Tags
«Η απόλυτη πίστη διαφθείρει εξίσου απόλυτα με την απόλυτη εξουσία».
Eric Hoffer, 1902-1983, Αμερικανός συγγραφέας & φιλόσοφος
τη στήλη γράφει & επιμελείται
η Λίλα Παπαπάσχου
Βράδυ Σαββάτου στην πολυαγαπημένη, καλλιτεχνική γειτονιά του Βοτανικού, μόλις τρεις ημέρες μετά την πολύνεκρη επίθεση στο Γαλλικό, εβδομαδιαίο, σατιρικό περιοδικό CHARLIE HEBDO, η στήλη ARS & VITA βρέθηκε αντιμέτωπη με την «Πνιγμονή» του Δημήτρη Καρατζιά, που συνεχίζει την επιτυχημένη της πορεία, για δεύτερη συνεχή χρονιά…
Ο γνωστός και καταξιωμένος καλλιτέχνης μας παρουσίασε την δική του εκδοχή πάνω στο έργο «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΝΤΑ ΑΛΜΠΑ», μεταφέροντας την δράση του εμβληματικού και διαχρονικότατου κειμένου του Frederico Garcia Lorca, απ’ την Ισπανία του 1936 στην Ανατολική Τουρκία του 2013. Σύμφωνα με την σκηνοθετική πρόταση του Δημήτρη Καρατζιά (…με την βοήθεια της Δήμητρας Κολλά…) τρεις διαφορετικές γενιές γυναικών κουβαλούν στις ευάλωτες πλάτες τους, όλο το βάρος των αυστηρών αρχών του Ισλάμ και την άκαμπτη ηθική ενός τόπου, που αγνοεί επιδεικτικά κάθε έννοια εξέλιξης, προόδου και ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο η κοινωνική θέση της γυναίκας είναι προκαθορισμένη κι αυστηρά οριοθετημένη και ως εκ τούτου, το να επιβάλλει μία μάνα στις κόρες της πολύχρονο κατ’ οίκον περιορισμό – έστω με πρόσχημα το πένθος για τον εκλιπόντα σύζυγο και πατέρα – είναι ένα ενδεχόμενο, που όσο κι αν φαντάζει εξωφρενικό για τα δικά μας δεδομένα, δεν παύει ν’ αποτελεί για τις συγκεκριμένες γυναίκες μια ζοφερή κι αναπόδραστη πραγματικότητα.
Κάτω απ’ την ηθικά άμεμπτη και πειθαρχημένη (επιφανειακά μόνο…) οικογενειακή εστία και την προσποιητή υποταγή όλων των υπόλοιπων γυναικών στις προσταγές της αυταρχικής Χαντισέ Άλντα / Μπερνάρντα Άλμπα, σιγοβράζει ένα ηφαίστειο συναισθημάτων, ερωτικών απωθημένων, θλιβερών αναμνήσεων, ματαιωμένων ονείρων, σωματικής και ψυχολογικής βίας και πολλών ακόμα σκοτεινών και ανομολόγητων παθών, τα οποία ξεδιπλώθηκαν σταδιακά μπροστά στα «ευαίσθητα» δυτικά μας μάτια, προκαλώντας σοκ και δέος με την αλήθεια και την αμεσότητα της αναπόφευκτης έκρηξης τους.
Μέσα σ’ ένα κλειστοφοβικό, γυμνό από καλολογικά στοιχεία σκηνικό (αδρή και ρεαλιστική η σκηνογραφική & ενδυματολογική προσέγγιση του Σίμου Παπαναστασόπουλου) η διεισδυτική ματιά του σκηνοθέτη παρακολούθησε με ντοκιμαντερίστικη διάθεση αυτές τις χρόνια καταπιεσμένες γυναίκες, να μεταμορφώνονται πότε σε θύτες κι άλλοτε σε θύματα, εγκλωβισμένες σ’ έναν ατέρμονο φαύλο κύκλο, που τις αναγκάζει να κατατρώνε η μία τις σάρκες της άλλης, αφού δεδομένης της καθημερινότητας τους δεν υπάρχει και κάτι άλλο να κάνουν.
Οι άντρες αν και απόντες σκηνικά στοιχειώνουν τις ζωές τους, συμβολίζοντας ο καθένας απ’ αυτούς κι από μία διαφορετική «ιστορία πόνου και ντροπής», ενώ σε χρόνο ενεστώτα ένα ακόμα αρσενικό (μήλον της έριδος εμποτισμένο με δηλητήριο…) θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη ενός προαναγγελθέντος δράματος, που χάρη στην σκηνοθετική προσέγγιση του Δημήτρη Καρατζιά και τις σπαρακτικές ερμηνείες όλων – χωρίς καμία εξαίρεση – των ηθοποιών που πρωταγωνιστούν στην παράσταση, θα μείνει για πάντα χαραγμένο στην μνήμη και την…ψυχή μας.
