Είναι στιγμές που αισθάνομαι πως όλα γύρω μου καταρρέουν. Πως τίποτε δε μπορεί να αντέξει νοήματα και ασυγχρονίες. Πως, εδώ και τώρα, σε μια πολύχρωμη φαντασμαγορία, ο κόσμος θα εξαφανιστεί.
Και τότε έρχεσαι εσύ, μικρέ μου κυνηγέ, και τα πάντα γυρίζουνε αλλιώς. “Έλα”, φωνάζεις, “έχουμε άλλα τόσα ουράνια τόξα να κατακτήσουμε”. Κι εγώ, φορώντας την στολή μου, σε ακολουθώ.
Στις λεπτές κλωστούλες της ίριδας και στα χρώματα που δακρύζουνε, παίζουμε μήλα. Κλωτσάμε σταγόνες της βροχής και με τα ξωτικά χορεύουμε συρτάκι. Μπλεκόμαστε στις κοτσίδες της ομορφούλας νεραϊδούλας κι ο Μπαμπαστρούμφ μας τραγουδά, βραχνιασμένες μελωδίες μεσαιωνικών ύμνων. Κι εσύ να φωνάζεις: “Έλα, μας περιμένουνε κι άλλα τόσα – αχ, θε μου πόσα!- ουράνια τόξα μαγικά”. Και η σελίδα ευθείς αλλάζει.
Κι όταν πάλι πάω να ξαναπέσω. Να πω πως κάτι μέσα μου με κατατρώει. Τότε, ξανάρχεσαι κι εσύ και μου φωνάζεις: “Έλα, εδώ δεν έχει ενδιαφέρον. Πάμε πιο κάτω. Οι άλλες σελίδες μοιάζουνε πιο ελκυστικές”. Κι αμέσως, χωρίς καν να το σκεφτώ, χρωματίζομαι όλος χαρά και τραβώ μαζί σου προς άλλες ταξιδιάρικες σελίδες.
*
Εεεεε, μικρέ μου κηνυγέ!!!! Εεεε, εδώωωωωω!!! Εδώ ντε. Πιο κάτω. Κοίτα. Κοίτα με! Χοροπηδάω πάνω σ’ ένα ροζουλί συννεφάκι! Μικρέ μου κηνυγέεεεεε… Χαχαχα!!! Πιάσε το κλαδί κι ακολούθα!
Στοπ. Χαμήλωσε λίγο το βλέμμα. Βλέπεις εκεί πέρα… στο πιο πέρα που αχνίζει το βιβλίο ζούγκλες και τροπικές ιστορίες; τι λες; πάμε κι από κει;
Πω πωωω… εδώ σα να μυρίζει ο τόπος τριαντάφυλλο…
“Έλα, πιο πέρα έχει ακόμα πιο πολλά ουράνια τόξα να κατακτήσουμε. Μη κολλάς στα ήδη διαβασμένα…”.
Φοβάμαι. Θα πέσουμε…
“Πιάσε μου το χέρι. Σκέψου κάτι ευχάριστο. Και να… Πετάμεεεεεεεεεεε!”.
Κι αν πέσω;
“Ε, και;”
Μα… Θα χτυπήσω…
“Δε θα σ’ αφήσω!”.
Εντάξει.
“Πιάσε μου το χέρι. Βλέπεις;”
*
Μια φορά κι έναν καιρό… ήταν ο μικρός κυνηγός ουράνιων τόξων…
“Φοβάσαι ακόμα;”