Tags
Ο γαλλικός όρος avant-garde , δηλαδή εμπροσθοφυλακή ή πρωτοπορία , προέρχεται από το στρατιωτικό λεξιλόγια , και δεν έχασε ποτέ την έννοια της στράτευσης. Έχει συνδεθεί με την εικόνα του καλλιτέχνη-προφήτη , και οι καλλιτέχνες της avant-garde αποτελούν μία πιο ριζοσπαστική εκδοχή του μοντερνισμού. Κύριο χαρακτηριστικό του κινήματος είναι ότι θέτει υπό αμφισβήτηση το εκάστοτε σύστημα και δημιουργεί μία “νέα γλώσσα” , που μέσω της οποίας αμφισβητείται ο ίδιος ο θεσμός της τέχνης . Στο κινηματογράφο , η avant-garde καταδεικνύοντας τα όρια του , επιδιώκει μία άλλη χρήση του μέσου ,διευρύνοντας ή υπερβαίνοντας τα όρια και ανατρέποντας βασικές κινηματογραφικές συμβάσεις όπως η γραμμική αφήγηση. Η βασική διαφορά του avant-garde κινηματογράφου από τον πειραματικό είναι ότι εκτός από τη μορφική αναζήτηση και πολιτικό-κοινωνική λειτουργία (Wallden).Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει ως κύριους εκπροσώπους τον Κώστα Σφήκα και την Αντουανέττα Αγγελίδη.
Το Ιdeés fixes / Dies irae ή παραλλαγές στο ίδιο θέμα (όπως είναι ο ελληνικός τίτλος) αποτελεί τη πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Αντουανέττας Αγγελίδη , είναι ουσιαστικά η πτυχιακή της εργασία στην IDHEC (Ινστιτούτο Ανωτάτων Κινηματογραφικών Σπουδών) και εντάσσεται στη κατηγορία του πειραματικού ή αφηρημένου κινηματογράφου. Η ταινία είναι μία σύγχρονη και διαχρονική σύνθεση πάνω στην αναπαράσταση του γυναικείου σώματος στη σύγχρονη τέχνη , την αναπαράσταση του σώματος , την επανάσταση που δεν έρχεται, τον εγκλωβισμό στην σύγχρονη δυτική τέχνη , στο ρέκβιεμ του δυτικού πολιτισμού αλλά και των δυτικών κοινωνιών . Η Αντουανέττα Αγγελίδη παίζει με τα στοιχεία της avant-garde , αναστρέφει τους κώδικες , συγκρούει διαφορετικούς κώδικες και εν τέλει δημιουργεί ένα ανοίκειο οπτικό όνειρο , που μέσω της απομάκρυνσης από τη πραγματικότητα , πλησιάζει το πραγματικό ως το μη αναπαραστάσιμο , έχοντας βάση τη τέχνη της , το παρελθόν της και την ίδια της την ύπαρξη. Είναι βέβαιο ότι το Ιdeés fixes / Dies irae ανάγεται σ ’ένα ανοίκειο κινηματογραφικό θέαμα. Τόσο από πλευράς των θεματικών που διαπραγματεύεται, όσο και από τον τρόπο που κινηματογραφείται Η ταινία αποκαλύπτει στο θεατή έναν άλλο , διαφορετικό τρόπο κινηματογράφησης και έναν διαφορετικό επίσης τρόπο χρήσης του κινηματογράφου ως μέσου, παράλληλα όμως φέρνει στην επιφάνεια και ένα νέο διαφορετικό σχόλιο πάνω στα ζητήματα της κοινωνίας. Μπορεί να υποστηριχτεί ότι η ταινία , αποτελώντας δείγμα πρωτοποριακού κινηματογράφου, δεν έχει αφήγηση, η πραγματικότητα είναι ότι η αφήγηση προκύπτει , σαν αποτέλεσμα της ταινίας και της σύνθεσης των διαφορετικών σχολίων που γίνονται μέσω των σκηνών.
Η ταινία της Αντουανέττας Αγγελίδη συγχέεται με την ανοίκεια κινηματογράφηση ενός έργου αλλά και με το σχόλιο πάνω σε κοινωνικά θέματα , που ενώ μπορεί να είναι γνωστά , είναι ενοχλητικά και ανοίκεια στο κοινό. Η Αγγελίδη, ως σκηνοθέτης καταδεικνύει την αμηχανία και το ανοίκειο του κινηματογραφικού μέσου, δείχνει τα όρια του και προτείνει έναν άλλο τρόπο κινηματογράφησης, όπως ακριβώς κάνει και στις θεματικές, προτάσσει τις προβληματικές του δυτικού κόσμου με διαφορετικό τρόπο, που αντιστοιχεί σε γροθιά στο στομάχι. Οι παραλλαγές στο ίδιο θέμα αποτελούν ουσιαστικά ένα κινηματογραφικό κολλάζ , από κομμάτια των φαντασμάτων του δυτικού κόσμου μετά το Μάη του ’68.