Η ερμηνεία της καθεμίας ξεχωριστά αξίζει ούτως ή άλλως ειδική μνεία, αλλά νιώθω την ανάγκη να ξεκινήσω απ’ την Αθηνά Τσιλύρα, η οποία με κατέπληξε με την συγκλονιστική της μεταμόρφωση σε
Χαντισέ Άλντα/Μπερνάντα Άλμπα, δηλαδή μία χολωμένη, αυταρχική γυναίκα, που καλείται να παίξει και τον ρόλο του άντρα, συγκρατώντας τα ηνία της οικογένειας της με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει, την καταστολή και την βία. Η δημοφιλής ηθοποιός αποτίναξε από πάνω της κάθε ίχνος γυναικείας φιλαρέσκειας και ενδύθηκε το ρόλο της σε τέτοιο ανατριχιαστικό βαθμό, ώστε να μην μπορεί κανείς να θυμηθεί την προηγούμενη εικόνα της ή να την φανταστεί κάπως αλλιώς, παρόλο που στην πραγματικότητα παραμένει μία πολύ όμορφη και εντυπωσιακή γυναίκα.
Θεωρώ τεράστιο υποκριτικό επίτευγμα την Χαντισέ/Μπερνάρντα της, η οποία σε συνδυασμό με την «υπερβατικά» διαπεραστική και λογικότατη μέσα στην παραφροσύνη της Ζαφίρα/Μαρία Χοσέφα της γλυκύτατης Γιάννας Σταυράκη μας χάρισαν μερικές απ’ τις πιο συγκινησιακά φορτισμένες, αισθητικά άρτιες, και ποιητικές σκηνές της παράστασης.
Ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο γενιές γυναικών η μόνη «ξένη» της οικογένειας Ουλβιγιέ / Πόνθια της Θεοδώρας Σιάρκου υπήρξε απρόσμενα δυναμική και ταυτόχρονα όσο πρέπει απλοϊκή και γήινη, χωρίς να υποπέσει ούτε για μία στιγμή στο ολίσθημα της ηθογραφικής απεικόνισης του χαρακτήρα της, κάτι που μπορεί πολύ εύκολα να συμβεί με ανάλογους ρόλους. Οι πέντε κόρες – θύματα της απάνθρωπης τιμωρίας του πολύχρονου εγκλεισμού, λειτούργησαν με απόλυτη αρμονία ως ομάδα, καταθέτωντας και ατομικά καλοδουλεμένες και μεστές ερμηνείες.
Η μεγαλύτερη ηλικιακά απ’ όλες, ετεροθαλής αδελφή των υπολοίπων και κληρονόμος της περιουσίας του νεκρού πατέρα Νουράν /Αγγούστιας της Κικής Μαυρίδου ήταν απόλυτα ακριβής, διανθισμένη με μία σπάνια λεπτότητα, που την έκανε να φαίνεται πολύ πιο συμπαθής, απ’ ότι ο ίδιος ο ρόλος της επέτρεπε να είναι. Η Ανδρομάχη Μαρκοπούλου με το υπέροχο πρόσωπο της άβαφο και καλυμμένο όπως και των αδελφών της με την μαύρη μαντίλα, δεν έχασε στο ελάχιστο την γοητεία της, δίνοντας στην Φαντιμά / Μαγκνταλένα όλη την κούραση και το βάρος που επέβαλλε ο ρόλος της, αλλά και μια αδιόρατη ειρωνεία, που τον απογείωσε. Η ανεπιτήδευτη αθωότητα της Νίκης Αναστασίου μας χάρισε μία Αΐσα / Αμέλια τρυφερή και συμπονετική, η οποία ως η πιο «νηφάλια» απ’ τις πέντε αδελφές, προσπαθεί μάταια να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω της, συνειδητοποιώντας εντέλει πως είναι εξίσου ανίσχυρη με τις υπόλοιπες γυναίκες του σπιτιού, να αντιταχθεί στην κοινή τους μοίρα. Τέλος οι δύο αντίζηλες Γιαγκμούρ/ Μαρτύριο και Νάσμα / Αντέλα της Ειρήνης Σταματίου και της Μελισάνθης Μαχούτ αντίστοιχα, με εντυπωσίασαν σε υπερθετικό βαθμό με τις ερμηνείες τους και τον τρόπο που υποστήριξαν τις ακραίες θέσεις τους. Η Ειρήνη Σταματίου απέδωσε την φιλάσθενη