Tags

Shadow_man-1-

 

Ένας είναι ο μάγκας, φίλε μου. Από βουτυρόμαγκες πήχτρα. Αλλά, μάγκας μόνο ένας. Το ξέρω. Με διαβάζει τώρα που σου γράφω.

Άξιος δεν είμαι να μιλώ γι’ αυτόν. Μα τον σκέφτομαι πολύ αυτές τις μέρες. Και το αξίζει.

Φλώρος ήμουνα και φλώρος παραμένω. Το αναγνωρίζω, όμως, στον εαυτό μου, που αξιώθηκε να γνωρίσει έναν τέτοιο τύπο.

Στο τσίπουρο που πίνω τούτη την νύχτα, φίλε. Ο μάγκας μου’ ξηγήθηκε σταράτα. Δώσαμε τα χέρια σαν άντρες. Όταν ξαναβρεθούμε να’ χω γίνει κάτι. Κάτι. Που να μπορώ να’ χω το κεφάλι μου ψηλά και να λέω. Αυτός είμαι.

Κι ένα βράδυ, να βρω τ’ αρχίδια να χορέψω μια ζεϊμπεκιά και να κάνω το μαγαζί κώλο. Κώλο. Και να το φχαριστηθεί η καρδιά μου. Φίλε. Γιατί… μια ζωή την έχουμε… κι αν δε την γλεντήσουμε…

Τζέντλεμαν και αλάνι. Αυτό είμαι. Το λέω. Σκατά σ’ όλα τα τσογλάνια που περιχαρείς μου παίζουνε ρολάκια Δον Κιχώτες. Και ξέρεις ποιο είναι το θέμα μου;

Δεν μπορώ τις πλάνες και δεν μπορώ υποτελείς να τραβάνε ψωμολυσσάδες Ροσινάντες.

Είπα. Έδωσα λόγο τιμής.

*

Ας τον πούμε Περικλή. Όνομα τιμημένο. Στα τραγούδια. Και στις υπόγες. Ρε φίλε, του ταιριάζει γάντι. Μη πάει ο νους σου στο κακό. Στ’ αρχαία και στα νέα. Άστα. Μόνο κράτα αυτά που σου λέω. Γιατί σου μιλώ με την καρδιά. Κι όχι με σοφιστείες.

Κοίτα. Σε λίγο θα γείρω πάνω στο τραπέζι. Κουράστηκα πολύ. Και το ποτό με βάρεσε κατακέφαλα. Μόνο να προλάβω να στα πω.

Είχα μείνει εκεί. Στα μεγαλεία του Περικλή. Αν δεν ήτανε αυτός, φίλε, ακόμα θα κλαιγόμουνα και θα το’ παιζα Παρθενόπη. Και δεν μου πάνε τα δακρύβρεχτα σαν τη Μάρθα Κλάψα.

Στα μάτια τον κοιτούσα. Κι ο φόβος γινότανε μαγκιά και το σκοτάδι αστραποβόλι. Και τα μπουζούκια τρίζανε σαν τις πύλες του καριόλη του Άδη. Κέρβερος οι εφιάλτες. Στο υπόσχομαι. Ρε Περικλή. Θα σε κάνω περήφανο. Θα πατήσω κάτω. Και θα ραγίσουνε οι ντουνιάδες. Και τα δαιμόνια και οι αγγέλοι, με το κεφάλι τους σκυφτό, θα ψέλνουνε αμανέδες. Στο οφείλω. Ή μάλλον, μου το οφείλω. Κάτσε. Γιατί τα μπέρδεψα λιγάκι. Μα πες μου στ’ αλήθεια. Ποια είναι η διαφορά;

Ρίξε μπουζούκι μου πενιά. Γιατί πονάω.

Τα παλικάρια μας δακρύζουνε

στο βάρος της ημέρας.

Παίξε πενιές.

Σπάσε τις χορδές

στον τσιριχτό τον τόνο.

Οι μάγκες δεν πεθάνανε.

 

Αντέχουνε ακόμα.

 

Τώρα θα γείρω… μη με ξυπνήσεις… άσε με… κάνε δουλειά σου εσύ…

Κι άσε με…