Tags

Π  Ρ  Ο  Σ  Ω  Π  Ο  Γ  Ρ  Α  Φ  Ι  Α  

giorgos_004

 Γ  Ι  Ω  Ρ  Γ  Ο  Σ           Ν  Α  Ν  Ο  Υ  Ρ  Η  Σ 

 


τη στήλη γράφει & επιμελείται

η Λίλα Παπαπάσχου 


Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Δύο καλλιτεχνικές ιδιότητες, αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρωματικές. Ας ξεκινήσουμε απ’ την πρώτη. Πως αντιλαμβάνεσαι την «σημασία του να είναι κανείς ηθοποιός;»

Δεν θεωρώ, ότι η συγκεκριμένη ερώτηση έχει μόνο μία απάντηση. Όταν είσαι ηθοποιός καλείσαι να επιστρατεύσεις όλα τα εκφραστικά σου μέσα, οπότε δουλεύοντας με τον εαυτό σου και χρησιμοποιώντας το σώμα σου ως εργαλείο, θέλεις να πειραματιστείς και να εξερευνήσεις όλες τις πτυχές αυτού του αντικειμένου. Ως ηθοποιός λοιπόν, έχω την ανάγκη να δοκιμάζομαι μέσα από πολλά και διαφορετικά καλλιτεχνικά είδη, παίζοντας ρόλους που θα μου προσφέρουν την δυνατότητα να μεταμορφώνομαι σε κάτι εντελώς διαφορετικό κάθε φορά. Μέχρι την στιγμή, που ενδεχομένως θα κατασταλάξω σε κάτι πιο συγκεκριμένο, χωρίς αυτό απαραίτητα να σημαίνει, ότι δεν θα πάψω να εξερευνώ τα όρια μου. Οπότε «η σημασία του να είναι κανείς ηθοποιός», έχει για μένα πολλές εκφάνσεις και συγκυριακά βρίσκομαι σε μία φάση που δεν φοβάμαι να πάρω ρίσκα, με τον κίνδυνο να εκτεθώ ή να ρεζιλευτώ. Έχω εξοικειωθεί μ’ αυτό το ενδεχόμενο και το θεωρώ μία πολύ χρήσιμη εμπειρία για έναν καλλιτέχνη.

Απ’ την αρχή της καριέρας σου δεν φοβήθηκες να δοκιμαστείς σε πολλά και διαφορετικά είδη, ενώ παράλληλα «θήτευσες» και στην θρυλική πια  «ΣΠΕΙΡΑ – ΣΠΕΙΡΑ» του Σταμάτη Κραουνάκη. Πιστεύεις, ότι αυτή η πολυσυλλεκτικότητα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη σου ως ηθοποιός;

Έχω την αίσθηση, ότι αυτή η πολυσυλλεκτικότητα που λες, έχει να κάνει και με το πως είμαι γενικά σαν άνθρωπος. Δεν θέλω να βάλω μία ταμπέλα στον εαυτό μου. Τώρα όσον αφορά την εμπλοκή μου με την ομάδα ΣΠΕΙΡΑ-ΣΠΕΙΡΑ, η ιστορία έχει ως εξής: Μόλις είχα ολοκληρώσει τα γυρίσματα της ταινίας «Γαλάζιο Φόρεμα»  και πήγα να δω την παράσταση «Κλασική Συνταγή». Με εντυπωσίασε πολύ το πόσο καλοδουλεμένη ήταν και πήγα μετά στο καμαρίνι για να συγχαρώ τον Σταμάτη, λέγοντας του χαρακτηριστικά πως «ζήλεψα» το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και το πόσο καλά περνούσαν ως ομάδα. Εκείνος, έτσι απλά κι αφοπλιστικά, μου απάντησε «γιατί δεν έρχεσαι;» Στην αρχή είχα κάποιες επιφυλάξεις – αν θα μπορέσω να ανταπεξέλθω –  αλλά εκείνος επέμενε και την επόμενη χρονιά συμμετείχα σε μία παράσταση, παίζοντας ουσιαστικά τον δικό του ρόλο, γιατί ήταν η πρώτη φορά που δεν θα συμμετείχε ο ίδιος. Κάπως έτσι βρέθηκα να παίζω τον ρόλο του κομπέρ – χάρου στην παράσταση «Οι Δουλάρες», ως guest αρχικά και στη συνέχεια έμεινα για άλλη μία χρονιά. Ήταν μεγάλο σχολείο για μένα από πολλές απόψεις και δεν το λέω καθόλου σχηματικά, γιατί είθισται να λέγονται διάφορες υπερβολές. Ήταν δύσκολα μεν λόγω των υψηλών απαιτήσεων της ομάδας, αλλά ταυτόχρονα ήταν και πολύ όμορφη εμπειρία.

Παράλληλα με το θέατρο, είχες για μεγάλο χρονικό διάστημα  μια σημαντική παρουσία και στην τηλεόραση, αναλαμβάνοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους σε σειρές υψηλής τηλεθέασης, που είχαν όμως και κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία σταδιακά γίνονται όλο και πιο σπάνια. Θεωρείς,  ότι το συγκεκριμένο μέσο περνάει φάση «αποδόμησης»;

Ποτέ δεν κάνω μία δουλειά με κριτήριο το μέσο. Το μόνο μου κριτήριο είναι οι άνθρωποι και η ίδια η δουλειά. Το λέω αυτό γιατί πολλοί ισχυρίζονται, ότι όποιος κάνει αυτό είναι έτσι, όποιος κάνει το άλλο είναι κάπως αλλιώς και πάει λέγοντας. Αυτό δεν ισχύει καθόλου, γιατί έχουμε δει χάλια δουλειές και στο θέατρο και τον κινηματογράφο, οπότε ας μην τα βάζουμε μονίμως με την τηλεόραση. Η κρίση έπιασε τους ανθρώπους του χώρου απροετοίμαστους. Στο θέατρο έχουμε συνηθίσει να δουλεύουμε χωρίς χρήματα και μάθαμε να φτιάχνουμε μια καλή παράσταση με ελάχιστο budget, κάτι που δεν ισχύει για την τηλεόραση. Έχω κάνει μόνο δύο μεγάλες συνεργασίες. Η μία ήταν το ΤΑΞΙΜ στην ΕΡΤ – όταν υπήρχε η ΕΡΤ– ένα σήριαλ με την Όλια Λαζαρίδου, τον Σπύρο Παπαδόπουλο, την Θέμιδα Μπαζάκα και τον Μανώλη Μαυροματάκη και η άλλη ήταν «Τα Μυστικά της Εδέμ» – συμμετείχα για ένα χρόνο –  η οποία πέτυχε απίστευτα ποσοστά τηλεθέασης, αγγίζοντας το 60%,, κάτι που μας εξέπληξε όλους πολύ ευχάριστα. Στην συγκεκριμένη παραγωγή μου άρεσε πολύ ο ρόλος μου και παρόλο που ήταν μια καθημερινή σειρά, γυριζόταν με όρους εβδομαδιαίου σήριαλ, ενώ την χρονιά που παίχτηκε υπήρχαν εβδομαδιαίες σειρές, στις οποίες δεν θα ήθελα να συμμετέχω με τίποτα. Είμαι ανοιχτός γενικά στις ενδιαφέρουσες τηλεοπτικές προτάσεις και φέτος θα παίξω στην σειρά του Πάνου Κοκκινόπουλου «10η Εντολή», η οποία θα αρχίσει σύντομα να επαναπροβάλλεται στον ALPHA.

