Tags
τη στήλη γράφει & επιμελείται
η Λίλα Παπαπάσχου
Θα ήθελα να ξεκινήσω το σημερινό αφιέρωμα στην παράσταση ΑΜΛΕΤ του Γιάννη Χουβαρδά, με μία απόλυτα ειλικρινή δήλωση. Συνήθως αποφεύγω τις μεγάλες σκηνές, αναζητώντας και προβάλλοντας μέσω της στήλης ARS & VITA (…όπως θα έχετε διαπιστώσει…) ως επί το πλείστον εναλλακτικούς χώρους, που προσφέρουν την ευκαιρία σε ομάδες νέων δημιουργών, ν’ αναδείξουν την δουλειά τους. Ομολογώ λοιπόν, ότι οι λόγοι που βρέθηκα ξανά στην Στέγη (είχα παρευρεθεί στην επίσημη παρουσίαση του προγράμματος του Ιδρύματος) έχοντας επιλέξει πολύ συνειδητά την συγκεκριμένη παράσταση ήταν πολλοί και διαφορετικοί, αλλά θα σας αναφέρω τους δύο βασικότερους. Το συγκεκριμένο έργο τυγχάνει να είναι η αγαπημένη μου «τραγωδία έρωτα & εξουσίας» του Σαίξπηρ (…μαζί με τον Μάκβεθ…) και επιπλέον θεωρώ τον Γιάννη Χουβαρδά απ’ τους σημαντικότερους θεατρικούς σκηνοθέτες αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα, οπότε ενδιαφέρομαι πάντα για το έργο του, ειδικά όταν αφορά την δική του εκδοχή σ’ ένα απ’ τα πιο πυκνογραμμένα, συμβολικά και βαθιά υπαρξιακά κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας.
Ευτυχώς, η επιλογή μου να πάω ελαφρώς κόντρα στις καλλιτεχνικές μου πεποιθήσεις, όχι μόνο με δικαίωσε, αλλά με οδήγησε σε μία ξεχωριστή θεατρική εμπειρία, την οποία μοιράστηκα μ’ ένα ιδιαίτερα ένθερμο – αν και κάπως θορυβώδες – κοινό, εκτιμώντας παράλληλα τις απεριόριστες δυνατότητες που προσφέρει σ’ έναν δημιουργό μία τόσο ευρύχωρη και επιβλητική σκηνή όπως η Κεντρική Σκηνή της Στέγης. Στην παράσταση που έστησε ο γνωστός σκηνοθέτης με φοβερή μαεστρία, καυστικό χιούμορ και μεταφυσικές προεκτάσεις, ήταν όλα εκεί και όσα έλειπαν έκαναν αυτά που βλέπαμε, να μοιάζουν ακόμα πιο ουσιαστικά και θεμελιώδη. Με την βοήθεια των εκλεκτών συνεργατών του κι έχοντας στην διάθεση του ένα καστ ηθοποιών με τρομερές δυνατότητες και μια αξιοζήλευτη θεατρική «προϋπηρεσία», κατάφερε να αναπαραστήσει το σάπιο βασίλειο της Δανίας, με ανατρεπτικό ύφος, ποιητικό λόγο και μία ατμόσφαιρα ονείρου – ή πιο σωστά εφιάλτη – δίνοντας σ’ ένα από τα πιο δύσκολα και παρερμηνευμένα έργα του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού, μία εντελώς νέα διάσταση.
