Άσε με για λίγο να κλάψω δίπλα σου. Έξω χιονίζει. Μυρίζει ο τόπος γιορτές. Αύριο η Άννα, λέει, θα στολίσει. Κι εγώ θέλω να κλάψω εδώ κοντά σου. Σε πειράζει; Ορκίζομαι. Δεν θα ακούς το παράπονό μου.
Είναι…
Τέτοιες μέρες ο κόσμος ψάχνει για παρέα. Καφεδάκι. Δώρα. Βόλτες στους δρόμους, με τα φωτάκια και τα τραγούδια να γοητεύουν τις αισθήσεις. Εγώ, όμως, φοβάμαι. Βλέπεις… βαριά η κληρονομιά που μου έλαχε. Πιάσε μου το χέρι. Απόψε έχω ανάγκη· μου μυρίζει μνήμη και άλιωτες απώλειες φίλων. Θεριεύουν οι σκιές και το τραγούδι… σαν φονικό ξυράφι… επίμονο… σε λίγο θα ματώσει την φλέβα… σε λίγο, τ’ ορκίζομαι, θα σ’ αφήσω μόνο στην ησυχία σου.
Δε ξέρω τι με πειράζει περισσότερο σ’ αυτό το τραγούδι. Η μελωδία- που είναι λες και λυγίζουν, τόνοι, τα κορμιά των εραστών- ή οι στίχοι – τα λατομεία των αγεφύρωτων πόθων;
Μου αρέσει που ποτέ δε ρωτάς. Αφήνεις την στιγμή και τα σώματα να μεταφράσουν ετούτη εδώ τη σκηνή. Εγώ κι εσύ. Το παράθυρο. Το χιόνι. Η ασημένια φλέβα. Το τασάκι που καπνίζει τα πολύτιμα δευτερόλεπτά μας. Το δάκρυ που αντιστέκεται. Το τραγούδι. Το τραγούδι. Και πάλι το τραγούδι. Γραμμένο από εκείνον. Ψάχνω πάντα για δεσμούς… ψάχνω πάντα για αλυσίδες…
Άσε… καλύτερα να μη παραδοθούμε σε επικίνδυνες οικειότητες… καλύτερα να μείνουμε ο καθένας με τα απροσδιόριστα σήματα της νύχτας· μια πανσέληνος ο αναστεναγμός μας σε παράλληλα σύμπαντα… καλύτερα… καλύτερα, έτσι…
Μου δίνεις το σακάκι σου; Κρύωσα. Τι ωραίες οι ζωγραφιές στο χέρι σου! Ατέλειωτες λεωφόροι που διασχίζουν το κορμί σου. Τι μυστικά… τι θησαυρούς κρύβεις. Να’ χα έναν χάρτη να σε διαβάσω. Γιατί το ξέρω. Θα χαθώ μέσα εκεί στο δαιδαλώδες του εαυτού σου. Είπαμε. Μακριά. Έξω από τα επικίνδυνα μαγνητικά πεδία. Εμένα, με μπερδεύει η παράξενη γεωμετρία του έρωτα.
Ήρθε η ώρα… δε θα μιλάω… άσε με μόνο να κλάψω…