Τέτοια μέρα Κυριακής, τι ωραία που σπάει η σιωπή σε μελωδία!
Άκεφες λωρίδες γαλάζιου, σε ρυθμό τάγκο, φωτίζουν τα καρέ- καρέ της μοναξιάς. Σ’ ένα ακορντεόν καταλήγει η πορεία του βλέμματός μου. Τόση αναστάτωση για ένα πλανόδιο χαμόγελο… για μιαν απάτη των αισθήσεων ή των παραισθήσεων- ποια άλλωστε η διαφορά; για ένα ακόμα παράπονο ανάμεσα στα τόσα ετούτης εδώ της πολιτείας. Κάτι σαν λυρικός αναστεναγμός του Τροΐλο:
«Ένας κόσμος που μετά βίας μαντεύουμε
μέσα στην τόση μοναξιά μας
σε αυτό το χάος από βουή και από τσιμέντο
όπου πάνε πια οι αυλές, με τα γαρίφαλα
και τις γλυτσίνες».
Κινηματογραφικά αποτυπώματα ρομαντισμού διαδέχονται την ανατριχίλα της τόσης απλότητας: μια σκιά πίσω από το τυφλό βλέμμα, το λεπτεπίλεπτο του αναστήματος ή ακόμα- ακόμα και το άηχο «ευχαριστώ» μιας κάποιας κλίσης του κεφαλιού. Πόση μαγεία χωρά μέσα σ’ αυτή του την αφαίρεση!
Κλείνω άγαρμπα το παράθυρο. Δίνω ένα τέλος στην ξέφρενη αναστάτωσή μου. Δεν είναι καιρός για ονειροβασίες…
Όσο κι αν με πονά, θέλω και πάλι να χαθώ μέσα στο ανούσιο της πραγματικότητάς μου… να λουστώ ως το κόκαλο με το δροσερό της στιγμής, που φεύγει μακριά πριν καλά- καλά με ακουμπήσει… να ποτίσω τα κύτταρά μου με την βεβαιότητα της έλλειψής μου… να με αγκαλιάσω μαζί με την κενή πλευρά του κρεβατιού…
… ο Ούγο Μουχίκα μου ψιθυρίζει:
«στο βάθος δεν υπάρχουν ρίζες
υπάρχει μόνο το ριζωμένο»…
Πάψε ρε!
Ο τυφλός με το ακορντεόν– Θανάσης Ξάνθος
Τον βλέπω πίσω από το ανοιχτό μας παράθυρο σαν ένα κομμάτι άλλου κόσμου, μια σελίδα κιτρινισμένου ημερολογίου που σπρώχνει τις μέρες του αργά, ήρεμα αλλά και θλιμμένα. Έχει βρει μια ήσυχη γωνιά στο πεζοδρόμιο, μια γωνιά που φιλοξενεί χρόνια τώρα τον πόνο του, τους φόβους του, τα κρυφά του όνειρα και την πιο ζεστή ελπίδα του.
Κάθεται στο χαμηλό κόκκινο σκαμνάκι του, με ένα πολύχρωμο μαξιλαράκι να τον ξεκουράζει στην πλάτη, φορά ένα γκρίζο κουστούμι κάπως παλιό για την εποχή, με το βλέμμα του να αφήνεται και να πλανάται σε κόσμους μακρινούς, σκοτεινούς και γεμάτους όνειρα. Πιάνει σφιχτά στα χέρια του το αγαπημένο του μουσικό όργανο, το ακορντεόν κι αρχίζει το θλιβερό ρεπερτόριο της επαιτείας με την ”Κομπαρσίτα” ή με ”Το πιο όμορφο ταγκό”. Ποιες μελωδίες, ποιες εικόνες, ποιες σκέψεις, και ποια χρώματα να στεφανώνουν άραγε το μυαλό του, καθώς η μελωδία ξεχύνεται από το ακορντεόν γεμίζοντας γλυκύτητα τους περαστικούς. Αυτή η μελωδία του εισχωρεί μέσα στα σπίτια μας και κατακτά τις καρδιές μας, αλλά ακόμη περισσότερο πυρπολεί τις σκέψεις μας. Ακούω με προσοχή την μουσική του κοιτώντας τον στα μάτια. Καταλαβαίνω πως δεν βλέπει. Αυτό είναι που με συγκινεί περισσότερο. Δεν βλέπει αλλά παρ’ολα αυτά βγάζει μια ταξιδιάρικη μελωδία με το ακορντεόν του. Αμέσως περνούν σκέψεις από το μυαλό μου όπως ”Που ζει τώρα”; ”Έχει παρέες και φίλους;” ”Ποια κάμαρα φιλοξενεί το βράδυ τα όνειρά του”;
[…]
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις τον κοιτάζω ξανά πίσω από το τζάμι. Μοιάζει με ξεχασμένο μνημείο της κλασικής εποχής, που οι αρχαιολόγοι δεν εκτίμησαν την αξία του. Με λουλούδι που ανθίζει και ευωδιάζει ολόκληρη την πλάση αλλά κανείς δεν χαίρεται το άρωμά του και τα γεμάτα ζωντάνια χρώματά του. Γύρω στις 5.00 το απόγευμα, σηκώνει το φορτίο της θλιβερής ύπαρξής , το ξύλινο σκαμνί, το ακορντεόν, το τσίγκινο κουτάκι και με αργά βήματα απομακρύνεται στα βάθη του δρόμου, άγνωστο για που, χτυπώντας στο πεζοδρόμιο το ειδικό μπαστουνάκι των τυφλών με ήχο ξερό και μονότονο που σου αγγίζει βαθιά την ψυχή.
Θα σε περιμένουμε πάλι αύριο καλέ μου άνθρωπε, να ακούσουμε το τραγούδι σου, να ξανακερδίσουμε την χαμένη μας ανθρωπιά, να ξαναβρούμε την καρδιά μας. Το θλιβερό μας αντάλλαγμα θα ναι ένα κέρμα, ένα νοσταλγικό χαμόγελο ,ένα βλέμμα και μια ανθρώπινη σκέψη…
Σημείωση: Ολόκληρο το κείμενο μπορείτε να το βρείτε στην διεύθυνση: http://thanosxanthos92.wordpress.com/2014/10/29/%CE%BF-%CF%84%CF%85%CF%86%CE%BB%CF%8C%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%8C%CE%BD/