Ξέρεις. Είναι λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Το δωμάτιο είναι κρύο. Έξω βρέχει. Δεν έχω ανοίξει καθόλου το ραδιόφωνο. Τα βιβλία αραδιασμένα στο κρεβάτι. Αδιάβαστα. Στο τραπεζάκι μπουκάλια. Αλκοόλ. Τσιγάρα καπνίζουν ξεχασμένα. Όλα είναι έτοιμα για την υποδοχή του νέου χρόνου.
Παραμονή. Μέσα σ’ ένα φαντασμαγορικό λεπτό. Το ξέρω. Τίποτα δε θα αλλάξει. Μονάχα ένα ψηφίο. Λες και κρέμεται μιαν ολόκληρη υφήλιος σ’ ένα τόσο δα ψηφίο. Για πες. Αξίζει;
Θα’ θελα. Για να ολοκληρωθεί το σκηνικό. Καταλαβαίνεις. Παλιές φωτογραφίες. Να ζωηρέψουν λίγο την απελπισία. Να χρωματίσουν κατάλληλα. Να επισημάνουν. Την στιγμή. Όπως το δάκρυ. Η σιωπή. Το ανολοκλήρωτο κάτι. Φαντάσου τα όλα μαζί. Σα παζλ. Μιαν αλληλουχία διαφορών. Που μαζί κάνουν αυτό. Το… μεγάλο μπαμ… ας το πούμε έτσι.
Όχι. Όχι. Μη στεναχωριέσαι. Δε φταις εσύ. Είναι. Να, σαν να γεννήθηκα με ένα κενό. Μια τρυπούλα. Κάθε που κινώ. Τσουπ. Όλο και κάτι χάνω. Μια συλλαβή. Έναν έρωτα. Μια φιλία. Δε φταις εσύ. Ούτε εγώ. Είναι που δε γεμίζω. Μη στεναχωριέσαι.
Είπα, προηγουμένως, για την σιωπή. Κοίτα. Δεν είναι πάντα κακή. Ώρες ώρες μοιάζει με τον φίλο. Εκείνον που είναι πάντα εκεί για να σ’ ακούσει. Χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα. Γιατί χαμογελάς;
Αλήθεια. Όπως εσύ. Εδώ. Τώρα. Δε μ’ ακούς; Ή περιμένεις κάτι από μένα. Έχεις χρόνια να μου γυρέψεις κάτι. Έχεις χρόνια να μου μιλήσεις. Έρχεσαι μονάχα βράδια. Κάθεσαι δίπλα μου. Σιωπηλή. Όπως τότε. Στο ίδιο θρανίο. Με το ίδιο μυστηριώδες χαμόγελο.
Δεν είναι που είσαι νεκρή. Αυτό δε με φοβίζει. Είναι η απόσταση. Μιαν ολόκληρη ανυπαρξία. Για να σου κλέψω ένα ψιθύρισμα. Μια συγκατάβαση. Να νοιώσω- ρε παιδί μου- σιγουριά. Πόσο μακριά πέφτει ο θάνατος;
Ο λεπτοδείκτης ασθμαίνει. Κουράστηκε κάθε χρόνο τις ίδιες μαλακίες. Αργούν ακόμη τα βεγγαλικά. Που είχα μείνει;
Α, ναι! Είναι -όπως σου έλεγα- η απόσταση. Φαντάσου. Για να φτάσει κάποιος στην Ανδρομέδα χρειάζεται -περίπου- δύο εκατομμύρια έτη. Εσένα πως να σε προσεγγίσω; Και ο δρόμος. Δεν είναι καθόλου φιλικός. Ειδικά με άτομα σα κι εμένα.
Στο μάθημα της μουσικής. Μου τραγουδούσες το Yesterday. Πάντοτε μου μάθαινες να μιλάω για το χθες. Ποτέ όνειρα. Ποτέ προσδοκίες. Αυτά είναι για τους ανόητους.
Μη μου ζητάς να μπω μέσα. Τέτοια ταξίδια με προδιαγεγραμμένο τον προορισμό με τρομάζουν. Ζήτα μου ό, τι άλλο θες. Μετά από τόσα χρόνια το αξίζεις. Όχι αυτό. Κάτι άλλο. Οτιδήποτε. Κλείσε την πόρτα.
5, 4, 3, 2, 1…
Πάτα γκάζι! Άφησέ τους να φάνε την σκόνη μας!
Δε γουστάρω πάλι τις ίδιες ευχές. Τα κενά λόγια. Τα κουραστικά μηνύματα στο κινητό. Τα δήθεν λογοπαίγνια. Γκάζωνε και φύγαμε!
Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Δύο καλλιτεχνικές ιδιότητες, αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρωματικές. Ας ξεκινήσουμε απ’ την πρώτη. Πως αντιλαμβάνεσαι την «σημασία του να είναι κανείς ηθοποιός;»
Δεν θεωρώ, ότι η συγκεκριμένη ερώτηση έχει μόνο μία απάντηση. Όταν είσαι ηθοποιός καλείσαι να επιστρατεύσεις όλα τα εκφραστικά σου μέσα, οπότε δουλεύοντας με τον εαυτό σου και χρησιμοποιώντας το σώμα σου ως εργαλείο, θέλεις να πειραματιστείς και να εξερευνήσεις όλες τις πτυχές αυτού του αντικειμένου. Ως ηθοποιός λοιπόν, έχω την ανάγκη να δοκιμάζομαι μέσα από πολλά και διαφορετικά καλλιτεχνικά είδη, παίζοντας ρόλους που θα μου προσφέρουν την δυνατότητα να μεταμορφώνομαι σε κάτι εντελώς διαφορετικό κάθε φορά. Μέχρι την στιγμή, που ενδεχομένως θα κατασταλάξω σε κάτι πιο συγκεκριμένο, χωρίς αυτό απαραίτητα να σημαίνει, ότι δεν θα πάψω να εξερευνώ τα όρια μου. Οπότε «η σημασία του να είναι κανείς ηθοποιός», έχει για μένα πολλές εκφάνσεις και συγκυριακά βρίσκομαι σε μία φάση που δεν φοβάμαι να πάρω ρίσκα, με τον κίνδυνο να εκτεθώ ή να ρεζιλευτώ. Έχω εξοικειωθεί μ’ αυτό το ενδεχόμενο και το θεωρώ μία πολύ χρήσιμη εμπειρία για έναν καλλιτέχνη.
Απ’ την αρχή της καριέρας σου δεν φοβήθηκες να δοκιμαστείς σε πολλά και διαφορετικά είδη, ενώ παράλληλα «θήτευσες» και στην θρυλική πια «ΣΠΕΙΡΑ – ΣΠΕΙΡΑ» του Σταμάτη Κραουνάκη. Πιστεύεις, ότι αυτή η πολυσυλλεκτικότητα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη σου ως ηθοποιός;
Έχω την αίσθηση, ότι αυτή η πολυσυλλεκτικότητα που λες, έχει να κάνει και με το πως είμαι γενικά σαν άνθρωπος. Δεν θέλω να βάλω μία ταμπέλα στον εαυτό μου. Τώρα όσον αφορά την εμπλοκή μου με την ομάδα ΣΠΕΙΡΑ-ΣΠΕΙΡΑ, η ιστορία έχει ως εξής: Μόλις είχα ολοκληρώσει τα γυρίσματα της ταινίας «Γαλάζιο Φόρεμα» και πήγα να δω την παράσταση «Κλασική Συνταγή». Με εντυπωσίασε πολύ το πόσο καλοδουλεμένη ήταν και πήγα μετά στο καμαρίνι για να συγχαρώ τον Σταμάτη, λέγοντας του χαρακτηριστικά πως «ζήλεψα» το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και το πόσο καλά περνούσαν ως ομάδα. Εκείνος, έτσι απλά κι αφοπλιστικά, μου απάντησε «γιατί δεν έρχεσαι;» Στην αρχή είχα κάποιες επιφυλάξεις – αν θα μπορέσω να ανταπεξέλθω – αλλά εκείνος επέμενε και την επόμενη χρονιά συμμετείχα σε μία παράσταση, παίζοντας ουσιαστικά τον δικό του ρόλο, γιατί ήταν η πρώτη φορά που δεν θα συμμετείχε ο ίδιος. Κάπως έτσι βρέθηκα να παίζω τον ρόλο του κομπέρ – χάρου στην παράσταση «Οι Δουλάρες», ως guest αρχικά και στη συνέχεια έμεινα για άλλη μία χρονιά. Ήταν μεγάλο σχολείο για μένα από πολλές απόψεις και δεν το λέω καθόλου σχηματικά, γιατί είθισται να λέγονται διάφορες υπερβολές. Ήταν δύσκολα μεν λόγω των υψηλών απαιτήσεων της ομάδας, αλλά ταυτόχρονα ήταν και πολύ όμορφη εμπειρία.
Παράλληλα με το θέατρο, είχες για μεγάλο χρονικό διάστημα μια σημαντική παρουσία και στην τηλεόραση, αναλαμβάνοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους σε σειρές υψηλής τηλεθέασης, που είχαν όμως και κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία σταδιακά γίνονται όλο και πιο σπάνια. Θεωρείς, ότι το συγκεκριμένο μέσο περνάει φάση «αποδόμησης»;
Ποτέ δεν κάνω μία δουλειά με κριτήριο το μέσο. Το μόνο μου κριτήριο είναι οι άνθρωποι και η ίδια η δουλειά. Το λέω αυτό γιατί πολλοί ισχυρίζονται, ότι όποιος κάνει αυτό είναι έτσι, όποιος κάνει το άλλο είναι κάπως αλλιώς και πάει λέγοντας. Αυτό δεν ισχύει καθόλου, γιατί έχουμε δει χάλια δουλειές και στο θέατρο και τον κινηματογράφο, οπότε ας μην τα βάζουμε μονίμως με την τηλεόραση. Η κρίση έπιασε τους ανθρώπους του χώρου απροετοίμαστους. Στο θέατρο έχουμε συνηθίσει να δουλεύουμε χωρίς χρήματα και μάθαμε να φτιάχνουμε μια καλή παράσταση με ελάχιστο budget, κάτι που δεν ισχύει για την τηλεόραση. Έχω κάνει μόνο δύο μεγάλες συνεργασίες. Η μία ήταν το ΤΑΞΙΜ στην ΕΡΤ – όταν υπήρχε η ΕΡΤ– ένα σήριαλ με την Όλια Λαζαρίδου, τον Σπύρο Παπαδόπουλο, την Θέμιδα Μπαζάκα και τον Μανώλη Μαυροματάκη και η άλλη ήταν «Τα Μυστικά της Εδέμ» – συμμετείχα για ένα χρόνο – η οποία πέτυχε απίστευτα ποσοστά τηλεθέασης, αγγίζοντας το 60%,, κάτι που μας εξέπληξε όλους πολύ ευχάριστα. Στην συγκεκριμένη παραγωγή μου άρεσε πολύ ο ρόλος μου και παρόλο που ήταν μια καθημερινή σειρά, γυριζόταν με όρους εβδομαδιαίου σήριαλ, ενώ την χρονιά που παίχτηκε υπήρχαν εβδομαδιαίες σειρές, στις οποίες δεν θα ήθελα να συμμετέχω με τίποτα. Είμαι ανοιχτός γενικά στις ενδιαφέρουσες τηλεοπτικές προτάσεις και φέτος θα παίξω στην σειρά του Πάνου Κοκκινόπουλου«10η Εντολή», η οποία θα αρχίσει σύντομα να επαναπροβάλλεται στον ALPHA.
Στην Ελλάδα όταν μιλάμε για υποκριτική, βάζουμε τον κινηματογράφο σε δεύτερη μοίρα – για να μην πω τρίτη, τέταρτη…- κυρίως λόγω του περιορισμένου budget παραγωγής. Ως γνωστόν, οι αρμόδιοι φορείς δεν κάνουν και πολλά πράγματα για να βοηθήσουν την κατάσταση, βασιζόμενοι στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Αν κάποιος σου ζητούσε, να εισηγηθείς μια πρόταση σχετικά με την εξοικονόμηση πόρων και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, ποια θα ήταν αυτή;
Δεν γνωρίζω καθόλου τι συμβαίνει με τα κονδύλια και τα κινηματογραφικά budget και επειδή ζούμε σε μια χώρα, που δυστυχώς έχουμε καταλάβει πια όλοι, ότι τα λεφτά για άλλο σκοπό προορίζονται και άλλοι τα καρπώνονται και τα ξοδεύουν όπως και όπου εκείνοι επιλέξουν, δεν ξέρω αν τα χρήματα, που προορίζονται για τις κινηματογραφικές παραγωγές, καταλήγουν κάπου αλλού. Για μένα το μεγαλύτερο πρόβλημα έγκειται στην έμπνευση κι όχι στην τεχνική. Δεν χρειάζονται οικονομικά μέσα για να έχεις μια καλή ιδέα, χρειάζεται μόνο μυαλό. Περισσότερο πάσχουμε νομίζω από έλλειψη καλών σεναρίων, παρά από την έλλειψη οικονομικών πόρων. Η παράσταση που κάνω εγώ για παράδειγμα – για να το αναγάγω στο θέατρο – δεν είναι υπερπαραγωγή από άποψη τεχνικής υποδομής, αλλά βασίζεται σε ένα πολύ δυνατό κείμενο, έχει την δική της αλήθεια και είναι δουλεμένη έως την τελευταία λεπτομέρεια με πολλή φροντίδα και αγάπη, οπότε στο τέλος δεν λείπει τίποτα από κανέναν. Αν κάποιος πραγματικά έχει κάτι να πει, δεν χρειάζεται πάρα πολλά τεχνικά ή άλλα μέσα, για να το επικοινωνήσει.
Ας μείνουμε στον κινηματογράφο…Στην ταινία Γαλάζιο Φόρεμα του Γ. Διαμαντόπουλου, δεν δίστασες να μεταμορφωθείς εξ’ ολοκλήρου με τρόπο πραγματικά εντυπωσιακό, ενώ ερμήνευσες υποδειγματικά ένα ρόλο με πολλές δυσκολίες, καταθέτωντας μια ερμηνεία – σταθμό για τα δεδομένα του ελληνικού κινηματογράφου. Πιστεύεις, ότι τέτοιου είδους ρόλοι, δύσκολα επαναλαμβάνονται;
Προσωπικά, παρακαλάω να μου προτείνονται τέτοιοι ρόλοι, γιατί πάντα προτιμώ να αλλάζω, να πειραματίζομαι με διάφορα είδη και να μεταμορφώνομαι σε κάτι εντελώς διαφορετικό, απ’ αυτό που είμαι εγώ σαν χαρακτήρας. Μετά την ταινία μου ζητήθηκε πολλές φορές να κάνω έναν αντίστοιχο ρόλο στο θεάτρο, στο σινεμά και στην τηλεόραση και αρνήθηκα όλες τις προτάσεις, γιατί δεν ήθελα να ταυτιστώ με κάτι συγκεκριμένο ή να κάνω συνέχεια το ίδιο πράγμα. Όπως σου είπα στην αρχή, μου αρέσει πολύ να υποδύομαι παράξενους, αντισυμβατικούς και ιδιόμορφους χαρακτήρες, κυρίως επειδή στην ζωή μου είμαι ένας πολύ ήσυχος, χαμηλών τόνων άνθρωπος και σπιτόγατος, οπότε καλλιτεχνικά αναζητώ το διαφορετικό και οτιδήποτε δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου. Θεωρώ μεγάλη ευλογία το γεγονός ότι έκανα αυτήν ταινία, αντιμετωπίζοντας τρομερές δυσκολίες κι έχοντας μεγάλη αγωνία και πολύ άγχος, αλλά παράλληλα και ισχυρή θέληση να το τολμήσω. Το «Γαλάζιο Φόρεμα» ήταν για μένα ένας πολύ σημαντικός σταθμός. Με άλλαξε σε πολύ μεγάλο βαθμό κι ως ηθοποιό κι ως άνθρωπο.
Είμαι σίγουρη, ότι κατά καιρούς βρίσκεσαι σε διάφορα καλλιτεχνικά πηγαδάκια, στα οποία συχνά ενσκήπτει το μείζον ζήτημα «ποιότητα Vs εμπορικότητα». Παίρνεις θέση συνήθως, ή αποτελεί ένα θέμα που για σένα δεν υφίσταται καν;
Εμένα η ζωή ως τώρα μου έχει δείξει, ότι κάνοντας αυτό που θέλω έρχεται και η εμπορικότητα. Ας πούμε το «Από τι ζουν οι άνθρωποι;» – παίζεται για 2η χρονιά φέτος – είναι μία παράσταση που θεωρείται ποιοτική και παράλληλα σημειώνει τεράστια εισπρακτική επιτυχία. Στην «Κατερίνα» επίσης, η οποία για τα δικά μου δεδομένα είναι ποιοτική, γιατί όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι και λίγο υποκειμενικοί, διώχνουμε – κυριολεκτικά – κόσμο, οπότε τι πάει να πει εμπορικό; Αυτές οι δύο δουλειές είναι εμπορικές, αλλά όχι με την έννοια που συνηθίσαμε, να δίνουμε στον όρο εμπορικότητα. Οι δύο προαναφερόμενες παραστάσεις έχουν αποσπάσει υπέροχες κριτικές και παράλληλα γεμίζουν το θέατρο, γιατί, λοιπόν, να μην παραδεχτώ ότι η «Κατερίνα» είναι και εμπορική, αφού είναι. Χωρίς όμως, να την έχω φθηνήνει, χωρίς να έχω κάνει κινήσεις ψευτοεντυπωσιασμού ή σκηνοθετίλες και δηθενιές. Έχουμε δώσει γενικά μια λάθος έννοια σε κάποιες λέξεις και πρέπει να ξεκολλήσουμε από κάποια στεγανά, που μας πάνε πολύ πίσω. Ως ηθοποιό με ενδιαφέρει, να δοκιμάζομαι με πολλούς τρόπους, αλλά ως δημιουργός προτιμώ όταν φτιάχνω μια παράσταση, να το κάνω με τους δικούς μου όρους χωρίς την παραμικρή έκπτωση. Με την ιδιότητα του ηθοποιού όμως, μπορεί να με δεις σε μια παράσταση και να πεις «τι κάνει αυτός τρελάθηκε;». Δεν είναι αυτό σίγουρα, απλά θέλω να πειραματιστώ σε διάφορα είδη, για να αποφασίσω αν κάτι μου πάει ή δεν μου πάει, έχοντας βέβαια πάντα ως γνώμονα, να εκτιμώ και να σέβομαι τους ανθρώπους που απαρτίζουν την εκάστοτε συνεργασία.
Έχεις δεχθεί ποτέ δριμύτατη κριτική για πιο «προχωρημένες» δουλειές που θέλησες να παρουσιάσεις στο θέατρο; Τι σε στενοχωρεί περισσότερο, να μην αρέσεις υποκριτικά ή να σχολιαστεί αρνητικά κάποια σκηνοθεσία σου;
Έχω την τύχη – έως τώρα τουλάχιστον – οι δουλειές που έχω κάνει, να έχουν γνωρίσει μεγάλη απήχηση, καλλιτεχνικά και εμπορικά. Μου έχει τύχει, να μην πάρω καλές κριτικές ως ηθοποιός, γεγονός που με στενοχώρησε και με επηρέασε. Δεν αντέχω καθόλου όλους αυτούς που βρίζουν και θεωρούν ότι αυτό είναι κριτική, γιατί δυστυχώς υπάρχουν διάφοροι που γράφουν σε σοβαρότατα έντυπα για το θέατρο και χρησιμοποιούν μία γλώσσα κίτρινου τύπου, για να μην πω γηπέδου. Δεν με ενδιάφερει η γνώμη τους εκ των προτέρων, είτε είναι αρνητική, είτε αντίθετα θετική. Δεν σου άρεσε κάτι; Πρέπει να βρεις έναν τρόπο, χρησιμοποιώντας την ευφυία και την ευγένεια σου, για να το θέσεις κομψά και εύστοχα. Αλλιώς και δίκιο να έχεις, για μένα το χάνεις. Κριτική δεν σημαίνει βρίζω, σημαίνει με ενδιαφέρει το θέατρο και αν κάτι δεν μου αρέσει ασκώ την κριτική μου κόσμια και αν είναι και αιτιολογημένη η άποψη μου, μπορώ ακόμα και να ωθήσω τον καλλιτέχνη να ξεκλειδώσει κάτι, που θα τον βοηθήσει να βελτιωθεί. Με χαροποιεί η θετική κριτική, με στενοχωρεί η αρνητική, αλλά δίνω και στα δύο την προσοχή που τους αναλογεί και δεν δεσμεύομαι δημιουργικά ούτε από τα θετικά, ούτε από τα αρνητικά σχόλια. Προχωράω παρακάτω, βάζοντας πάντα ως προτεραιότητα την δουλειά μου.
