Tags
Είναι φορές που στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα της πόλης που γεννήθηκα. Βράδυ. Με το φεγγάρι να ασημίζει την εικόνα των βουνών και τα γυμνά σώματα των ερωτευμένων, που αγκαλιάζονται κρυφά πίσω από τα δέντρα. Άγριο τοπίο. Παντού μυρίζει χώμα. Χώμα και δάκρυ νυχτολούλουδου σε οργασμό. Δε φοβάμαι τις υπερβολές. Μέσα σ’ αυτές μπορώ πιο εύκολα να κρύψω λίγη από την μαγεία των παιδικών μου χρόνων. Τα εφηβικά σκιρτήματα. Τους έρωτες με αγόρια που ποτέ δεν αποδέχτηκαν την φύση τους.
Ο τόπος μου. Ένας ομφάλιος λώρος με δένει μ’ αυτό το μέρος. Κάτι το σκοτεινό. Κάτι το μυστηριακό. Στα όνειρα. Στις απωθημένες σκέψεις. Στα φανταστικά ταξίδια μέσα στο μετρό. Ακόμα ακόμα και την στιγμή του έρωτα έρχεται σα φάντασμα, που πλανιέται καταραμένο στα αθέατα μονοπάτια των φαντασιώσεών μου. Λες και είναι κομμάτι από την σάρκα μου. Σκιρτά μαζί μου την ώρα που ο εραστής χαϊδεύει με την ανάσα του το κορμί μου. Πονάει την ώρα που εγώ πονώ. Και πεθαίνει όταν εγώ πεθαίνω.
Το παράξενο είναι που, όταν ήμουν παιδί, έβλεπα τα βουνά σα φυλακή. Ονειρευόμουν την στιγμή που θα έφευγα μια και καλή από εκείνο το μέρος. Θα έριχνα τον ζυγό που τόσο βάναυσα με κράταγε κοντά του. Ήθελα να απολαύσω τον κόσμο. Να γνωρίσω όλα του τα μυστικά. Να δοκιμάσω όλες του τις γεύσεις. Όλους τους καρπούς του. Ακόμα και τις οδύνες του. Δε φοβόμουν τίποτα γιατί δε γνώριζα τίποτα. Κι ήταν η άγνοιά μου αυτή το προστατευτικό κέλυφος, που μ’ έκανε να αισθάνομαι ασφαλής. Τι ανόητο!
Παρ’ όλα αυτά, τα χρόνια περνούν. Εγώ κατοικώ σε μια μεγαλούπολη, που τρώει τα παιδιά της. Σε ένα τοπίο δυστυχισμένων ανθρώπων. Με τα όνειρα να έχουνε γίνει πληγές κι ο κόσμος μια μάζα τρομοκρατημένων ψυχών. Διαψεύσεις και αυτο-περιορισμοί. Μοναξιά και προκατάληψη. Αυτά ήταν τα μονοπάτια που η ζωή μου επιφύλασσε με τόση μυστικοπάθεια. Και το μόνο που έμεινε από εκείνο το παιδί είναι, ένα θλιμμένο βλέμμα να κοιτά τα άστρα και να αισθάνεται ότι βουτά μέσα σ’ έναν ωκεανό χάους κι ανυπαρξίας.
*
Είναι πάλι κάτι βράδια που, πνιγμένος από την απελπισία, ψάχνω ένα έρεισμα- μιαν ελπίδα- μια μικρή πνοή γαλήνης. Και τότε γυρνώ ξανά εκεί. Γιατί τα παιδικά μου χρόνια έχουν πράσινο χρώμα και μυρίζουν σα τη νοτισμένη γη. Κομμένα ξύλα και κοπριά. Θυμάμαι το σκυλάκι μου με το κάτασπρο τρίχωμά του κι όλα εκείνα τα παιχνίδια που ηχούν ακόμη στα θεμέλια του πατρικού μου.
