Μόλις βγήκε στην Καυτατζόγλου, έβαλε τα ακουστικά και άρχισε να βαδίζει προς άγνωστο προορισμό. Το μόνο που ήθελε: να χαθεί μέσα στον κόσμο. Να κονιορτοποιηθεί. Να γίνει κι αυτός μια μάζα ίδιο. Δεν άντεχε ούτε λίγο να μένει μόνος με τον παλιό του εαυτό. Έπρεπε να αλλάξει. Αυτό δεν έλεγαν οι άνθρωποι που τον αγαπούσαν;
Τον αγαπούσαν; Εδώ και κάμποσους μήνες, αισθανόταν όλο και πιο αραιό το κύμα της αγάπης τους. Η μοναξιά τον έλουζε, κάθε που έμπαινε στην μικροσκοπική του γκαρσονιέρα.
Η μέρα ήταν καλή. Ο κόσμος δε τον ενοχλούσε. Ήθελε να κινείται ανάμεσά τους σαν αερικό. Η μουσική έδινε ρυθμό στο βάδισμά του. Ήταν- επιτέλους- ήρεμος.
Ένα τηλεφώνημα διέκοψε το αγαπημένο του κομμάτι. Ήταν ένα παλιό των Magic De Spell. Και είχε καιρό να το ακούσει. Απέφυγε την κλήση και έβαλε το κομμάτι να παίξει απ’ την αρχή. Σήμερα δε θα τον διέκοπτε κανείς. Ήταν η μέρα του. Η αναγέννησή του. Τέλος.
Όταν λέμε αλλαγή. Τι εννοούμε; Οι σκέψεις μας; Πρέπει να αλλάξουνε κι αυτές; Και πως, κανείς, αλλάζει τις σκέψεις του; Και καλά τις σκέψεις του· αλλάζει και τους ανθρώπους της ζωής του; Εκείνη την ώρα ήρθε στον νου του το τσιτάτο που λέγανε με τα φιλαράκια, από τα δέκα τους, “πατρίδα μας είναι οι φίλοι”. Και ευθύς ένα αίσθημα πικρίας τον κατέκλεισε. Ά- πατρης και μπερδεμένος άφησε τα επόμενα λεπτά να τον κερδίσουν.
Στην γωνία πριν την ΑΣΣΟΕ, ένα τσούρμο περαστικών τον ανάγκασε να σταματήσει. Μια γυναίκα ούρλιαζε απελπισμένα: “Το παιδί! Θα σκότωνε το παιδί! Κάθαρμα!”. Δυο ηλικιωμένοι άντρες μιλούσαν δακρυσμένοι στους μπάτσους και τους εξιστορούσαν τα όσα είδαν. Ενώ το παιδί, σκούπισε τον κώλο του και σήκωσε την μηχανή από κάτω. Έπειτα, κοίταξε προς την μεριά του και ζούλιξε τ’ αρχίδια του. Κλασσική κίνηση βουτυρόμαγκα, σκέφτηκε, πριν τους αφήσει πίσω του με το Riders on the storm.
Our life will never end… You gotta love your man…
Δε θυμόταν στην ζωή του να είχε αγαπήσει κάποιον. Τι σημαίνει αγάπη; Όλοι την έχουν κάνει καραμέλα ετούτη την λέξη- κι όμως, εκείνος αδυνατούσε να την καταλάβει. Παραπονιόταν. Ναι. Πικραίνονταν. Ότι δε τον αγαπούσαν αρκετά. Αλλά, και πάλι, πως την μετράς την αγάπη; Ή πως διαπιστώνεις την ύπαρξή της; Μια φίλη του είχε πει από το βάρος της· δε μπορείς να της ξεφύγεις… Υπάρχει ένα πεδίο που σε κρατά δέσμιο μέσα της… Εκείνον ποιο βαρυτικό πεδίο τον απέσπασε από τον δρόμο του;
Πάντως όχι της αγάπης. Ήταν ένα βλέμμα. Ήταν ένα βλέμμα θρασύτατα ειλικρινές. Του τα’ λεγε φάτσα φόρα. Τι να την κάνεις τόση ειλικρίνεια. Πως να την αντέξεις. Δεν άλλαξε δρόμο. Δέχτηκε τους όρους του παιχνιδιού.
Στην Καλλιδρομίου άρχισε να χάνει τον προσανατολισμό του. Εκείνος τον πήγαινε από σκοτεινά δρομάκια. Όλη την ώρα δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα. Ούτε καν τα ονόματά τους. Περπατούσαν σιωπηλοί. Με μια θέρμη να ζαχαρώνει τα κορμιά τους. Φτάσανε μπροστά από μια ξεθωριασμένη πόρτα. Μπήκε μέσα χωρίς να το σκεφτεί. Οι κινήσεις του ήταν τελείως φυσικές. Τίποτε το προσποιητό δε χωρούσε σ’ εκείνο το δωμάτιο. Όλα έγιναν καθώς έπρεπε.
Τα σώματά τους ανταποκρίνονταν πλήρως στις απαιτήσεις. Ο ιδρώτας πότιζε το στρώμα. Άναρθρες κραυγές τσάκιζαν την σιωπή του δρόμου. Ξανά και ξανά, φιλιά και σπέρμα ανακυκλώνονταν σ’ ένα τρελό 69.
Ίσως αυτό είναι αγάπη, μονολόγησε, το δώσιμό σου στον άλλο… Δίχως όρους και προϋποθέσεις. Κι έτσι, έννοιωσε αγάπη για εκείνο το ωραίο αγόρι και κοιμήθηκε ήρεμος… Χωρίς να έχει μάθει- ακόμη- το όνομά του…