Ως σκηνοθέτης, πως λειτουργείς συνήθως; Θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου τελειομανή;
Δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου, να γίνω σκηνοθέτης. Είναι κάτι που προέκυψε εντελώς τυχαία, γι’ αυτό ψάχνω ακόμα και την ταυτότητα μου και τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθετώ. Αυτό που συνέβη για πρώτη φορά με την “Κατερίνα”ήταν, ότι αποφάσισα να εμπιστευτώ απολύτως το ένστικτο μου, το κριτήριο μου και τον εαυτό μου, χωρίς να με λογοκρίνω. Το έκανα σαν ένα πείραμα σκεπτόμενος, πως αν αυτό αποδώσει, έτσι θα πρέπει να λειτουργώ γενικά ως σκηνοθέτης. Ευτυχώς το πείραμα πέτυχε, αποτελώντας για μένα μεγάλο μάθημα. Από την Κατερίνα και μετά άλλαξα πολύ τον τρόπο με τον οποίο θα δουλεύω. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξαν κι οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης, οι οποίοι μου επέτρεψαν να κάνω ακριβώς αυτό που θέλω, χωρίς να με αμφισβητήσουν σε τίποτα. Ο Αύγουστος δεν μου έβαλε κανέναν περιορισμό όσον αφορά το κείμενο, ενώ η Λένα και ο Λόλεκ αφέθηκαν στα χέρια μου 100%, γεγονός που απ’ την μία με απελευθέρωσε, αλλά απ’ την άλλη με έκανε να νιώσω ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στην τεράστια εμπιστοσύνη τους. Να επισημάνω δε, ότι δεν είμασταν καν φίλοι με τα παιδιά, δεν γνωριζόμασταν παρά μόνο κοινωνικά, αλλά τελικά καταφέραμε να επικοινωνήσουμε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Τώρα όσον αφορά το θέμα της τελειομανίας…έχω συνειδητοποιήσει ότι το τέλειο δεν υφίσταται, αλλά παρόλα αυτά προσπαθώ πάντα να κάνω το καλύτερο δυνατόν γνωρίζοντας εκ των προτέρων, ότι θα βρεθούν κάποιοι στους οποίους δεν θα αρέσει η δουλειά μου. Δεν μπορώ να παλεύω αιωνίως με έναν δαίμονα, που δεν μπορώ να νικήσω. Μεγαλώνοντας έχω αρχίσει κι ως ηθοποιός κι ως σκηνοθέτης, να μην φοβάμαι να γίνω ρεζίλι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το θέλω ή το επιζητώ. Δεν πρόκειται ποτέ να παραδώσω κάτι, που για τα δικά μου δεδομένα είναι ημιτελές, προχειροφτιαγμένο ή κατώτερο των προσδοκιών μου. Επίσης, σέβομαι πολύ το κοινό. Όταν κάποιος επιλέξει, ανάμεσα από χιλιάδες προτάσεις που έχει για την έξοδο του, να έρθει να δει την δική μας παράσταση, σε μια εποχή που η οικονομική μας κατάσταση είναι χάλια, αποτελεί πολύ σημαντικό γεγονός και οφείλουμε να το σεβαστούμε. Ειδικά στην περίπτωση της «Κατερίνας», ο κόσμος έρχεται έχοντας ακούσει πολύ καλά λόγια και πρέπει να προσπαθήσουμε διπλά, για να μην τους απογοητεύσουμε. Χαιρόμαστε με την επιτυχία, αλλά δεν επαναπαυόμαστε.
Φέτος λοιπόν, σκηνοθετείς την παράσταση «Κατερίνα», στο Θησείο – Ένα θέατρο για τις Τέχνες, η οποία είναι βασισμένη «Στο Βιβλίο της Κατερίνας», του Αύγουστου Κορτώ. Πρόκειται για μια πολύ προσωπική ιστορία, βαθιά συγκινητική, που βασίζεται σε πραγματικά βιώματα του συγγραφέα. Πως πήρες την απόφαση να διασκευάσεις το βιβλίο για το θέατρο και ποιες ήταν οι βασικότερες δυσκολίες που αντιμετώπισες κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας;
Έχω ξαναδιασκευάσει βιβλίο για το θέατρο κι έχω κάνει θέατρο με μη θεατρικά κείμενα, συνεντεύξεις κλπ, οπότε το να κάνω παραστάσεις με κείμενα που δεν είναι αμιγώς θεατρικά, είναι μια οικεία διαδικασία για μένα, που μου αρέσει και με εξιτάρει πάρα πολύ, με όσους κινδύνους εμπεριέχει. Πήρα την απόφαση να κάνω την «Κατερίνα», πριν καν διαβάσω ολόκληρο το βιβλίο, επειδή με συνεπήρε η υπόθεση κι όλα αυτά που πραγματεύεται. Πέρυσι τον Απρίλη, μου ζήτησαν από τον ΙΑΝΟ να κάνω ένα θεατρικό αναλόγιο και επέλεξα να κάνω αυτό το βιβλίο. Ξεκίνησε, λοιπόν, ως αναλόγιο και επειδή κατά την διαδικασία είδαμε, ότι μας αρέσει πάρα πολύ και ότι κάτι «συμβαίνει», σε συνδυασμό με την τεράστια απήχηση που είχε στον κόσμο, αποφασίσαμε να το κάνουμε παράσταση. Η μεγαλύτερη δυσκολία στην διασκευή ενός βιβλίου, είναι τι κρατάς και τι αφήνεις. Πως από 200 περίπου σελίδες, θα κρατήσεις 20-30 το πολύ, προκειμένου να γίνει μία θεατρική παράσταση 80 λεπτών. Το συγκεκριμένο βιβλίο, που έχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, δυσκολεύει την λήψη της συγκεκριμένης απόφασης. Ένα άλλο μεγάλο στοίχημα, είναι ο θεατής, είτε έχει διαβάσει το βιβλίο είτε όχι, να δει μία ολοκληρωμένη ιστορία, από την αρχή έως το τέλος, χωρίς να του λείψει τίποτα. Αυτό είναι ομολογουμένως πολύ δύσκολο, αλλά είναι παράλληλα και το στοιχείο που με εξιτάρει τρομερά. Ευτυχώς, τόσο ο Αύγουστος όσο κι ο κόσμος που είδε την παράσταση δεν ένιωσαν, να τους λείπει κάτι. Για μένα η διασκευή αποτελεί μια πολύ μοναχική διαδικασία, αλλά την απολαμβάνω πολύ, γιατί κατά την διάρκεια της στήνω μέσα στο μυαλό μου την παράσταση, οπότε μετά είμαι έτοιμος για την πρόβα, γλιτώνοντας πολύτιμο χρόνο.
Η παράσταση παρουσιάζει την «νεκρή» Κατερίνα – την οποία υποδύεται συγκλονιστικά η Λένα Παπαληγούρα – ως μοναδική αφηγήτρια της δικής της ιστορίας, με εσένα και τον μουσικό- τραγουδοποιό Γιάννη Αναγνωστάτο ευρύτερα γνωστό ως ΛΟΛΕΚ, να συμμετέχετε καταλυτικά στην δράση, δημιουργώντας μια ερμηνευτική τριάδα, που απογειώνει την ατμόσφαιρα, τα κρυμένα νοήματα και το ύφος του έργου. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό το εγχείρημα από σκηνοθετικής άποψης;
Όπως ανέφερα και νωρίτερα, υπήρχε κάτι, το οποίο δεν μπορώ να εξηγήσω λογικά, που μας έδεσε τρομέρα από την αρχή. Μπορεί να ακούγεται κάπως περίεργο, αλλά όλα έγιναν εύκολα. Επειδή υπήρχε χημεία και τα παιδιά αφέθηκαν απ’ την πρώτη στιγμή, επικοινωνούσαμε ακόμα και με τα μάτια, εκπλήσσοντας πολλές φορές στις πρόβες και τους ίδιους μας τους εαυτούς, με όλα αυτά που ανακαλύπταμε. Ενώ δουλέψαμε για πάρα πολλούς μήνες, με μεγάλη σοβαρότητα και αφοσίωση, δεν νιώσαμε κούραση. Είναι η μοναδική παράσταση που έχω κάνει έως τώρα, που η γέννα ήταν εύκολη. Έδεσαν όλα τα πράγματα – εμείς, η μουσική, τα φώτα, η Λένα, το κείμενο – κάπως…μαγικά! Δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό για να είμαι ειλικρινής. Πάντα δυσκολεύομαι πάρα πολύ όταν σκηνοθετώ. Εμπιστεύτηκα πάρα, μα πάρα πολύ το ένστικτο μου, χωρίς να το λογοκρίνω. Αυτό με πήγε και μετά μπήκαν όλα στην θέση τους, σχεδόν αυτόματα. Ακόμα κι ο Γιάννης (Αναγνωστάτος – ΛΟΛΕΚ) μπήκε σε μια διαδικασία ηθοποιού, ενώ δεν είναι ηθοποιός ο άνθρωπος, αποτελώντας πια την ήρεμη δύναμη της παράστασης. Είναι έτσι δομημένη η παράσταση, που δεν γίνεται να υπάρξει με άλλους συντελεστές. Είμαστε εμείς οι τρεις…
Παρακολούθησα πρόσφατα την προαναφερόμενη παράσταση, σε ένα κατάμεστο θέατρο – κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα – και πραγματικά ήταν απ’ τις λίγες φορές που ένιωσα τόσο μεγάλη ταύτιση με έναν χαρακτήρα, παρόλο που φαινομενικά δεν είναι τόσο εύκολο να ταυτιστεί κανείς με την «Κατερίνα». Εσύ, που πιστεύεις ότι οφείλεται η επιτυχία της παράστασης;
Η «Κατερίνα» μιλά για πάρα πολλά θέματα, οπότε μοιραία απευθύνεται σε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους και μάλιστα πιάνοντας διάφορες εκφάνσεις τους. Μιλάει για τις ανθρώπινες σχέσεις, την μητρότητα, τις ψυχικές ασθένειες, την ομοφυλοφυλία, την αυτοκτονία κτλ. Για μένα εν αρχή είναι ο λόγος. Αν δεν έχεις ένα δυνατό κείμενο, δεν έχεις κίνητρο για να ξεκινήσεις, να κάνεις μία δουλειά. Το μεγαλύτερο ρόλο παίζει σίγουρα η ερμηνεία της Λένας, η οποία πραγματικά έχει
δουλέψει πάρα πολύ και είναι συγκλονιστική. Πιστεύαμε και θέλαμε, να πάει καλά η παράσταση, αλλά δεν περιμέναμε, ότι θα έχει τόσο μεγάλη απήχηση. Αγγίζει με έναν μαγικό τρόπο τους θεατές, δημιουργώντας συνειρμούς και εικόνες που απευθύνονται σε όλους. Δεν μπορώ να πω κάτι άλλο αυτήν την στιγμή και είναι πολύ νωρίς για να το αποτιμήσω πλήρως. Το χαιρόμαστε ήρεμα και ωραία. Ουσιαστικά, δεν είναι ακριβώς χαρά, αλλά ότι ησυχάσαμε απ’ την αγωνία του αν θα είναι καλή, αν θα αρέσει, αν θα τύχει αποδοχής κλπ., χωρίς όμως να εφησυχάζουμε ούτε για μία στιγμή. Φροντίζουμε να την προστατεύσουμε, ειδικά τώρα που ακούγεται τόσο έντονα, ότι πρόκειται για μια προσεγμένη δουλειά και παράλληλα νιώθουμε μία ευθύνη απέναντι στον κόσμο, που θα έρθει με μεγάλες προσδοκίες και σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε, να τον απογοητεύσουμε. Την δημιουργήσαμε με πολλή αγάπη, ειλικρινή διάθεση και με σεβασμό στο κείμενο, σ’ εμάς και φυσικά στο κοινό.
Κατά την γνώμη σου στην Ελλάδα, οι άνθρωποι που πάσχουν από ψυχικές ασθενείες παρόμοιες μ’ αυτές που «διέλυσαν» την ηρωϊδα της παράστασης, αντιμετωπίζονται με υπευθυνότητα και την δέουσα φροντίδα, ή αντίθετα στιγματίζονται ανεπανόρθωτα και δυστυχώς ακόμα κι αν υποθέσουμε, ότι υπάρχει περιθώριο ίασης, παραμένουν για κάποιους αιωνίως…νοσούντες;
Δεν τυγχάνει να έχω άμεση σχέση με τέτοιου είδους προβλήματα ούτε μέσω της οικογένειας μου, ούτε μέσω του ευρύτερου κοινωνικού μου κύκλο και με έχει εντυπωσιάσει το γεγονός – όπως και τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης – ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι έχουν κάποιον άνθρωπο μέσα στην οικογένεια τους, ή υποφέρουν οι ίδιοι από κάποια ψυχική διαταραχή. Πιστεύω, ότι με την πάροδο των χρόνων τα πράγματα έχουν εξομαλυνθεί κάπως και ο κόσμος έχει εξοικειωθεί αρκετά με παρόμοια ζητήματα. Παρόλα αυτά είμαι σίγουρος, ότι πάρα πολύς κόσμος πάσχει από διάφορες ψυχικές διαταραχές, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, χωρίς να το γνωρίζει. Η ηρωίδα του έργου – η Κατερίνα – για παράδειγμα δεν πήγαινε σε γιατρό, έπαιρνε μόνο φάρμακα κι αυτό την κατέστρεψε. Ενώ αν λάμβανε την σωστή θεραπεία, μπορεί τώρα να ζούσε. Άρα ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η άγνοια και όχι ο κοινωνικός ρατσισμός. Βέβαια δεν είμαστε κι η πιο ανοιχτή κοινωνία, αλλά ακόμα και το γεγονός ότι έχει αλλάξει ο ιατρικός όρος και δεν ονομάζεται πια σχιζοφρένεια, αλλά διπολική διαταραχή, βοηθάει αρκετά στο να βελτιωθεί η κλινική εικόνα των ασθενών, γιατί ο χαρακτηρισμός και μόνο σχιζοφρενής, έφερνε στο μυαλό των ανθρώπων διάφορα τερατουργήματα.
Με βάση την παραπάνω ερώτηση και με δεδομένο ότι τέτοιου είδους διαταραχές ξεκινούν απ’ τα παιδικά – εφηβικά χρόνια ενός ανθρώπου θεωρείς, ότι τα διαρκώς αυξανόμενα φαινόμενα ενδοοικογενειακής και ενδοσχολικής βίας, αποτελούν τις βασικότερες αιτίες, για να εξωθηθεί ένας ήδη βεβαρημένος ψυχισμός στα άκρα;
Νομίζω, ότι αυτή η δύσκολη και σκοτεινή εποχή που διανύουμε, έχει βγάλει πολύ άγρια ένστικτα στους ανθρώπους. Η ανέχεια, το άγχος της επιβίωσης, η οικονομική αβεβαιότητα κι όλα τα συναφή, έχουν βγάλει σε πολλούς συνανθρώπους μας τον χειρότερο εαυτό τους και φυσικά θεωρώ, ότι ένα παιδί που δέχεται οποιαδήποτε μορφή βίας, ειδικά αν έχει και κάποια προδιάθεση, θα επιβαρυνθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζοντας ενδεχομένως διάφορα προβλήματα και αργότερα, κατά την διαδικασία της ενηλικίωσης του. Οπότε με βάση αυτό το σκεπτικό, σίγουρα η βία – με οποιαδήποτε μορφή – δρα καταλυτικά στον ψυχισμό ενός παιδιού, ειδικά αν υπάρχει ένα βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό ή αντίστοιχα μια γονιδιακή προδιάθεση.
Θα μπορούσε η ιστορία αυτής της τόσο πολυσύνθετης γυναίκας, η οποία εμπερικλείει παράλληλα και την μετάβαση του ίδιου του συγγραφέα απ’ τον πόνο της μητρικής απώλειας στην δημιουργική και προσωπική του ωρίμανση, να μεταφερθεί και στον κινηματογράφο;
Ναι βέβαια και θα μπορούσε. Θεωρώ ότι η ιστορία της Κατερίνας, αν έπεφτε στα σωστά χέρια, θα είχε πολύ μεγάλο κινηματογραφικό ενδιαφέρον.
Όταν μια δουλειά σου έχει τόσο μεγάλη απήχηση, σου δημιουργείται άγχος, για το αν η επόμενη θα έχει την ίδια επιτυχία; Πιστεύεις, ότι αυτό μπορεί να λειτουργήσει καταπιεστικά για έναν καλλιτέχνη;
Κάτι παρόμοιο με την «Κατερίνα», συνέβη με την πρώτη μου παράσταση, το «ΕΔΩ», η οποία παίχτηκε για δύο χρόνια, συμμετέχοντας και στο Φεστιβάλ Αθηνών. Τότε ένιωσα αυτήν την καταπίεση που ανέφερες και είπα «ωπ τι κάνω εγώ μετά απ΄αυτό;». Τώρα πια είμαι πιο συνειδητοποιημένος και γνωρίζω εκ των προτέρων, ότι κάθε παράσταση είναι ξεχωριστή και θα έχει την δική της αυτόνομη πορεία, οπότε δεν μπορώ να βάλω τον εαυτό μου σε αγώνα δρόμου με τον ίδιο μου τον εαυτό. Αυτό που κάνουμε εμείς είναι κάτι ζωντανό και όπως κάθετι που ζει και αναπνέει, έχει πολλές μεταπτώσεις κι εναλλαγές και δεν μπορείς ποτέ να είσαι ίδιος, από δουλειά σε δουλειά κι από παράσταση σε παράσταση. Επίσης, για μένα οι παραστάσεις που δημιουργώ, είναι πραγματικά σαν γέννες. Είναι δηλαδή σαν να εγκυμονώ κάτι και μετά από κάποιους μήνες έρχεται στον κόσμο, γι’ αυτό τις αγαπώ όλες το ίδιο, γιατί μόνο εγώ ξέρω τι έχω περάσει, για να τις δώσω στον κόσμο. Όλα τα κάνω με τον ίδιο σεβασμό, την ίδια αφοσίωση και τον ίδιο κόπο, άρα μετά έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Τώρα αν θ’ αρέσει μια δουλειά ή δεν θ’ αρέσει, είναι κάτι που δεν είναι στο χέρι μου, ούτως ή άλλως.
