Tags

Πηγή φωτογραφίας από το διαδίκτυο.

Πηγή φωτογραφίας από το διαδίκτυο.

Κι είπα, τελικά, να πιστέψω σε σένα. Με μια σιγουριά κι όχι γνώση της ισχύος σου επάνω μου. Γιατί εσύ το ήξερες καλά. Το είχες μαντέψει. Πως από εκείνο το πρωινό ξεκίναγε η πλήρης άλωσή μου. Η βουτιά στην αγκαλιά σου ήταν η πτώση μου στο κενό. Από εκεί και πέρα τίποτα. Από εκεί και πέρα όλα. Από εκεί και πέρα η καταστροφή.

Όχι. Όχι. Δε θέλω να δικαιολογήσω τα όσα έκανα. Τα όσα δέχτηκα. Τα όσα αποσιώπησα. Απλά, προσπαθώ να δώσω μιαν εικόνα της ρίζας του κακού. Του δικού μου δαίμονα. Του δικού σου. Της άλλης πλευράς του νομίσματος, που το ονομάζουμε απλοϊκά αγάπη. Κι οι δυο μαζί στον ίδιο χάρτη χαθήκαμε μιας σχέσης. Παιδιά ενός μνησίκακου θεού. Μιας κοινωνίας που αποξένωνε ό, τι δε κατανοούσε.

Φορούσες το γνωστό χαμόγελο του θηρευτή. Έπιασε αμέσως. Λύγησα. Τα μάτια σου κρύβαν καλά στον γκριζωπό ζωμό τους την πρόθεση. Ανάγνωση τότε δεν γνώριζα. Και πόσο μάλλον τα ιδιαίτερα νοήματα της συνενοχής. Οι λέξεις βγαίναν από μόνες τους. Συστολή καμιά. Οι αντάρτες του φόβου μου κοιμισμένοι. Το φρούριο των τειχών μου χορταριασμένο και λεηλατημένο από αρχαίων εποχών σκουριά. Ήμουν το προκάλυμμά σου. Ήμουν η τέλεια κρυψώνα του εαυτού σου. Τα όνειρα των ναρκωτικών σου. Και για μένα το μόνο που περίσσευε, ο θάνατος από υπερβολική δόση.

Η συνενοχή κούμπωσε. Το κλειδί γύρισε. Η ιστορία μπήκε στον ανήφορο.

Πηγή φωτογραφίας: pinterest.com

Πηγή φωτογραφίας: pinterest.com

Πριν από εσένα η ζωή. Μια καριέρα χτισμένη με μόχθο αλλά και με απέραντη αγάπη για δημιουργία. Πριν από εσένα ταξίδια. Άλλοι τόποι. Άλλοι άνθρωποι. Άλλα χρώματα. Πλούσιες αποχρώσεις της γης. Πλούσιες αποχρώσεις του αέρα. Πλούσιες αποχρώσεις του αισθήματος. Του σώματος. Της ένωσης. Της αποκόλλησης. Της έξαψης. Της υπερβολής.

Τόσο τα νιάτα όσο και η τρέλα έδινε στον ρυθμό των γεγονότων μια κάπως άγρια νότα. Αποχαυνωμένοι από την ηδονή γυρεύαμε το πάγωμα του χρόνου. Είμασταν βαριά πληγωμένοι από την εποχή. Κι ήταν αυτή η ψευδαίσθηση της ελευθερίας και του ανεξάλειπτου των ηδονών μια καρικατούρα στις φυλλάδες των αυτοχείρων κινημάτων.  Ήμασταν ανεξέλεγκτα απορροφημένοι.

Κι όμως, εσύ χτύπησες με τέτοια ακρίβεια τον στόχο. Με τέτοια διαβολεμένη ακρίβεια. Που όλα έχασαν το κέντρο τους. Και το κέντρο φόρεσε το πρόσωπό σου. Και φώτισε μιαν εποχή με τα δικά σου ανελέητα μάτια.

Κι όλο να φωνάζω πως σε λατρεύω. Κι όλο να σε κατασπαράζω. Και σε κάθε χαψιά και η κοψιά από την δική σου αρπάγη. Δυο στόματα που φιλιούνταν με πάθος. Δυο στόματα που κατασπαράζανε το ένα το άλλο. Δυο σώματα που ενώνονταν. Δυο σώματα που κομματιάζανε το ένα το άλλο. Πόθος ὄξος στην πληγή της σταυρώσεως, που φέρει το δυσοίωνο όνομα Έρως. Κι εγώ εκεί. Να θέλω κι άλλο. Κι άλλο. Από τον πόθο. Από τον πόνο. Από την ομηρεία των αναγκών μου. Κι εσύ εκεί. Να δίνεις κι άλλο. Κι άλλο. Από το τίποτα σου.

Κι εκεί. Μέσα σ’ αυτή τη θέρμη της κολάσεώς μας. Γύρισες από την άλλη. Ντύθηκες. Φόρεσες το καπέλο σου λοξά. Μου είπες: «για πάντα μαζί». Και χάθηκες.

Ως εκεί έφτασε το πάντα.