σ’ αυτόν που κάποτε ονομάστηκε αδερφός
σήψη
θάνατος
το ανέσπερο όνειρο
που με προδίδει
κι
εσύ.
εκτυφλωτικά οικείος
απομακρύνεσαι
με σταθερό ορίζοντα
φυγής
αδάκρυτος
στο
απροσμέτρητον
του θέρους
κατανυκτικός στην αγκαλιά
που
δε σε χωρά
και σ’ εκείνη την άλλη
που
παρέδωσες στον Πιλάτο
πριν τον μείζονα
καθαρμό.
«φοβάμαι»
ετούτη είναι η πηγή
των δαιμόνων μας
φίλε μου
αγγελικέ προστάτη
κι όσο κι αν ακατάπαυστα
χτυπιόμαστε στο τζάμι
ακόμα κι αν μια ραγισματιά
ανοίξει άνεμο
τίποτα φίλε μου
αδερφέ
δε θα λυγίσει
το βάρος
της
ελαφρότητάς μου.
Φοβάμαι το βράδυ που πλησιάζει…
ΥΓ. Αυτό γράφτηκε για σένα. Ως απάντηση σε εκείνο που κάποτε είχε μισο- ειπωθεί περί πίστης. Άλλωστε τι είναι πίστη; Το χωματάκι που σε βαφτίζουνε λίγο πριν την προδοσία.