giorgos_014

Στην Ελλάδα όταν μιλάμε για υποκριτική, βάζουμε τον κινηματογράφο σε δεύτερη μοίρα – για να μην πω τρίτη, τέταρτη…- κυρίως λόγω του περιορισμένου budget παραγωγής. Ως γνωστόν, οι αρμόδιοι φορείς δεν κάνουν και πολλά πράγματα για να βοηθήσουν την κατάσταση, βασιζόμενοι στην ιδιωτική πρωτοβουλία.  Αν κάποιος σου ζητούσε, να εισηγηθείς μια πρόταση σχετικά με την εξοικονόμηση πόρων και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, ποια θα ήταν αυτή;

Δεν γνωρίζω καθόλου τι συμβαίνει με τα κονδύλια και τα κινηματογραφικά budget και επειδή ζούμε σε μια χώρα, που δυστυχώς έχουμε καταλάβει πια όλοι, ότι τα λεφτά για άλλο σκοπό προορίζονται και άλλοι τα καρπώνονται και τα ξοδεύουν όπως και όπου εκείνοι επιλέξουν, δεν ξέρω αν τα χρήματα, που προορίζονται για τις κινηματογραφικές παραγωγές, καταλήγουν κάπου αλλού. Για μένα το μεγαλύτερο πρόβλημα έγκειται στην έμπνευση κι όχι στην τεχνική. Δεν χρειάζονται οικονομικά μέσα για να έχεις μια καλή ιδέα, χρειάζεται μόνο μυαλό. Περισσότερο πάσχουμε νομίζω από έλλειψη καλών σεναρίων, παρά από την έλλειψη οικονομικών πόρων. Η παράσταση που κάνω εγώ για παράδειγμα – για να το αναγάγω  στο θέατρο – δεν είναι υπερπαραγωγή από άποψη τεχνικής υποδομής, αλλά βασίζεται σε ένα πολύ δυνατό κείμενο, έχει  την δική της αλήθεια και είναι δουλεμένη έως την τελευταία λεπτομέρεια με πολλή φροντίδα και αγάπη, οπότε στο τέλος δεν λείπει τίποτα από κανέναν. Αν κάποιος πραγματικά έχει κάτι να πει, δεν χρειάζεται πάρα πολλά τεχνικά ή άλλα μέσα, για να το επικοινωνήσει.

Ας μείνουμε στον κινηματογράφο…Στην ταινία Γαλάζιο Φόρεμα του  Γ. Διαμαντόπουλου, δεν δίστασες να μεταμορφωθείς εξ’ ολοκλήρου με τρόπο πραγματικά εντυπωσιακό, ενώ ερμήνευσες υποδειγματικά ένα ρόλο με πολλές δυσκολίες, καταθέτωντας μια ερμηνεία – σταθμό για τα δεδομένα του ελληνικού κινηματογράφου. Πιστεύεις, ότι τέτοιου είδους ρόλοι, δύσκολα επαναλαμβάνονται;

Προσωπικά, παρακαλάω να μου προτείνονται τέτοιοι ρόλοι, γιατί πάντα προτιμώ να αλλάζω, να πειραματίζομαι με διάφορα είδη και να μεταμορφώνομαι σε κάτι εντελώς διαφορετικό, απ’ αυτό που είμαι εγώ σαν χαρακτήρας. Μετά την ταινία μου ζητήθηκε πολλές φορές να κάνω έναν αντίστοιχο ρόλο στο θεάτρο, στο σινεμά και στην τηλεόραση και αρνήθηκα όλες τις προτάσεις, γιατί δεν ήθελα να ταυτιστώ με κάτι συγκεκριμένο ή να κάνω συνέχεια το ίδιο πράγμα. Όπως σου είπα στην αρχή, μου αρέσει πολύ να υποδύομαι παράξενους, αντισυμβατικούς και ιδιόμορφους χαρακτήρες, κυρίως επειδή στην ζωή μου είμαι ένας πολύ ήσυχος, χαμηλών τόνων άνθρωπος και  σπιτόγατος, οπότε καλλιτεχνικά αναζητώ το διαφορετικό και οτιδήποτε δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου. Θεωρώ μεγάλη ευλογία το γεγονός ότι έκανα αυτήν ταινία, αντιμετωπίζοντας τρομερές δυσκολίες κι έχοντας μεγάλη αγωνία και πολύ άγχος, αλλά  παράλληλα και ισχυρή θέληση να το τολμήσω.  Το «Γαλάζιο Φόρεμα» ήταν για μένα ένας πολύ σημαντικός σταθμός.  Με άλλαξε σε πολύ μεγάλο βαθμό κι ως ηθοποιό κι ως άνθρωπο.