Ο καταξιωμένος και έμπειρος σκηνοθέτης δημιούργησε σε συνεργασία με την Εύα Μανιδάκη που επιμελήθηκε το σκηνικό, ένα σπίτι – βασίλειο που συνεχώς άλλαζε μορφή και σχήμα (…όπως κι ο ίδιος ο Άμλετ…) αποκαλύπτοντας πότε τον ανοιχτό ουρανό κι άλλοτε κατασκότεινες καταπακτές – νεκροταφεία. Πίσω απ’ τις ευέλικτες κουρτίνες της πολυμορφικής αυτής κατασκευής, που ανοιγόκλειναν απότομα, για να αποκαλύψουν ή αντίθετα για να κρύψουν όσα συνέβαιναν παρασκηνιακά, υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος, τον οποίο πολύ έξυπνα ο σκηνοθέτης επέλεξε να υπονοήσει κι όχι να καταδείξει. Απέναντι απ’το ανάκτορο της ακολασίας, δέσποζε ένας θάλαμος – σύνδεσμος με το υπερπέραν, απ’ όπου οι ήρωες δέχονταν «υπερκόσμιες κλήσεις» (πολλά συγχαρητήρια στην Εύα Μανιδάκη για το τεράστιο σκηνογραφικό της επίτευγμα, αλλά και στην Ιωάννα Τσάμη για τα προσεγμένα κοστούμια της). Μέσα σ’ αυτό το σουρεαλιστικά ρεαλιστικό σκηνικό πλαίσιο, εκτυλίχθηκε η αιματοβαμμένη ιστορία του Δανού πρίγκιπα με την ευαίσθητη ψυχή, το κοφτερό μυαλό και την αναβλητική φύση, έτσι όπως δεν την είχαμε ξαναδεί ποτέ και ενδεχομένως δεν θα την ξαναδούμε, στο κοντινό μέλλον τουλάχιστον.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς βασίστηκε στην μετάφραση του Διονύση Καψάλη, ο οποίος κατάφερε το ακατόρθωτο, δηλαδή να απλοποιήσει, χωρίς να ευτελίσει ή να υπεραπλουστεύσει, ένα χειμαρρώδες κέιμενο, γεμάτο λεκτικά τερτίπια, αμφισημίες, υπονοούμενα, καταιγιστική και πολυπρόσωπη δράση. Μέσα απ’ την τόσο ουσιαστική και εύληπτη μετάφραση του Διονύση Καψάλη, το φάντασμα του νεκρού πατέρα που διψά για εκδίκηση, η Γερτρούδη κι ο «ανόσιος» έρωτας της για τον Κλαύδιο, ο αριβίστας – εξουσιολάγνος Πολώνιος, ο παρορμητικός Λαέρτης, η παραπλανημένη Οφηλία, ο ηθικά ακέραιος Οράτιος, οι διπρόσωποι Γκίλντενστερν & Ρόζενγκραντς κι ένα πλήθος προσώπων που έπαιξαν τον δικό τους σημαντικό ή πιο επουσιώδη ρόλο στην εξέλιξη του δράματος, απέκτησαν ισχυρό λόγο και στιβαρή υπόσταση, κάνοντας τον «φλύαρο» Σαίξπηρ (…κι όμως ακούστηκε κι αυτός ο χαρακτηρισμός για τον συγγραφέα σε διάφορα πηγαδάκια που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια του διαλείμματος και μετά το τέλος της παράστασης…) να ήχει πιο μεστός και πιο ξεκάθαρος από κάθε άλλη φορά.
Με τον δείκτη της υποκριτικής δυσκολίας να βρίσκεται σε δυσθεώρητα ύψη, οι ερμηνείες και των δώδεκα ηθοποιών – πρωταγωνιστών της παράστασης, ήταν κάτι παραπάνω από επαρκείς, κυρίως γιατί ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν επέλεξε να φωτίσει μόνο τους κεντρικούς ήρωες του έργου, αλλά αντιμετώπισε ισάξια κι όλους τους περιφερειακούς, χρίζοντας τον καθένα ξεχωριστά ως στιγμιαίο πρωταγωνιστή. Αυτή η έλλειψη προσωποκεντρισμού, σε συνδυασμό με την αποφυγή στομφώδους τονισμού των φράσεων-κλισέ του κειμένου, ενίσχυσε σημαντικά το τελικό αποτέλεσμα, χωρίς όμως να στερήσει απ’ τους χαρακτήρες την ξεχωριστή τους σημασία και το αντίστοιχο σκηνικό τους βάρος.
