ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ
α
άφηναν πίσω μια τόσο δα λακκούβα και μέσα σ’ αυτήν
βρώμικα νερά φύλλα έπεφταν επάνω και μικρά
ζουζούνια κολυμπούσαν όλος ο κόσμος μια μουσική
ένα γέλιο ένα φουστάνι δαντέλες και μετάξι αγγίζω
δεν έχω να πω πολλά
άνοιξη και άνοιξα ένα κουτί,
πρόσωπα χαρωπά
αντίκρισα και ζήτησα την αγάπη τους κι εκείνα
μου ’δωσαν άγρια αίσθηση ονείρου,
που βάρυνε τη σκέψη
και το στομάχι μου
β.
Ξεκομμένο σε θέλω από τους άλλους ξεκολλημένο
από τα πράγματα θέλω να γνωρίσω τους κόσμους σου
και μετά να σ’ επιστρέψω λιγοστό αφού θα έχω κλέψει
όλα τα όνειρά σου τις βραδιές που ξενυχτώντας
τα μαλλιά σου φυλλομετρούσα και
τις θέρμες του κορμιού σου.
γ
Σέρνομαι
άγριοι ρυθμοί μ ακινητοποιούν
στριγκλίζω μόνη
και αυτός – αυτή στη γωνιά περιμένει δεν θα πάω – ξέρω
τη μοναξιά σήμερα δεν θα ξεγελάσω
λιγοστό το φως
από το παράθυρο
βγαίνω να δω καλύτερα
στη γωνία κανείς
επιτέλους
σε λίγο θα κλείσω 24 ώρες
δεν αντέχω
άλλο θα βγω
ρούχα και φτιασίδια
απαραίτητα
Το χάραμα
Τότε που εφιάλτες σταστρατόπεδα
Γίνονταν πραγματικότης
Τότε που οι άρρωστοι ματώνουν τα κρεββάτια τους
Τότε που ορφανεύουν οι άνθρωποι
Τότε φεύγω, το χαράμα, την ώρα της ξεκούρασης
την ώρα της ανακωχής
Την ώρα που τα ανομολόγητα
Γίνονται ανάμνηση βουβή.