Στο παιδί που δεν θα γεννηθεί ποτέ
Να’ ξερες μικρό μου τι πα να πει μοναξιά…
είναι σα την απελπισία των ανέμων
που ρίχνουν τους καημούς τους στα κομματάκια
θάλασσας και στο ξασπρισμένο τ’ ουρανού
μουσώνες γκρίζας θλίψης με φόβο για το άγνωστο
η απώλεια φίλου αγαπημένου και μια πένθιμη ομίχλη
στο μνήμα του.
Μου λέγανε από σποράκι να μη την φοβάμαι την μοναξιά
να την κάνω φίλη μου, γιατί μονάχα έτσι θα υποτάξω
το αναπόφευκτο-
μα εγώ
ακόμα και τώρα την τρέμω
κάθε που ακούω το βαρύ της βήμα έξω από το παράθυρό μου
βράδυ
παίρνω αγκαλιά την κενή πλευρά του κρεβατιού μου
και φωνάζω ΘΑ ΖΗΣΩ.
Τα όνειρά μου εγκλωβίστηκαν στο ενδιάμεσο της επιθυμίας
και του τρόμου.
Κάθε χέρι άγνωστο σαν ευλογία φαντάζει στην θαμπάδα
της στιγμής
και η στιγμή ριπή
φεύγει μακριά
δε μ’ αφήνει να την τρέξω στα δάχτυλά μου
λες και σιχαίνεται το σαθρό πετσί μου
λες και βρομάει το πεπερασμένο της ύπαρξής μου.
Και η αγάπη…
ο άπιαστος παράδεισος
ο κρυμμένος θησαυρός στα κατακάθια του κόσμου
το μακρινό σύμπαν και τα μυστήριά του…
μα εγώ σ’ αγαπώ…
με μια αγάπη κενή νοήματος
με ημερομηνία λήξης όμοια της δικής μου
γλυκιά
ειλικρινή
έξω από κανόνες και παιχνίδια
άηχη στο πολύβουο του συνωστισμένου πλήθους
μιαν αγάπη
κρινάκι μακρινού κήπου
που ο κηπουρός
το πότισε με την τελευταία σταγόνα…
σ’ αγαπώ…