Τόση ώρα μιλάμε για την επιτυχία, η οποία ας μην κρυβόμαστε, είναι πάντα ευπρόσδεκτη, άσχετα αν για κάποιους αποτελεί αυτοσκοπό και μετριέται μόνο σε νούμερα…Υπάρχει όμως πάντα και το ενδεχόμενο της αποτυχίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση ποιος είναι κατά την άποψη σου ο πιο σωστός τρόπος διαχείρισης;
Είναι πάρα πολύ σχετικό τι σημαίνει για τον κάθε άνθρωπο, επιτυχία ή αποτυχία. Προέρχομαι από μία πολύ αυστηρή οικογένεια, για την οποία το γεγονός ότι κάνω θέατρο δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο, οπότε ζω από πρώτο χέρι πως είναι να θεωρώ εγώ κάτι φοβερή επιτυχία, το οποίο για έναν πολύ κοντινό μου άνθρωπο δεν σημαίνει τίποτα. Προσπαθώ, ως εκ τούτου, να μην μεγαλοποιώ την επιτυχία, ούτε αντίστοιχα την αποτυχία. Όλες οι παραστάσεις που έχω σκηνοθετήσει, ευτυχώς είχαν μια κάποια απήχηση, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα. Δεν μου έχει τύχει το αντίθετο. Μου έχει συμβεί να κάνω έναν ρόλο και να με κρίνουν αρνητικά. Γεγονός που με στενοχώρησε πάρα πολύ και επειδή οι ρόλοι δουλεύονται, προσπάθησα να τον βελτιώσω και να τον εξελίξω όσο περισσότερο μπορούσα, κατά την διάρκεια της παράστασης. Φοβάμαι πάρα πολύ μήπως δεν πετύχει κάτι που κάνω, είτε ως σκηνοθέτης ή ως ηθοποιός, αλλά προσπαθώ να κρατάω τις ισορροπίες. Άλλωστε, ζούμε σε μια εποχή που είναι όλα τόσο άγρια και άσχημα, οπότε πως να μιλήσω για επιτυχία, όταν πριν ανέβω στο σπίτι μου, βλέπω τον άλλο να κοιμάται στον δρόμο; Πρέπει να είμαστε σεμνοί και ταπεινοί, όσο μπορούμε τουλάχιστον. Καταλαβαίνω, ότι τώρα με το Διαδίκτυο δεν μπορείς να είσαι και τόσο ταπεινός, αλλά επειδή δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που ποντάρω στην τηλεόραση, το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να επικοινωνήσω την δουλειά μου είναι να ανεβάζω τις θετικές κριτικές που γράφονται για την εκάστοτε παράσταση. Έχω κατανόηση απέναντι σ’ εκείνους, που μπορεί να το θεωρούν αυτό «κάπως», αλλά δεν γίνεται να λειτουργήσει διαφορετικά, ειδικά για όλους εμάς που δεν βασιζόμαστε στην τηλεόραση ή τους υπόλοιπους μηχανισμούς προώθησης, προκειμένου να γνωστοποιήσουμε την δουλειά μας.
Τον τελευταίο καιρό ακούω όλο και περισσότερους ανθρώπους να ισχυρίζονται, ότι ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα που επέφερε η κρίση, είναι ο περιορισμός των ταξιδιών, εντός και εκτός συνόρων. Τι ρόλο παίζουν τα ταξίδια στην ζωή σου; Τα θεωρείς εμπνευστικά;
Δυστυχώς λόγω έλλειψης χρόνου – και παράλληλης έλλειψης χρημάτων – δεν κάνω πολλά ταξίδια. Γιατί ως γνωστόν, όταν έχεις χρόνο σημαίνει ότι κάθεσαι, άρα δεν έχεις χρήματα και όταν έχεις χρήματα, δεν έχεις χρόνο, γιατί δουλεύεις. Προτιμώ να κάνω ταξίδια, μόνο για να ξεχνιέμαι, εκτός αν πρόκειται για θεατρική περιοδεία, που συνδυάζει την δουλειά με τις διακοπές. Θα ήθελα το ταξίδι, ν’ αποτελεί πραγματικά μια διακοπή απ’ οτιδήποτε κάνω εδώ και να πάω κάπου για να καθαρίσω το μυαλό μου, να δω έναν νέο τόπο και να χαλαρώσω. Βέβαια, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, επειδή αγαπώ πολύ αυτό που κάνω και ήταν για μένα όνειρο ζωής, πολύ σπάνια νιώθω ότι θέλω να «διακόψω» , για να ξεκουραστώ. Για μένα και μία μέρα να έχω κενό, αρκεί. Μου αρέσει πολύ το σπίτι – είμαι πολύ σπιτόγατος – και γι’ αυτό είναι έτσι φτιαγμένο, ζεστό κι απομονωμένο, ώστε να ξεκουράζομαι πραγματικά. Δεν συμπαθώ τα θορυβώδη μέρη, προτιμώ τα μικρότερα. Επίσης, δεν αγαπώ τις μεγαλουπόλεις, μου αρέσουν οι μικρές, ατμοσφαιρικές πόλεις. Ας πούμε λατρεύω τις Βρυξέλλες, ή το Παρίσι που ενώ είναι μια μεγάλη πόλη έχει κάτι ζεστό και ανθρώπινο, ενώ αντίθετα στην Νέα Υόρκη ένιωσα να ασφυκτιώ και ήθελα να φύγω τρέχοντας. Μακάρι να είχα τον χρόνο και τα χρήματα για να κάνω περισσότερα ταξίδια, με την πραγματική έννοια του «φεύγω» και να ξαναγυρίσω μετά ανανεωμένος και γεμάτος όρεξη για δημιουργία.
Ανέφερα νωρίτερα την περιλάλητη κρίση και βλέποντας άλλη μια χρονιά να φεύγει κι εμείς να παραμένουμε δεμένοι πισθάγκωνα με τα δεσμά του ΔΝΤ, θα ήθελα να σε ρωτήσω αν παραμένεις αισιόδοξος για την καινούργια χρονιά ή ανήκεις σ’ αυτούς που περιμένουν ακόμα χειρότερες μέρες;
Δεν είμαι αισιόδοξος, καθόλου. Δυστυχώς, θεωρώ ότι με κάποιον πολύ περίεργο τρόπο, είναι σαν αυτή η χώρα να έχει πέσει στα χέρια μίας σπείρας μαφιόζων, που κάνουν κυριολεκτικά ότι θέλουν, ανελέητα και απροκάλυπτα, χωρίς καν να τηρούν τα προσχήματα. Δεν ξέρω τι έχουμε πάθει ως λαός και δεν κάνουμε κάτι, βάζοντας φυσικά και τον εαυτό μου μέσα. Για το μόνο που είμαι αισιόδοξος είναι, ότι μέσα σε όλον αυτό τον χαμό, αν ο καθένας από εμάς συγκροτηθεί στον τομέα του και βρει τους ανθρώπους με τους οποίους συγγενεύει, είτε καλλιτεχνικά στην προκειμένη περίπτωση ή σε άλλο επίπεδο, εκεί μπορεί να δημιουργηθούν θετικά πράγματα, τα οποία ανεξάρτητα και μοναχικά θα έχουν την δύναμη να λειτουργήσουν μέσα σε όλο αυτό το χάος. Πιστεύω, ότι έχει μεγαλύτερη αξία, να συμβαίνει κάτι καλό τώρα, απ’ ότι πριν από πέντε χρόνια. Δηλαδή αυτό που συμβαίνει με την Κατερίνα, μπορεί αν συνέβαινε πριν από μερικά χρόνια, να μην είχε τόσο μεγάλη αξία, ενταγμένο στο πλαίσιο εκείνης της εποχής. Αυτό αποδεικνύει, ότι πάντα υπάρχει χώρος για όλους. Σ’ αυτό το κομμάτι είμαι αισιόδοξος, χωρίς να πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι σε πολιτικό επίπεδο, ίσα – ίσα έχω την αίσθηση πως τα πράγματα ενδέχεται να γίνουν πολύ χειρότερα.
Λόγω της εορταστικής περιόδου, ακούω παντού ανθρώπους να εύχονται κατά το έθιμο «χρόνια πολλά»…», «υγεία, ευτυχία, ειρήνη…» και τα συναφή, άσχετα αν οι περισσότεροι γνωρίζουμε εκ των προτέρων, ότι δεν επαρκούν πια τα ευχολόγια και η αυθυποβολή, για να αλλάξουν επί της ουσίας τα κακώς κείμενα αυτού του κόσμου. Θεωρείς, ότι η Τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως μια μορφή ομαδικής θεραπείας και ουσιαστικής επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους, που θα μας οδηγήσει εντέλει στην βαθύτερη κατανόηση όλων αυτών που μας περιβάλλουν και ενίοτε αδυνατούμε, να κατανοήσουμε πλήρως;
Σίγουρα μπορεί να βοηθήσει στο κομμάτι της επικοινωνίας και πιστεύω, ότι πολλές φορές το θέατρο λειτουργεί και υπενθυμιστικά, όπως το «Από τι ζουν οι άνθρωποι;» που μιλά για την αγάπη και την αλληλεγγύη, δύο έννοιες που έχουμε ξεχάσει. Λειτούργει επίσης, ως μεγεθυντικός φακός, κάνοντας focus σε ένα θέμα, με το οποίο μπορεί να μην έχεις ασχοληθεί ιδιαίτερα και μέσω της τέχνης να το μαθαίνεις μ’ έναν τρόπο δημιουργικό. Βοηθάει και στο να ξεχαστείς – όχι να ξεχάσεις – απλά να ξεχαστείς για όσο κρατάει η παράσταση, που κι αυτό ως ένα βαθμό είναι θεμιτό. Γενικά στις δύσκολες περιόδους ο κόσμος έχει ανάγκη την συνάθροιση. Γεμίζουν τα σινεμά, τα θέατρα, τα καφενεία, γιατί ίσως έτσι νιώθουμε λιγότερο ευάλωτοι και μοιραζόμαστε με άλλους έναν κοινό κώδικα, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του καθένα. Ακόμα και το τι θα δεις παίζει μεγάλο ρόλο, δεν πάνε οι ίδιοι άνθρωποι σε όλες τις παραστάσεις. Ειδικά μέσω του θεάτρου, έχεις την δύναμη της αμεσότητας και μπαίνεις απευθείας στο μυαλό, την καρδιά και την ψυχή του κοινού, το οποίο σε παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να ανταπαντήσει και γίνεται δέκτης όλων αυτών των πληροφοριών, τις οποίες μετά μπορεί να τις διαχειριστεί κατά το δοκούν. Δεν θεωρώ, ότι μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω, δυστυχώς. Δεν είμαι τόσο ρομαντικός. Παρόλα αυτά νομίζω, ότι κι αυτό που κάνει – να ενεργοποιεί την σκέψη και τα συναισθήματα μας – είναι πολύ χρήσιμο και ουσιαστικό.
Φτάσαμε στο τέρμα της τελευταίας ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑΣ, για το σωτήριον έτος 2014 και νιώθω πολύ χαρούμενη που θα κλείσεις εσύ τον φετινό κύκλο των αφιερωμάτων σε καλλιτέχνες που έχουν πολλά να μας προσφέρουν μέσα από την Τέχνη. Πως βλέπεις την πορεία της «Κατερίνας»; Η ιστορία της θα μας «στοιχειώνει» για πολύ ακόμα;
Μιας και βρισκόμαστε στο τέλος του 2014, η παράσταση σίγουρα θα παίζεται και την επόμενη χρονιά. Από εκεί και πέρα μακάρι να συνεχιστεί η τόσο μεγάλη ανταπόκριση του κοινού για όσο το δυνατόν περισσότερο και να προχωρήσει ακόμα παραπέρα. Έχουμε αποφασίσει, ότι όσο ο κόσμος θα θέλει την «Κατερίνα», θα είμαστε κι εμείς εκεί, γιατί την αγαπάμε πάρα πολύ και δεν μας κουράζει καθόλου. Εμείς δεν πρόκειται να της βάλουμε ημερομηνία λήξης. Θα αφήσουμε να την βάλει ο κόσμος. Εκ μέρους και των υπόλοιπων συντελεστών της παράστασης εύχομαι η νέα χρονιά να φέρει σε όλους περισσότερη αγάπη, αισιοδοξία, δημιουργική διάθεση, ηρεμία και υγεία… σωματική και ψυχική!
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Νανούρης, ελάχιστες μέρες πριν φύγει μία πολύ αμφιλεγόμενη και για κάποιους δυσοίωνη χρονιά, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του στην στήλη ARS & VITA – ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣκαι με υποδέχτηκε με μία ζεστασιά και μία οικειότητα, που μόνο οι φίλοι νιώθουν μεταξύ τους, αν και δεν γνωριζόμασταν καθόλου προσωπικά, ούτε καν κοινωνικά και γι’ αυτό τον ευχαριστώ διπλά!
Απόλυτα άνετος και πραγματικά προσγειωμένος, απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις με ειλικρίνεια και μια συστολή, η οποία δεν συνάδει συνήθως με το προφίλ ενός ανθρώπου που γνωρίζει τόσο μεγάλη επιτυχία, γεγονός που τον έκανε ακόμα πιο γοητευτικό και αληθινό, προσδίδοντας του την αύρα της γνησιότητας. Με δύο παραστάσεις του να σαρώνουν καλλιτεχνικά και εμπορικά και όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, υποκριτικά και σκηνοθετικά, αφέθηκε στην κουβέντα μας αποδεικνύοντας, ότι όσοι έχουν πραγματικά κάτι να πουν, δεν καταφεύγουν σε βεντετισμούς και υφάκια.
Χάρη στον Γιώργο Νανούρη ο κύκλος των φετινών ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΩΝ κλείνει με τον πιο ευοίωνο τρόπο και του εύχομαι μέσα από την καρδιά μου, να παραμείνει πάντα τόσο συγκροτημένος και σοβαρός, γιατί σε μια εποχή που αποθεώνονται παντός τύπου “σούργελα”, έχουμε μεγάλη ανάγκη από τον ήρεμο, χαμηλών τόνων, αλλά πάντα δημιουργικό του χαρακτήρα.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ και στους υπόλοιπους, σπουδαίους καλλιτέχνες που με τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους και δέχθηκαν να τους προσωπογραφήσω, αλλά και σε όλους εσάς, που στηρίζετε την στήλη έμπρακτα με το ενδιαφέρον και την αγάπη σας.
Η στήλη ARS & VITA σας ανταποδίδει όλη αυτήν την αγάπη και σας εύχεται μια Καλή & όσο το δυνατόν πιο…”αναίμακτη” Χρονιά!
Όπως σας είχα υποσχεθεί, η στήλη ARS & VITA επιστρέφει δριμύτερη, για το δεύτερο μέρος της virtual (…μα τόσο αληθινής) περιήγησης της στα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης. Λόγω της εορταστικής περιόδου, η πολιτιστική μας ατζέντα έχει εμπλουτιστεί με εκλεκτές μουσικές & εορταστικές εκδηλώσεις. Μαζί με τις άκρως ενδιαφέρουσες θεατρικές παραστάσεις που παίζονται αυτήν την στιγμή στα Αθηναϊκά θέατρα, φιλοδοξούν να μας χαρίσουν μια νότα χαράς, αισιοδοξίας, αλλά και ουσιαστικού προβληματισμού, εν μέσω πολιτικών σκανδάλων, οικονομικής αστάθειας (και ανέχειας) και της δικής μας “συννεφιασμένης” διάθεσης.
Ως σημείο εκκίνησης του εικονικού μας, καλλιτεχνικού περιπάτου επέλεξα το SCRΟW Theater και συγκεκριμένα δύο από τις παραγωγές του εν λόγω θεατρικού οργανισμού, μία παλαιότερη και μια καινούργια. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την βόλτα μας…θεατρικά!
ΣΤΑΣΗ 1η – SCROW THEATER
Φέτος το καλοκαίρι παρακολούθησα στο SCROW Theater – στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών – μια από τις πιο “ψυχαγωγικές” παραστάσεις που έχω δει τα τελευταία χρόνια, η οποία φέρει τον συμβολικό τίτλο “Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑΣ”.Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, η Μαρία Φιλίνη & η Κατερίνα Μαυρογεώργη σκηνοθετούν τους εαυτούς τους και τον Σεραφείμ Ράδη, την Δανάη Επιθυμιάδη & την Έλια Ζαχαριουδάκη σε μία ιστορία για την αυτοθυσία, την έννοια του ηρωϊσμού, την αφοσίωση σε έναν σκοπό ανώτερο από τα γήινα και πολλά ακόμα, αξιοσημείωτα, κωμικοτραγικά και κοσμοϊστορικά…ζητήματα.
Μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες όλων των εποχών μας διηγούνται την ιστορία της δικής τους αυτοθυσίας, σε ένα σκηνικό που θυμίζει μεταμοντέρνα κόλαση ή παράδεισο (αυτά άλλωστε είναι σχετικές έννοιες), ενώ την ίδια στιγμή ήχοι, ψίθυροι και μουσικές από το παρελθόν ξεπηδούν ασταμάτητα από ένα απόκοσμο τζουκ – μποξ.
Μια υπέροχη παράσταση, που ισορροπεί με χάρη ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, την κατανυκτικότητα και την αναρχία, τον φανατισμό και την ελευθερία, την αλήθεια και την ουτοπία, την ζωή και τον θάνατο….
Παραμένουμε στο SCROW THEATER, για να υποδεχτούμε τους νεοφερμένους” ΜΠΙΛ & ΛΟΥ”, που μας αφηγούνται την ιστορία μίας ιδιόμορφης σχέσης δύο αγνώστων, οι οποίοι κατάφεραν να χτίσουν μια δυνατή εικοσαετή φιλία μέσω…αλληλογραφίας.
Η οκτάχρονη Λου από την Αυστραλία και ο μεσήλικας & υπέρβαρος Μπιλ από την Νέα Υόρκη, βρίσκουν ξαφνικά στα γράμματα που έρχονται από την άλλη άκρη του ωκεανού, την μοναδική ελπίδα για πραγματική ανθρώπινη επαφή, σ’ έναν κόσμο που όχι απλά δεν την βοηθά να ευδοκιμήσει, αλλά σε πολλές περιπτώσεις την καταστρέφει με κάθε μέσο και τρόπο.
Ο Δημήτρης Μπογδάνος σκηνοθετεί τους: Βασίλης Μαυρογεωργίου, Λυδία Τζανουδάκη & Στέλιο Ιακωβίδη, σε μια παράσταση που με σαρκοβόρο χιούμορ και αφοπλιστική ωμότητα, μιλά για όλα αυτά που συνήθως αποκρύπτουμε...
Ανυπομονώ να δω την παράσταση, για να σας μεταφέρω βιωματικά πια την εμπειρία, μίας ακόμα προσεγμένης και ανατρεπτικής δουλειάς ενός θεατρικού χώρου, που διαρκώς κερδίζει – μέσα μου – καλλιτεχνικό έδαφος…
Στις αρχές του μήνα έκανε πρεμιέρα στον υπερδραστήριο καλλιτεχνικά πολυχώρο BIOS η παράσταση Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΝΝΙΑ, η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Θανάση Βαλτινού.
Οι φετινοί απόφοιτοι της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, Γιώργος Κατσής & Κων/νος Πλεμμένος, αναλαμβάνουν εξ’ ολοκλήρου την ερμηνεια, σκηνοθεσία, σκηνογραφία και δραματουργική επεξεργασία της μαρτυρίας του επιζώντα στρατιώτη, όπως αυτός απεικονίζεται στο λογοτεχνικό έργο του Βαλτινού. Η Κάθοδος των Εννιά,όπως αναφέρουν κι οι ίδιοι οι συντελεστές είναι μία καταβύθιση στο ανθρώπινο πνεύμα και τον πολιτισμό, ο οποίος καταρρέει μπροστά στην Επιβίωση, αλλά ανθίζει μπροστά στην ανάμνηση.
Το εγχείρημα των δύο νέων δημιουργών ακούγεται πολύ τολμηρό και αρκούντως πρωτότυπο και κρίνοντας από τον πρότερο έντιμο βίο του πολυχώρου BIOS, αναμένουμε αν μη τι άλλο μια αξιόλογη και “φροντισμένη” θεατρική πρόταση…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ
http://www.bios.gr/events/1181/
BIOS συνέχεια…με έναν trashathon…ο οποίος χτυπά ανελέητα την αισθητική μας και κάθε έννοια πολιτικής ή άλλης ορθότητας, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, μέσα στην καρδιά των Χριστουγέννων.
Από το 2009 πια, το αγαπημένο πάρτι χαράς και κακού γούστου, με Dj τον γνωστό – και μη εξαιρετέο – Ηλία Φραγκούλη(γνωστό από το CINEMAD, FREECINEMA.GR και προσωπικό μου icon) να ανασύρει απ’ το παγκόσμιο ρεπερτόριο τραγούδια, τα οποία ο πολιτισμός και ολόκληρη η ανθρωπότητα θα ήθελαν να ξεχάσουν, αλλά που για κάποιον λόγο το άκουσμα τους μας προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις…κεφιού και διάθεσης για κραιπάλη!
Μεταξύ άλλων θα ακούσουμε οικτρή vintage (από 60′ και βάλε), pop, μπαλαλάικα σουξέ, ενώ θα κάνουμε ασκήσεις γυμναστικής (χωρίς πλάκα!!…) με αγαπημένη εϊτίλα…μέχρι πρωίας…Σύμφωνα με όλους αυτούς που επέζησαν απ’ το περσινό “ανοσιούργημα” το TRASΗATHON 2014(σύνθετη λέξη παρακαλώ από το trash = σκουπίδι και το marathon = μαραθώνιος) είναι εγγυημένα το καλύτερο πάρτι και για την φετινή παραμονή Χριστουγέννων.