Είμαι σίγουρη, ότι κατά καιρούς βρίσκεσαι σε διάφορα καλλιτεχνικά πηγαδάκια, στα οποία συχνά ενσκήπτει το μείζον ζήτημα «ποιότητα Vs εμπορικότητα». Παίρνεις θέση συνήθως, ή αποτελεί ένα θέμα που για σένα δεν υφίσταται καν;

Εμένα η ζωή ως τώρα μου έχει δείξει, ότι κάνοντας αυτό που θέλω έρχεται και η εμπορικότητα. Ας πούμε το «Από τι ζουν οι άνθρωποι;» – παίζεται για 2η χρονιά φέτος – είναι μία παράσταση που θεωρείται ποιοτική και παράλληλα σημειώνει τεράστια εισπρακτική επιτυχία. Στην «Κατερίνα» επίσης, η οποία για τα δικά μου δεδομένα είναι ποιοτική, γιατί όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι και λίγο υποκειμενικοί, διώχνουμε – κυριολεκτικά –  κόσμο, οπότε τι πάει να πει εμπορικό; Αυτές οι δύο δουλειές είναι εμπορικές, αλλά όχι με την έννοια που συνηθίσαμε, να δίνουμε στον όρο εμπορικότητα. Οι δύο προαναφερόμενες παραστάσεις έχουν αποσπάσει υπέροχες κριτικές και παράλληλα γεμίζουν το θέατρο, γιατί, λοιπόν,  να μην παραδεχτώ ότι η «Κατερίνα» είναι και εμπορική, αφού είναι. Χωρίς όμως, να την έχω φθηνήνει, χωρίς να έχω κάνει κινήσεις ψευτοεντυπωσιασμού ή σκηνοθετίλες και δηθενιές. Έχουμε δώσει γενικά μια λάθος έννοια σε κάποιες λέξεις και πρέπει να ξεκολλήσουμε από κάποια στεγανά, που μας πάνε πολύ πίσω. Ως ηθοποιό με ενδιαφέρει, να δοκιμάζομαι με πολλούς τρόπους, αλλά ως δημιουργός προτιμώ όταν φτιάχνω μια παράσταση, να το κάνω με τους δικούς μου όρους χωρίς την παραμικρή έκπτωση. Με την ιδιότητα του ηθοποιού όμως, μπορεί να με δεις σε μια παράσταση και να πεις «τι κάνει αυτός τρελάθηκε;». Δεν είναι αυτό σίγουρα, απλά θέλω να πειραματιστώ σε διάφορα είδη, για να αποφασίσω αν κάτι μου πάει ή δεν μου πάει, έχοντας βέβαια πάντα ως γνώμονα, να εκτιμώ και να σέβομαι τους ανθρώπους που απαρτίζουν την εκάστοτε συνεργασία.

Έχεις δεχθεί ποτέ δριμύτατη κριτική για πιο «προχωρημένες» δουλειές που θέλησες να παρουσιάσεις στο θέατρο; Τι σε στενοχωρεί περισσότερο, να μην αρέσεις υποκριτικά ή να σχολιαστεί αρνητικά κάποια  σκηνοθεσία σου;

Έχω την τύχη – έως τώρα τουλάχιστον – οι δουλειές που έχω κάνει, να έχουν γνωρίσει μεγάλη απήχηση, καλλιτεχνικά και εμπορικά. Μου έχει τύχει, να μην πάρω καλές κριτικές ως ηθοποιός, γεγονός που με στενοχώρησε και με επηρέασε. Δεν αντέχω καθόλου όλους αυτούς που βρίζουν και θεωρούν ότι αυτό είναι κριτική, γιατί δυστυχώς υπάρχουν διάφοροι που γράφουν σε σοβαρότατα έντυπα για το θέατρο και χρησιμοποιούν μία γλώσσα κίτρινου τύπου, για να μην πω γηπέδου.  Δεν με ενδιάφερει η γνώμη τους εκ των προτέρων, είτε είναι αρνητική, είτε αντίθετα θετική. Δεν σου άρεσε κάτι; Πρέπει να βρεις έναν τρόπο, χρησιμοποιώντας την ευφυία και την ευγένεια σου, για να το θέσεις κομψά και εύστοχα. Αλλιώς και δίκιο να έχεις, για μένα το χάνεις. Κριτική δεν σημαίνει βρίζω, σημαίνει με ενδιαφέρει το θέατρο και αν κάτι δεν μου αρέσει ασκώ την κριτική μου κόσμια και αν είναι και αιτιολογημένη η άποψη μου, μπορώ ακόμα και να ωθήσω τον καλλιτέχνη να ξεκλειδώσει κάτι, που θα τον βοηθήσει να βελτιωθεί. Με χαροποιεί η θετική κριτική, με στενοχωρεί η αρνητική, αλλά δίνω και στα δύο την προσοχή που τους αναλογεί και δεν δεσμεύομαι δημιουργικά ούτε από τα θετικά, ούτε από τα αρνητικά σχόλια. Προχωράω παρακάτω, βάζοντας πάντα ως προτεραιότητα την δουλειά μου.

giorgos_012

Ως σκηνοθέτης, πως λειτουργείς συνήθως; Θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου τελειομανή;

Δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου, να γίνω σκηνοθέτης. Είναι κάτι που προέκυψε εντελώς τυχαία, γι’ αυτό ψάχνω ακόμα και την ταυτότητα μου και τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθετώ. Αυτό που συνέβη για πρώτη φορά με την Κατερίνα” ήταν, ότι αποφάσισα να εμπιστευτώ απολύτως το ένστικτο μου, το κριτήριο μου και τον εαυτό μου, χωρίς να με λογοκρίνω. Το έκανα σαν ένα πείραμα σκεπτόμενος, πως αν αυτό αποδώσει, έτσι θα πρέπει να λειτουργώ γενικά ως σκηνοθέτης. Ευτυχώς το πείραμα πέτυχε, αποτελώντας για μένα μεγάλο μάθημα.  Από την Κατερίνα και μετά άλλαξα πολύ τον τρόπο με τον οποίο θα δουλεύω. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξαν κι οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης, οι οποίοι μου επέτρεψαν να κάνω ακριβώς αυτό που θέλω, χωρίς να με αμφισβητήσουν σε τίποτα. Ο Αύγουστος δεν μου έβαλε κανέναν περιορισμό όσον αφορά το κείμενο, ενώ η Λένα και ο Λόλεκ αφέθηκαν στα χέρια μου 100%, γεγονός που απ’ την μία με απελευθέρωσε, αλλά απ’ την άλλη με έκανε να νιώσω ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στην τεράστια εμπιστοσύνη τους. Να επισημάνω δε, ότι δεν είμασταν καν φίλοι με τα παιδιά, δεν γνωριζόμασταν παρά μόνο κοινωνικά, αλλά τελικά καταφέραμε να επικοινωνήσουμε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Τώρα όσον αφορά το θέμα της τελειομανίας…έχω συνειδητοποιήσει ότι το τέλειο δεν υφίσταται, αλλά παρόλα αυτά προσπαθώ πάντα να κάνω το καλύτερο δυνατόν γνωρίζοντας εκ των προτέρων, ότι θα βρεθούν κάποιοι στους οποίους δεν θα αρέσει η δουλειά μου. Δεν μπορώ να παλεύω αιωνίως με έναν δαίμονα, που δεν μπορώ να νικήσω.  Μεγαλώνοντας έχω αρχίσει κι ως ηθοποιός κι ως σκηνοθέτης, να μην φοβάμαι να γίνω ρεζίλι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το θέλω ή το επιζητώ. Δεν πρόκειται ποτέ να παραδώσω κάτι, που για τα δικά μου δεδομένα είναι ημιτελές, προχειροφτιαγμένο ή κατώτερο των προσδοκιών μου. Επίσης, σέβομαι πολύ το κοινό. Όταν κάποιος επιλέξει, ανάμεσα από χιλιάδες προτάσεις που έχει για την έξοδο του, να έρθει να δει την δική μας παράσταση, σε μια εποχή που η οικονομική μας κατάσταση είναι χάλια, αποτελεί πολύ σημαντικό γεγονός και οφείλουμε να το σεβαστούμε. Ειδικά στην περίπτωση της «Κατερίνας», ο κόσμος έρχεται έχοντας ακούσει πολύ καλά λόγια και πρέπει να προσπαθήσουμε διπλά, για να μην τους απογοητεύσουμε. Χαιρόμαστε με την επιτυχία, αλλά δεν επαναπαυόμαστε.

