Tags
τη στήλη γράφει & επιμελείται
η Λίλα Παπαπάσχου
“Εκείνοι που θα ζήσουν εκατό, διακόσια χρόνια ύστερα από μας και θα μας περιφρονούν γιατί ζήσαμε τόσο ανόητα και τόσο ανούσια – αυτοί ίσως βρουν έναν τρόπο να είναι ευτυχισμένοι – εμείς όμως…”
_ _ _ _ _ _ _ _ _
Η σκηνική συνύπαρξη μερικών απ’ τους πιο σημαντικούς Έλληνες ηθοποιούς, τους οποίους ανέλαβε να καθοδηγήσει σκηνοθετικά η Λιλλύ Μελεμέ, παρουσιάζοντας στο θέατρο «Δημήτρης Χορν» ένα τόσο σημαντικό θεατρικό έργο όπως ο «Θείος Βάνιας» του Άντον Παύλοβιτς Τσέχωφ, το οποίο συγκαταλέγεται αδιαμφισβήτητα στα κορυφαία κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας, αποτελεί μία ευτυχέστατη συγκυρία για το θεατρικό γίγνεσθαι.
Τι να πει και τι να γράψει κανείς για τον Τσέχωφ, που δεν έχει ειπωθεί και δεν έχει γραφτεί ήδη… Δεν έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια θεατρική σεζόν, που να μην περιλαμβάνει έργο του σπουδαίου Ρώσου συγγραφέα (..πέρυσι ήταν και επίσημα το έτος Άντον Τσέχωφ…) είτε πρόκειται για την αυτούσια μεταφορά κάποιου απ’ τα γνωστότερα έργα του ή για διασκευές – συρραφές λιγότερο γνωστών διηγημάτων του, τα οποία όμως δεν υστερούν σε βάθος, ουσία, διαχρονικότητα και…μαγεία…
Είναι αδύνατον να μην ξελογιαστεί κανείς απ’ τους αινιγματικούς, φωτογενείς (…αν και όλοι φλερτάρουν με το γκρίζο…) και ταυτόχρονα γεμάτους λεπτές αποχρώσεις χαρακτήρες του, που φέρουν απίστευτες σημειολογικές προεκτάσεις, ακόμα κι όταν εσκεμμένα παρουσιάζονται ως αδιάφοροι και απλοϊκοί. Ο πλούτος των συναισθημάτων που υπαινίσσονται ή αντίθετα αναδεικνύουν οι γεμάτες μουσικότητα λέξεις του Τσέχωφ, μεταμορφώνονται με αφοπλιστικό τρόπο σε φράσεις, εικόνες και υπέροχες σκηνικές συνθέσεις, παρασύροντας μας στον κόσμο ενός συγγραφέα, που όλα αυτά που έγραψε τότε, αναφορικά με τους δικούς του βαρετούς και βαριεστημένους συγχρόνους, μας αφορούν, μας προβληματίζουν και κατ’ επέκταση μας αφυπνίζουν και στο δικό μας – εξίσου – ψυχρό, τσιμεντοποιημένο σήμερα και όπως όλα δείχνουν θα συνεχίσουν να απασχολούν και τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών, θεατών και κριτικών. Το κλασικό – όπως διαφαίνεται ιστορικά – έχει μία μοναδική ικανότητα επιβίωσης και αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς ασχέτως κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύουν παραστάσεις σαν αυτή που σκηνοθέτησε η Λιλλύ Μελεμέ, έχοντας στην διάθεση της ένα εντυπωσιακό καστ ηθοποιών, οι οποίοι έχουν αποδείξει ποικιλοτρόπως την καλλιτεχνική τους αξία και διάρκεια.