Τι να σας πω κι εγώ…εκ μέρους της στήλης…με κάθε επιφύλαξη…τολμήστε το κι αν στο τέλος της βραδιάς ανήκετε στους επιζήσαντες….μας διηγείστε την εμπειρία σας…του χρόνου με το καλό…
Μετά το BIOS, προχωράμε σε έναν από τους πλέον αγαπημένους μου θεατρικούς προορισμούς, που δεν είναι άλλος από το θέατρο ΠΟΡΕΙΑ, του Δημήτρη Τάρλοου. Άλλη μια πολυσυζητημένη παράσταση “Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ” που μονοπώλησε το ενδιαφέρον μας και κατά την διάρκεια του Φεστιβάλ Αθηνών, όπου και πρωτοπαρουσιάστηκε, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία.
Μέσα στην ατμόσφαιρα του επιτηδευμένου ρομαντισμού της δεκαετίας του ’30, την οποία σκιαγραφεί με τόση οξυδέρκεια και ευαισθησία ο Μ. Καραγάτσης, ενδεδυμένοι με κοστούμια -πιστά αντίγραφα εκείνης της εποχής κι έχοντας έναν αέρα “κινηματογράφου” η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, ο Νίκος Ψαρράς και ο Όμηρος Πουλάκης, με την σκηνοθετική καθοδήγηση του Δημήτρη Τάρλοου και την κινησιολογική επιμέλεια της Ζωής Χατζηαντωνίου, μας μεταφέρουν την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου, το οποίο στοιχειώνουν, μεταξύ άλλων, ματαιωμένα ονείρα αιώνων και οι αντίστοιχες χίμαιρες, που χάνονται στα βάθη της ιστορίας και του χρόνου.
Δυστυχώς δεν πρόλαβα να παρακολουθήσω την παράσταση στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών – γεγονός που με είχε δυσαρεστήσει αφάνταστα – γι’ αυτό νιώθω διπλά χαρούμενη που έχω μια δεύτερη ευκαιρία να την παρακολουθήσω στο άμεσο μέλλον. Γνωρίζω εκ των προτέρων, ότι η συγκεκριμένη δουλειά του θεάτρου ΠΟΡΕΙΑ έχει τύχει μεγάλης αποδοχής από κοινό και κριτικούς, ενώ παράλληλα έχει διαφημιστεί εκτενώς από τα Μ.Μ.Ε., αλλά αυτό δεν είναι πάντα κακό και ύποπτο. Το όνομα του Δημήτρη Τάρλοου – καθώς και η υπόλοιπη ομάδα των συντελεστών – αποτελεί για μένα εγγύηση για μία παραγωγή, υψηλής αισθητικής, δουλεμένων ερμηνειών και γνήσιων, καλλιτεχνικών προθέσεων.
Άλλος ένας αγαπημένος, εναλλακτικός χώρος, που κάθε χρόνο μας προσφέρει μία ευτύτατη γκάμα καλλιτεχνικών παραγωγών, με πολλές διεθνείς και εγχώριες συνεργασίες, οι οποίες έχουν ως κοινό άξονα, τον πειραματισμό, την πρωτοτυπία και την ανανεωτική διάθεση.
Σας παραθέτω αυτούσια κάποια από τα highlights του τρέχοντος προγράμματος, προκειμένου να επιλέξετε αυτά που ταιριάζουν στις δικές σας, προσωπικές προτιμήσεις και γούστα.
Εχουμε και λέμε λοιπόν...BETON7 και το 2014-2015:
1. Παράταση παραστάσεων και αλλαγή ημέρας για το “Ξενύχτι” του Wallace Shawn
Κυριακή – Δευτέρα
Ημερομηνίες παραστάσεων: 30 Νοεμβρίου και 1, 7, 8, 14, 15, 21, 22, 28, 29 Δεκεμβρίου 2014
Ώρα: 21.00
Διάρκεια: 55 λεπτά
Πέντε πολυσχιδείς προσωπικότητες που συναντιούνται σε ένα πάρτυ, μοιράζονται μια ιδιότυπη συμφωνία, την ανοχή και την διασκέδαση άνευ όρων και ορίων. Ο καθένας βρίσκεται εκεί για να
προσφέρει ένα δικό του σόου. Nυμφομανιακές νευρώσεις, βουλιμικές διαταραχές, ισοπεδωτικός σαρκασμός και σκληρό post punk χιούμορ συνθέτουν ένα παιχνίδι φαντασιώσεων σ’ αυτό το κοκτέηλ-πάρτυ.
Μια παράσταση που πειραματίζεται με τις ακρότητες και τα όρια της ανθρώπινης φύσης.
2. “death wishes/Orpheus”
(**Λόγω μεγάλης προσέλευσης, η λυρική παράσταση ”Death Wishes/Orpheus”παρατείνεται, μέχρι και 31 Ιανουαρίου 2015.)
Το κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού Βeton7 παρουσιάζει τη λυρική παράσταση“death wishes/Orpheus” σε σκηνοθεσία Μιχάλη Αργυρού και με τη σύμπραξηδιακεκριμένων μουσικών ερμηνευτών και χορευτών.
Με αφορμή τον μύθο του Ορφέα η μουσική της παράστασης ενώνει κορυφαία κλασικά έργα συνθετών, όπως των Monteverdi, Gluck, Schubert, Wolf, Scriabin, De Falla, Berio, δημιουργώντας μια αφήγηση με στοιχεία σύγχρονου σουρεαλισμού.
Πρόκειται για μια σύνθεση μουσικής, θεάτρου, χορού και εικαστικών τεχνών που διευρύνουν τα εκφραστικά όρια της κάθε τέχνης και δημιουργούν ένα πρωτότυπο έργο.
3. Συναυλία μουσικής δωματίου στο πλαίσιο του προγράμματος ‘Music PLUS’ H Ιστορία του Στρατιώτη (L’Histoire du soldat) του Ιγκόρ Στραβίνσκι
H Ιστορία του Στρατιώτη (L’Histoire du soldat) του Ιγκόρ Στραβίνσκι γράφηκε το 1918, στην κορύφωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ελβετία από το μεγάλο ρώσο συνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι σε συνεργασία με τον Ελβετό ποιητή και πεζογράφο Σαρλ Φερντινάντ Ραμίζ.
Βασίζεται σε ένα λαϊκό ρωσικό θρύλο με πρωταγωνιστές έναν στρατιώτη και το Διάβολο και μοιάζει με μία λαϊκή εκδοχή του μύθου του Φάουστ. Η Μεφιστοφελική Ιστορία του λιποτάκτη στρατιώτη που παραδίδει στο διάβολο την ψυχή του με αντάλλαγμα ένα θαυμαστό βιολί και οι απελπισμένες
προσπάθειες του να αναιρέσει την συμφωνία αυτή, εμπνέει στον Στραβίνσκι μία από της πιο πρωτότυπες συνθέσεις του με επιρροές από την jazz, σε ένα κομβικό σημείο της μουσικής του εξέλιξης.
Με τη φιλική υποστήριξη του Κέντρου Τέχνης και Πολιτισμού ΒΕΤΟΝ7
6, 13, 20, 27 Δεκεμβρίου 2014 και 10 Ιανουαρίου 2015 | 17.30
Hμερομηνίες: 3, 4, 10, 11, 17, 18, 25 Δεκεμβρίου 2014 & 1 Ιανουαρίου 2015 Ώρα: 21:00 Διάρκεια: 65 λεπτά
Τι δηλητήριο σκοτεινό έχει σκορπίσει ο έρωτας…
Δυο γυναίκες στη σκηνή, με την ανάμνηση του Ιππόλυτου και την απειλή του Θησέα. Η Φαίδρα, θύτης και θύμα. Η Οινώνη, σύντροφος και συνομιλητής. Ποιες είναι αυτές οι δυο γυναίκες που ο λαβύρινθος του πάθους θα τις καταπιεί; Στην παράσταση που δημιουργούν η Μαριτίνα Πάσσαρη και η Εύρη Σωφρονιάδου, η Φαίδρα του Ρακίνα διασταυρώνεται και με άλλες εκδοχές του μύθου. Η ποίηση του λόγου συγκρούεται με τις συμπεριφορές του πάθους. Η σιωπή της λογικής διαρρηγνύεται. Η ομολογία του έρωτα οδηγεί στο θάνατο.
29Δεκεμβρίου 2014: ανοιχτά από τις 08.00
Θεατρική παράσταση στις 21.00:Το Ξενύχτι
30 Δεκεμβρίου 2014: ανοιχτό από τις 08.00
31 Δεκεμβρίου 2014: κλειστά
1 Ιανουαρίου 2015: ανοιχτά από τις 19.00
Θεατρική παράσταση στις 21.00: Πολύ αργά, Φαίδρα
2, 3, 4 Ιανουαρίου 2015: κλειστά
5Ιανουαρίου 2015: ανοιχτά από τις 08.00
Θεατρική παράσταση στις 21.00:Το Ξενύχτι
6 Ιανουαρίου 2015: ανοιχτά από τις 19.00
Θεατρική παράσταση στις 21.00:Το Ξενύχτι
Κάντε μια βόλτα στην εναλλακτική γειτονιά του Βοτανικού, με την έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα και τις πάντα ανατρεπτικές προτάσεις του… το BETON7 θα έχει ανοιχτές τις πόρτες του και θα σας περιμένει και την περίοδο των εορτών…
ΣΤΑΣΗ 6η – ΙΔΡΥΜΑ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
Σ’ αυτή την πολιτιστική μας στάση τον πρώτο λόγο έχει η μουσική…
“ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ” με την Ηρώ Σαΐα και την υπογραφή του Σταμάτη Κραουνάκη
Η Ηρώ Σαΐα φιλοξενείται στο ΙΜΚ και παρουσιάζει το δικό της ρομαντικό ρεσιτάλ. Μαζί με τον Νεοκλή Νεοφυτίδη στο πιάνο και ένα βιολοντσέλο η αισθαντική ερμηνεύτρια, τέσσερα χρόνια μετά, μεταμορφώνεται ξανά στην γυναίκα τριαντάφυλλο, για να ερμηνεύσει μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια αγάπης από την ελληνική και την διεθνή δισκογραφία. Θα ακουστούν τραγούδια των: Μάνου Χατζιδάκι, Γιάννη Σπανού, Σταμάτη Κραουνάκη, Θάνου Μικρούτσικου, Νίκου Αντύπα, Κώστα Καλδάρα, Λένας Πλάτωνος, Νίκου Μαμαγκάκη, καθώς επίσης και τραγούδια των BEATLES, του Sergio Endrigoκαι πολλών ακόμα.
Χριστούγεννα στο Μέγαρο, με την ιστορία του γέρο Σκρουτζ να εμπλέκεται με τον δικό μας Καραγκιόζη και να ζωντανεύει με εντελώς νέα μορφή από τον θίασο του Ηλία Καρέλλα, με την συμμετοχή πολλών και αξιόλογων μουσικών όπως τα ΗΜΙΣΚΟΥΜΠΡΙΑ, η Κατερίνα Τσιρίδουκ.α.
Παράλληλα ο Ευγένιος Τριβιζάς θα μας παρουσιάσει ένα Πρωτοχρονιάτικο μουσικόραμα σε δώδεκα σκηνές και μία κλεψύδρα, ντυμένο με τη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου.
Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τιμά τους μεγάλους πρωταγωνιστές των Χριστουγέννων, που δεν είναι άλλοι από τα παιδιά με δύο μουσικοθεατρικές εκδηλώσεις, που θα μας μεταφέρουν στον μαγικό κόσμο των παραμυθιών και της μουσικής, με τον πιο χαρούμενο, δημιουργικό και ευφάνταστο τρόπο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΟ ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΡΟΥ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΕΔΩ
Ολοκληρώνοντας το δεύτερο μέρος της συνοπτικής παρουσίασης μερικών μόνο (είναι τόσα πολλά!!!) από τα πολυάριθμα καλλιτεχνικά δρώμενα, που συμβαίνουν στην πόλη μας, δίνοντας το δικό τους εορταστικό χρώμα, σε μια Αθήνα πιο μουντή από ποτέ, ευχόμαστε παράλληλα με την έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, να βελτιωθούν αισθητά οι συνθήκες διαβίωσης των λιγότερο προνομιούχων συνανθρώπων μας (…αλλά και οι δικές μας…) γιατί ο πολιτισμός μιας χώρας φαίνεται πρώτα και κύρια από το γενικότερο επίπεδο των πολιτών της…κι όχι μόνο από τον αριθμό των θεάτρων και των λοιπών χώρων ψυχαγωγίας που ενδεχομένως διαθέτει…υγεία, αγάπη, δημιουργία και…περίσκεψη…κι όλα καλά θα πάνε!
Όπισθεν, βεβιασμένα παρακαθήμενο, το διακεκορευμένο
ανήλικο θύμα.
Ο κατηγορούμενος ομιλεί με πάσα ειλικρίνεια
ενόσω ψεύδεται λέγοντας πειστικά:
“μετά βίας γνώριζα το θύμα, αξιότιμε κύριε δικαστά,
μετά βίας”.
Η δικαιοσύνη εκ γενετής κατάκοιτη στο κρεβάτι
παριμένει την συγκάτοικο αντώνυμη αδερφή της
να σχολάσει από την δουλειά.
Είναι γεροντοκόρες και δίδυμες,δυο σταγόνες νερό
έτσι κανείς δεν παίρνει χαμπάρι κι όλα δουλεύουν
υπνωτισμένο εκκρεμές.
Εκτός αιθούσης
οι καθαρίστριες σκουπίζουν αίματα από υμέναιους
και θρύψαλα σπασμένη αθωότητα.
Ζαφείρης Νικήτας το όνομα του ποιητή. Ο πισώπλατος ουρανός είναι το πρώτο του βιβλίο. Παραθέτοντας πιο πάνω ένα ποίημα της συλλογής, θέλω να δείξω πως δεν πρόκειται καθόλου για πρωτόλεια δουλειά, μιας και διακρίνω μια εντελώς προσωπική φωνή, δουλεμένη με προσοχή και σπουδή. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση ότι οι στίχοι του Νικήτα μοιάζουν με ιατρική γνωμάτευση. Δίχως λυρισμό, αλλά με δραματουργία, χωρίς ωραιοποιημένη γλώσσα, εμβαθύνει και διερευνά την ανθρώπινη υπόσταση με ένα τρόπο ξεκάθαρο, ρεαλιστικό, παγερό, χωρίς αυτό να είναι αρνητικό στοιχείο, μιας και δεν αφήνει τον αναγνώστη ανεπηρέαστο. Δεν θα μπορούσε αλλιώς, όταν στίχοι όπως “η δικαιοσύνη εκ γενετής κατάκοιτη στο κρεβάτι”, έχουν τον τρόπο να απογειώνουν με την αλήθειά και την αμεσότητά τους. Ο Νικήτας, σαν ποιητικός ιατροδικαστής, αναζητά τις αιτίας της φθοράς, της χαμένης αθωότητας, θέλει να σώσει μέσα στο διάβα του χρόνου τις στιγμές που τόσο εύκολα εξαφανίζονται:
Poeta Ludicus
Τα νύχια μου σταγόνες διάφανες κερατίνης
που κορφολογούν μια δεκάδα σάρκινα μπαστουνάκια
πάνω τους ζωγραφίζοντας προσωπάκια μικρά ανθρώπινα,
ολωσδιόλου τυχαίως συλλαμβάνω την βιομηχανική
διάσταση των δαχτύλων μου:
σκόρπια κομμάτια Lego είναι, ταγμένα σε άλλα πάνω λέγω
να συναρμόζονται,
όπως ακριβώς στη διαφήμιση της βιτρίνας.
Μόνο που τα άλλα αυτά κομμάτια δεν περιλαμβάνονται
στη συσκευασία,
κι ούτε εκτός της διατίθενται, είναι εκτός εμπορίου μαθαίνω,
αντικείμενα αποσυρμένα για νοσταλγούς συλλέκτες.
Μα απόδειξη να τα επιστρέψω δεν έχω, με αγόρασαν
καταπώς φαίνεται μεταχειρισμένο
ή μάλλον, κατά το βουδιστικώς σκέπτεσθαι,
μετενσαρκωμένος εγεννήθην
έζησα επομένως υπεραρκετά πριν ζήσω.
Παρέθεσα ολόκληρο το ποίημα γιατί οι μεμονομένοι στίχοι δεν θα βοηθούσαν να διακρίνει κάποιος την συμπαγή δομή των ποιημάτων του Νικήτα. Ο ποιητής χτίζει σε κάθε του ποίημα ένα μικρόκοσμο. Και μου αρέσει που οι μικρές του ιστορίες αγγίζουν μεγάλα θέματα, αναζητώντας την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Τίποτα δεν είναι τυχαία τοποθετημένο σ΄ αυτό το μικρόκοσμο. Ο Νικήτας με ειρωνική φωνή, γνωρίζει πως είμαστε τόσο αδύναμοι, παρ΄ όλα αυτά πιστεύει στην ζωή, κι ας είναι μια διαρκής προσπάθεια να ενωθούν τα σκόρπια κομμάτια ενός παιχνιδιού λέγκο. Τα δάχτυλά του επιμένουν ν΄ αγγίζουν, κι ας έχουν μεταμορφωθεί σ΄ αυτή την μεταμοντέρνα εποχή σε βιομηχανικό υλικό, όπως και τόσα άλλα στην ζωή μας. Πιστεύει όμως πως η ουσία κρύβεται στο συναίσθημα, όπου ένα απλό άγγιγμα μπορεί να μεταμορφώσει τις ερήμους σε παραδείσους. Ο Νικήτας αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της ποιητικής δύναμης, καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να αμυνθεί, να αντισταθεί, να χαράξει μέσω της γλώσσας έναν κωδικό επικοινωνίας. Και το καταφέρνει. Τα ποιήματά του είναι ώριμες παρακαταθήκες που ενισχύουν την ελπίδα ότι ακόμα έχουμε τον τρόπο να αντιδρούμε στο εφήμερο και το άσχημο. Διακρίνει κανείς πως ο Νικήτας δυναμικός στην εικονοπλασία εφεύρει έναν προσωπικό άμεσο τόνο με δραματικές κορυφώσεις και στοχαστικό υπόβαθρο χωρίς όμως ίχνος ανάπτυξης θεωριών. Στα ποιήματά του οδηγείται από την ίδια την ποιητική του διαίσθηση και γι΄ αυτό δεν κατέχεται από λογοτεχνικά άγχη, η γραφή του παραμένει μια προσωπική συνθήκη, ένα τετράδιο γυμνασμάτων όπου επιδιώκει να βρεθεί αντιμέτωπος με την σκέψη του, με τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν θα υποστήριζα πως ο Νικήτας γράφει μεταμοντέρνα ποίηση μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιεί τη γλώσσα της εποχής μας, ούτε γιατί συνδυάζει εικόνες μιας μοντέρνας εκδοχής του σύγχρονου ανθρώπου στα πλαίσια ενός νεωτεριστικού ρομαντισμού που αναλύει τον άνθρωπο με ειρωνεία και χλευαστική διάθεση. Θα έλεγα πως είναι ένας αυθεντικός ποιητής που έχει ακόμα να μας δώσει πολλά.
*Ο Γιώργος Λίλλης γεννήθηκε στη Γερμανία το 1974. Ένα χρόνο αργότερα με την οικογένειά του εγκαθίσταται στην Ελλάδα. Στην αρχή στην Αθήνα και μετά στο Αγρίνιο, τόπο καταγωγής του, μέχρι την επιστροφή στη Γερμανία το 1996 όπου ζει και εργάζεται από τότε. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά κι έχουν παρουσιαστεί σε περιοδικά και ανθολογίες του εξωτερικού. Μεταφράσεις, ποιήματα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευτεί και σε διάφορα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά (Ποίηση, Μανδραγόρας,Δέντρο, Ακτή, Γραφή). Επιμελείται ραδιοφωνικές εκπομπές στη Γερμανία στις οποίες παρουσιάζει Έλληνες ποιητές και μουσικούς (μεταξύ άλλων τους Νίκο Καββαδία, Νικόλα Άσιμο και Μίκη Θεοδωράκη). Έχει μεταφράσει στα ελληνικά Βισλάβα Σιμπόρσκα, Έριχ Φριντ, Λι Τάι Πε καθώς και Ινδιάνους ποιητές. Έργα του: ‘Ίχνη στο χιόνι (μυθιστόρημα 2012), Μικρή διαθήκη (ποιήματα 2012)Τα όρια του λαβυρίνθου (ποιήματα, 2008), Στο σκοτάδι μετέωρος (ποιήματα, 2003), Η χώρα των κοιμώμενων υδάτων (ποιήματα, 2001), Το δέρμα της νύχτας (ποιήματα, 1999).