Φέτος λοιπόν, σκηνοθετείς την παράσταση «Κατερίνα», στο Θησείο – Ένα θέατρο για τις Τέχνες, η οποία είναι βασισμένη «Στο Βιβλίο της Κατερίνας», του Αύγουστου Κορτώ. Πρόκειται για μια πολύ προσωπική ιστορία, βαθιά συγκινητική, που βασίζεται σε πραγματικά βιώματα του συγγραφέα. Πως πήρες την απόφαση να διασκευάσεις το βιβλίο για το θέατρο και ποιες ήταν οι βασικότερες δυσκολίες που αντιμετώπισες κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας;

Έχω ξαναδιασκευάσει βιβλίο για το θέατρο κι έχω κάνει θέατρο με μη θεατρικά κείμενα, συνεντεύξεις κλπ, οπότε το να κάνω παραστάσεις με κείμενα που δεν είναι αμιγώς θεατρικά, είναι μια οικεία διαδικασία για μένα, που μου αρέσει και με εξιτάρει πάρα πολύ, με όσους κινδύνους εμπεριέχει. Πήρα την απόφαση να κάνω την «Κατερίνα», πριν καν διαβάσω ολόκληρο το βιβλίο, επειδή με συνεπήρε η υπόθεση κι όλα αυτά που πραγματεύεται. Πέρυσι τον Απρίλη, μου ζήτησαν από τον ΙΑΝΟ να κάνω ένα θεατρικό αναλόγιο και επέλεξα να κάνω αυτό το βιβλίο. Ξεκίνησε, λοιπόν, ως αναλόγιο και επειδή κατά την διαδικασία είδαμε, ότι μας αρέσει πάρα πολύ και ότι κάτι «συμβαίνει», σε συνδυασμό με την τεράστια απήχηση που είχε στον κόσμο, αποφασίσαμε να το κάνουμε παράσταση. Η μεγαλύτερη δυσκολία στην διασκευή ενός βιβλίου, είναι τι κρατάς και τι αφήνεις. Πως από 200 περίπου σελίδες, θα κρατήσεις 20-30 το πολύ, προκειμένου να γίνει μία θεατρική παράσταση 80 λεπτών. Το συγκεκριμένο βιβλίο, που έχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, δυσκολεύει την λήψη της συγκεκριμένης απόφασης. Ένα άλλο μεγάλο στοίχημα, είναι ο θεατής, είτε έχει διαβάσει το βιβλίο είτε όχι, να δει μία ολοκληρωμένη ιστορία, από την αρχή έως το τέλος, χωρίς να του λείψει τίποτα. Αυτό είναι ομολογουμένως πολύ δύσκολο, αλλά είναι παράλληλα και το στοιχείο που με εξιτάρει τρομερά.  Ευτυχώς, τόσο ο Αύγουστος όσο κι ο κόσμος που είδε την παράσταση δεν ένιωσαν, να τους λείπει κάτι. Για μένα η διασκευή αποτελεί μια πολύ μοναχική διαδικασία, αλλά την απολαμβάνω πολύ, γιατί κατά την διάρκεια της στήνω μέσα στο μυαλό μου την παράσταση, οπότε μετά είμαι έτοιμος για την πρόβα, γλιτώνοντας πολύτιμο χρόνο.

KATERINA 1

Η παράσταση παρουσιάζει την «νεκρή» Κατερίνα – την οποία υποδύεται συγκλονιστικά η Λένα Παπαληγούρα –  ως μοναδική αφηγήτρια της δικής της ιστορίας, με εσένα και τον μουσικό- τραγουδοποιό Γιάννη Αναγνωστάτο ευρύτερα γνωστό ως ΛΟΛΕΚ, να συμμετέχετε καταλυτικά στην δράση, δημιουργώντας μια ερμηνευτική τριάδα, που απογειώνει την ατμόσφαιρα, τα κρυμένα νοήματα και το ύφος του έργου. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό το εγχείρημα από σκηνοθετικής άποψης;