Σάββατο βράδυ – μέσα Μαρτίου – και η ουρά έξω απ’ το ταμείο του Θεάτρου «Δημήτρης Χορν», επεκτείνεται μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο της οδού Αμερικής, αποδεικνύοντας περίτρανα, ότι η πιο αποτελεσματική διαφήμιση μίας παράστασης είναι η ίδια η προσέλευση του κοινού, η οποία συνιστά παράλληλα και την επιτυχία της. Μπαίνοντας στην επιβλητική, αλλά κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο μαζεμένη σκηνή του γνωστού αθηναϊκού θεάτρου, ενθουσιάστηκα με την σκηνογραφική προσέγγιση της παράστασης την οποία βρήκα κάτι παραπάνω από πρωτότυπη και εντυπωσιακή. Μέσα σ’ ένα πολυμορφικό και ευέλικτο σκηνικό, το οποίο εξέπεμπε μία βιομηχανικής αισθητικής μεγαλοπρέπεια (…ένα τεράστιο μπράβο στην Αριάδνη Βοζάνη που το επιμελήθηκε…) εκτυλίσσεται το δράμα μίας ομάδας ετερόκλιτων – και συνάμα παρόμοια τσακισμένων– χαρακτήρων, που καλούνται μέσα από μία αλληλουχία καταιγιστικών ανατροπών, να επαναπροσδιορίσουν το νόημα της ζωής τους – υπαρξιακά και πρακτικά – με αποτελέσματα τα οποία αγγίζουν τα όρια του ιλαρό-τραγικού (…ο ίδιος ο Τσέχωφ χαρακτήριζε τα έργα του κωμωδίες…).
Η γνωστή σκηνοθέτης κινήθηκε στα όρια του ηθογραφικού ρεαλισμού, ο οποίος υποδηλώθηκε και από την χρήση πραγματικών σκηνικών αντικειμένων, αλλά κυρίως μέσα απ’ τις ερμηνείες των ηθοποιών που έδωσαν στον αέρινο κόσμο του Θείου Βάνια, μια πιο γήινη υπόσταση, καταφέρνοντας να μεταδώσουν την ατμόσφαιρα της ράθυμης ρωσικής υπαίθρου (…η οποία τελικά δεν διαφέρει πολύ απ’ την ελληνική…ύπαιθρο και πόλη…) την οποία περιγράφει τόσο οικουμενικά ο συγγραφέας, χωρίς να αφαιρέσει απ’ το κείμενο (…εξαιρετικά εύστοχη και εύηχη η μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη…) την ποιητική του διάσταση, που είναι κυρίαρχη σε όλα τα έργα του Τσέχωφ. Η Λιλλύ Μελεμέ αντιμετώπισε με πραγματικό σεβασμό, αλλά και μία διάθεση σαρκαστικής αποδόμησης, τον λόγο του Άντον Τσέχωφ αφήνοντας ανοιχτά τα περιθώρια στους ηθοποιούς της, να αναδείξουν τα ατομικά, ερμηνευτικά τους χαρίσματα, αλλά και να λειτουργήσουν αρμονικά ως ένα σώμα – μία ψυχή, δημιουργώντας μία αίσθηση συνόλου που αποτελεί υπόδειγμα συνεργασίας, ειδικά όταν η συγκεκριμένη ομάδα περιλαμβάνει τόσο ηχηρά ονόματα.