Άσε με για λίγο να κλάψω δίπλα σου. Έξω χιονίζει. Μυρίζει ο τόπος γιορτές. Αύριο η Άννα, λέει, θα στολίσει. Κι εγώ θέλω να κλάψω εδώ κοντά σου. Σε πειράζει; Ορκίζομαι. Δεν θα ακούς το παράπονό μου.
Είναι…
Τέτοιες μέρες ο κόσμος ψάχνει για παρέα. Καφεδάκι. Δώρα. Βόλτες στους δρόμους, με τα φωτάκια και τα τραγούδια να γοητεύουν τις αισθήσεις. Εγώ, όμως, φοβάμαι. Βλέπεις… βαριά η κληρονομιά που μου έλαχε. Πιάσε μου το χέρι. Απόψε έχω ανάγκη· μου μυρίζει μνήμη και άλιωτες απώλειες φίλων. Θεριεύουν οι σκιές και το τραγούδι… σαν φονικό ξυράφι… επίμονο… σε λίγο θα ματώσει την φλέβα… σε λίγο, τ’ ορκίζομαι, θα σ’ αφήσω μόνο στην ησυχία σου.
Δε ξέρω τι με πειράζει περισσότερο σ’ αυτό το τραγούδι. Η μελωδία- που είναι λες και λυγίζουν, τόνοι, τα κορμιά των εραστών- ή οι στίχοι – τα λατομεία των αγεφύρωτων πόθων;
Μου αρέσει που ποτέ δε ρωτάς. Αφήνεις την στιγμή και τα σώματα να μεταφράσουν ετούτη εδώ τη σκηνή. Εγώ κι εσύ. Το παράθυρο. Το χιόνι. Η ασημένια φλέβα. Το τασάκι που καπνίζει τα πολύτιμα δευτερόλεπτά μας. Το δάκρυ που αντιστέκεται. Το τραγούδι. Το τραγούδι. Και πάλι το τραγούδι. Γραμμένο από εκείνον. Ψάχνω πάντα για δεσμούς… ψάχνω πάντα για αλυσίδες…
Άσε… καλύτερα να μη παραδοθούμε σε επικίνδυνες οικειότητες… καλύτερα να μείνουμε ο καθένας με τα απροσδιόριστα σήματα της νύχτας· μια πανσέληνος ο αναστεναγμός μας σε παράλληλα σύμπαντα… καλύτερα… καλύτερα, έτσι…
Μου δίνεις το σακάκι σου; Κρύωσα. Τι ωραίες οι ζωγραφιές στο χέρι σου! Ατέλειωτες λεωφόροι που διασχίζουν το κορμί σου. Τι μυστικά… τι θησαυρούς κρύβεις. Να’ χα έναν χάρτη να σε διαβάσω. Γιατί το ξέρω. Θα χαθώ μέσα εκεί στο δαιδαλώδες του εαυτού σου. Είπαμε. Μακριά. Έξω από τα επικίνδυνα μαγνητικά πεδία. Εμένα, με μπερδεύει η παράξενη γεωμετρία του έρωτα.
Είσαι ηθοποιός, αλλά παράλληλα έχεις σπουδάσει και Θεατρολογία. Από την θεωρία στην πράξη, πόσο μεγάλη είναι η απόσταση;
Είναι πάρα πολύ μεγάλη. Το θεωρητικό κομμάτι υποβοηθά το πρακτικό, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να το αντικαταστήσει. Ως ηθοποιός, πιστεύω ότι είναι πολύ καλό να διαθέτουμε και τα δύο. Παρόλα αυτά δεν έχει καμία σχέση, όπως κι εσύ γνωρίζεις άλλωστε, η θεωρία με την πράξη. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Είναι καλλιεργημένοι οι Έλληνες ηθοποιοί; Διαθέτουν ευρύτερη παιδεία;
Οι άνθρωποι που έχω γνωρίσει μέσα από το επάγγελμα είναι ως επί το πλείστον καλλιεργήμενοι, μορφωμένοι και διαθέτουν πολλά πτυχία, μεταπτυχιακά κλπ, ενώ παράλληλα έχουν ασχοληθεί σοβαρά και με την υποκρική τέχνη. Παρόλα αυτά θα ήθελα να αναφέρω κάτι που έχει πει ο Σεφέρης και νομίζω ότι ταιριάζει απόλυτα «…σ’ αυτόν τον τόπο που ζούμε, που οι περισσότεροι είναι τραγικά αυτοδίδακτοι». Ενδέχεται πολλές φορές να υπάρξουν και άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με το αντικείμενο κι έχουν μια πολύ επιφανειακή άποψη και γνώση γύρω από το θέατρο και την Τέχνη γενικότερα. Φυσικά δεν μπορούμε να είμαστε ισοπεδωτικοί, πρέπει να διαχωρίζουμε την ήρα από το στάρι. Προσωπικά πιστεύω, ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων ηθοποιών είναι καλλιεργημένοι ουσιαστικά κι αυτό για μένα είναι πολύ θετικό.
Πιστεύεις σ’ αυτό που λέμε έμφυτο ταλέντο;
Λοιπόν, διάβασα κάτι έρευνες πρόσφατα που έλεγαν το εξής. Πριν από έναν αιώνα οι επιστήμονες θεωρούσαν, ότι τα γονίδια διαγράφουν μια πορεία μηχανική και ίδια κάθε φορά, ανεξαρτήτως προσώπου. Στον δικό μας αιώνα και μάλιστα πολύ πρόσφατα – νομίζω το 2011 – οι επιστήμονες αποφάνθηκαν, ότι τα γονίδια δεν διαγράφουν τελικά μια πορεία μηχανική, αλλά διαγράφουν μια πορεία και μεταλλάσσονται σύμφωνα με την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό τι αποδεικνύει; Ότι με βάση την επιστήμη τουλάχιστον, δεν υφίσταται ο όρος του «έμφυτου». Παρόλα αυτά θεωρώ, ότι το ταλέντο είναι και έμφυτο και επίκτητο. Είναι μια ικανότητα, μια προδιάθεση για να το πω διαφορετικά, που αν την καλλιεργήσεις και την αναπτύξεις στο έπακρο και βοήθησουν παράλληλα και οι εκάστοτε συνθήκες, αυτή μεγαλώνει τόσο πολύ, ώστε να φαίνεται ως έμφυτο χάρισμα, που προέρχεται από τότε που γεννήθηκες. Οπότε νομίζω, ότι η αλήθεια είναι κάπου στη μέση.
Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά, που στοιχειοθετούν έναν καλό δάσκαλο υποκριτικής και ποια αυτά που ορίζουν τον καλό μαθητή;
Κατά την γνώμη μου. ένας καλός δάσκαλος πρέπει πάνω απ’ όλα, να είναι “καλός” άνθρωπος. Να είναι παιδαγωγός με όλη την σημασία της λέξης και παράλληλα να μπορεί να εμπνεύσει τον μαθητή. Επίσης, ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο που πρέπει να έχει ένας καλός δάσκαλος είναι, να μπορεί να ποιεί ήθος ο ίδιος και να είναι εντός και εκτός εισαγωγικών ηθικό στοιχείο. Από την άλλη ένας καλός μαθητής – αν και είναι υποκειμενικό το τι σημαίνει καλό γενικά – θα πρέπει να δουλεύει πολύ σκληρά, να μην επαναπαύεται στις ευκολίες του ή τις όποιες έμφυτες δυνατότητες του, ενώ παράλληλα να προσπαθεί να εξομαλύνει τα πιο δύσκολα σημεία του. Να παραμένει ανοιχτός και δεκτικός στην κριτική και να έχει ανοιχτά μάτια και αυτιά, για να μπορεί να ακούει και να βλέπει. Ολοκληρώνοντας την σκέψη μου, θα ήθελα να προσθέσω άλλο ένα στοιχείο, που θεωρώ ότι χαρακτηρίζει έναν καλό μαθητή. Να μην προσπερνάει. Να μένει στα πράγματα και να τα αναλύει, παρατηρώντας τα ανελλιπώς.
Υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός ανάμεσα στους καλλιτέχνες; Πιστεύεις, ότι οι γυναίκες είναι πιο ανταγωνιστικές απ’ τους άνδρες, λόγω χαρακτήρα, αριθμητικής υπεροχής και λοιπών παραγόντων;
Ο ανταγωνισμός είναι κάτι που συναντάς παντού, ανεξαρτήτως επαγγέλματος ή…φύλου. Σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχει ανταγωνισμός, όχι μόνο στο θέατρο. Προσωπικά δεν στέκομαι σε τέτοιου είδους θέματα και δεν με αφορούν τόσο πολύ, αν και τα έχω βιώσει. Δεν μου προκαλούν πια άγχος ή θλίψη, ούτε με στενοχωρούν στον ίδιο βαθμό. Δεν έχω πολλά πάρε – δώσε με τον ανταγωνισμό. Αρνούμαι να μπω σ’ αυτό το παιχνίδι δράσης-αντίδρασης.
Ως θεατρολόγος έχεις έρθει σε επαφή με πολλά θεατρικά και λογοτεχνικά κείμενα. Βοηθάει τελικά η υπερανάλυση ενός έργου, που σε κάποιες περιπτώσεις αγγίζει την καρατόμηση, ή ενδέχεται να λειτουργήσει ακόμα και ανασταλτικά για έναν ηθοποιό;
Συμφωνώ, ότι η υπερανάλυση ενός κειμένου δραματουργικά, ενέχει έναν κίνδυνο να αφαιρεθεί η φρεσκάδα απ’ το κείμενο. Βέβαια, όλα είναι θέμα ηθοποιού και κυρίως σκηνοθέτη, ο οποίος πρέπει να μπορεί να το κοντρολάρει, ώστε να μην σε μπλέξει σε δαιδάλους οι οποίοι θα σε αποδιοργανώσουν και θα σε απομακρύνουν από την ουσία του κειμένου. Από την άλλη όμως, μια βαθιά γνώση θεατρολογίας και δραματουργικής προσέγγισης ενός κειμένου, βοηθάει πολύ στο να προσεγγίσεις έναν ρόλο πολύ καλύτερα σε σχέση με κάποιον, που δεν διαθέτει αντίστοιχες γνώσεις. Όταν γνωρίζεις ποιος είναι ο συγγραφέας, πότε έγραψε το έργο, τι καταβολές είχε, ποια στοιχεία τον επηρέασαν, σε ποια εποχή γράφτηκε το κείμενο ή σε ποια εποχή αναφέρεται, είναι σαφώς πιο εύκολο να ερμηνεύσεις έναν ρόλο πολύ πιο άρτια, απ’ ότι αν δεν διέθετες όλες αυτές τις πληροφορίες. Η προσέγγιση αυτή, όταν γίνεται σωστά και τηρουμένων των αναλογιών, βοηθά και υποβοηθά έναν ηθοποιό, στην προσέγγιση και την όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη απόδοση του ρόλου του.
Με βάση τις πληροφορίες μου είσαι και δεινή πιανίστρια…ισχύει; Τι ρόλο παίζει η μουσική στη ζωή σου;
Ευχαριστώ πολύ για τον χαρακτηρισμό, αλλά δεν πιστεύω ότι έχω φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να μπορώ να χαρακτηριστώ δεινή πιανίστρια. Έχω κάνει κάποια χρόνια πιάνο με μια δασκάλα που ήταν Ρωσίδα και παίζαμε κυρίως Ρώσικα κομμάτια – Τσαϊκόφσκι κτλ – και γι’ αυτό διαθέτω μια πιο κλασική εκπαίδευση στο πιάνο. Η μουσική έπαιζε – παίζει και θα παίζει – πολύ σημαντικό ρόλο στην ζωή μου, από τότε που ήμουν παιδί. Με εμπνέει και με συντροφεύει σε όλες τις δραστηριότητες μου. Επίσης, πολλές φορές ακόμα και στο θέατρο – με βάση την εμπειρία μου από δουλειές που έχω κάνει με διάφορες ομάδες – μπορεί μια ολόκληρη σκηνή ή μία πράξη ενός έργου, να έβγαινε μόνο και μόνο απ’ το άκουσμα ενός μουσικού κομματιού ή μέσα απ’ τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών πάνω στην μουσική, είτε με την χρήση μουσικών οργάνων ή χρησιμοποιώντας το ίδιο σου το σώμα για να παράγεις μουσικούς ήχους. Η μουσική είναι παντού, πριν καν γεννηθούμε. Από τότε που είμαστε έμβρυα στην κοιλιά της μάνας μας και ακούμε τον χτύπο της καρδιάς της, αποκτάμε την πρώτη σχέση μας με τον ήχο. Μετά στην πορεία της ζωής μας, η μουσική γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, γιατί όλοι ανεξαιρέτως ζούμε καθημερινά, μέσα σε ήχους.
Η ταινία «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΙΑΝΟΥ» της Τζέιν Κάμπιον διηγείται την ιστορία μιας γυναίκας ευγενικής καταγωγής, που έχασε την φωνή της μετά από ένα πολύ ισχυρό σοκ και το πιάνο έγινε η μόνη δίοδος επικοινωνίας με τον κόσμο γύρω της. Ένας άξεστος φαινομενικά άνδρας την ερωτεύεται παράφορα και της διασφαλίζει την επαφή με το πιάνο της, όχι όμως χωρίς αντάλλαγμα. Παρόλη την ιδιαιτερότητα της «συμφωνίας» τους, οδηγούνται εντέλει στην υπέρτατη αγάπη, έχοντας ως εφαλτήριο το προαναφερόμενο μουσικό όργανο. Σου φαίνεται ουτοπικό σαν σενάριο; Πιστεύεις, ότι στην πραγματική ζωή θα μπορούσε να συμβεί κάτι αντίστοιχο;
Φυσικά και δεν θεωρώ ότι είναι ουτοπικό σαν σενάριο και μάλιστα βρίσκω πολύ συγκινητική την συγκεκριμένη ιστορία. Όσον αφορά την ταινία αυτή καθαυτή, θα ήθελα να σταθώ στο πως η μουσική και γενικότερα η Τέχνη, η οποία αποτελεί από μόνη της μια γλώσσα την οποία όλοι είμαστε σε θέση να μιλήσουμε και κανείς δεν μπορεί να μας την αφαιρέσει, φέρνει σ’ επαφή δύο ανθρώπους, που μπορεί να έχουν πολλές κοινωνικές ή άλλες διαφορές μεταξύ τους, αλλά μέσω της μουσικής καταφέρνουν να τις εξομαλύνουν και εντέλει να επικοινωνήσουν σε ένα ανώτερο επίπεδο. Η ταινία καταδεικνύει με τον πιο ποιητικό τρόπο, πως η τέχνη μπορεί να κατευνάσει τα πιο βίαια, τα πιο πρωτολλειακά ένστικτα, που ενυπάρχουν όχι μόνο στους ήρωες της ταινίας, αλλά σε όλους μας. Η μουσική απαλύνει τις σκληρές γωνίες τους και αναδεικνύοντας τα πιο λεπτά και ευγενικά τους αισθήματα, οδηγεί δύο φαινομενικά αταίριαστους ανθρώπους στην υπέρτατη αγάπη, που δεν γνωρίζει από προκαταλήψεις, κοινωνικές κάστες και λοιπούς περιορισμούς. Εκεί κρύβεται κατά την γνώμη μου και η μαγεία της Τέχνης.
Η ταινία θίγει έμμεσα και το θέμα της ταξικής διαφοράς ανάμεσα στους ανθρώπους. Κατά την γνώμη σου τέτοιου είδους διαχωρισμοί – κι αφορισμοί – που βασίζονται καθαρά στην καταγωγή, την εθνικότητα, το μορφωτικό και οικονομικό status του καθένα από εμάς, βασίζονται στον φόβο και την άγνοια ή είναι βαθύτερες οι αιτίες που οδηγούν στον ρατσισμό;
Ο ρατσιμός, δυστυχώς, παρατηρείται από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας. Στην αρχαιότητα υπήρχαν οι δούλοι και οι ελεύθεροι πολίτες, στον Μεσαίωνα υπήρχαν οι δουλοπάροικοι και οι ευγενείς – βασιλείς, μετά είχαμε τα γνωστά φαινόμενα των ολοκληρωτικών καθεστώτων (βλέπε Χίτλερ, χούντα κτλ) και πάει λέγοντας…ας μην μπούμε καλύτερα σε διαδικασία ιστορικής αναδρομής. Δεν θεωρώ, ότι ο ρατσισμός προέρχεται μόνο από τον φόβο και την άγνοια ή επειδή κάποιος είναι απλά αδαής. Παίζει μεγάλο ρόλο η παιδεία που λαμβάνουμε από το σπίτι μας κι αργότερα από το σχολείο. Επίσης, έχει να κάνει και με την ίδια μας την ιδιοσυγκρασία, απ’ το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούμε και φυσικά τις γενικότερες συνθήκες που επικρατούν στην χώρα που ζούμε. Είναι πολύ διαφορετικό να ζεις σε μια «δημοκρατική» χώρα, με ένα ελεύθερο πολίτευμα και εντελώς διαφορετικό ας πούμε, να ζεις στην Ρωσία του Στάλιν. Βέβαια, ένας άνθρωπος που διαθέτει μια ορμέμφυτη βία και παράλληλα διακατέχεται από σύνδρομα εξουσίας, θα βγάλει κάποια αρνητικά στοιχεία, ανεξαρτήτως καθεστώτος και κοινωνικοπολιτικού πλαισίου. Άρα, πρόκειται για ένα πολύ προσώπικο μας ζήτημα, το οποίο όμως λειτουργεί και σε απόλυτη συνάρτηση με τις κοινωνικές επιταγές, οπότε κατ’ επέκταση μας αφορά και συλλογικά. Πρέπει να δουλέψει ο καθένας με τον εαυτό του πάνω στο τεράστιο αυτό ζήτημα και ίσως έτσι μπορέσουμε κάποια στιγμή να το αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά κι ως κοινωνία.
Παρόλο που είσαι μια νέα ηλικιακά ηθοποιός, μετράς πολλές συμμετοχές στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, έχοντας παίξει σε γνωστές τηλεοπτικές σειρές και ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους. Μίλησε μας λίγο για την εμπειρία της «εικόνας».
Η εμπειρία μου στον κινηματογράφο και την τηλεόραση δεν είναι τόσο μεγάλη, όσο είναι στο θέατρο. Θεωρώ, ότι η τηλεόραση είναι ένα μέσο, στο οποίο γίνονται όλα πολύ γρήγορα. Ο κινηματογράφος είναι κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό και σίγουρα έχεις περισσότερο χρόνο για να μπεις μέσα στον ρόλο και να τον αναλύσεις, αλλά και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μια παραγωγή που σε στηρίζει και σε βοηθάει να αποδώσεις όσο το δυνατόν καλύτερα τον εκάστοτε ρόλο. Φυσικά, η εικόνα περιορίζει το μάτι του θεατή και τον υποβάλλει σε μια συγκεκριμένη διαδικασία, ενώ στο θέατρο είναι ελεύθερος να κοιτάξει, προς όποια κατεύθυνση επιθυμεί. Γι’ αυτό και το θέατρο, επειδή αποτελεί μια άμεση αναπαράσταση μιας κατάστασης, απαιτεί να είσαι εκεί στο «εδώ και τώρα». Αντίθετα στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο, μια σκηνή μπορεί να γυριστεί πολλές φορές, μέχρι να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, οπότε σαφώς ως μέσα, αφήνουν στον ηθοποιό μεγαλύτερα περιθώρια λάθους. Κάτι που φυσικά στο θέατρο δεν ισχύει με τίποτα.