Ο Πολώνιος του Νίκου Χατζόπουλου ήταν απολαυστικός μέσα στην φαυλότητα του, ισορροπώντας θαυμάσια ανάμεσα στον κυνισμό και την γελοιότητα, ως ο δήθεν αυστηρός πατέρας που προσπαθεί να διαφυλάξει την τιμή της κόρης του και εντέλει καταλήγει να την οδηγήσει στον εξευτελισμό και την καταστροφή. Εξίσου απολαυστικό το δίδυμο των Γκίλντενστερν – Ρόζενγκραντς που ερμήνευσαν με εντυπωσιακή ευελιξία και άνεση οι Ορφέας Αυγουστίδης & Χάρης Φραγκούλης αντίστοιχα (οι ίδιοι υποδύθηκαν και τους νεκροθάφτες). Οι δύο ταλαντούχοι ηθοποιοί μέσα απ’ το καρτουνίστικης αισθητικής ντουέτο τους, προσωποποίησαν με τον πιο εύστοχο τρόπο, δύο από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του έργου, προσδίδοντας μια ευχάριστη νότα στην παράσταση (…ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν δίστασε γενικά, να αποδομήσει τους χαρακτήρες…). Ο Λαέρτης του Θάνου Τοκάκη είχε όλη την αυθάδεια ενός νέου ταπεινής καταγωγής, που ανδρώθηκε στην βασιλική αυλή, αποκτώντας όλα τα χαρακτηριστικά του «αυλικού». Αντίθετα ο ενάρετος Οράτιος του Κώστα Βασαρδάνη, δεν μετατρέπεται ποτέ σε λακέ της εξουσίας και κουβαλάει ως το τέλος το βάρος του ρόλου του με αξιοπρέπεια και σεβασμό, τιμώντας το χρέος του προς τον άρχοντα και φίλο του Άμλετ. Ο Γιώργος Γάλλος ήταν πειστικός στο ρόλο του Κλαύδιου και ιδιαίτερα υποβλητικός στον ρόλο του φαντάσματος του Βασιλιά, διαθέτωντας έντονη σκηνική παρουσία και αξιοσημείωτο ερμηνευτικό εύρος. Το ίδιο ισχύει και για τους τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς, που ερμήνευσαν τον θίασο των περιφερόμενων θεατρίνων (..και όχι μόνο…). Οι Γιώργος Γλάστρας, Νικόλας Παπαγιάννης & Γιώργος Τζαβάρας, ανέδειξαν με τις ερμηνείες τους, μία απ’ τις πιο καλοστημένες σκηνοθετικά και έντονες συναισθηματικά σκηνές της παράστασης, μέσα από ένα συγκλονιστικό θέατρο εν θεάτρω. Η Οφηλία της Άλκηστις Πουλοπούλου στην αρχή δεν με έπεισε απόλυτα, αλλά στην πορεία άρχισε ν’ ανοίγει ένα – ένα τα ερμηνευτικά χαρτιά της, αφήνοντας τον άσο που έκρυβε στο μανίκι της για το τέλος και συγκεκριμένα για την περίφημη σκηνή της «τρέλας», όπου με με την καλοδουλεμένη φωνή και την ασυνήθιστη σκηνική ομορφιά της πλήρως κακοποιημένη κέρδισε τις εντυπώσεις, μετατρέποντας τις αρχικές μου επιφυλάξεις σε ειλικρινή θαυμασμό.