Ξεκινώντας απ’ τις κυρίες, θα αναφέρω πρώτη την εξαιρετική Έρση Μαλικένζου, η οποία ήταν τόσο γλυκιά και πειστική ως Μαρίνα, που με έκανε να θέλω ν’ αφεθώ κι εγώ – όπως όλοι σχεδόν οι ήρωες του έργου – στην αγκαλιά της, πετυχαίνοντας να ενσαρκώσει με απόλυτη ακρίβεια το πρότυπο της “νένας”, της προστατευτικής γριάς παραμάνας που είναι εκεί για όλους, χωρίς να τους επικρίνει για τα έργα και τις ημέρες τους. Η Μελίνα Βαμβακά / Βοϊνίτσκαγια Μαρία Βασίλιεβνα αν και ο χαρακτήρας που υποδύονταν δεν άφηνε πολλά περιθώρια εξέλιξης και μετασχηματισμού, στάθηκε απόλυτα συνεπής στον ρόλο της αλαφροΐσκιωτης κυρίας που έμαθε να μην προβληματίζεται και πάρα πολύ, μεροληπτώντας ασύστολα εις βάρος του ενός εκ των δύο υιών της. Η Έλενα Αντρέεβνα της Μαρίνας Ψάλτη ήταν κομψότατη (…χάρη και στα πολύ φροντισμένα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα…) όμορφη, θαμπά λαμπερή, εύθραυστη, σαγηνευτική, σχεδόν διαβολική, πείθωντας απόλυτα για το μοιραίο της ύπαρξης της, γεγονός που πραγματικά με εξέπληξε ευχάριστα, γιατί έχοντας συνηθίσει την ικανότατη ηθοποιό σε διαφορετικού ύφους ερμηνείες, δεν ήμουν καθόλου σίγουρη, ότι θα μπορούσε να ανταπεξέλθει με τόση άνεση και φυσικότητα σε έναν τόσο διαφορετικό και απαιτητικό ρόλο, όπως είναι αυτός της μπλαζέ “νεράιδας”.. Όμως, τι να πει κανείς για την Σοφία Αλεξάντροβνα/Σόνια της Αλεξίας Καλτσίκη! Δυστυχώς, αυτό το πλάσμα που δημιούργησε η εξαιρετικά ταλαντούχα ηθοποιός, δύσκολα περιγράφεται με λόγια, γιατί ήταν ολόκληρο μία αίσθηση…μία υπέροχη αύρα καλοσύνης, ανθρωπιάς, τρυφερότητας, καρτερικότητας και ευσπλαχνικότητας. Απόλυτα συγκεντρωμένη και ταυτόχρονα άμεση και διαπεραστική η Σόνια της Αλεξίας Καλτσίκη ήταν πανέμορφη με έναν τρόπο που υπερβαίνει και υπερνικά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, καθιστώντας την απαράμιλλη ομορφιά της ψυχής ως το μεγαλύτερο προσόν, το οποίο μπορεί να διαθέτει ένας άνθρωπος (…σταμάτησα να γράφω και την χειροκροτάω μόνη μου…).
Περνώντας στους κυρίους, θα ήθελα να αναφερθώ στην αξιοπρεπέστατη ερμηνεία του Χάρη Χαραλάμπους που ως Τελιέγκιν Ιλιά Ιλίτς, αποτέλεσε την χιουμοριστική (…και μουσικοχορευτική…) ανάσα μίας καθ’ όλα μελαγχολικής ιστορίας, παραμένοντας απ’ την αρχή έως το τέλος διακριτικά άξεστος και κωμικά άχαρος, όπως ακριβώς όριζε ο ρόλος του. Η αποτύπωση των τριών βασικών, αντρικών χαρακτήρων του έργου ήταν πραγματικά καθηλωτική. Ο αειθαλής και αστείρευτα γοητευτικός Γιάννης Φέρτης (…θα πρέπει κάποια στιγμή να εξεταστεί επιστημονικά το φαινόμενο της αιώνιας νεότητας που τον χαρακτηρίζει μήπως σωθούμε και οι υπόλοιποι…) ως Βοϊνίκτσκι Ιβάν Πετρόβιτς / Θείος Βάνιας, έβγαλε όλη την γλυκύτητα του στωικού ανθρώπου, που καταπιέζεται επί