Όπως ανέφερα και νωρίτερα, υπήρχε κάτι, το οποίο δεν μπορώ να εξηγήσω λογικά, που μας έδεσε τρομέρα από την αρχή. Μπορεί να ακούγεται κάπως περίεργο, αλλά όλα έγιναν εύκολα. Επειδή υπήρχε χημεία και τα παιδιά αφέθηκαν απ’ την πρώτη στιγμή, επικοινωνούσαμε ακόμα και με τα μάτια, εκπλήσσοντας πολλές φορές στις πρόβες και τους ίδιους μας τους εαυτούς, με όλα αυτά που ανακαλύπταμε. Ενώ δουλέψαμε για πάρα πολλούς μήνες, με μεγάλη σοβαρότητα και αφοσίωση, δεν νιώσαμε κούραση. Είναι η μοναδική παράσταση που έχω κάνει έως τώρα, που η γέννα ήταν εύκολη. Έδεσαν όλα τα πράγματα – εμείς, η μουσική, τα φώτα, η Λένα, το κείμενο – κάπως…μαγικά! Δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό για να είμαι ειλικρινής. Πάντα δυσκολεύομαι πάρα πολύ όταν σκηνοθετώ. Εμπιστεύτηκα πάρα, μα πάρα πολύ το ένστικτο μου, χωρίς να το λογοκρίνω. Αυτό με πήγε και μετά μπήκαν όλα στην θέση τους, σχεδόν αυτόματα. Ακόμα κι ο Γιάννης (Αναγνωστάτος – ΛΟΛΕΚ) μπήκε σε μια διαδικασία ηθοποιού, ενώ δεν είναι ηθοποιός ο άνθρωπος, αποτελώντας πια την ήρεμη δύναμη της παράστασης. Είναι έτσι δομημένη η παράσταση, που δεν γίνεται να υπάρξει με άλλους συντελεστές. Είμαστε εμείς οι τρεις…

Παρακολούθησα πρόσφατα την προαναφερόμενη παράσταση, σε ένα κατάμεστο θέατρο – κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα – και πραγματικά ήταν απ’ τις λίγες φορές που ένιωσα τόσο μεγάλη ταύτιση με έναν χαρακτήρα, παρόλο που φαινομενικά δεν είναι τόσο εύκολο να ταυτιστεί κανείς με την «Κατερίνα». Εσύ, που πιστεύεις ότι οφείλεται η επιτυχία της παράστασης;

Η «Κατερίνα» μιλά για πάρα πολλά θέματα, οπότε μοιραία απευθύνεται σε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους και μάλιστα πιάνοντας διάφορες εκφάνσεις τους. Μιλάει για τις ανθρώπινες σχέσεις, την μητρότητα, τις ψυχικές ασθένειες, την ομοφυλοφυλία, την αυτοκτονία κτλ. Για μένα εν αρχή είναι ο λόγος. Αν δεν έχεις ένα δυνατό κείμενο, δεν έχεις κίνητρο για να ξεκινήσεις, να κάνεις μία δουλειά. Το μεγαλύτερο ρόλο παίζει σίγουρα η ερμηνεία της Λένας, η οποία πραγματικά έχει

LENA PAPALIGOURAδουλέψει πάρα πολύ και είναι συγκλονιστική. Πιστεύαμε και θέλαμε, να πάει καλά η παράσταση, αλλά δεν περιμέναμε, ότι θα έχει τόσο μεγάλη απήχηση. Αγγίζει με έναν μαγικό τρόπο τους θεατές, δημιουργώντας συνειρμούς και εικόνες που απευθύνονται σε όλους. Δεν μπορώ να πω κάτι άλλο αυτήν την στιγμή και είναι πολύ νωρίς για να το αποτιμήσω πλήρως. Το χαιρόμαστε ήρεμα και ωραία. Ουσιαστικά, δεν είναι ακριβώς χαρά, αλλά ότι ησυχάσαμε απ’ την αγωνία του αν θα είναι καλή, αν θα αρέσει, αν θα τύχει αποδοχής κλπ., χωρίς όμως να εφησυχάζουμε ούτε για μία στιγμή. Φροντίζουμε να την προστατεύσουμε, ειδικά τώρα που ακούγεται τόσο έντονα, ότι πρόκειται για μια προσεγμένη δουλειά και παράλληλα νιώθουμε μία ευθύνη απέναντι στον κόσμο, που θα έρθει με μεγάλες προσδοκίες και σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε, να τον απογοητεύσουμε. Την δημιουργήσαμε με πολλή αγάπη, ειλικρινή διάθεση και με σεβασμό στο κείμενο, σ’ εμάς και φυσικά στο κοινό.

Κατά την γνώμη σου στην Ελλάδα, οι άνθρωποι που πάσχουν από ψυχικές ασθενείες παρόμοιες μ’ αυτές που «διέλυσαν» την ηρωϊδα της παράστασης, αντιμετωπίζονται με υπευθυνότητα και την δέουσα φροντίδα, ή αντίθετα στιγματίζονται ανεπανόρθωτα και δυστυχώς ακόμα κι αν υποθέσουμε, ότι υπάρχει περιθώριο ίασης, παραμένουν για κάποιους αιωνίως…νοσούντες;

Δεν τυγχάνει να έχω άμεση σχέση με τέτοιου είδους προβλήματα ούτε μέσω της οικογένειας μου, ούτε μέσω του ευρύτερου κοινωνικού μου κύκλο και με έχει εντυπωσιάσει το γεγονός – όπως και τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης – ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι έχουν κάποιον άνθρωπο μέσα στην οικογένεια τους, ή υποφέρουν οι ίδιοι από κάποια ψυχική διαταραχή.  Πιστεύω, ότι με την πάροδο των χρόνων τα πράγματα έχουν εξομαλυνθεί κάπως και ο κόσμος έχει εξοικειωθεί αρκετά με παρόμοια ζητήματα. Παρόλα αυτά είμαι σίγουρος, ότι πάρα πολύς κόσμος πάσχει από διάφορες ψυχικές διαταραχές, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, χωρίς να το γνωρίζει. Η ηρωίδα του έργου – η Κατερίνα – για παράδειγμα δεν πήγαινε σε γιατρό, έπαιρνε μόνο φάρμακα κι αυτό την κατέστρεψε. Ενώ αν λάμβανε την σωστή θεραπεία, μπορεί τώρα να ζούσε. Άρα ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η άγνοια και όχι ο κοινωνικός ρατσισμός. Βέβαια δεν είμαστε κι η πιο ανοιχτή κοινωνία, αλλά ακόμα και το γεγονός ότι έχει αλλάξει ο ιατρικός όρος και δεν ονομάζεται πια σχιζοφρένεια, αλλά διπολική διαταραχή, βοηθάει αρκετά στο να βελτιωθεί η κλινική εικόνα των ασθενών, γιατί ο χαρακτηρισμός και μόνο σχιζοφρενής, έφερνε στο μυαλό των ανθρώπων διάφορα τερατουργήματα. 

