Χριστιάνα
Το ‘νόμα σου το κέντησα απάνω στην καρδιά μου
με περίεργα σχήματα αφρικανικής γραφής
για να θυμάμαι ποια ‘τανε που εξόρισε τα όνειρα μου
και πλέω σαν κατάδικος άγονης γραμμής.
Πέρα στους τόπους που μπάρκαρα καίγονταν οι ευχές μου
και ‘συ εδώ εγέλαγες τις νύχτες δυο φορές.
Αυτές που στα κύματα χάνονταν, τα βράδια, προσευχές μου
εσύ δε θα τις μάθεις, ως γίνονταν, ποτές.
Απά στο γλυκό-ξύπνημα τ’ απέραντου ονειράτου,
ο κάπτα – Σώτος μ’ έλουσε με δύναμη ζωής.
Πέρα στους δρόμους που ΄πλευσα με θάρρος αθανάτου,
σύρε μονάχη εκεί, εσύ, για να πνιγείς.
Το λόγο σου βαλσάμωσα, το ψέμα για να βλέπω.
Το κλάμα δω δεν περνά για ν’ αθωωθείς.
Τις μέρες τον έκρυβα μέσα στο γιλέκο
μα τώρα πάρ’ τον το σουγιά να σκοτωθείς.
Όσες φορές με πλήγωσες τόσες φορές χτύπα
το μαχαίρι που σού ‘δωκα, απάνου στην καρδιά
και τότε θ’ ακούσεις όσα στον ουρανό είπα:
«Άγιε Νικόλα πνίξε με, μα έχε την καλά».
Χόρεψε στην αστροφεγγιά
Στόλισέ μου με φιλιά αυτή την νύχτα.
Χάρισέ μου την αστροφεγγιά.
Τα μαργαριτάρια που κρατάς απόψε ρίχ’ τα
στης θάλασσας τη γαλανή αγκαλιά.
Χόρεψε απόψε στο ρυθμό τ’ ανέμου.
Ασ’ την προπέλα να χαράζει τα νερά.
Κοίτα τα άστρα. Δε τα θαύμασα ποτέ μου.
Πέτα σ’ αυτά με του γλάρου τα φτερά.
Δωσ’ στο δελφίνι το χώρο που του πρέπει,
να ρίξει σάλτο και να χορέψει στην πλωριά.
Συνόδεψέ το! Ο καπετάνιος το επιτρέπει.
Χόρεψε κάτω απ’ την αστροφεγγιά.
Ρίξε αγέρα κι άλλη νότα στο κατάρτι
Για το δελφίνι, το κορίτσι και τη ψυχή.
Χαράζω αγάπης πορεία στο χάρτη.
Πες μου ποιο αστέρι φαίνεται μεσ’ την αυγή;