Η Αμαλία Μουτούση ως σαγηνευτική, μοιραία, αποστασιοποιημένη, σχεδόν υποτονική Γερτρούδη απέδειξε ξανά, ότι δίκαια χαρακτηρίζεται ως μία από τις πιο χαρισματικές ελληνίδες ηθοποιούς, συνθέτοντας τον ρόλο της σαθρής μητέρας του νεαρού Δανού Πρίγκιπα, με υλικά υψηλής ποιότητας, χωρίς να χάσει – απ’ την αρχή μέχρι το τέλος – το στοιχείο της υπεροψίας και της εκφραστικής ψυχρότητας, που ο ρόλος της απαιτούσε. Τέλος, ο Άμλετ του Χρήστου Λούλη ήταν όλα αυτά που έπρεπε να είναι, χωρίς να είναι τίποτα συγκεκριμένο και μη αναστρέψιμο, όπως κι ο ήρωας που υποδύονταν. Όλη αυτή η ασάφεια, η αμφιθυμία, η αναβλητικότητα, η κυκλοθυμία, η επιτηδευμένα παρανοϊκή συμπεριφορά και η διαρκώς μεταβαλλόμενη μορφή του Άμλετ, συνακολουθούμενα απ’ το βαρύ καθήκον της εκδίκησης για τον φόνο του Βασιλιά – πατέρα και το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα με την άστοργη μητέρα, όχι μόνο δεν μπέρδεψαν τον δημοφιλή ηθοποιό, αλλά του έδωσαν το έναυσμα για να αναδείξει κάθε πτυχή του πολυπλοκλοκότερου ήρωα της παγκόσμιας δραματουργίας, που ενώ διαθέτει την οξυδέρκεια, την γνώση και την δύναμη να αντισταθεί στο διεφθαρμένο “σύστημα”, στο τέλος αποδεικνύεται εξίσου αδύναμος και μοιρολάτρης με όλους αυτούς που καθόλη την διάρκεια του έργου, στηλίτευε με κάθε τρόπο και μέσο. Όπως κάθε γνήσιος επαναστάτης…”ο Άμλετ, για να καταστρέψει το σάπιο σύστημα, πρέπει πρώτα να καταστρέψει τον εαυτό του…»
Στο σύνολο της, η προσπάθεια του – διεθνώς – αναγνωρισμένου σκηνοθέτη και των συνεργατών του, να μεταφέρει στην Ελλάδα της κρίσης και των έντονων πολιτικών ζυμώσεων, την δραματική ιστορία του Άμλετ, που ήθελε και δεν ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο, στέφθηκε με επιτυχία και έβαλε τις βάσεις για μια γενικότερη λογική περαιτέρω αποδόμησης των κλασικών κειμένων, η οποία κατά την γνώμη μου κρίνεται άκρως απαραίτητη και επιβεβλημένη.
Μετά το τέλος της παράστασης ακολούθησε συζήτηση του κοινού με τους συντελεστές του Άμλετ, την οποία συντόνισε ο Γρηγόρης Ιωαννίδης, κριτικός θεάτρου & επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στους “ηθικούς αυτουργούς” της επιτυχημένης προσέγγισης ενός έργου, που κρύβει πολλές παγίδες, τέθηκαν διάφορες ερωτήσεις – λιγότερο ή περισσότερο εύστοχες – στις οποίες προς τιμήν τους, απάντησαν με αμεσότητα και ειλικρινή διάθεση διαλόγου. Η στάση των συντελεστών της παράστασης και οι “ψαγμένες” απαντήσεις τους, με βοήθησαν να κατανοήσω βαθύτερα τις προθέσεις του Γιάννη Χουβαρδά και να σχηματίσω μία ολοκληρωμένη άποψη για όλα αυτά που παρακολούθησα. Στα συν της διαδραστικής αυτής συνάντησης ήταν και το γεγονός, ότι κανένας απ’ τους ερωτηθέντες δεν αναλώθηκε σε περιττές επεξηγήσεις κι ανώφελους απολογισμούς, με σκοπό να υπερασπιστεί το τελικό αποτέλεσμα και να κερδίσει τις εντυπώσεις.
Η στήλη ARS & VITA, ευχαριστεί τον Γιάννη Χουβαρδά εφ’ όλης της ύλης – & εκ νέου – κυρίως γιατί δεν προσάρμοσε τον Άμλετ του στις απαιτήσεις μιας μεγάλης σκηνής, αλλά προσάρμοσε μία μεγάλη σκηνή στις πολύ προσωπικές, εσωστρεφείς και γνήσια καΛλιτεχνικές ανάγκες του Άμλετ του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