Μιαν αυλή γεμάτη κήπους και λουλούδια. Πρόσωπα όλο αγάπη. Τραγούδια και ξεφωνητά. Χοροί από το πουθενά. Αυτοσχέδια θεατράκια και καλαμπόκι μετά την βόλτα μας στο παζάρι. Πατρίδα μου. Πατρίδα μου. Πατρίδα μου εκείνα τα χαμόγελα και το εκστατικό βλέμμα του αγοριού με το οποίο ανακάλυψα την ηδονή. Πατρίδα μου τα πρώτα βλέμματα που καθόρισαν τον ορίζοντά μου. Πατρίδα μου οι πρώτοι φίλοι και η σχολική ανυπακοή. Πατρίδα μου ό,τι ζήσαμε χωρίς να μας νοιάζει ότι ζούμε. Γιατί ήταν τόσο αυτονόητη τότε η ύπαρξή μας. Γιατί όλα τα νοήματα απλόχερα μας δίνονταν μ’ όση απλότητα χωράει η παιδική καρδιά.
Τώρα που γράφω ετούτες εδώ τις γραμμές πονάω. Γιατί ξέρω ότι όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο πια παρά ο χαμένος παράδεισος. Ένας εκπεπωκότας είμαι. Ένα μεγάλο παιδί, που ζητά από την νεράιδα του παραμυθιού λίγη μαγική σκόνη να μυρίσει το σκοτάδι όνειρα.
Πονάω γιατί ο χρόνος βάρβαρα χαράζει επάνω μου απώλειες. Και πιο πολύ την απώλεια του μικρού σπουργιτιού και τις αγκαλιές στο κρυφό μας κιόσκι. Τα αρχικά μας ακόμη χαϊδεύουν τα κλαδιά του δέντρου, που στη σκιά του ζήσαμε τόσα πολλά.
Πονάω γιατί τα νοήματα χάθηκαν κι ο δρόμος είναι τόσο ανηφορικός που τα πόδια πρηστήκαν. Πληγιάσαν οι ορμές κι ένα κατακίτρινο πύον από σκοτωμένες στιγμές και λάθη τρέχει μέσα στο χρόνο. Μπροστά μου βλέπω το χλωμό πρόσωπο του Ρεμπώ, που τα δυο του χέρια κρατάνε τρυφερά το κομμένο του πόδι. Τρόπαιο στο κυνήγι των ονείρων. Πικρό το κρασί που ήπιαμε παλιέ μου φίλε.
*
Είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Η πολυκατοικία έχει από ώρα ησυχάσει. Μιαν ακινησία επιτείνει αυτή την αίσθηση θανάτου, που τώρα τελευταία με βασανίζει. Στο πάτωμα απλωμένες φωτογραφίες. Πρόσωπα που φύγαν. Πρόσωπα που μείναν. Μαχαιριές όλο αγάπη. Και χάδια γεμάτα πόνο. Ένας κύκλος που όλο κάτι του λείπει. Σχεδόν μια τετραγωνισμένη πεδιάδα ανολοκλήρωτων κάτι. Κάτι που χαλάει το σκηνικό. Κάτι που πάντα θα βασανίζει.
Η αρρώστια. Τα παιχνίδια των σκέψεων. Οι εφιάλτες μακιγιαρισμένοι ελπίδες. Ο φόβος της αγάπης. Ο φόβος του ανήκειν. Το νόημα που όλο τρέχει και φεύγει από τα χέρια μου.
Το πρόσωπό μου σε λίγο θα γίνει σα τον κορμό του πλατάνου, που βρίσκεται στην πλατεία της μικρής μου πόλης. Τα παιδιά θα τρέχουν πίσω μου και θα με περιγελούν, όπως περιγελά η νεότητα την κάπως άκομψη σιωπή της μεγάλης πείρας.
Φοβάμαι απόψε να σου πω καληνύχτα
γιατί είναι η απόσταση
που παγώνει το φιλί
και το αντίο
όσο σύντομο κι αν ακουστεί
θα’ χει πάντα
κάτι από το αγκάθι
της απουσίας σου.