giorgos_016

Με βάση την παραπάνω ερώτηση και με δεδομένο ότι τέτοιου είδους διαταραχές ξεκινούν απ’ τα παιδικά – εφηβικά χρόνια ενός ανθρώπου θεωρείς, ότι τα διαρκώς αυξανόμενα φαινόμενα ενδοοικογενειακής και ενδοσχολικής βίας, αποτελούν τις βασικότερες αιτίες, για να εξωθηθεί ένας ήδη βεβαρημένος ψυχισμός στα άκρα;

Νομίζω, ότι αυτή η δύσκολη και σκοτεινή εποχή που διανύουμε, έχει βγάλει πολύ άγρια ένστικτα στους ανθρώπους. Η ανέχεια, το άγχος της επιβίωσης, η οικονομική αβεβαιότητα κι όλα τα συναφή, έχουν βγάλει σε πολλούς συνανθρώπους μας τον χειρότερο εαυτό τους και φυσικά θεωρώ, ότι ένα παιδί που δέχεται οποιαδήποτε μορφή βίας, ειδικά αν έχει και κάποια προδιάθεση, θα επιβαρυνθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζοντας ενδεχομένως διάφορα προβλήματα και αργότερα, κατά την διαδικασία της ενηλικίωσης του. Οπότε με βάση αυτό το σκεπτικό, σίγουρα η βία – με οποιαδήποτε μορφή – δρα καταλυτικά στον ψυχισμό ενός παιδιού, ειδικά αν υπάρχει ένα βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό ή αντίστοιχα μια γονιδιακή προδιάθεση.

Θα μπορούσε η ιστορία αυτής της τόσο πολυσύνθετης γυναίκας, η οποία εμπερικλείει παράλληλα και την μετάβαση του ίδιου του συγγραφέα απ’ τον πόνο της μητρικής απώλειας στην δημιουργική και προσωπική του ωρίμανση, να μεταφερθεί και στον κινηματογράφο;

Ναι βέβαια και θα μπορούσε. Θεωρώ ότι η ιστορία της Κατερίνας, αν έπεφτε στα σωστά χέρια, θα είχε πολύ μεγάλο κινηματογραφικό ενδιαφέρον.

Όταν μια δουλειά σου έχει τόσο μεγάλη απήχηση, σου δημιουργείται άγχος,  για το αν η επόμενη θα έχει την ίδια επιτυχία; Πιστεύεις, ότι αυτό μπορεί να λειτουργήσει καταπιεστικά για έναν καλλιτέχνη;

Κάτι παρόμοιο με την «Κατερίνα», συνέβη με την πρώτη μου παράσταση, το «ΕΔΩ», η οποία παίχτηκε για δύο χρόνια, συμμετέχοντας και στο Φεστιβάλ Αθηνών. Τότε ένιωσα αυτήν την καταπίεση που ανέφερες και είπα «ωπ τι κάνω εγώ μετά απ΄αυτό;». Τώρα πια είμαι πιο συνειδητοποιημένος και γνωρίζω εκ των προτέρων,  ότι κάθε παράσταση είναι ξεχωριστή και θα έχει την δική της αυτόνομη πορεία, οπότε δεν μπορώ να βάλω τον εαυτό μου σε αγώνα δρόμου με τον ίδιο μου τον εαυτό. Αυτό που κάνουμε εμείς είναι κάτι ζωντανό και όπως κάθετι που ζει και αναπνέει, έχει πολλές μεταπτώσεις κι εναλλαγές και δεν μπορείς ποτέ να είσαι ίδιος, από δουλειά σε δουλειά κι από παράσταση σε παράσταση. Επίσης, για μένα οι παραστάσεις που δημιουργώ, είναι πραγματικά σαν γέννες. Είναι δηλαδή σαν να εγκυμονώ κάτι και μετά από κάποιους μήνες έρχεται στον κόσμο, γι’ αυτό τις αγαπώ όλες το ίδιο, γιατί μόνο εγώ ξέρω τι έχω περάσει, για να τις δώσω στον κόσμο. Όλα τα κάνω με τον ίδιο σεβασμό, την ίδια αφοσίωση και τον ίδιο κόπο, άρα μετά έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Τώρα αν θ’ αρέσει μια δουλειά ή δεν θ’ αρέσει, είναι κάτι που δεν είναι στο χέρι μου, ούτως ή άλλως.

Τόση ώρα μιλάμε για την επιτυχία, η οποία ας μην κρυβόμαστε, είναι πάντα ευπρόσδεκτη, άσχετα αν για κάποιους αποτελεί αυτοσκοπό και μετριέται μόνο σε νούμερα…Υπάρχει όμως πάντα και το ενδεχόμενο της αποτυχίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση ποιος είναι κατά την άποψη σου ο πιο σωστός τρόπος διαχείρισης;

Είναι πάρα πολύ σχετικό τι σημαίνει για τον κάθε άνθρωπο, επιτυχία ή αποτυχία. Προέρχομαι από μία πολύ αυστηρή οικογένεια, για την οποία το γεγονός ότι κάνω θέατρο δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο, οπότε ζω από πρώτο χέρι πως είναι να θεωρώ εγώ κάτι φοβερή επιτυχία, το οποίο για έναν πολύ κοντινό μου άνθρωπο δεν σημαίνει τίποτα. Προσπαθώ, ως εκ τούτου, να μην μεγαλοποιώ την επιτυχία, ούτε αντίστοιχα την αποτυχία. Όλες οι παραστάσεις που έχω σκηνοθετήσει, ευτυχώς είχαν μια κάποια απήχηση, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα. Δεν μου έχει τύχει το αντίθετο. Μου έχει συμβεί να κάνω έναν ρόλο και να με κρίνουν αρνητικά. Γεγονός που με στενοχώρησε πάρα πολύ και επειδή οι ρόλοι δουλεύονται, προσπάθησα να τον βελτιώσω και να τον εξελίξω όσο περισσότερο μπορούσα, κατά την διάρκεια της παράστασης. Φοβάμαι πάρα πολύ μήπως δεν πετύχει κάτι που κάνω, είτε ως σκηνοθέτης ή ως ηθοποιός, αλλά προσπαθώ να κρατάω τις ισορροπίες. Άλλωστε, ζούμε σε μια εποχή που είναι όλα τόσο άγρια και άσχημα, οπότε πως να μιλήσω για επιτυχία, όταν πριν ανέβω στο σπίτι μου, βλέπω τον άλλο να κοιμάται στον δρόμο; Πρέπει να είμαστε σεμνοί και ταπεινοί, όσο μπορούμε τουλάχιστον. Καταλαβαίνω, ότι τώρα με το Διαδίκτυο δεν μπορείς να είσαι και τόσο ταπεινός, αλλά επειδή δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που ποντάρω στην τηλεόραση, το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να επικοινωνήσω την δουλειά μου είναι να ανεβάζω τις θετικές κριτικές που γράφονται για την εκάστοτε παράσταση. Έχω κατανόηση απέναντι σ’ εκείνους, που μπορεί να το θεωρούν αυτό «κάπως», αλλά δεν γίνεται να λειτουργήσει διαφορετικά, ειδικά για όλους εμάς που δεν βασιζόμαστε στην τηλεόραση ή τους υπόλοιπους μηχανισμούς προώθησης, προκειμένου να γνωστοποιήσουμε την δουλειά μας.

