Tags

images5

 

Ρε φίλε, σήμερα κέρδισα ένα αρκούδι. Μη με ρωτήσεις πως και γιατί. Απλά, το κέρδισα. Κι ήταν, φίλε μου, έρωτας με την πρώτη ματιά. Στρογγυλά γλυκούτσικα αυτάκια, τσιμπουκόχειλα, πατουσίτσες με καρδούλες κι ένα κατακόκκινο κασκόλ. Διανοούμενος ο γκόμενος!

Το σύμπαν μαλακίζεται. Το ξέρω. Φίλε. Πρέπει να τον γνωρίσεις, όμως, τον Μήτσο. Από την πρώτη στιγμή άρχισε τα τερτίπια. Ξέρεις πως με πλεύρισε; Με ντε Σαν. Πες μου – στον θεό που δε πιστεύεις- φίλε, ποιος άλλος θα μου ρουθούνιζε κοτζάμ Μαρκήσιο; Και να’ τανε μονάχα αυτό. Πέρασε και στο παρασύνθημα, ο άτιμος. Κορμάρα μου ατελείωτη, μου λέει, ξέρεις τι θα’ λεγε για μας ο Λάο Τσε; Τι θα’ λεγε ρε Μητσάρα; “Δίχως σώμα, πως θα υπήρχε δυστυχία;”. Άτσα ρε Μητσάρα. Που τα’ μαθες εσύ αυτά; Δε πα μια ώρα που έσκασες απ’ το κουτί σου. Και δυστυχία ρε μεγάλε. Γιατί δυστυχία; Για να εκτιμάμε την ευτυχία. Μου λέει. Ρε φίλε. Σκάλωσα. Τι είπε ο ριμάδης ο αρκούδος!

Στο δρόμο για το σπίτι. Να, ο ποιητής. Φανφάρας. Αλλά, πουλάει ο πούστης. Τι’ ναι αυτό ρε Ντίνε- ρωτάει παραξενεμένος. Ο γκόμενός μου, του απαντάω. Την κάνει. Τρομαγμένος. Αλλαγή πορείας. Φτάνουμε Εξάρχεια. Εκεί. Επαναστάτες. Ροκάδες. Μεταλλάδες. Κι ό, τι άλλο περισσέψει. Κάθομαι και παραγγέλνω δυο μπύρες. Ο μπαρμπα- μεταλλάς πλησιάζει και κάθεται δίπλα μας. Ποιος είν’ αυτός, ρωτάει. Άστα. Μεγάλη καψούρα. Τα ποτά των παιδιών δικά μου, λέει στον μπάρμαν. Και φεύγει. Ψυχάρα ο τύπος.

Τότε, αρχίζει ο δικός μου. Κι όταν αρχίζει άντε να τον μαζέψεις. Φωνή καθαρή. Μέσα στον ρυθμό. Και να λέει για αγάλματα που ξυπνούν και για τον Παρθενώνα που θα γείρει και θ’ αποκοιμηθεί. Κάνω φίλε, τώρα θα μας πλακώσουνε και τους δυο. Και τι λες πως γίνεται τότε; Πάει ο μπαρμπα- μεταλλάς σ’ ένα ξεχασμένο πιάνο και κατεβάζει όλον τον Χατζιδάκι. Μαγεία. Φίλε. Μαγεία.

Αποπλάνηση, ξέρεις τι θα πει; Κι όμως. Δε ξέρεις. Που τύφλα να’ χε η Ντυράς. Μαλάκα μου, δε παίζεται ο αρκούδης.

Τσακίζει τις αντιστάσεις. Πιάνει την θεωρία της σχετικότητας. Κι αρχίζει να μιλάει για τα ταξίδια στο χρόνο. Για τον βαν Στόκουμ και την υπόθεσή του, για τον παρατηρητή σε τροχιά γύρω από περιστρεφόμενο κύλινδρο. Για τις σκουληκότρυπες. Τι Paul Davies και μαλακίες. Ο αρκούδης μου. Ο Μητσάρας. Φίλε. ΜΗΤΣΑΡΑΑΑΑΑΑΣΣΣΣ.

Προσπαθώ να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα. Ξεκινώ κι εγώ με ρεπερτόριο: πληθωρισμούς αλλά Άλαν Γκουθ, τη θεωρία των χορδών, τις προοπτικές και τις επικρίσεις. Κι εκείνος φίλε να μη σπάει με τίποτα. Και να. Μου βουλώνει το στόμα. Κεραμίδες πέταγα, άλλωστε- τα’ χα μπερδέψει. Φαντάσου σκηνικό: τα πάντα γύρω σκοτεινιάζουν, ο προβολέας όλος πάνω μας και πίσω το ακορντεόν του Τροΐλο να ετοιμάζει ένα συγκλονιστικό αντάτζιο οργασμού και τάγκο. Παίρνει ένα τρομερά ψαρωτικό υφάκι. Πετά στο άσχετο λίγο Σολωμό- “πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου” κι έπειτα ρίχνει την χαριστική βολή.

“E mentre il grano ti stava a sentire

Dentro le mani stringevi il fucile

Dentro la bocca stringevi parole

Troppo gelate per sciogliersi al sole”.

Τώρα φίλε. Απ’ όλα όσα σου είπα. Τι θα πιστέψεις. Είναι δικό σου θέμα. Πόσο αρκούδι είναι το αρκούδι ή πόσο αρκούδι είναι ο Μήτσος. Δικό σου. Στο χαρίζω. Εμείς θα την πέσουμε. Αγκαλίτσα. Χνουδωτή.

Ευχή σου μας όνειρα γλυκά και χνουδωτά.

* Οι στίχοι που παρατίθενται είναι από το ποίημα του Fabrizio De Andrè, “La guerra di Piero”.