Tags
“Κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς”
γράφει & επιμελείται
η Λίλα Παπαπάσχου
Το Θέατρο Τέχνης αποτελεί για μένα σημείο αναφοράς – για πολλούς και ετερόκλιτους λόγους – και χαίρομαι ιδιαίτερα που άρχισε επιτέλους, να ξυπνάει από τον δημιουργικό λήθαργο, στον οποίο είχε περιπέσει τα προηγούμενα χρόνια. Μετά από μία μακρά και απογοητευτική περίοδο εθελούσιας νάρκης το Θέατρο Τέχνης επανέρχεται δριμύτερο, χαρίζοντας μας θεατρικά διαμάντια, υψηλής αισθητικής και γνήσιας δραματουργικής δύναμης.
Η στήλη ARS & VITA βρέθηκε ξανά στο Υπόγειο την Τρίτη 28 Απριλίου (…λίγες ημέρες μετά το ποιητικά ανατρεπτικό “Η ΛΙΛΑ ΛΕΕΙ”…) προκειμένου να παρακολουθήσει την παράσταση “Αδερφοί Καραμάζοφ”, σε σκηνοθεσία Νατάσας Τριανταφύλλη. Το κορυφαίο έργο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι διασκεύασε ο Διονύσης Καψάλης (…εξαιρετική η δουλειά του όπως πάντα αν και θα μπορούσε να παρέμβει κι άλλο στο κείμενο…) επιλέγοντας μία πιο κλασική προσέγγιση στην απόδοση του λόγου, η οποία ήρθε σε αρμονική αντίθεση με την παρακινδυνευμένη σκηνοθετική ματιά της Νατάσας Τριανταφύλλη.
Έχοντας στην διάθεση της ένα εντυπωσιακό καστ ηθοποιών με πιστοποιημένες δυνατότητες και μεγάλη (…ή κάπως μικρότερη…) “προϋπηρεσία”, με προεξέχοντα τον συγκλονιστικό Λάζαρο Γεωργακόπουλο στον ρόλο του τυραννικού και μέθυσου πατέρα, η σκηνοθέτης της παράστασης δεν δίστασε να ριψοκινδυνεύσει μία διαφορετική απεικόνιση ενός κορυφαίου λογοτεχνικού έργου, τοποθετώντας τους ηθοποιούς της σε ερμηνευτικά και σκηνογραφικά πούπουλα, που έκρυβαν όμως από κάτω μεγάλες ποσότητες πίσσας και… καρφιών.
Μακάρι να μπορούσα να ισχυριστώ, ότι η Νατάσα Τριανταφύλλη κατάφερε να μας μεταφέρει ολοσχερώς και απρόσκοπτα στον (δια)ταραγμένο, οριακά νεφελώδη κόσμο του εμβληματικού Ρώσου συγγραφέα, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να δηλώσω κάτι, αν δεν το πιστεύω απόλυτα και γι’ αυτό θα σταθώ στα πιο θετικά στοιχεία της παράστασης (…ως γνωστόν μόνο έτσι νοώ την εποικοδομητική κριτική…) τα οποία ήταν ομολογουμένως πολλά και αξιοσημείωτα. Βέβαια, όπως ισχύει για κάθε καλλιτεχνικό πόνημα, είναι πολύ πιθανό αυτό που για μένα φαντάζει αδιάφορο και περιττό, να είναι για κάποιον άλλο από αριστουργηματικά έως απλώς συμπαθητικό (…για παράδειγμα η έναρξη της σκηνικής αφήγησης απ’ το φουαγιέ του θεάτρου, η οποία συνεχίστηκε και κατά την διάρκεια της εισόδου των θεατών στον κυρίως χώρο, αποτελεί για μένα ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα μέρη της παράστασης…).
