Γυρίζω σπίτι κουρασμένος. Πίσω από την πόρτα η γνώριμη ερήμωση. Χάδια μνήμης και υπόγεια υπόσχεση επανόδου. Χαμένη Ατλαντίδα στο χρώμα των ματιών σου, καθώς με κοιτάς από την φωτογραφία. Το ξέρω· θα γεράσω και θα σε κοιτάζω σ’ αυτή την φωτογραφία… ο μαζοχισμός της εγκατάλειψής μου.
Ίσως… θα ήταν πιο εύκολο αν είχες χαθεί πλήρως. Τότε ποιαν ελπίδα θα χαράκωνε τα σακάτικα βράδια μου; Βουρκωμένη σωλήνα σ’ αρχαία οικοδομή… να πορεύομαι θέλοντάς σε ακόμα.
Ανοίγω τον Κούντερα σε τυχαία σελίδα και διαβάζω το καθόλου τυχαίο: “Ακόμη και την ευτυχία που προκαλεί η παρουσία του αγαπημένου, πρέπει να είναι μόνος του κανείς για να την χαρεί σε όλο της το μεγαλείο. Αλλά αν δεν ερχόταν τίποτε να διακόψει την παρουσία του, αυτή δεν θα εκδηλωνόταν παρά με την επικείμενη εξαφάνισή του. Δεν μπορούμε να την νιώσουμε παρά σε στιγμές απομόνωσης”. Τότε, αφού θέλεις να τσακίσεις των αισθημάτων μας την μαγεία, γιατί δεν έρχεσαι πάλι δίπλα μου; Γιατί επιτείνεις την επιθανάτια λαγνεία; Πάτησε, σα σκουλήκι, εκείνο που κάποτε μας πάντρευε.
Και το πιο σπαστικό, στην όλη υπόθεση, είναι που δεν έχω κάποιο γιγαντιαίο παιδάκι να φροντίσω. Να του μαγειρεύω, να του χαϊδεύω τα μαλλιά, να το ζεσταίνω με μιαν αγκαλιά γεμάτη πληγές και κυρίως να το ονειρεύομαι γυμνό, μπροστά στον ματωμένο σταυρό, να κρατά μια κανάτα με σπέρμα και μ’ αυτό να του παραδίδω την εξουσία. Γιατί η υποταγή σ’ αυτόν θα’ ταν το άνοιγμα στην απόλυτη ελευθερία.
Κοίτα πως γουργουρίζει η καρδιά μου, στο προσκεφάλι μιας φαντασίωσης, σαν πονηρή γατούλα!
Λοιπόν. Για να μη λέμε πολλά πολλά. Θα έρθεις τώρα ή να αφήσω το κλειδί κάτω από το χαλάκι;
ΥΓ. Ψύχος. Πάλι παράγγειλα από ντελίβερι. Η μπύρα παγώνει κι άλλο την ατμόσφαιρα. Την φωτογραφία σου την έκρυψα απόψε· δεν υπάρχει χώρος και γι’ άλλα φαντάσματα… φτάνουν οι στοχασμοί και οι φόβοι μου. Τον Κούντερα τον έβαλα στην θέση του- εκεί που αρμόζει στο ύψος του, τελευταίο ράφι δεξιά… Πίσω από τον έναν γλυκό θάνατο για τον οποίο προσπαθούσε να πειστεί η Ντε Μποβουάρ.
Χαράματα μεράκλωσα και είπα να σε δω άγγελο. Σου φόρεσα λευκό χιτώνα… Σου μάτωσα τα βλέφαρα… Χαμογέλασα στα χείλια σου γαρύφαλλο… Μα μόνο, αντί για φωτοστέφανο σε τύπωσα ασπρόμαυρο πουλιού φτερό…
…άλλωστε, τι ίριδα τι ικάρια πτώση απροσδιόριστου βεληνεκούς…