Έχεις ανασφάλειες σε σχέση με την δική σου εικόνα; Πως αντιδράς απέναντι σε μια ενδεχόμενη επαγγελματική ή άλλη απόρριψη;
Δεν μπορώ να πω, ότι έχω ιδιαίτερη ανασφάλεια με την εικόνα μου. Είμαι αυτή που είμαι, έχω αυτό το σώμα που έχω, αυτό το πρόσωπο που έχω και είμαι πολύ τυχερή που είμαι υγιής και αρτιμελής. Πάντα το σκέφτομαι αυτό, ενώ παράλληλα δεν ήμουν ουδέποτε άνθρωπος που κοιτάει μόνο την επιφάνεια. Τώρα, όσον αφορά την απόρριψη είναι κάτι που πάντα συναντάμε στην ζωή μας και πολύ περισσότερο στον επαγγελματικό τομέα, αλλά ποτέ δεν θεώρησα ότι αυτό συμβαίνει λόγω της εικόνας μου. Πιστεύω πολύ στον εαυτό μου και είμαι σίγουρη, ότι διαθέτω κάτι παραπάνω από μία ωραία εικόνα. Οπότε, τουλάχιστον στον επαγγελματικό τομέα όταν τύχαινε να μην με επιλέξουν για κάποια δουλειά, δεν πίστευα, ότι αυτό συνέβαινε λόγω δικής μου έλλειψης, αλλά επειδή ο εκάστοτε σκηνοθέτης μπορεί να είχε κάτι διαφορετικό στο μυαλό του, για το οποίο εγώ απλώς δεν κάνω. Έτσι κι αλλιώς, το θέμα της εικόνας είναι καθαρά υποκειμενικό. Σε κάποιους αρέσουμε, σε κάποιους δεν αρέσουμε και στην τελική δεν μπορούμε να αρέσουμε σε όλους. Κάτι τέτοιο άλλωστε, θα ήταν πολύ μονότονο και βαρετό.
Τις προάλλες διάβαζα – για πολλοστή φορά – το μυθιστόρημα του Κολομβιανού, νομπελίστα συγγραφέα Γκαμπριέλ – Γκαρσία Μάρκες «Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΟΛΕΡΑΣ». Αν κάποιος σου ζητούσε να διατυπώσεις έναν αντίστοιχο τίτλο για τον έρωτα στα δικά μας χρόνια, ποιος θα ήταν αυτός και γιατί;
Ωραία ερώτηση αυτή, πολύ ωραία ερώτηση! Κάτσε μισό λεπτό να το θυμηθώ…γιατί πριν λίγο μου ήρθε…ναι…θα έλεγα αυτό που λέει ο Βολταίρος «το μεγαλύτερο αμάρτημα στον έρωτα, είναι η αδιαφορία»...άρα ο τίτλος που θα έβαζα είναι «ο έρωτας στα χρόνια της αδιαφορίας». Δυστυχώς, αυτό που βλέπω καθημερινά μέσα από τις προσωπικές μου επαφές, αλλά και τους άγνωστους ανθρώπους που συναντώ στον δρόμο, είναι ότι ο περισσότερος κόσμος έχει πάψει, ενώ έχει την ανάγκη, να θέλει να σχετίζεται και να επικοινωνεί ουσιαστικά. Δεν ερωτεύεται, δεν έρχεται σε επαφή και προτιμά το εύκολο και το ευκαιριακό. Καταλαβαίνω, ότι τα προβλήματα είναι πολλά, διανύουμε χαλεπούς καιρούς, η κρίση μας απασχολεί όλους, αλλά τι ακριβώς μας συμβαίνει; Δεν έχουμε χρόνο για έρωτες; Αυτό που διαπιστώνω, είναι ότι αδιαφορούμε απέναντι σ’ αυτό το συναίσθημα, το οποίο αποτελεί εφαλτήριο για οτιδήποτε θετικό ή αντίστοιχα για οτιδήποτε σχετίζεται με την δημιουργία.
Φέτος συμμετέχεις στην παράσταση «ΤΟ ΞΕΝΥΧΤΙ», ένα έργο του Νεοϋορκέζου συγγραφέα Wallace Shawn, το οποίο σκηνοθέτησε ο Πέρης Μιχαηλίδης και παίζεται στο Κέντρο Τέχνης & Πολιτισμού BETON7. Το έργο -και κατ’ επέκταση η παράσταση- στηλιτεύει το Αμερικάνικο Όνειρο, με έναν τρόπο ιδιαίτερα αυθάδη και προκλητικό. Ως θεατρολόγος πως θα χαρακτήριζες το συγκεκριμένο έργο;
Ένα επίθετο που θα ταίριαζε απόλυτα στο ΞΕΝΥΧΤΙ του Wallace Shawn, είναι αιρετικό έργο. Επίσης, θα πρόσθετα ότι είναι ένα σύγχρονο έργο, το οποίο σκιαγραφεί πάρα πολλούς ανθρώπινους χαρακτήρες που κινούνται ανάμεσα μας στο εδώ και τώρα. Είναι ένα έργο διαχρονικό. Μπορεί να γράφτηκε στα 70’s, αλλά αφορά απόλυτα το σήμερα και μπορούμε άνετα, να ταυτιστούμε μ’ αυτό, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης. Ο τρόπος που το προσεγγίσαμε ήταν εν μέρει ρεαλιστικός, γιατί αυτές οι καταστάσεις υπάρχουν, αλλά από την άλλη μπήκε κι ένα έντονο στοιχείο παραλογισμού, το οποίο στις μέρες μας τείνει να γίνει καθημερινότητα. Αυτό το στοιχείο του παραλογισμού μπορεί κάποιους να τους ξενίζει, αλλά για μένα είναι απολύτως φυσιολογικό. Βλέπω ότι υπάρχει στην κοινωνία σε πολύ μεγάλο βαθμό, καθώς επίσης και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Αυτό είναι κάτι που φαίνεται και μέσα στο έργο του Wallace Shawn, πόσο παράλογες δηλαδή μπορούν να γίνουν οι διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Θα ήθελα να μάθω περισσότερα για τον χαρακτήρα που υποδύεσαι στην παράσταση, η οποία λόγω επιτυχίας πήρε παράταση και θα παίζεται μέχρι και τις 29 Δεκεμβρίου. Ποια ήταν τα στοιχεία που σε δυσκόλεψαν περισσότερο στην προσέγγιση ενός ομολογουμένως απαιτητικού ρόλου;
Κάθε φορά που αντιμετωπίζω έναν ρόλο και καλούμαι να τον ενσαρκώσω, ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ. Αρχίζω κι ερευνώ πράγματα που έχουν σχέση με την προσωπικότητα που θα υποκριθώ και προσπαθώ να δω τον ρόλο μου σαν μια αυθύπαρκτη οντότητα κι αυτή είναι μια πάγια διαδικασία, που ακολουθώ για όλους μου τους ρόλους. Στο ΞΕΝΥΧΤΙ του Wallace Shawn υποδύομαι την Christine. Είναι ένας ρόλος με ασαφή όρια, όπως κι οι υπόλοιποι χαρακτήρες του έργου, κάτι που κάνει το συγκεκριμένο κείμενο πολύ δύσκολο να σκηνοθετηθεί. Οπότε, πρέπει εσύ να επιλέξεις ποια στοιχεία θα χρησιμοποιήσεις, για να εναρμονιστείς με τον χαρακτήρα του ρόλου και να τον αποδώσεις, όσο το δυνατόν πιο άρτια. Σ’ αυτό με βοήθησε πολύ το γεγονός, ότι παρατηρώ πολύ τον κόσμο γύρω μου κι επειδή είπαμε νωρίτερα, ότι το έργο εμπεριέχει πολύ το στοιχείο του παραλόγου, το οποίο βλέπω συνεχώς στην καθημερινότητα μου, έκλεψα στοιχεία από διάφορες περσόνες, που συναντώ μέσα από τις συναναστροφές μου. Επίσης, έκανα μια προσωπική, ενδελεχή έρευνα, διαδικτυακά αλλά και μέσω διάφορων κοινωνικών οργανισμών που ασχολούνται με θέματα σχετικά με τα ναρκωτικά και τις σεξουαλικές διαταραχές.
Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του κοινού απέναντι σ’ αυτό το έντονο στοιχείο πρόκλησης που εμπεριέχει το έργο του Shawn; Πιστεύεις, ότι κάποιοι στ’ αλήθεια σοκάρονται απ’την παράσταση;
Οι αντιδράσεις ποικίλουν. Ήταν πολύ μεγάλη έκπληξη για μένα το γεγονός ότι αυτό το έργο βγάζει πάρα πολύ γέλιο κι ο κόσμος «διασκεδάζει» παρακολουθώντας μια τέτοια παράσταση. Υπάρχουν πολύ κωμικές καταστάσεις – θα τις χαρακτήριζα τραγελαφικές – οι οποίες υποβόσκουν. Αυτό που παρατηρώ, είναι ότι ο κόσμος δεν είναι αθώος. Μπορεί να κατανοήσει και να ταυτοποιηθεί με παράλογους χαρακτήρες, με χαρακτήρες που έχουν ψυχικές διαταραχές και προβλήματα, οπότε αυτό που αντιλήφθηκα, είναι ότι πολλούς απ’ τους θεατές που παρακολουθούν ένα τέτοιο έργο, σε κάποια σημεία ταυτίζονται. Φυσικά υπάρχουν και κάποιοι που παραξενεύονται από κάτι τόσο σοκαριστικό και δεν μπορούν να το διυλήσουν και να το μεταφράσουν μέσα τους. Η πλειοψηφία όμως των θεατών ψυχαγωγείται ουσιαστικά, ταυτίζεται και μπορεί να το αναγάγει στο σήμερα, γιατί όπως προείπα, πρόκειται για ένα έργο απόλυτα σύγχρονο.
Στις περισσότερες παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει τελευταία υπάρχει γυμνό, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη έκταση, λιγότερο ή περισσότερο δικαιολογημένο. Πουλάει το γυμνό στο θέατρο, στην Τέχνη γενικότερα;
Θεωρώ, ότι παράσταση από παράσταση διαφέρει και επίσης μια παράσταση δεν χαρακτηρίζεται καλή με βάση το αν εμπεριέχει ή δεν εμπεριέχει γυμνό. Κάποιοι σκηνοθέτες επιλέγουν το γυμνό ανεξαρτήτως έργου και χαρακτήρων, οπότε αυτό φαίνεται σκηνοθετικά παράταιρο. Πάντα θα υπάρχουν οι καλές σκηνοθεσίες και οι κακές σκηνοθεσίες. Πλεόν, οι άνθρωποι επειδή θέλουν να σοκάρουν και να προκαλούν, ή ενδεχομένως να φέρνουν κόσμο στο θέατρο, επιλέγουν το γυμνό, το οποίο για μένα δεν είναι σε καμία περίπτωση αφοριστικό. Μια παράσταση ή ένα κείμενο, μπορεί να το απαιτεί, ώστε να δώσει και να μεταφέρει το μήνυμα του συγγραφέα και του σκηνοθέτη και να το επικοινωνήσει με το κοινό.
Επειδή έχεις ασχοληθεί και με τον ευρύτερο τομέα της ενημέρωσης, θα ήθελα να μου πεις πως βλέπεις αυτήν την ακραία αντίφαση των Μ.Μ.Ε., τα οποία από την μία κάνουν το παν, προκειμένου να μας τρομοκρατήσουν και να μας πείσουν ότι είμαστε φτωχοί και καταφρονεμένοι κι από την άλλη μας λανσάρουν εικόνες ευημερίας μέσω των εκπομπών lifestyle, μαγειρικής και τα συναφή, ενώ παράλληλα τα διάφορα περιοδικά μόδας απευθύνονται στην μέση γυναίκα σαν να είναι πλούσια, επαγγελματικά επιτυχημένη και τέλεια σε όλους τους άλλους ρόλους που καλείται να παίξει μέσα στην ημέρα. Μήπως τελικά δεν ισχύει για όλους η κρίση;
Είναι μια παράνοια όλο αυτό που συμβαίνει με τα Μ.Μ.Ε., αλλά παράλληλα θεωρώ ότι θέλουν να καλύψουν κι όλα τα γούστα. Απ’ τη μία πρέπει να βγάλουν μια σοβαρή είδηση, απ’ την άλλη όμως πρέπει ν’ απευθυνθούν και στην μέση νοικοκυρά ή στην μοντέρνα, απελευθερωμένη γυναίκα που θέλει να τα κάνει όλα τέλεια και παράλληλα να είναι ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας και άψογα χτενισμένη. Απ’ εκεί και ύστερα στόχος τους είναι ο αποπροσανατολισμός, ώστε να μην ασχολούμαστε με θέματα που μας καίνε, όπως είναι η κρίση που διανύουμε – η οποία είναι παγκόσμια – και νομίζω ότι αποτελούν έναν πολύ άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο για να μην σκέφτεται ο κόσμος. Φυσικά και μας θέλουν κοιμισμένους, μας θέλουν πρόβατα, μας θέλουν υποτακτικούς και να μην αντιδρούμε. Η βιομηχανία του θεάματος στοχεύει στο να στραφούμε ακόμα περισσότερο προς τον υλισμό, με αποτέλεσμα να μην βλέπουμε καθόλου την ουσία, που είναι μπροστά στα μάτια μας. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αποσκοπούν καθαρά, στο να μας κοιμήσουν. Όσο για την κρίση…μάλλον δεν ισχύει για όλους. Κάποιοι στις μέρες μας επωφελούνται ή όπως υποδηλώνεται και στο έργο του Wallace Shawn δεν βιώνουν καθόλου την κρίση, ακόμα κι εδώ στην Ελλάδα. Νομίζω, ότι ισχύει διεθνώς αυτό που λέμε «οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί, φτωχότεροι»…
Εσύ με ποιον τρόπο επιλέγεις να ενημερωθείς για τα θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας;
Ενημερώνομαι από το internet. Δεν έχω τηλεόραση στο σπίτι μου, αλλά ακόμα κι όταν πηγαίνω στα σπίτια των φίλων μου, πάλι δεν θα δούμε τηλεόραση. Προτιμώ να κάνω την δική μου έρευνα, μέσω ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων και των αντίστοιχων εντύπων, ενώ κάποιες φορές ακούω και ραδιόφωνο, αλλά πάντα συγκεκριμένες εκπομπές, τις οποίες επιλέγω αυστηρά. Ως επί το πλείστον, ενημερώνομαι απ’ το διαδίκτυο και το ραδιόφωνο.
Ο Δεκέμβριος τα τελευταία χρόνια, παρόλο τον εορταστικό του χαρακτήρα, κουβαλά και μια διάχυτη ζοφερότητα, λόγω των θλιβερών γεγονότων που σημειώθηκαν το 2008 και δεν έχουν σταματήσει έως σήμερα να μας απασχολούν και να μας προβληματίζουν. Πιστεύεις, ότι ο κόσμος έχει πάψει να ελπίζει ή ακόμα χειρότερα να προσπαθεί για ένα καλύτερο αύριο;
Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία! Είμαστε ένας μεσογειακός λαός, οπότε παραμένουμε κατά βάση αισιόδοξοι. Παρόλα αυτά συμβαίνουν πάρα πολλά μπροστά στα μάτια μας και νομίζω ότι έχουμε «χαθεί στην μετάφραση». Η κατάσταση, αποχαιρετώντας το 2014 και οδεύοντας προς το 2015, παραμένει άγρια. Δεν ξέρουμε πια που να στηριχτούμε και σε ποιον να πιστέψουμε. Ο Γκαίτε έχει πει κάτι φοβερό πάνω σ’ αυτό: «αν ο κροκόδειλος έφαγε τον εχθρό σου, δεν πάει να πει ότι έγινε φίλος σου». Εμείς νομίζουμε, ότι εφόσον ο κροκόδειλος έφαγε τον εχθρό μας, πρέπει σώνει και ντε να τον κάνουμε και φίλο μας. Κάνουμε δηλαδή κάποιες συμμαχίες, χωρίς να βλέπουμε ξεκάθαρα και αντικειμενικά, ποιος είναι στην πραγματικότητα ο εχθρός και ποιος είναι αυτός που θα μας βοηθήσει. Όλοι ξέρουμε ότι τα «κροκοδείλια δάκρυα» έρχονται λίγο πριν σε φάει ο κροκόδειλος. Πρέπει να αντιληφθούμε ποιοι είναι αυτοί που μπορούν να μας στηρίξουν επί της ουσίας, στηρίζοντας παράλληλα κι οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Πρέπει να δούμε πια με καθαρό βλέμμα, που βρίσκονται οι σκόπελοι και που κρύβεται η σανίδα σωτηρίας.
Σε λίγες μέρες θα αποχαιρετήσουμε οριστικά το 2014…και θα υποδεχτούμε μία νέα χρόνια, φορτωμένη κι αυτή με πολλές προσδοκίες, όπως όλες οι προηγούμενες. Εσύ τι περιμένεις από την καινούργια χρονιά; Μετά από «ΤΟ ΞΕΝΥΧΤΙ»…τι μέλλει γενέσθαι;
Τι περιμένω απ’ την καινούργια χρονιά; Ευελπιστώ, ότι θα υπάρχει υγεία. Επίσης, εύχομαι τα πράγματα να πάνε καλύτερα για όλους, όχι μόνο στον επαγγελματικό τομέα ή όσον αφορά τα οικονομικά μας, που είναι αλήθεια ότι βάλλονται από παντού, αλλά και στους υυπόλοιπους τομείς, που αφορούν τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Περιμένω μεγάλυτερη συναίσθηση και ευαισθησία. Θα ήθελα ιδανικά, να γίνουμε περισσότερο ειλικρινείς, πρώτα και κύρια με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ειλικρίνεια & αυτογνωσία λοιπόν… «ΤΟ ΞΕΝΥΧΤΙ» του Wallace Shawn επειδή πηγαίνει πολύ καλά και ήδη έχει πάρει παράταση μέχρι τις 29 Δεκέμβρη, με σοβαρό ενδεχόμενο να πάρει και μία δεύτερη και μετά ποιος ξέρει..θα πάμε και στα πέναλτι! Πέρα από την πλάκα όμως, δεν γνωρίζω από τώρα τι θα φέρει η καινούργια χρονιά, αλλά εύχομαι προκαταβολικά, ότι έρθει να είναι για καλό και να μας βρει όλους ενωμένους και δυνατούς. Σ’ ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα μας και προς το παρόν τουλάχιστον σας περιμένουμε όλους στο BETON7 για ένα ξενύχτι…που θα σας μείνει πραγματικά αξέχαστο! Καλές Γιορτές σε όλους!
Η Νίκη Λειβαδάρη είναι μια ηθοποιός – κι ένας άνθρωπος – έντονων αποχρώσεων, εναλλασσόμενων ταχυτήτων & πολλαπλών αναγνώσεων, ενώ παράλληλα διαθέτει κι αυτό το “κάτι”, σκηνικά & παρασκηνιακά, που την κάνει να ξεχωρίζει.
Θα την χαρακτήριζα επίσης, πηγαία, αυθόρμητη, λαμπερή και ευφυέστατη, με μια έμφυτη ικανότητα να κάνει τους άλλους να χαμογελούν αβίαστα, ενώ η ίδια παραμένει απόλυτα σοβαρή και αφοσιωμένη στην δουλειά της.
Φέτος πρωταγωνιστεί στην επιτυχημένη παράσταση “ΤΟ ΞΕΝΥΧΤΙ”, του Wallace Shawn, σε σκηνοθεσία Πέρη Μιχαηλίδη,με συμπρωταγωνιστές τους εξίσου ταλαντούχους: Αθηνά Αλεξοπούλου, Ερατώ Πίσση, Χρήστο Τανταλάκη & Άρη Τσαμπαλίκα. Η παράσταση πήρε παράταση και θα παίζεται στο Κέντρο Χώρου & Πολιτισμού BETON7, κάθεΚυριακή & Δευτέρα, στις 9 το βράδυ, έως και τις29 Δεκεμβρίου 2014.
Με την Νίκη βρεθήκαμε σ’ ένα απ’ τα πιο τουριστικά σημεία της Πλάκας, το οποίο εμείς τουλάχιστον φωτογραφικά, μόνο ως τέτοιο δεν το αντιμετωπίσαμε…
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο μεζεδοπωλείο “Ο ΓΛΥΚΥΣ”(Αγγέλου Γέροντα 2 – Πλάκα). Ευχαριστούμε μέσα από την καρδιά μας τους υπεύθυνους, για την φιλοξενία και την κατανόηση τους.