giorgos_008

Τον τελευταίο καιρό ακούω όλο και περισσότερους ανθρώπους να ισχυρίζονται, ότι ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα που επέφερε η κρίση, είναι ο περιορισμός των ταξιδιών, εντός και εκτός συνόρων. Τι ρόλο παίζουν τα ταξίδια στην ζωή σου; Τα θεωρείς εμπνευστικά;

Δυστυχώς λόγω έλλειψης χρόνου – και παράλληλης έλλειψης χρημάτων –  δεν κάνω πολλά ταξίδια. Γιατί ως γνωστόν, όταν έχεις χρόνο σημαίνει ότι κάθεσαι, άρα δεν έχεις χρήματα και όταν έχεις χρήματα, δεν έχεις χρόνο, γιατί δουλεύεις. Προτιμώ να κάνω ταξίδια, μόνο για να ξεχνιέμαι, εκτός αν πρόκειται για θεατρική περιοδεία, που συνδυάζει την δουλειά με τις διακοπές. Θα ήθελα το ταξίδι, ν’ αποτελεί πραγματικά μια διακοπή απ’ οτιδήποτε κάνω εδώ και να πάω κάπου για να καθαρίσω το μυαλό μου, να δω έναν νέο τόπο και να χαλαρώσω. Βέβαια, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, επειδή αγαπώ πολύ αυτό που κάνω και ήταν για μένα όνειρο ζωής, πολύ σπάνια νιώθω ότι θέλω να «διακόψω» , για να ξεκουραστώ. Για μένα και μία μέρα να έχω κενό, αρκεί. Μου αρέσει πολύ το σπίτι – είμαι πολύ σπιτόγατος – και γι’ αυτό είναι έτσι φτιαγμένο, ζεστό κι απομονωμένο, ώστε να ξεκουράζομαι πραγματικά. Δεν συμπαθώ τα θορυβώδη μέρη, προτιμώ τα μικρότερα. Επίσης, δεν αγαπώ τις μεγαλουπόλεις, μου αρέσουν οι μικρές, ατμοσφαιρικές πόλεις. Ας πούμε λατρεύω τις Βρυξέλλες, ή το Παρίσι που ενώ είναι μια μεγάλη πόλη έχει κάτι ζεστό και ανθρώπινο, ενώ αντίθετα στην Νέα Υόρκη ένιωσα να ασφυκτιώ και ήθελα να φύγω τρέχοντας. Μακάρι να είχα τον χρόνο και τα χρήματα για να κάνω περισσότερα ταξίδια, με την πραγματική έννοια του «φεύγω» και να ξαναγυρίσω μετά ανανεωμένος και γεμάτος όρεξη για δημιουργία.

Ανέφερα νωρίτερα την περιλάλητη κρίση και βλέποντας άλλη μια χρονιά να φεύγει κι εμείς να παραμένουμε δεμένοι πισθάγκωνα με τα δεσμά του ΔΝΤ, θα ήθελα να σε ρωτήσω αν παραμένεις αισιόδοξος για την καινούργια χρονιά ή ανήκεις σ’ αυτούς που περιμένουν ακόμα χειρότερες μέρες;

Δεν είμαι αισιόδοξος, καθόλου. Δυστυχώς, θεωρώ ότι με κάποιον πολύ περίεργο τρόπο, είναι σαν αυτή η χώρα να έχει πέσει στα χέρια μίας σπείρας μαφιόζων, που κάνουν κυριολεκτικά ότι θέλουν, ανελέητα και απροκάλυπτα, χωρίς καν να τηρούν τα προσχήματα. Δεν ξέρω τι έχουμε πάθει ως λαός και δεν κάνουμε κάτι, βάζοντας φυσικά και τον εαυτό μου μέσα. Για το μόνο που είμαι αισιόδοξος είναι, ότι μέσα σε όλον αυτό τον χαμό, αν ο καθένας από εμάς συγκροτηθεί στον τομέα του και βρει τους ανθρώπους με τους οποίους συγγενεύει, είτε καλλιτεχνικά στην προκειμένη περίπτωση ή σε άλλο επίπεδο, εκεί μπορεί να δημιουργηθούν θετικά πράγματα, τα οποία ανεξάρτητα και μοναχικά θα έχουν την δύναμη να λειτουργήσουν μέσα σε όλο αυτό το χάος. Πιστεύω, ότι έχει μεγαλύτερη αξία, να συμβαίνει κάτι καλό τώρα, απ’ ότι πριν από πέντε χρόνια. Δηλαδή αυτό που συμβαίνει με την Κατερίνα, μπορεί αν συνέβαινε πριν από μερικά χρόνια, να μην είχε τόσο μεγάλη αξία, ενταγμένο στο πλαίσιο εκείνης της εποχής. Αυτό αποδεικνύει, ότι  πάντα υπάρχει χώρος για όλους. Σ’ αυτό το κομμάτι είμαι αισιόδοξος, χωρίς να πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι σε πολιτικό επίπεδο, ίσα – ίσα έχω την αίσθηση πως τα πράγματα ενδέχεται να γίνουν πολύ χειρότερα.