Μέσα στο ονειρικά εύθραυστο σκηνικό που δημιούργησε η μία και μοναδική Εύα Μανιδάκη (…πραγματικά ένα χάρμα οφθαλμών….) το οποίο θύμιζε κάτι μεταξύ χιονισμένης στέπας, αιθέριων νεφών και ανθισμένης βαμβακοφυτείας, οι επτά πρωταγωνιστές της παράστασης, προσπάθησαν φιλότιμα να μας μεταφέρουν μέσα απ’ τους πολύπλοκους και διαρκώς μετασχηματιζόμενους ρόλους τους, την αίσθηση του Καραμαζοφικού ανθρώπου, που σαφώς ενυπάρχει μέσα μας και παράλληλα να ξεδιπλώσουν καρέ – καρέ ένα οικογενειακό δράμα, το οποίο οδηγείται νομοτελειακά σε μια τραγική κορύφωση, που εμπεριέχει ωστόσο ένα ιδιόμορφο happy end.
Οι τρεις “άσωτοι” υιοί του πατέρα – τέρας και οι δύο μοιραίες γυναίκες της ζωής τους, ένας άνθρωπος κλειδί που αποκαλύπτει στο τέλος την πραγματική του ταυτότητα (…τελικά πόσοι ήταν οι Αδερφοί Καραμάζοφ;…) και επιπλέον ένας από μηχανής θεός, ο οποίος αν και δεν εμφανίζεται ποτέ στην σκηνή, δρα καταλυτικά στην εξέλιξη του δράματος, συνέθεσαν επί σκηνής ένα τρικυμιώδες πέλαγος συναισθημάτων, το οποίο εμπεριείχε μεταξύ άλλων: δριμύτατες κατά μέτωπο συγκρούσεις, ιδιοτελή συμφέροντα, θρησκευτικές και υπαρξιακές αναζητήσεις, ανομολόγητα – και εξομολογημένα – πάθη και σκανδαλώδη οικογενειακά μυστικά, ικανά να οδηγήσουν στο έγκλημα…
Με το φως και το σκοτάδι να εναλλασσόνται διαρκώς υποδηλώνοντας συμβολικά και έμπρακτα, ότι ο καθένας από μας κρύβει και τα δύο στα εσώψυχα του και ότι είναι πολύ σχετικό ποιο από τα δύο θα υπερισχύσει τελικά, η σκηνοθέτης της παράστασης θέλησε να μας παρασύρει στον περίπλοκο κόσμο των βασανισμένων ηρώων του έργου, που για εκείνη μοιάζει το ίδιο δαιδαλώδης με τον δικό μας. Η πρόθεση της Νατάσας Τριανταφύλλη ήταν προφανέστατα καλή και οι σκηνοθετικές της ικανότητες σαφώς αδιαμφισβήτητες, αλλά προκειμένου να αναμετρηθεί κανείς με τέτοιου είδους κείμενα και να βγει νικητής, χρειάζεται ενδεχομένως μία έξτρα δόση τόλμης και δημιουργικής τρέλας, ώστε να μπορέσουν να αναδειχθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι ακραίες καταστάσεις, τις οποίες καλούνται να βιώσουν όλοι – ανεξαιρέτως – οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι.
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος – όπως προείπα – διατήρησε το υποκριτικό προβάδισμα καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης (..ήταν και ο μόνος που “επιβίωσε” της αμήχανης έναρξης…) με τον Ηλία Μελέτη (…αισθαντικός και σταθερός…) τον Αντίνοο Αλμπάνη (…λαμπερός και υπόκωφα ερωτικός…) και κυρίως τον Μπάμπη Γαλιατσάτο (…απλά εκπληκτικός!…) να ακολουθούν σε απόσταση αναπνοής, αφήνοντας λίγο πιο πίσω στην ερμηνευτική αυτή κούρσα αντοχής τον Αινεία Τσαμάτη και τις δύο “κυρίες” της παρέας. Οι δύο πολύ σημαντικοί γυναικείοι χαρακτήρες του έργου ερμηνεύτηκαν κάπως υποτονικά και άχρωμα απ’ την γλυκυτάτη κατά τα άλλα Βασιλική Τρουφάκου και την πολυσυζητημένη και απόκοσμα γοητευτική Λένα Παπαληγούρα αντίστοιχα, η οποία στον ρόλο της Γκρουσένκα δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, με βάση πάντα τις προσδοκίες που η ίδια έχει καλλιεργήσει στο κοινό της (…έχω πολύ νωπές τις μνήμες από την συγκλονιστική ερμηνεία της στην Κατερίνα, το αυτοβιογραφικό έργο της προσωπικής μου αδυναμίας – του Αύγουστου Κορτώ – που έφερε την σκηνοθετική υπογραφή του επίσης χαρισματικού και αγαπημένου Γιώργου Νανούρη…).
