Tags

Είναι καιρός, που γυρνάω στο σπίτι τύφλα. Ευτυχώς δεν έχω σκύλο ή άλλο ζωντανό για να προσέχω. Μόνος. Ζω μιαν αδιάκοπη ρουτίνα σκοταδιού και τζαζ ήχων. Φρόνιμα τραντάζω τους τέσσερις τοίχους της γλυκιάς φυλακής μου. Δεν περιμένω τίποτα παρά την πιο ακραία διατύπωση αδράνειας.

Ένα φιλαράκι μου είπε πως είμαι τυχερός. Βγαίνω στον κόσμο εντός περίκλειστου κελύφους λέξεων και τρόμων. Τύχη… η άτυχη συγκατοίκηση με το χάος.

Τετάρτη είναι η μεγάλη μέρα. Θα έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο δυο ασύμπτωτες υπεκφυγές. Εγώ κι εκείνος. Ο δικός μου φόβος με τον δικό του δισταγμό. Μιαν ήσυχη προσμονή με μια ταξιδιάρα ανυπαρξία. Σε φοβάμαι. Ομολογώ το τρωτό μου σημείο. Ξεγυμνώνω την παρθένα πληγή. Σε εξομοιώνω με θυσιαστήριο.

Εκεί που σκαλώνω πιο πολύ είναι στα μάτια. Το πως θα αντικρίσω τα μάτια σου. Το τέλειο όπλο. Δεν υπάρχει αντίδοτο για το σκιστό σου βλέμμα. Άμεση η ανταπόκριση με την ευθεία πτώση μου.

Και θα’ ναι ένα λιμάνι κόκκινο, με λεπτές λωρίδες μαύρου. Εκεί που θα ρέει το κρασί… Εκεί θα πίνω την κάθε κίνησή σου… Εκεί θα σπάσω ένα φεγγάρι στην γυάλα της νύχτας, να σου δροσίζω τους αλύγιστους μύες. Εκεί. Τετάρτη βράδυ. Με μια θάλασσα ανάμεσά μας. Μαζί χωρίς τους εαυτούς μας.

 

Τετάρτη. Βράδυ. Λιμάνι. Πίσω από τα σημαινόμενα ένα άγνωστο εσύ.