Η στήλη ARS & VITA, εύχεται ολόψυχα στην Νίκη Λειβαδάρη, οι επιτυχίες στην ζωή της να τυγχάνουν πάντα μεγάλης παράτασης και το 2015, να την φέρει ακόμα πιο κοντά σ’ αυτά που προσμένει, ελπίζει, ονειρεύεται…
«Τα μάτια των άλλων, η φυλακή μας. Οι σκέψεις τους, τα κλουβιά μας.»
Virginia Woolf (1882-1941)
To Βιβλίο της Κατερίνας του Αύγουστου Κορτώ ομολογώ, ότι δεν το έχω διαβάσει. Πίστευα, ότι δεν θα μπορούσα να το αντέξω. Μου είναι πολύ δύσκολο κι ας έχω δουλέψει αρκετά με τον εαυτό μου, να προσεγγίσω τέτοιου είδους βιωματικές ιστορίες, γιατί ήμουν κι εγώ πολύ μικρή, όταν ήρθα αντιμέτωπη με ακραίες καταστάσεις, απ’ τις οποίες βγήκαμε (ευτυχώς…) όλοι οι εμπλεκόμενοι ζωντανοί, όχι όμως και αλωβητοι. Πιστεύω, πως για τους περισσότερους ανθρώπους είναι πολύ δύσκολο να εκθέσουν σε δημόσια θέα τους σκελετούς, που κρύβουν στις ντουλάπες τους και θέλει πολλά κότσια για να έρθει κανείς σε μετωπική σύγκρουση με αλήθειες, ικανές να συνθλίψουν την ψευδαίσθηση της «αγίας ελληνικής οικογένειας». Ζούμε σε έναν κόσμο επιφανειακής ιλαρότητας και επίπλαστης ευδαιμονίας, κρύβοντας κάτω από το χαλάκι όλα μας τα απορρίμματα. Απ’ την πρώτη στιγμή που αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, μας πατρονάρουν στο πώς να δείχνουμε κάτι άλλο απ’ αυτό που πραγματικά αισθανόμαστε, πώς να είμαστε κάτι άλλο απ’ αυτό που πραγματικά είμαστε και πολύ σπάνια – έως καθόλου – πώς να αποκτήσουμε την δική μας ταυτότητα, σε έναν κόσμο που δεν μας έχει καμία απολύτως υποχρέωση και στον οποίο για κάποιους θα είμαστε πάντα απλά…αναλώσιμοι.
Είμαι πολύ χαρούμενη, που παρόλη την αρχική μου διστακτικότητα, τόλμησα τελικά να δω την παράσταση του Γιώργου Νανούρη(επόμενη άσκηση θάρρους να διαβάσω και το βιβλίο…) η οποία είναι βασισμένη στο προαναφερόμενο, τόσο προσωπικό, ρεαλιστικό & σουρεαλιστικό συνάμα, μα πάνω απ’ όλα βαθιά συγκινητικό βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ. Καθόλη την διάρκεια της παράστασης – αλλά και μετά αφού πήρα τον χρόνο μου, για να σκεφτώ και να αναλύσω τα έντονα συναισθήματα που μου δημιούργησε – ένιωθα μια απέραντη ευγνωμοσύνη απέναντι σε όλους τους συντελεστές, για όλα αυτά που ανακινήθηκαν μέσα μου, για όλες τις μνήμες και τα βιώματα που ξύπνησαν από τον βαθύ λήθαργο που τα είχα καταδικάσει, για όλα όσα σημάδεψαν την εφηβεία μου, με τρόπο πολύ πιο δημιουργικό, απ’ ότι ήμουν ικανή ν’ αντιληφθώ τότε. Πολύ σπάνια με επηρεάζει μια θεατρική παράσταση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αναφερθώ δημόσια – έστω κι έμμεσα – σε κάποια ζητήματα που επί σειρά ετών δεν τολμούσα να αγγίξω και που δυστυχώς η πλειοψηφία των ανθρώπων γαλουχήθηκε με τέτοιον τρόπο, ώστε να τα θεωρεί ακόμα και στις μέρες μας θέματα ταμπού.
Μέσα σε αυτό, το καθαρά βιωματικό πλαίσιο, εξέλαβα την ερμηνεία της Λένας Παπαληγούρα σαν ένα μοναδικό και σπάνιο δώρο. Η ικανότατη ηθοποιός, αν και πολύ νέα ηλικιακά, απέδωσε τον ρόλο της Κατερίνας με απίστευτη ωριμότητα. Χρησιμοποιώντας στο έπακρο τις αδιαμφισβήτητες υποκριτικές της ικανότητες, κατάφερε να δημιουργήσει μια δική της – εντελώς προσωπική – εκδοχή αυτής της συναρπαστικής γυναίκας, που μας αφηγείται την ζωή της… μετά θάνατον. Η Κατερίνα, έτσι όπως την διάβασε ο Γιώργος Νανούρης και την προσωποποίησε η Λένα Παπαληγούρα ήταν ένα πλάσμα υπέροχο, φωτεινό και αξιολάτρευτο ακόμα και μέσα στις πιο στυγνές εξάρσεις της αρρώστιας του, η οποία την βασάνιζε από τότε που ήταν πολύ μικρή και ανήμπορη να κατανοήσει τι ακριβώς ήταν αυτό που της συνέβαινε. Μια γυναίκα γοητευτική, η οποία διατηρώντας την παιδική της αυθάδεια, πήρε κι έδωσε πολλή αγάπη, γνωρίζοντας μέσα από την μητρότητα πέρα και πάνω από την προσωπική της κόλαση και τον επίγειο παράδεισο του να αγαπάς άνευ όρων, ορίων και λοιπών….ασφαλιστικών δικλείδων…
Η ευρηματική ηθοποιός χρησιμοποιώντας τα εκφραστικά της μέσα με τρόπο πραγματικά εντυπωσιακό κι αξιοθαύμαστο, επιστρατεύοντας πότε το χιούμορ και την σωματική της ευελιξία και πότε την απύθμενη εσωτερικότητα και το ιδιαίτερο μέταλλο της φωνής της, έδεσε αρμονικά με τον ευφυέστατο μουσικά – και απ’ ότι αποδείχθηκε ικανότατο υποκριτικά – Λόλεκ ο οποίος με την σειρά του την ακολουθούσε στο ζενίθ και το ναδίρ της, υπογραμμίζοντας με νότες, ήχους και μουσικούς αυτοσχεδιασμούς την τρυφερότητα, τον ερωτισμό, την ένταση, τον παραλογισμό, τα σπαρακτικά ξεσπάσματα της, χωρίς ούτε για ένα δευτερόλεπτο να την αφήσει σκηνικά – και επί της ουσίας – ακάλυπτη.
Η ταλαντούχα ηθοποιός, πέτυχε έναν ερμηνευτικό άθλο, χαρίζοντας στο αθηναϊκό κοινό ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, το οποίο σίγουρα θα συζητηθεί πολύ και για μεγάλο χρονικό διάστημα – και δίκαια. Έχοντας συνεχώς στο πλευρό της «τα δύο αγόρια της» , τα οποία είχαν την μορφή του Λόλεκ σε διπλό ρόλο μουσικού και ερμηνευτή και του σκηνοθέτη της παράστασης Γιώργου Νανούρη, ο οποίος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο ξεδίπλωμα αυτής της ζόρικης, αυθεντικήςκαι πολυσύνθετης προσωπικότητας, πότε λούζοντας την στο φως, άλλοτε κρύβοντας την στο ημίφως και εντέλει εξαφανίζοντας την στοαπόλυτο σκοτάδι της ανυπαρξίας, που στην περίπτωση της ισοδυναμούσε με την γαλήνη και την ηρεμία, που μάταια επιζητούσε όσο ήταν ζωντανή. Στο τέλος απέμεινε στην σκηνή αυτή η υπερκόσμια λάμψη, η ανεξήγητη λογικά, μια λάμψη που θύμιζε φωτοστέφανο και ακολουθούσε την μορφή αυτής της ταλαιπωρημένης -απ’ τους ίδιους της τους δαίμονες – γυναίκας, σε ολόκληρο το αυτοβιογραφικό της ταξίδι.
Σύμφωνα με τον Αυστριακό ψυχίατρο AlfredAdler(1870-1937) «οι μόνοι φυσιολογικοί άνθρωποι είναι αυτοί που δεν γνωρίζουμε πολύ καλά». Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί του. Όλοι μας είμαστε εν δυνάμει ή εν ενεργεία (άσχετα αν τις περισσότερες φορές είμαστε οι τελευταίοι που το συνειδητοποιούμε) «παρανοϊκοί» και είναι πολύ πιο εύκολο απ’ ότι κάποιοι νομίζουν, να μεταμορφωθούμε απ’ την μία στιγμή στην άλλη, σε ιδανικούς αυτόχειρες. Η Κατερίνα του Άυγουστου, του Γιώργου, της Λένας και του Λόλεκ μας καταβύθισε στις κατακόμβες ενός κατακερματισμένου μυαλού που συνυπήρχε με μια ευαίσθητη και τρυφερή ψυχή, η οποία δεν κατάφερε να αντέξει το – ομολογουμένως – ασήκωτο βάρος μιας καθόλα παράλογης καθημερινότητας. Η ιστορία της Κατερίνας, θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μια φιλική υπενθύμιση προς τον καθένα από μας, ότι η τρέλα απέχει ελάχιστα από την λογική και πως κανένας από τους υποτιθέμενους «έχοντας σώας τας φρένας» δεν είναι στο απυρόβλητο.
Η άγνοια, ο φόβος και η προκατάληψη είναι οι πραγματικές ασθένειες που πρέπει να θεραπεύσουμε, χρησιμοποιώντας ως αντίδοτο την ανοχή, την κατανόηση και την…αγάπη. Μπορεί «η δυστυχία να περνάει από γενιά σε γενιά», αλλά το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί – και νομίζω στο χέρι μας είναι να το προσπαθήσουμε τουλάχιστον – και με την αγάπη. Εγώ πάντως, ειδικά μετά την εμπειρία της συγκεκριμένης παράστασης, σκέφτομαι να ποντάρω στο «η αγάπη περνάει από γενιά σε γενιά»…κι ας χάσω…
Εσείς παρόλα αυτά, δεν πρέπει να χάσετε με τίποτα την ευκαιρία, να ζήσετε την εμπειρία της “Κατερίνας”… που σας περιμένει κάθε Δευτέρα στις 9 το βράδυ και κάθε Παρασκευή λίγο πριν τα μεσάνυχτα στο Θησείο – Ένα θέατρο για τις Τέχνες, για να σας «μυήσει» στον κόσμο της, ο οποίος τελικά μπορεί να μην απέχει και τόσο πολύ από τον δικό σας, των αγαπημένων σας, ή όλων αυτών των ανθρώπων που συναντάτε καθημερινά στον δρόμο, το μετρό, την δουλειά σας και φυσικά στον υπέροχο, εικονικό κόσμο του Facebook και των λοιπών μέσων κοινωνικής δικτύωσης , που όσο περνάει ο καιρός θυμίζουν όλο και περισσότερο ένα απέραντο, ψηφιακό, μεταμοντέρνο…φρενοκομείο!
Ρε φίλε, σήμερα κέρδισα ένα αρκούδι. Μη με ρωτήσεις πως και γιατί. Απλά, το κέρδισα. Κι ήταν, φίλε μου, έρωτας με την πρώτη ματιά. Στρογγυλά γλυκούτσικα αυτάκια, τσιμπουκόχειλα, πατουσίτσες με καρδούλες κι ένα κατακόκκινο κασκόλ. Διανοούμενος ο γκόμενος!
Το σύμπαν μαλακίζεται. Το ξέρω. Φίλε. Πρέπει να τον γνωρίσεις, όμως, τον Μήτσο. Από την πρώτη στιγμή άρχισε τα τερτίπια. Ξέρεις πως με πλεύρισε; Με ντε Σαν. Πες μου – στον θεό που δε πιστεύεις- φίλε, ποιος άλλος θα μου ρουθούνιζε κοτζάμ Μαρκήσιο; Και να’ τανε μονάχα αυτό. Πέρασε και στο παρασύνθημα, ο άτιμος. Κορμάρα μου ατελείωτη, μου λέει, ξέρεις τι θα’ λεγε για μας ο Λάο Τσε; Τι θα’ λεγε ρε Μητσάρα; “Δίχως σώμα, πως θα υπήρχε δυστυχία;”. Άτσα ρε Μητσάρα. Που τα’ μαθες εσύ αυτά; Δε πα μια ώρα που έσκασες απ’ το κουτί σου. Και δυστυχία ρε μεγάλε. Γιατί δυστυχία; Για να εκτιμάμε την ευτυχία. Μου λέει. Ρε φίλε. Σκάλωσα. Τι είπε ο ριμάδης ο αρκούδος!
Στο δρόμο για το σπίτι. Να, ο ποιητής. Φανφάρας. Αλλά, πουλάει ο πούστης. Τι’ ναι αυτό ρε Ντίνε- ρωτάει παραξενεμένος. Ο γκόμενός μου, του απαντάω. Την κάνει. Τρομαγμένος. Αλλαγή πορείας. Φτάνουμε Εξάρχεια. Εκεί. Επαναστάτες. Ροκάδες. Μεταλλάδες. Κι ό, τι άλλο περισσέψει. Κάθομαι και παραγγέλνω δυο μπύρες. Ο μπαρμπα- μεταλλάς πλησιάζει και κάθεται δίπλα μας. Ποιος είν’ αυτός, ρωτάει. Άστα. Μεγάλη καψούρα. Τα ποτά των παιδιών δικά μου, λέει στον μπάρμαν. Και φεύγει. Ψυχάρα ο τύπος.
Τότε, αρχίζει ο δικός μου. Κι όταν αρχίζει άντε να τον μαζέψεις. Φωνή καθαρή. Μέσα στον ρυθμό. Και να λέει για αγάλματα που ξυπνούν και για τον Παρθενώνα που θα γείρει και θ’ αποκοιμηθεί. Κάνω φίλε, τώρα θα μας πλακώσουνε και τους δυο. Και τι λες πως γίνεται τότε; Πάει ο μπαρμπα- μεταλλάς σ’ ένα ξεχασμένο πιάνο και κατεβάζει όλον τον Χατζιδάκι. Μαγεία. Φίλε. Μαγεία.
Αποπλάνηση, ξέρεις τι θα πει; Κι όμως. Δε ξέρεις. Που τύφλα να’ χε η Ντυράς. Μαλάκα μου, δε παίζεται ο αρκούδης.
Τσακίζει τις αντιστάσεις. Πιάνει την θεωρία της σχετικότητας. Κι αρχίζει να μιλάει για τα ταξίδια στο χρόνο. Για τον βαν Στόκουμ και την υπόθεσή του, για τον παρατηρητή σε τροχιά γύρω από περιστρεφόμενο κύλινδρο. Για τις σκουληκότρυπες. Τι Paul Davies και μαλακίες. Ο αρκούδης μου. Ο Μητσάρας. Φίλε. ΜΗΤΣΑΡΑΑΑΑΑΑΣΣΣΣ.
Προσπαθώ να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα. Ξεκινώ κι εγώ με ρεπερτόριο: πληθωρισμούς αλλά Άλαν Γκουθ, τη θεωρία των χορδών, τις προοπτικές και τις επικρίσεις. Κι εκείνος φίλε να μη σπάει με τίποτα. Και να. Μου βουλώνει το στόμα. Κεραμίδες πέταγα, άλλωστε- τα’ χα μπερδέψει. Φαντάσου σκηνικό: τα πάντα γύρω σκοτεινιάζουν, ο προβολέας όλος πάνω μας και πίσω το ακορντεόν του Τροΐλο να ετοιμάζει ένα συγκλονιστικό αντάτζιο οργασμού και τάγκο. Παίρνει ένα τρομερά ψαρωτικό υφάκι. Πετά στο άσχετο λίγο Σολωμό- “πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου” κι έπειτα ρίχνει την χαριστική βολή.
“E mentre il grano ti stava a sentire
Dentro le mani stringevi il fucile
Dentro la bocca stringevi parole
Troppo gelate per sciogliersi al sole”.
Τώρα φίλε. Απ’ όλα όσα σου είπα. Τι θα πιστέψεις. Είναι δικό σου θέμα. Πόσο αρκούδι είναι το αρκούδι ή πόσο αρκούδι είναι ο Μήτσος. Δικό σου. Στο χαρίζω. Εμείς θα την πέσουμε. Αγκαλίτσα. Χνουδωτή.
Ευχή σου μας όνειρα γλυκά και χνουδωτά.
* Οι στίχοι που παρατίθενται είναι από το ποίημα του Fabrizio De Andrè, “La guerra di Piero”.
Παραφράζοντας λίγο τον Αντρέ Μπρετόν, θα αρχίσω το σημερινό αφιέρωμα της στήλης σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες θεατρικές παραστάσεις – καλλιτεχνικές παραγωγές που συμβαίνουν αυτήν την στιγμή στην πόλη μας δηλώνοντας απερίφραστα πως…
“η Τέχνη είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση”.
Ο φετινός Δεκέμβρης – οδεύουμε ήδη προς το πρώτο μισό του – δεν ξεκίνησε με τους ευνοικότερους οιωνούς και αρκεί μια ματιά στην τρέχουσα επικαιρότητα για να μας πείσει, ότι τα πράγματα είναι πλέον πολύ σοβαρά, με αυξημένες πιθανότητες να γίνουν ακόμα σοβαρότερα. Μέσα σε όλα τα δυσάρεστα που ακούμε τον τελευταίο καιρό, προστέθηκε κι ο θάνατος ενός σπουδαίου ανθρώπου των Γραμμάτων & των Τεχνών, του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, που “χάθηκε” λίγο πριν την έλευση της καινούργιας χρονιάς, με τρόπο βίαιο και τόσο μα τόσο άδικο, βυθίζοντας το σύνολο του καλλιτεχνικού – και όχι μόνο – κόσμου σε βαθιά λύπη & περισυλλογή.
Επειδή όμως, οφείλουμε κάπως να αντιδράσουμε σε όλο αυτό το σκοτάδι που μας ζυγώνει από παντού – διογκωμένο στη νιοστή από τα Μ.Μ.Ε. – προτείνω να στραφούμε στο πιο σίγουρο και ασφαλές καταφύγιο, που δεν είναι άλλο από την Τέχνη. Δημιουργία, επικοινωνία, ανοιχτός διάλογος, φαντασία, πρωτοτυπία, πειραματισμός…με ότι μπορούμε, με ότι έχουμε, όπου κι αν είμαστε…Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την θεατρική μας περιπλάνηση…
Στάση 1η : BIOS
Εκεί μας περιμένει ο Κώστας Κουτσολέλος,ο οποίος μετρά ήδη πολλές και επιτυχημένες συνεργασίες με τον γνωστό πολυχώρο και φέτος μας συστήνεται ως ο καλλιτεχνικός υπεύθυνος 12 εργαστηρίων για το σύγχρονο θέατρο στην πράξη. Την Πέμπτη 18 & την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου θα πραγματοποιηθούν οι τελικές παρουσιάσεις των εργαστηρίων για την Α’ Περίοδο(Οκτώβριος 2014 – Δεκέμβριος 2014) στο BIOS.
Έξι σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς παρέδωσαν ένα δίμηνο κύκλο εργαστηρίων πάνω στην μέθοδο τους σε σχέση με την λειτουργία του ηθοποιού στην σύγχρονη θεατρική πράξη και παρουσιάζουν τα αποτελέσματα αυτής της δουλειάς, είτε με την μορφή ενός ανοιχτού μαθήματος, είτε δημιουργώντας μια μικρή παράσταση. Τα εργαστήρια αυτά που φέρουν τον ευέλικτο τίτλο: ότι μπορείς, με ό, τι έχεις, όπου είσαι, είναι μια διοργάνωση του BIOS.
Αναλυτικά το πρόγραμμα των παρουσιάσεων:
Δημήτρης Τσιάμης, Η τέχνη του διαλόγου
πάνω από το BIOS
Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου | ώρα έναρξης: 21.00
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τσιάμης παρουσιάζει τη μεθοδολογία που εφαρμόσθηκε στο εργαστήριο θεάτρου Η Τέχνη του Διαλόγου.