Γνωρίζω πολύ καλά, ότι με την παραπάνω δήλωση, σχετικά με την ερμηνευτική απόδοση της talk of the town Λένας Παπαληγούρα την οποία συνεχίζω να εκτιμώ βαθιά (…χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν με ενοχλεί λίγο αυτή η γενικότερη τάση υπερεξειδανίκευσης προσώπων και καταστάσεων απ’ την οποία συχνά παρασύρομαι κι εγώ…) ενδεχομένως να αποκτήσω αρκετούς επικριτές, αλλά ειλικρινά όχι μόνο δεν με απασχολεί, αλλά ως ένα βαθμό με χαροποιεί κιόλας. Άλλωστε είμαι σίγουρη, πως στο πλαίσιο αυτής της μαζικής υστερίας προς το πρόσωπο της, η δημοφιλής ηθοποιός θα λάβει ως επί το πλείστον διθυραμβικά σχόλια και για αυτή την μέτρια κατά την γνώμη μου ερμηνεία και ποιος ξέρει;…ίσως όχι άδικα (…είπαμε στην Τέχνη όπως και στη ζωή όλα είναι υποκειμενικά…).
Ανεξαρτήτως προσωπικών απόψεων και λοιπών καλλιτεχνικών αποκλίσεων, η παράσταση “ΑΔΕΡΦΟΙ ΚΑΡΑΜΑΖΟΦ” – διανθισμένη με τις υπερκόσμιες μουσικές που υπογράφει η Μόνικα – δεν παύει να αποτελεί ένα γνήσιο καλλιτεχνικό δημιούργημα, με αναπάντεχα όμορφες εικόνες και στιγμές αυθεντικής, ερμηνευτικής ανάτασης, το οποίο παρόλο το ευσύνοπτο μεγέθος του (…χρονικά και δραματουργικά…) κατάφερε να κρατήσει το ενδιαφέρον των πολυάριθμων θεατών σε ικανοποιητικότατα επίπεδα, αποδεικνύοντας περίτρανα, ότι τελικά τόσο στο θέατρο όσο και στην ενίοτε πεζή καθημερινότητα μας: “ουδέν λαοφιλέστερον του κλασικού…”
Φ. Ντοστογιέφσκι
ΑΔΕΡΦΟΙ ΚΑΡΑΜΑΖΟΦ
Θέατρο Τέχνης Καρολου Κουν
Υπόγειο, Πεσμαζόγλου 5, Αθήνα
τηλέφωνο ταμείου: 2103228706
προπώληση: http://www.viva.gr/
Πρεμιέρα Τρίτη 14 Απριλίου 2015
Παραστάσεις:
14 Απριλίου έως 19 Μαϊου
Ημέρες & Ώρες παραστάσεων
Δευτέρα ‐ Τρίτη 21.00
Κυριακή 22.00
και
15.4 & 16.4 στις 21.00
25.4, 29.4, 9.5 & 13.5 στις 18.00
Διάρκεια 150 λεπτά
Εισιτήρια
Καθημερινά: 18 € & 14 € μειωμένο ‐ φοιτητικό
Κυριακές: 15 € & 12 € μειωμένο ‐ φοιτητικό