και ερωτικά στερημένη Γιαγκμούρ με απίστευτη συνέπεια σε συνδυασμό με ένα μέτρο κι έναν όγκο που συνήθως συναντάς σε μεγαλύτερους ηλικιακά ηθοποιούς, κάτι που ισχύει και για την Μελισάνθη Μαχούτ, που ειδικά προς το τέλος έκλεψε την παράσταση ως μία παράφορα ερωτευμένη, παθιασμένη και επαναστατημένη νεαρή γυναίκα που δεν διστάζει να τα παίξει όλα για όλα, αγνοώντας κάθε ηθικό ή άλλο νόμο και αδιαφορώντας για το αν τελικά θα κερδίσει ή θα …πνιγεί…
Η παράσταση του Δημήτρη Καρατζιά, εστιάζει στην πραγματική διάσταση της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και του άκρατου φανατισμού, χωρίς να επικρίνει ή να σχολιάζει τις οκτώ αυτές γυναίκες, που πάνω τους καθρεφτίζονται όλα τα πρόσωπα των γυναικών, που έχουν υποστεί οποιαδήποτε μορφή βίας, με οποιοδήποτε πρόσχημα, καταδεικνύοντας περίτρανα πως το τυφλό μίσος, η αλαζονία της εξουσίας, η πίστη χωρίς έρευνα, η βία και ο φανατισμός αφορούν (…και απειλούν…) τον καθένα από εμάς και κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, υποδαυλισμένα από τα πιο ταπεινά και ζωώδη μας ένστικτα, μπορούν ν’ αποβούν μοιραία για την προσωπική μας αξιοπρέπεια, την ελευθερία και κατ’ επέκταση την ίδια μας την ζωή.
Η “ΠΝΙΓΜΟΝΗ” δεν θα μπορούσε να είναι – δυστυχώς – πιο επίκαιρη και νιώθω την ανάγκη, παραφράζοντας το σύνθημα των ημερών “Je suis Charlie“, που έχει κατακλύσει διεθνώς τους δρόμους, τα social media και τις καθημερινές μας συζητήσεις, να δηλώσω χωρίς φόβο και με πολύ πάθος…“Είμαι κι εγώ η Χαντισέ, η Ζαφίρα, η Ουλβιγιέ, η Νουράν, η Φαντιμά, η Αϊσα, η Γιαγκμούρ και…η Νάσμα” …
Στον Πολυχώρο VAULT, κάθε Σάββατο στις 9 το βράδυ και κάθε Κυριακή στις 6 το απόγευμα, οκτώ γυναίκες κατηγορούνται & καταδικάζονται σε ισόβια σιωπή, σκοτάδι και κυριολεκτικό/μεταφορικό θάνατο, για να αποθεωθούν στο τέλος της παράστασης, από το αυθόρμητο, δυνατό και παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού…
Συντελεστές
Κειμένο-Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς
Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Κολλά
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης
Σκηνικά-Επιμέλεια κοστουμιών: Σίμος Παπαναστασόπουλος
Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας
Επιμέλεια κίνησης: Βιβή Ρωμανά
Φωτογραφίες-Τeaser παράστασης: Βασίλης Μεντόγιαννης (UFRteam)
Αφίσα παράστασης: Αλέξανδρος Βενιέρης, Νικολέττα Γιαννούλη
Φωτογραφίες: Νικολέττα Γιαννούλη
Παίζουν:
Αθηνά Τσιλύρα (Χαντισέ Άλντα / Μπερνάρντα Άλμπα), Γιάννα Σταυράκη (Ζαφίρα / Μαρία Χοσέφα), Θεοδώρα Σιάρκου (Ουλβιγιέ / Πόνθια), Κική Μαυρίδου (Νουράν / Αγγούστιας), Ανδρομάχη Μαρκοπούλου (Φαντιμά / Μαγκνταλένα), Νίκη Αναστασίου (Αΐσα / Αμέλια), Ειρήνη Σταματίου (Γιαγκμούρ / Μαρτύριο), Μελισσάνθη Μάχουτ (Νάσμα / Αντέλα)
Γενική είσοδος: 15 €
Μειωμένο: 10 € (Φοιτητές/ Μαθητές / Σπουδαστές/ Κάτοχοι Κάρτας Πολυτέκνων (ΑΣΠΕ)/ ΑμΕΑ/
Ανέργων: 5 €(Κάτοχοι Κάρτας Ανεργίας (ΟΑΕΔ))