Μια σφαιρική προσέγγιση του θεατρικού διαλόγου, με στόχο την ανάδειξη της πολλαπλής και αποκαλυπτικής του διάστασης κατά την σκηνική του απόδοση, καθώς και την δημιουργική εμπλοκή των ηθοποιών στην σύνθεση του.
Οι συμμετέχοντες θα παρουσιάσουν εξειδικευμένες – για τον διάλογο – ασκήσεις και σύντομες σκηνικές συνθέσεις βασισμένες σε διαλόγους από το έργο Τρεις Αδελφές του Α. Τσέχωφ. Συμμετέχουν οι: Αλέξη Κατερίνα, Αργυροπούλου Νάντια, Γαβράς Γιάννης, Πιατά Ιωάννα, Σαρδάνη Στέλλα.
Βασίλης Νούλας – Περιγραφή εικόνας
BIOS Main
Κυριακή 21 Δεκεμβρίου | ώρα έναρξης: 18.00
Ένα τοπίο μεταξύ στέπας και σαβάνας, ο ουρανός σε μπλε πρωσικό, δύο τεράστια σύννεφα, στερεωμένα σαν μ’ ένα συρμάτινο σκελετό, το αριστερό μεγαλύτερο θα μπορούσε να είναι ένα λαστιχένιο ζώο που ξέφυγε από κάποιο λούνα-παρκ, ή ένα κομμάτι της Ανταρκτικής στο δρόμο της
επιστροφής, δεξιά στο τοπίο ένα δέντρο (…)
Εργαστήριο για τα όρια και τη μελαγχολία της θεατρικής περφόρμανς με αφορμή το εμβληματικό κείμενο του Heiner Müller, Περιγραφή εικόνας. Ποίηση με ευτελή μέσα, queer performance, δύναμη και αδυναμία της σωματικής παρουσίας, αισθητική του γελοίου και αισθητική του υψηλού.
Συμμετέχουν οι: Αγγελοπούλου Ηλέκτρα, Κόη Σίλια, Κόχυλα Δώρα, Λαζάρου Σπύρος, Νικολακόπουλος Νίκος, Νικολοπούλου Τέση, Στράμπη Μυρτώ, Τσεκούρας Θανάσης
Αγγελική Παπαθεμελή – 1 + 1
BIOS Main
Κυριακή 21 Δεκεμβρίου | ώρα έναρξης: 19.00
-Μίλησέ μου… Πες μου κάτι… (Παύση) …πες μου κάτι…
-Τι να πω; Τι;
-Οτιδήποτε …
Αντλώντας το υλικό του μέσα από τα ερωτικά ζευγάρια της εργογραφίας του Τσέχωφ, το εργαστήριο ερεύνησε το συναρπαστικό και απρόβλεπτο πεδίο που ανοίγεται όταν ο Ένας συναντά τον Άλλο. Συνύπαρξη και αλληλεπίδραση ή με τι τρόπους το σώμα, η σκέψη, η πρόθεση, το αίσθημα αφήνονται να επηρεαστούν και να επηρεάσουν, δημιουργώντας μια ξεχωριστή οντότητα, τη σχέση. Η τελική παρουσίαση του εργαστηρίου θα έχει την μορφή ενός δημόσιου, ανοιχτού μαθήματος.
Συμμετέχουν οι: Αθανασιάδης Θανάσης, Αναγνώστου Ηλιάνα, Βλαστάρη Στεφανία, Γκρίτσης, Αντώνης, Δημητριάδη Γιώτα, Ευριπιώτη Ιωάννα, Καρδάμη Ελένη, Κουλούρη Μαρία, Λαζαρίδου Αστερόπη, Παπακώστα Ευθαλία, Παρσάη Αλεξία, Πούλη Βάνα, Σταματίου Γιάννης, Χαλιώτη
Αναστασία
Αργυρώ Χιώτη – Βιογραφίες του υπογείου
BIOS Main
Κυριακή 21 Δεκεμβρίου | ώρα έναρξης: 20.00
Βιογραφίες του υπογείου. Σκηνικές βιογραφίες που αντλούν υλικό από τη ζωή ποιητών, συγγραφέων ή άλλων ανθρώπων της τέχνης, που κινήθηκαν στο υπόγειο, που τόλμησαν δηλαδή να ζήσουν σε αντίθεση με το πολιτικώς ορθό, αφήνοντας πίσω τους καλλιτεχνικό ή επιστημονικό έργο
σπάνιο και αυθεντικό. Κάθε συμμετέχων θα παρουσιάσει από μία βιογραφία του υπόγειου, που ο ίδιος επέλεξε και άντλησε το υλικό της.
Συμμετέχουν οι: Αγγελοπούλου Ηλέκτρα, Αλεξίου Ασημάκης, Ανανιάδου Νεφέλη, Βλασσοπούλου Εύα, Γαλανάκη Σοφία, Γεωργιάδου Μαρία, Γιαννοπούλου Κατερίνα, Νικητοπούλου Μαρία, Παπακώστα Ευθαλία, Παπανδρέου Κατερίνα, Σαχαλώφ Μαίρη, Σοφιανοπούλου Δάφνη, Τάμπαση Δήμητρα, Φλουρή Πηνελόπη.
Γιάννης Καλαβριανός – Μεταξύ δύο πολύ συγκεκριμένων δράσεων
BIOS Main
Κυριακή 21 Δεκεμβρίου | ώρα έναρξης: 21.00
Μεταξύ δύο πολύ συγκεκριμένων δράσεων. Αυτός ήταν ο τίτλος των μαθημάτων που είχαν ως στόχο την εργασία στον ενδιάμεσο χώρο αφήγησης και αναπαράστασης με κάθε δυνατό τρόπο ή μέθοδο.
Υλικό εργασίας αποτέλεσαν το κείμενο και οι ασκήσεις που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των προβών της παράστασης Παραλογές ή Μικρές καθημερινές τραγωδίες, της Εταιρείας Θεάτρου Sforaris, για το Φεστιβάλ Αθηνών 2010. Βασικό μέλημα και θεμέλια λίθος του συγκεκριμένου τρόπου
εργασίας είναι η δημιουργία ομάδας, η οποία αναλαμβάνει συνολικά την ευθύνη του κειμένου, δημιουργεί σύνολα και τα διαλύει ακαριαία, απευθύνεται, αναπαριστά και μεταφέρει εικόνες χρησιμοποιώντας τις ελάχιστες δυνατές χειρονομίες και σκηνικά αντικείμενα. Τελικός στόχος είναι η
όσο το δυνατόν καθαρότερη παρουσίαση των σπαραγμάτων, των χρονικών αλμάτων και του αλματώδους τρόπου αφήγησης των δημοτικών τραγουδιών.
Συμμετέχουν οι: Αγγελοπούλου Ηλέκτρα, Αλεξίου Ασημάκης, Γιακιντζής Κωνσταντίνος, Γρέντζελου
Βασιλική, Δεμέστιχα Έλενα, Δερμιτζάκη Δήμητρα, Μωραΐτη Όλγα, Παπαβασιλείου Έλενα, Παπαδημητράκη Βαλεντίνα, Παπακώστα Ευθαλία, Σπανού Ξανθή, Τάμπαση Δήμητρα, Τασσύ Κατερίνα, Φέστα Γιώτα.
Έφη Θεοδώρου – Δομές του λόγου και τρόποι αφήγησης (με δύναμη από το Υπόγειο)
BIOS Main
Κυριακή 21 Δεκεμβρίου | ώρα έναρξης: 22.00
Με δύναμη από Το Υπόγειο.
Σύντομη παρουσίαση των εκδοχών αφήγησης που δοκιμάστηκαν στο πλαίσιο των 10 συναντήσεων
του εργαστηρίου με αφετηρία Το Υπόγειο του Φ. Ντοστογιέφσκι.
– Δοκιμιακός λόγος και λογοτεχνική / θεατρική αφήγηση.
– Προσωπική και ομαδική αφήγηση.
– Το δύσκολο ”εδώ και τώρα”΄ της θεατρικής πράξης, όταν η δράση καταρχάς είναι λόγος.
Συμμετέχουν οι: Αποστολακέα Μαρία, Γεωργίου Μιχάλης, Δούλος Γιώργος, Μπακαλάκου Ιωάννα,
Παπαιωάννου Βασιλική, Πολυχρονίδου Σοφία, Τάμπαση Δήμητρα.
Στάση 2η: Θέατρο Μεταξουργείο
“ΤΟΛΜΑΣ;”… Μια ενδιαφέρουσα πρόταση από την Θεατρική Ομάδα Repente, στο Θέατρο Μεταξουργείο. Με αφορμή την Γαλλική ταινία “ΑΓΑΠΑ ΜΕ ΑΝ ΤΟΛΜΑΣ;” του Yann Samuell, με πρωταγωνιστές τους Μαριόν Κοτιγιάρ και Γκιγιόμ Κανέ,η οποία συμπεριλαμβάνεται στις προσωπικές μου αγαπημένες, μια νέα σχετικά ομάδα αποπειράται να προσεγγίσει μία από τις πιο εκκεντρικές ιστορίες αγάπης του σύγχρονου Ευρωπαϊκού κινηματογράφου, με τον δικό της τρόπο, ρισκάροντας μια – μοιραία ίσως – σύγκριση. Η παράσταση έχει ήδη ξεκινήσει από τις 10 Νοεμβρίου και θα συνεχιστεί έως και τις 30 Δεκεμβρίου 2014.
Παρόλο που η στήλη δεν είναι φαν των μεταφορών γνωστών και επιτυχημένων ταινιών στο θέατρο, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, θα βρεθεί στο Θέατρο Μεταξουργείο,για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι αν το πείραμα της ομάδας Repente πέτυχε τελικά. Η μαγεία της τέχνης άλλωστε, κρύβεται πάντα στην ανατροπή και την κατάργηση των κλισέ και των – κάθε είδους – προκαταλήψεων. Εσείς θα τολμήσετε;
«Τολμάς;» του Χάρη Χιώτη
“Για να κερδίσεις το παιχνίδι χρειάζεσαι ένα φυλαχτό, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι. Όλα τ’ άλλα μπορούν να πάνε στο διάολο”
O Ναν και ο Έντ εφευρίσκουν ένα πολύ παράξενο παιχνίδι.
Όταν το φυλαχτό βρίσκεται στα χέρια του ενός, ο άλλος πρέπει να καταφέρει να το πάρει πίσω. Ο μοναδικός κανόνας είναι ότι απλά δεν υπάρχουν κανόνες και οι δυο τους πρέπει να δεχτούν τις προκλήσεις που προτείνει ο ένας στον άλλο.
Ο Ναν γνωρίζει την Σάντυ. Ο Έντ γνωρίζει την Έσενς.
Το παιχνίδι αλλάζει μορφή.
Είναι ικανός ο έρωτας να υπερνικήσει τα πείσματα δύο ενηλίκων που αγαπιούνται από παιδιά;
Δύο άνθρωποι τόλμησαν περισσότερα απ’ όσα άντεχαν ο ένας για τον άλλον.
Όταν όμως τολμάς, συνήθως πληρώνεις και κάποιο τίμημα.
Εσύ; Τολμάς;
Το Θέατρο του Νέου Κόσμουμας έχει συνηθίσει σε πολύ προσεγμένες και αξιόλογες παραγωγές, προσφέροντας στο κοινό πολλές επιλογές, μέσω ενός εναλλασσόμενου ρεπερτορίου, που τις περισσότερες φορές κρύβει παραστάσεις “διαμάντια”. Μετά από σκέψη και έχοντας να διαλέξω από μια τεράστια γκάμα επιλογών, επέλεξα να σας παρουσιάσω την παράσταση “Loot – Τα Λάφυρα” του Τζο Όρτον,σε σκηνοθεσία Μάκη Παπαδημητρίου, στην οποία συμμετέχει μια πλειάδα ταλαντούχων ηθοποιών: Γιώργος Μακρής, Κατερίνα Λυπηρίδου, Δημήτρης Πασσάς, Όμηρος Πουλάκης & Γιάννος Περλέγκας. Ένας απο τους πολλούς λόγους που με ώθησαν στην επιλογή της συγκεκριμένης παράστασης, είναι κυρίως το γεγονός ότι την σκηνοθεσία υπογράφει ο δημοφιλέστατος ηθοποιός, την πορεία του οποίου παρακολουθώ ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια και πραγματικά ανυπομονώ να διαπιστώσω, αν η σκηνοθετική του δεινότητα είναι αντάξια της ερμηνευτικής.
Ο Χαλ και ο Ντένις ληστεύουν μια τράπεζα και κρύβουν τα χρήματα στο φέρετρο της μητέρας του Χαλ που μόλις έχει πεθάνει. Μια μυστήρια νοσοκόμα παρηγορεί τον πατέρα του Χαλ, που κλαίει πάνω από το φέρετρο τη νεκρή του γυναίκα. Και τότε χτυπάει το κουδούνι… Είναι ο Τράσκοτ, επιθεωρητής της Σκότλαντ Γιαρντ που –μη έχοντας ένταλμα έρευνας– ψάχνει για τους δράστες μεταμφιεσμένος σε… υπάλληλο της εταιρίας υδάτων. Και το πράγμα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο…
Το Loot (τα Λάφυρα) του Τζο Όρτον που γράφτηκε το 1964 είναι το σήμα κατατεθέν της μαύρης κωμωδίας και μιλάει με σατυρικό και ανελέητα κωμικό τρόπο για την κοινωνική συμπεριφορά, τη στάση μας απέναντι στο θάνατο,
την καθολική εκκλησία και την ακεραιότητα ή όχι της εξουσίας και δη της αστυνομίας απέναντι στο έγκλημα. Λίγα λόγια για την παράσταση (από τους συντελεστές) Δύο νεαροί ληστεύουν μια τράπεζα και βάζουν τα χρήματα στο φέρετρο της μάνας του ενός που μόλις έχει πεθάνει, εεε… όχι ο «ενός», η μάνα του. Τι άλλο, εεε… α, ναι, το πτώμα της μαμάς το βάζουν στην ντουλάπα, εεε… και μετά μπαίνει ο Γιάννος, εεε… συγγνώμη, ο Τράσκοτ. Μετά από λίγη ώρα ο Γιάν… συγγνώμη, ο Τράσκοτ, βρίσκει το πτώμα
ενώ ψάχνει τα λεφτά. Κάπως έτσι, πυροδοτείται ο μηχανισμός της μαύρης κωμωδίας του Φραγκίσκου Αλβέρτη, εεε… συγγνώμη, του Τζο Όρτον, ο οποίος έβλεπε το στεφάνι σαν βαρέλι, εεε… ο Αλβέρτης, όχι ο Όρτον. Αυτά, τι άλλονα πούμε… α, ναι, η παράσταση έχει επηρεαστεί από το φαρσικό στοιχείο των Μόντυ Πάιθον, του Μελ Μπρουκς, του Πίτερ Σέλλερς και των Windows 98 (πραγματικά αυτό το λειτουργικό ήτανε μια σκέτη φάρσα)…
Το έργο στηλιτεύει την άκριτη νομιμοφροσύνη, την αυθαιρεσία της αστυνομίας, τον δογματισμό της εκκλησίας, τον παραλογισμό της εξουσίας. Και άλλα πολλά άνευ σημασίας.
Η Γεωργία Μαυραγάνη, άλλη μια σημαντική καλλιτέχνης, με πολύ πλούσιο βιογραφικό και πολυάριθμες παραστάσεις
στο ενεργητικό της, συμπράττει με την ομάδα Happy Endκαι μαζί δίνουν θεατρικό βήμα και την καλλιτεχνική φροντίδα, που αναλογεί στο εφηβικό θέατρο, παρουσιάζοντας στην Στέγη Γραμματών & Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση,μια σειρά παραστάσεων που ανήκουν στο θέατρο επινόησης (devised theatre). Μια ακόμα πρωτοβουλία της ακαταπόνητης δημιουργού, η οποία απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους, με στόχο την ευαισθητοποίηση όλων μας, πάνω στα θέματα που απασχολούν και ταλανίζουν τον έφηβο πληθυσμό αυτής της χώρας, που δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος αριθμητικά – και ουσιαστικά – και πρέπει επιτέλους ν’ αποκτήσει την δική του δημιουργική φωνή.
Ο Βασίλης Νικολαϊδηςσκηνοθετεί τον Πάνο Σκουρολιάκοστην παράσταση “Η τελευταία μαγνητοταινία του Κράππ”, ένα έργο του Σάμιουελ Μπέκετ,που τελευταία ειδικά έχει γνωρίσει αρκετά και διαφορετικά μεταξύ τους ανεβάσματα, με τα αποτελέσματα να ποικίλουν. Προσωπικά, θεωρώ τον Πάνο Σκουρολιάκο έναν σημαντικό ηθοποιό της σύγχρονης γενιάς, με μεγάλη πορεία στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο και παράλληλα έχω εμπιστοσύνη στην σκηνοθετική ματιά του Βασίλη Νικολαίδη, ο οποίος γενικά υπογράφει προσεγμένες δουλειές, με άποψη και αισθητική.
Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00 & Κυριακή στις 20:00 «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κράππ» Σάμιουελ Μπέκετ
Σκηνοθεσία: Βασίλης Νικολαΐδης
Ερμηνεύει: Πάνος Σκουρολιάκος
Το εμβληματικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κράππ» ανεβαίνει στο ‘Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης – Black Box. Τον Κραππ, ερμηνεύει ο Πάνος Σκουρολιάκος, σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη, μετάφραση Βάλιας Καϊμάκη και εικαστική επιμέλεια Ελένης Καραμέρου. Βοηθός σκηνοθέτη Κατερίνα Σεμπέκου.
Στο δωμάτιό του ο Κράππ (που το όνομά του παραπέμπει σε «σκουπίδι»)
ξανακούει από παλιές μπομπίνες στο μαγνητόφωνο σκέψεις, γεγονότα και
καταστάσεις που κατέγραψε ο ίδιος με τη φωνή του καθ όλη τη διάρκεια του βίου του, που πλησιάζει προς τη δύση. Αντιδρά και αισθάνεται στην επαν – ανακάλυψή τους. Και έρχεται για άλλη μια φορά, όπως όλοι, αντιμέτωπος με το μέγα μυστήριο της ζωής.
Έργο – σταθμός στην θεατρική περιοχή των μονοπρόσωπων θεατρικών έργων, πραγματεύεται καταστάσεις μοναξιάς και διάσπασης προσωπικότητας από τις οποίες υποφέρει ένας άνθρωπος που δεν έχει ούτε κοινωνικό, ούτε βιολογικό, ούτε θρησκευτικό στόχο. Κατά καιρούς προσπάθησε να βρει νόημα στον έρωτα και τη δημιουργικότητα αλλά δεν θα κατάφερε. Το μόνο που τον ανακουφίζει είναι το τελετουργικό της μαγνητοταινίας. Είναι το ίδιο το τελετουργικό των γενεθλίων του, αλλά και το άνοιξε-σβήσε του μαγνητοφώνου, οι φράσεις του οποίου επαναλαμβάνονται. «Τι είναι πια ένα έτος; Σκέψη και δυσκοιλιότητα.» Η φράση συνοψίζει όλη την προσωπικότητα του Κραππ. Από τη μία το μυαλό και από
την άλλη το σώμα το οποίο συμβολίζεται με τα έντερα και αυτό που παράγουν. Σκουπίδια, σκατά. Είναι το όνομα του ίδιου του Κραππ, είναι η ουσία από την οποία είναι φτιαγμένος.
Ο Πάνος Σκουρολιάκος ερμήνευσε για πρώτη φορά τον μονόλογο του Σάμιουελ Μπέκετ «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κράππ» το 1996 στο θέατρο «Σημείο» σε σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή, μετάφραση Κώστα Σταματίου και εικαστική επιμέλεια Ηλία Δελόγλου.
Επανέρχεται στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, δεκαεπτά χρόνια μετά, για να
ανιχνεύσει πάλι την ουσία της ζωής, μέσα από τον γοητευτικό και σπαρακτικό λόγο του Σάμιουελ Μπέκετ.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΤΕ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ARS & VITA ΣΤΙΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΦΩΤΙΣΟΥΝ ΟΠΩΣ ΜΟΝΟ Η ΤΕΧΝΗ ΓΝΩΡΙΖΕΙ & ΜΠΟΡΕΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ…
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΤΕΧΝΗ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ…ΠΡΟΣΕΧΩΣ…
ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ & ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ…