* Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.
Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;
Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!
_ _ _ _ _ _ _ _ _
…* “Στ’ αστεία παίζαμε” του Μανόλη Αναγνωστάκη, Ἰατρού, ἀκτινολόγου, ποιητὴ καὶ δοκιμιογράφου (Θεσσαλονίκη 1925 – Ἀθήνα 2005)…
“Το Κορίτσι της Δύσης”
…κατά κόσμον Λίλα Παπαπάσχου
Κάποιοι το λένε συνήθεια. Άλλοι εξάρτηση.
Εσύ ιεροτελεστία.
Καφές βαρύ γλυκός, μέτριος, πικρός.
Το φλιτζάνι σου αχνίζει ενοχές
ή τα παγάκια φιλτράρουν την αϋπνία;
Κόκκοι…κόκκοι…κόκκοι…
καβουρντισμένοι κόκκοι απ’ τη Βραζιλία, για τόνωση και ευεξία.
_ _ _
Αι γενεαί πάσαι συναντιούνται
σε πεζοδρομημένες πλατείες.
Κουβαλάει στην πλάτη ο καθείς την καταγωγή του
θαμμένη κάτω από αρχιτεκτονικές αυθαιρεσίες, ολωσδιόλου αστικές.
Χίπστερ και αναρχικοί, νοικοκυρές και φθηνοβίζιτες
τραπεζικοί υπάλληλοι και χασικλήδες
άπιστοι σύζυγοι και πλαστικοποιημένες κυρίες
νευρωτικοί θιασώτες της αποσταθεροποίησης.
Αδύνατον να στεγνώσουν οι ναργιλέδες στου Ψυρρή
τα σκυλάδικα της Εθνικής Οδού Αθηνών – Λαμίας, αδύνατον να σιγήσουν.
Είναι γλυκός ο πειρασμός της ανυπαρξίας.
_ _ _
Στα παραδοσιακά καφενεία οι κυβερνήσεις σε μόνιμη πτώση.
Ανεμίζουν περήφανα οι μεζέδες.
Εις υγείαν της Εθνικής Παλιγγενεσίας!
Ανάμεσα σε πρέφα, τάβλι και έντυπα δωρεάν διανομής
γάμοι, κηδείες, προσωρινές συνθήκες εκεχειρίας.
Οι θαμώνες επιχειρηματολογούν για το παρελθόν
παρακάμπτοντας την ιστορία.
Όλα ήταν υπέροχα «πριν».
Ο κόσμος σάπισε σε μία νύχτα.
Δεν υπάρχουν ευθύνες, παρακαταθήκες, γενεαλογικές ανορθογραφίες.
Φταις εσύ και μόνον εσύ.
Εφ’ όλης της ύλης…απολογήσου!
_ _ _
Λεβεντογέννα πατρίδα, με την κατακερματισμένη ύπαιθρο
τα γαλανόλευκα πλακόστρωτα, τα ποιητικά ηλιοβασιλέματα
τις μακιαβελικές μικροπολιτικές
τα χειροποίητα υφαντά, τα πλουμιστά σου στολίδια.
Κάθε χωριό σου ένας καφενές, κάθε πόλη μία χασαποταβέρνα.
Έκαστος στο είδος του και η Ελλάδα στους χαφιέδες.
_ _ _
Λιμάνια φιλόξενα, νησιά καταπράσινα…άγονες γραμμές…
Τα χταπόδια κρεμασμένα στον ήλιο μοσχοβολάνε αρμύρα.
Με ένα ποτήρι ούζο γινόμαστε μία παρέα
με λίγο ακόμη
υπογράφουμε συγχωροχάρτι στα πιο ειδεχθή εγκλήματα.
Σε αποπλανούν τα φαγιά, σε ναρκώνουν τα γλέντια.
Βάλε άφθονο κρασί, να γίνει η πλάση γιορτή
να ζούμε δίχως προοπτική, να ανασαίνουμε απλώς
χωρίς καμία ελπίδα.
Η ευεργετική επίδραση της καφεΐνης
στον ανθρώπινο οργανισμό, ανεκτίμητη
όμως το αλκοόλ…
η πιο σύντομη διαδρομή, προς την αθανασία.
_ _ _
Γιατί χαμογελάτε ειρωνικά;
Θέλετε να μοιραστώ μαζί σας μία ουτοπία;
Ακούστε λοιπόν και μετά παρακαλώ
να διαγραφεί η ανυποταγή μου
απ’ τα πρακτικά της λογοτεχνίας:
Μόνο όταν ανθίσουν κατιφέδες στους καφενέδες
θα καταλάβετε
γιατί τα παιδιά αρνούνται να υποταχθούν
στις πλερέζες της νοσταλγίας…