένου να γυριστεί μια ταινία. Απ’ ότι παρακολουθώ κυκλοφορούν καινούργιες ταινίες, από νέους δημιουργούς και κάποιες απ’ αυτές είναι πολύ ενδιαφέρουσες και προβάλλονται και στο Εξωτερικό. Γίνονται πολλές νέες δουλειές, υπάρχει ένα κύμα δημιουργικότητας και αυτό είναι πολύ αισιόδοξο, ακόμα κι αν δεν υποστηρίζονται πολλές φορές οι κινηματογραφιστές από τους κρατικούς μηχανισμούς, που στο παρελθόν λειτουργούσαν και ανασταλτικά, απ’ ότι έχω ακούσει τουλάχιστον. Είμαστε σε πολύ καλό δρόμο, ελπίζω βέβαια κάποια στιγμή όλη αυτή η προσπάθεια να βρει και μια στήριξη απ’ αυτή τη ρημάδα την πολιτεία, με την έννοια της χρηματοδότησης. Ο κινηματογράφος είναι ένα πολιτιστικό προϊόν άκρως εξαγώγιμο, που προάγει κι αναδεικνύει τον πολιτισμό μας προς τα έξω, γιατί κακά τα ψέματα το θέατρο λόγω της γλώσσας δεν μπορεί να φτάσει παντού. Ο κινηματογράφος θα μπορούσε, να πάει πολύ καλά στην Ελλάδα. Είμαστε ένας δημιουργικός λαός και θα πρέπει η πολιτεία ν’ ασχοληθεί κάποια στιγμή σοβαρά με τον κινηματογράφο, βέβαια ως τώρα απέχει συνειδητά γενικότερα από τον τομέα της Τέχνης και του Πολιτισμού.
Είσαι αγχώδης άνθρωπος; Στρεσάρεσαι με το παραμικρό ή αντιμετωπίζεις την καθημερινότητα…στωικά;
Είμαι εξαιρετικά αγχώδης άνθρωπος, στρεσάρομαι συνέχεια και με το παραμικρό, πανικοβάλλομαι επίσης και ζω γενικά σε μια κατάσταση παράνοιας. Είμαι πολύ τελειομανής κι από εκεί πηγάζει το στρες. Προσπαθώ να τα κάνω όλα πολύ γρήγορα. Θέλω να τα κάνω όλα σε αστραπιαία ταχύτητα και τέλεια και με την πρώτη. Δεν υπάρχει αυτό, δεν γίνεται! Δεν μπορείς να τα κάνεις όλα γρήγορα, τέλεια και με την πρώτη, παρόλα αυτά ο στόχος μου είναι ακριβώς αυτός. Είμαι επίσης, ανασφαλής σαν άνθρωπος και συνέχεια βάζω τον εαυτό μου στην καρέκλα και τον κρίνω και τον ψέλνω και νιώθω κι ενοχές με το παραμικρό. Δυστυχώς…
Τι στοιχειοθετεί για σένα μια, αν όχι τέλεια, ιδανική ας πούμε συνεργασία; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που πραγματικά σε εξοργίζουν σ’ έναν συνάδελφο σου, σ’ έναν άνθρωπο γενικότερα;
Όπως σου είπα και πριν ήμουν τυχερή στις συνεργασίες μου. Ζούσα πολύ καλό κλίμα και στις πρόβες και πάνω στην σκηνή και στα καμαρίνια. Ελπίζω να μην το γρουσουζέψω ειλικρινά (φτου-φτου! σ’ αυτό το σημείο αλληλοπτυόμαστε για παν ενδεχόμενο…) Η ιδανική συνεργασία έχει να κάνει με το κατά πόσο οι συνεργάτες μοιράζονται το ίδιο όραμα, με το κατά πόσο λειτουργούν ομαδικά, ώστε να στηρίζουν ο ένας τον άλλο. Όταν εκτίθεσαι πάνω στη σκηνή, έχεις ανάγκη τον συνάδελφο σου για να σε στηρίξει και πολλές φορές να σε προστατέψει, ή ακόμα και να σε σώσει γιατί συμβαίνουν και διάφορα ευτράπελα, κάθε βραδιά είναι διαφορετική. Εννοείται βέβαια ότι κι εσύ κάνεις το ίδιο για εκείνον. Δεν αντέχω την γκρίνια. Με εξοργίζει η γκρίνια, η τεμπελιά, όταν ο άλλος είναι κακοπροαίρετος και προσπαθεί να δημιουργήσει ίντριγκες Ξέρεις ότι έχουν διαλυθεί θίασοι από κάτι τέτοια, αρκεί ένας δεν χρειάζονται περισσότεροι. Το καλύτερο το είδα στο Facebook. Είχε ποστάρει κάποιος δεν θυμάμαι δυστυχώς ποιος, την φωτογραφία μιας ταμπέλας που υπάρχει σε θέατρο του Λονδίνου και γράφει “Keep drama on stage please”. Το βρήκα πραγματικά πολύ εύστοχο. Δεν έχω ζήσει ευτυχώς το drama backstage. Βέβαια είναι γεγονός, ότι αν μια παράσταση δεν πάει καλά είμαστε όλοι δυστυχισμένοι, ενώ αντίθετα αν έχει επιτυχία είμαστε όλοι ευτυχισμένοι. Έχω δουλέψει με πολύ αξιόλογους σκηνοθέτες, οι οποίοι ήταν πολύ δημιουργικοί στην πρόβα και υποστηρικτικοί προς τους ηθοποιούς κι αντιμετώπισαν κι εμένα και τους συνεργάτες μου με αγάπη και προσπάθησαν να μας βοηθήσουν, ν’ αναδείξουμε τον καλύτερο εαυτό μας κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Όσον αφορά τους συναδέλφους μου, με τους περισσότερους ανθρώπους που έχω συνεργαστεί είμαστε πια και φίλοι, γιατί περάσαμε καλά και μας ενώνουν όμορφες μνήμες. Ο εγωκεντρισμός επίσης είναι ένα χαρακτηριστικό που με ενοχλεί, θα έλεγα ότι με εξοργίζει. Να μην είσαι γενναιόδωρος πάνω στην σκηνή. Ο ηθοποιός είναι – πρέπει να είναι – γενναιόδωρος απ’ τη φύση του, γιατί θέλει να δώσει και να πάρει. Το ίδιο ισχύει και στις προσωπικές σχέσεις.
