“Το Κορίτσι της Δύσης”
…κατά κόσμον Λίλα Παπαπάσχου
Μεθυσμένη η πολιτεία απ’ τα φώτα.
Τα ξεχαρβαλωμένα χαρτόκουτα των αστέγων
θαμπώνουν τους εορταστικούς στολισμούς.
Η μπάντα του Δήμου επενδύει μουσικά, παγωμένους περιπάτους ηλικιωμένων.
Πενιχρά τα δώρα μας.
Δεν εμβαθύνουμε – πέρα απ’ το αμπαλάζ – τίποτα δεν έχει αξία.
Μονίμως αναποφάσιστοι
ανάμεσα στην γιορτή και τον θρήνο.
Οι αναθυμιάσεις των οικογενειακών τραπεζιών
σμίγουν με πρόσφατες κι αλλοτινές δυστυχίες.
Μας καταπίνουν αφιλόξενες στεριές
αφρισμένες θάλασσες
οι πιο αγνές μας φιλοδοξίες.
Η επίπλαστη φιλαλήθεια των δημοσιογράφων
αποκαλύπτει με ζήλο
την αυθεντικότατη αναλγησία της πλουτοκρατίας.
Ούτε μια στιγμή χαράς, ούτε μία μέρα χωρίς την σκιά του μακάβριου.
Μην βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα.
Τώρα μπαίνουμε σ’ άλλη τροχιά, τώρα όλα θ’ αλλάξουν.
Καλωσορίζουμε το νέο έτος.
Φοράει ακόμα
την ματωμένη πανοπλία των προγενέστερων.
Σκουπίζουμε όπως – όπως τα αίματα, γυαλίζοντας την σκληρή επιφάνεια.
Κανείς δεν θα καταλάβει το μέγεθος της πανωλεθρίας.
Αρκεί να καθρεφτίζεται το είδωλο μας στο ψυχρό μέταλλο
με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ευκρίνεια.
Όσο κι αν αλλάζουν οι φράσεις, παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα
τα νοήματα.
Προστέθηκαν άλλα τόσα γιατί, στις ήδη υπεράριθμες απορίες.
Ιστορίες συνομωσίας καλύπτουν πολιτικές αυθαιρεσίες.
Οι Κασσάνδρες ωρύονται
πως η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση
ισοδυναμεί με μαζική αυτοκτονία.
Το μυαλό μας αδυνατεί να επεξεργαστεί το προφανές.
Πετιούνται στον κάδο της ανακύκλωσης τόσες και τόσες πληροφορίες
σημαντικές, μαζί με επουσιώδεις.
Το χιόνι θα σκεπάσει την λάσπη
που συσσωρεύτηκε ύπουλα
στο κατώφλι των πολιορκημένων σπιτιών μας.
Δεν αισιοδοξώ απ’ την φύση μου.
Δεν απελπίζομαι λόγω ιδιοσυγκρασίας.
Δεν διαμαρτύρομαι, δεν αντιδρώ, μόνο καταγράφω τα γεγονότα
που με οδήγησαν στην τωρινή απραξία.
Είμαστε ωραίοι οι άνθρωποι, εξ’ ορισμού.
Είμαστε φρικτοί, εξ’ αγχιστείας.
Στριφογυρίζουμε στις γυάλες μας, όπως τα χρυσόψαρα
όσο μας πετάνε αποξηραμένη τροφή, δεν πρόκειται
να επανακτήσουμε τη μνήμη μας.
Απομεινάρια γιορτής, σε κακοφορμισμένες συνοικίες της Αττικής.
Μην πάει το μυαλό σου στον Βοτανικό
την Φυλής ή την πολύπαθη Πλατεία Βικτωρίας.
Κάνε μια βόλτα προς την Εκάλη…
Μόλις σβήνουν τα φώτα, ακούς ότιδήποτε άλλο
εκτός από ησυχία.
Ο καλπασμός της διαφθοράς, σκεπάζει τον θόρυβο της αυπνίας.
Είμαστε ωραίοι οι άνθρωποι.
Γεμάτοι ρωγμές κι ας χαμογελάμε διάπλατα
στο υπεραπρόβλεπτο της τεχνολογίας.
Είμαστε μόνοι, λαχταρώντας ασίγαστα
το μισό μας κομμάτι, εκείνο
που από παιδιά, ενημερωθήκαμε, πως μας λείπει.
Έχω πια κουραστεί ν’ απολογούμαι για την χαρά και την λύπη.
Δεν προσπαθώ να πείσω κανέναν, για τίποτα.
Θέλω να βγάλω απ’ την πρίζα
την μηχανική σου υποστήριξη.
Ν’ ανασάνεις ελεύθερα
χωρίς το δανεικό οξυγόνο της ματαιοδοξίας.
Σ’ εκλιπαρώ να σταματήσεις τον χρόνο.
Να φιληθούμε σαν την πρώτη φορά
χωρίς ντροπές και βιασύνες.
Καθαρίζω με τα χνώτα μου, το θολωμένο σου τζάμι.
Να με δεις καθαρά, χωρίς την επίφαση της αποκλειστικότητας.
Αγανακτώ με την χειμερία μας νάρκη.
Κι εσύ ρωτάς, πότε αρχίζει η εαρινή ισημερία.