σειρά ετών και δεν βρίσκει την δύναμη να επαναστατήσει, μαζί με το παράπονο του παραμελημένου αδελφού, την απόγνωση του ερωτευμένου χωρίς ανταπόκριση και την τραγικότητα ενός ήρωα που λειτουργεί με αυτοθυσία και αυταπάρνηση, η οποία δυστυχώς στο τέλος όχι μόνο δεν εκτιμάται, αλλά εκλαμβάνεται και ως αδυναμία. Στον αντίποδα ο Γιάννης Βόγλης ως Σερεμπριάκωφ Αλεξάντρ Βλαντιμίροβιτς, ενσάρκωσε τον ρόλο του κακομαθημένου, γεροπαράξενου, εξαντλητικά συγκεντρωτικού καθηγητή, ο οποίος αποτελεί τον πυρήνα γύρω από τον οποίο κινούνται όλοι οι υπόλοιποι ήρωες, με την απαιτούμενη αυταρχικότητα, πυροδοτώντας με την καταπιεστική συμπεριφορά του την αναπόφευκτη αντίδραση των υπολοίπων. Τέλος ο σα-ρω-τι-κός Στέλιος Μάινας ως Άστρωφ έδωσε νέα διάσταση σε έναν ρόλο, τον οποίο προσωπικά θεωρούσα πολύ υπερτιμημένο, ίσως γιατί ποτέ στο παρελθόν δεν είχα ξαναδεί, να ζωντανεύει επί σκηνής με τόση δύναμη, επαναστατικότητα, πάθος, ερωτισμό, αλλα και μία φιλοσοφική χροιά, η οποία όχι μόνο δεν εκφράστηκε ακαδημαϊκά, αλλά προέκυψε αβίαστα μέσα απ’ το σώμα, τις κινήσεις και την φωνή του γνωστού ηθοποιού. Ο Στέλιος Μάινας είναι η ζωντανή απόδειξη, ότι αντίθετα με ότι ακούγεται και πιστεύεται, ένας καλός ηθοποιός παραμένει το ίδιο καλός σε όποιο μέσο κι αν κληθεί να δημιουργήσει και ότι τελικά από μόνη της η τηλεόραση δεν αποτελεί μέσο εξολόθρευσης των ταλαντούχων, αλλά ένα ερμηνευτικό όπλο το οποίο μπορείς να το χρησιμοποιήσεις είτε εποικοδομητικά…ή εντελώς…αυτοκτονικά…
Όταν τελικά αποχωρεί το ζεύγος – καταλύτης (…ο γερόπαράξενος καθηγητής και η ωραιοτάτη νεαρή γυναίκα του), αφήνει πίσω του την ανία της υπαίθρου, τον αφοσιωμένο Θείο Βάνια, την φιλεργατική ανιψιά του Σόνια, τον αντισυμβατικό γιατρό Άστρωφ και όλους τους υπόλοιπους…εκεί ακριβώς που τους άφησε.
Σιγά – σιγά όλα θα επανέλθουν στους φυσιολογικούς τους ρυθμούς… ή μήπως όχι;…
Η πρόταση της στήλης είναι να επισκεφτείτε άμεσα το θέατρο “Δημήτρης Χορν”, να παρακολουθήσετε την παράσταση και να δώσετε τις δικές σας απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα… και σε πολλά ακόμα που πρόκειται να σας τεθούν εμμέσως πλην σαφώς…
Η Ταυτότητα της Παράστασης
Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικά: Αριάδνη Βοζάνη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάγδα Κόρπη
Βοηθός Συνθέτη: Δημήτρης Γιακουμάκης
Βοηθός Σκηνογράφου: Ερμιόνη Γκαρραμόνε
Παραγωγή: Λυκόφως, Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Executive Producer: Μάγδα Λαδά
Φωτογραφίες: Tάσος Βρεττός
Παίζουν οι ηθοποιοί: Γιάννης Φέρτης, Γιάννης Βόγλης Στέλιος Μάινας, Έρση Μαλικένζου, Μαρίνα Ψάλτη, Μελίνα Βαμβακά, Αλεξία Καλτσίκη, Χάρης Χαραλάμπους
Διάρκεια: 130 λεπτά (με διάλειμμα)
Η γνωστή σκηνοθέτης