Τέρμα το άγχος, η οργή και όλα τα αρνητικά συναισθήματα. Έφτασε η ώρα της δημιουργίας! Ας μιλήσουμε για τις επερχόμενες συνεργασίες σου, ιδανικές ή μη. Τι διαφαίνεται στον καλλιτεχνικό σου ορίζοντα;
Κάτσε να δούμε πρώτα πότε θα τελειώσει το ΕΛΑΤΕ ΣΕ ΜΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΦΕ...Τα μέλη της Ομάδας92, έχουμε ήδη στο μυαλό μας διάφορα πλάνα και θέλουμε αυτή η συνεργασία να συνεχιστεί και στο μέλλον, γιατί νομίζω ότι η χημεία μας είναι πολύ καλή και η αγάπη που μας δένει είναι αληθινή, δημιουργική και πολύ δυνατή. Επιπλέον, φέτος συνεργάστηκα και με την Ντίνα Μιχαηλίδη για το ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΙΣΙ, συμμετέχοντας σε μια παράσταση – στιγμιότυπο ζωής από την Belle Epoque. Ήταν μια σημαντική συνεργασία και πέρασα πραγματικά όμορφα. Αγαπώ πολύ την Ντίνα Μιχαηλίδη και έχω συνεργαστεί μαζί της και στο παρελθόν. Υπάρχουν σκέψεις για το μέλλον, αλλά προς το παρόν δεν είναι τίποτα ανακοινώσιμο, γιατί όλα είναι στα σκαριά, αλλά γενικά περνάω μια άκρως δημιουργική φάση της ζωής μου και είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό. Το ΕΛΑΤΕ ΣΕ ΜΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΦΕ θα πάει μέχρι τον Δεκέμβρη κι αν όλα πάνε καλά, ενδέχεται να συνεχιστεί, άγνωστο για πόσο ακόμα. Η αλήθεια είναι ότι πάει πολύ καλά, από την πρώτη μέρα που παίχτηκε κι αυτό είναι κάτι που μας δίνει δύναμη να συνεχίσουμε.
Η Μαρία Καρακίτσου είναι μια εκλεπτυσμένη γυναικα και μια τρυφερή μητέρα, μοντέρνα & ταυτόχρονα κλασική, με συγκροτημένη σκέψη και πολλές γνώσεις που καλύπτουν μια ευρύτατη γκάμα ενδιαφερόντων.
Πάνω στην σκηνή αφήνεται στο συναίσθημα, στο καλλιτεχνικό της πάθος και στην αγάπη της για το θέατρο και μεταμορφώνεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό κάθε φορά, ανάλογα με τις απαιτήσεις του ρόλου.
Πήρα πολλά από την συνάντηση μαζί της και μέσα από την πολύωρη κι άκρως ενδιαφέρουσα κουβέντα μας, συνειδητοποίησα ότι πρόκειται για έναν βαθιά ευαίσθητο – και ευαισθητοποιημένο – άνθρωπο με πολλούς προβληματισμούς και μια έντονη ανάγκη να λειτουργεί ομαδικά και πάντα υπέρ του συνόλου.
Η παράσταση ΕΛΑΤΕ ΣΕ ΜΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΦΕ στην οποία παίζει με μεγάλη επιτυχία το ρόλο της Καμίλα, συνεχίζεται για τρίτη χρονιά φέτος και ευχόμαστε σε εκείνη και τους συνεργάτες της, να γνωρίσει ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία και μακάρι να συνεχιστεί, για όσο αντέξουν οι συντελεστές της, γιατί απ’ ότι φαίνεται ο κόσμος δεν θα σταματήσει – σύντομα τουλάχιστον – να πηγαίνει στο Θέατρο ΦΟΥΡΝΟΣ για να την παρακολουθήσει.
Ευχαριστούμε θερμά το CAFÉ ΕΡΩΔΙΟΣ (Καλλιδρομίου 64, Εξάρχεια) και την Ελένη Νεγρεπόντη για την απίστευτα θερμή φιλοξενία και την παραχώρηση του χώρου για τις ανάγκες της εσωτερικής φωτογράφισης.