Λόγω της εορταστικής περιόδου, ακούω παντού ανθρώπους να εύχονται κατά το έθιμο «χρόνια πολλά»…», «υγεία, ευτυχία, ειρήνη…» και τα συναφή, άσχετα αν οι περισσότεροι γνωρίζουμε εκ των προτέρων, ότι δεν επαρκούν πια τα ευχολόγια και η αυθυποβολή, για να αλλάξουν επί της ουσίας τα κακώς κείμενα αυτού του κόσμου. Θεωρείς, ότι η Τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως μια μορφή ομαδικής θεραπείας και ουσιαστικής επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους, που θα μας οδηγήσει εντέλει στην βαθύτερη κατανόηση όλων αυτών που μας περιβάλλουν και ενίοτε αδυνατούμε, να κατανοήσουμε πλήρως;

giorgos_006Σίγουρα μπορεί να βοηθήσει στο κομμάτι της επικοινωνίας και πιστεύω, ότι πολλές φορές το θέατρο λειτουργεί και υπενθυμιστικά,  όπως το «Από τι ζουν οι άνθρωποι;» που μιλά για την αγάπη και την αλληλεγγύη, δύο έννοιες που έχουμε ξεχάσει. Λειτούργει επίσης, ως μεγεθυντικός φακός, κάνοντας focus  σε ένα θέμα, με το οποίο μπορεί να μην έχεις ασχοληθεί ιδιαίτερα και μέσω της τέχνης να το μαθαίνεις μ’ έναν τρόπο δημιουργικό. Βοηθάει και στο να ξεχαστείς – όχι να ξεχάσεις – απλά να ξεχαστείς για όσο κρατάει η παράσταση, που κι αυτό ως ένα βαθμό είναι θεμιτό. Γενικά στις δύσκολες περιόδους ο κόσμος έχει ανάγκη την συνάθροιση. Γεμίζουν τα σινεμά, τα θέατρα, τα καφενεία, γιατί ίσως έτσι νιώθουμε λιγότερο ευάλωτοι και μοιραζόμαστε με άλλους έναν κοινό κώδικα, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του καθένα. Ακόμα και το τι θα δεις παίζει μεγάλο ρόλο, δεν πάνε οι ίδιοι άνθρωποι σε όλες τις παραστάσεις. Ειδικά μέσω του θεάτρου, έχεις την δύναμη της αμεσότητας και μπαίνεις απευθείας στο μυαλό, την καρδιά και την ψυχή του κοινού, το οποίο  σε παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να ανταπαντήσει και γίνεται δέκτης όλων αυτών των πληροφοριών, τις οποίες μετά μπορεί να τις διαχειριστεί κατά το δοκούν. Δεν θεωρώ, ότι μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω, δυστυχώς. Δεν είμαι τόσο ρομαντικός. Παρόλα αυτά νομίζω, ότι κι αυτό που κάνει  – να ενεργοποιεί την σκέψη και τα συναισθήματα μας – είναι πολύ χρήσιμο και ουσιαστικό.

Φτάσαμε στο τέρμα της τελευταίας ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑΣ, για το σωτήριον έτος 2014 και νιώθω πολύ χαρούμενη που θα κλείσεις εσύ τον φετινό κύκλο των αφιερωμάτων σε καλλιτέχνες που έχουν πολλά να μας προσφέρουν μέσα από την Τέχνη.  Πως βλέπεις την πορεία της «Κατερίνας»; Η ιστορία της θα μας «στοιχειώνει» για πολύ ακόμα;

Μιας και βρισκόμαστε στο τέλος του 2014, η παράσταση σίγουρα θα παίζεται και την επόμενη χρονιά. Από εκεί και πέρα μακάρι να συνεχιστεί η τόσο μεγάλη ανταπόκριση του κοινού για όσο το δυνατόν περισσότερο και να προχωρήσει ακόμα παραπέρα. Έχουμε αποφασίσει, ότι όσο ο κόσμος θα θέλει την «Κατερίνα», θα είμαστε κι εμείς εκεί, γιατί την αγαπάμε πάρα πολύ και δεν μας κουράζει καθόλου. Εμείς δεν πρόκειται να της βάλουμε ημερομηνία  λήξης. Θα αφήσουμε να την βάλει ο κόσμος.  Εκ μέρους και των υπόλοιπων συντελεστών της παράστασης εύχομαι η νέα χρονιά να φέρει σε όλους περισσότερη αγάπη, αισιοδοξία, δημιουργική διάθεση, ηρεμία και υγεία… σωματική και ψυχική!

PARASTASI KATERINA 1

 


Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Νανούρης, ελάχιστες μέρες πριν φύγει μία πολύ αμφιλεγόμενη και για κάποιους δυσοίωνη χρονιά, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του στην στήλη ARS & VITA – ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ και με υποδέχτηκε με μία ζεστασιά και μία οικειότητα, που μόνο οι φίλοι νιώθουν μεταξύ τους, αν και δεν γνωριζόμασταν καθόλου προσωπικά, ούτε καν κοινωνικά και γι’ αυτό τον ευχαριστώ διπλά!

Απόλυτα άνετος και πραγματικά προσγειωμένος, απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις με ειλικρίνεια και μια συστολή,  η οποία δεν συνάδει συνήθως με το προφίλ ενός ανθρώπου που γνωρίζει τόσο μεγάλη επιτυχία, γεγονός που τον έκανε ακόμα πιο γοητευτικό και αληθινό, προσδίδοντας του την αύρα της γνησιότητας. Με δύο παραστάσεις του να σαρώνουν καλλιτεχνικά και εμπορικά και όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, υποκριτικά και σκηνοθετικά, αφέθηκε στην κουβέντα μας αποδεικνύοντας, ότι όσοι έχουν πραγματικά κάτι να πουν, δεν καταφεύγουν σε βεντετισμούς και υφάκια.

giorgos_017Χάρη στον Γιώργο Νανούρη ο κύκλος των φετινών ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΩΝ κλείνει με τον πιο ευοίωνο τρόπο και του εύχομαι μέσα από την καρδιά μου, να παραμείνει πάντα τόσο συγκροτημένος και σοβαρός, γιατί σε μια εποχή που αποθεώνονται παντός τύπου “σούργελα”, έχουμε μεγάλη ανάγκη από τον ήρεμο, χαμηλών τόνων, αλλά πάντα δημιουργικό του χαρακτήρα.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ και στους υπόλοιπους, σπουδαίους καλλιτέχνες που με τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους και δέχθηκαν να τους προσωπογραφήσω, αλλά και σε όλους εσάς, που στηρίζετε την στήλη έμπρακτα με το ενδιαφέρον και την αγάπη σας.

Η στήλη ARS & VITA σας ανταποδίδει όλη αυτήν την αγάπη και σας εύχεται μια Καλή & όσο το δυνατόν πιο…”αναίμακτη” Χρονιά!