Πολύ μου τη δίνει ετούτο το υποδόριο χαμόγελο της σελήνης. Σα κάτι να σου κοροϊδεύει. Μια κάποια αστοχία στην κίνηση του χεριού σου. Μια λάθος στροφή στην εξέλιξη του δράματος. Ο σάτυρος να σου βγάζει την γλώσσα έξω κι εσύ πεσμένος στην μέση του δρόμου, να μετράς τα φωτεινά σημάδια στην άσφαλτο.
Είμαι… σαν κάτι μεθυσμένους αστερίες· κολλάω επάνω σε γρανιτένιες απουσίες. Ίσως γιατί δεν έχω μάθει στο όχι. Ή ίσως πάλι γιατί ξέρω να διεκδικώ απόρθητα κάστρα.
Έχεις σκεφτεί ποτέ την άλωσή σου;
Παντού μυρίζει τριαντάφυλλο. Ο τόπος όλος μια γκραβούρα ανθισμένων αισθήσεων. Γαργαλάω με την άκρη του δαχτύλου μου ένα μπουμπούκι κόκκινου. Η σειρήνα του καλοριφέρ τέρμα. Και το κεράκι στο τραπέζι να δακρύζει στάλες στάλες λευκή καραμέλα.
Αυτό που θα γούσταρα τώρα είναι μια γαλάζια επιφάνεια αστεριών, να τσιτσιρίζει εμπρός μου. Να τραβώ με το χέρι μου από την μια μεριά στην άλλη- λες κι ο ουρανός υποκλίνεται στο ασταθές εγχείρημά μου.
Ασταθές όπως το λούτρινο χάδι μιας καλησπέρας σου.
*
Δεν θέλω να λέω πολλά. Γιατί το νόημα όλο κρύβεται εκεί. Στην ίδια την απώλεια του Νοήματός σου. Μια πολυλογία σιωπών και σκοτεινών βλεφάρων. Είσαι. Το κέντρο της μικροσκοπικής σκηνής. Σε βλέπω με ακρίβεια ενός λεπτού τόξου.
*
Και τώρα. Ξανά και ξανά. Να σε πεθαίνω με φιλιά νοθευμένα.