γράφει ο Χρήστος Σούτος
Πριν από λίγες μέρες γίναμε μάρτυρες μιας κατάστασης που όμοια της δεν έχει παρατηρηθεί στο χώρο των ΜΜΕ όχι μόνο στην χώρα μας αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Πανίσχυροι επιχειρηματίες κλεισμένοι, με τη θέληση τους, σε μια εγκατάσταση, που περισσότερο θύμιζε χρυσή φυλακή ή στρατόπεδο συγκέντρωσης και λιγότερο camp επιχειρηματικών διεργασιών εκατομμυρίων ευρώ, σε συνθήκες απόλυτης απομόνωσης και μυστικοπάθειας. Όμιλοι που κλήθηκαν να πάρουν μέρος σε ένα παιχνίδι πόκερ με ορίζοντα την απόκτηση μιας τηλεοπτικής άδειας πανελλήνιας εμβέλειας στο νέο σκηνικό, που η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί να στήσει στο τηλεοπτικό και όχι μόνο τοπίο.
Με αρχική τιμή εκκίνησης τα τρία εκατομμύρια ευρώ κανείς, υποθέτω ούτε από τους κυβερνώντες αλλά ούτε από τους συμμετέχοντες, δεν περίμενε πως το τελικό τίμημα θα εκτοξευόταν μέχρι αυτά τα ιλιγγιώδη νούμερα. Το να δαπανήσει κάποιος ένα ποσό κοντά στα εβδομήντα και επιπλέον εκ. ευρώ, ή ακόμα και πενήντα plus που κόστισε η δεύτερη άδεια, για να αποκτήσει το δικαίωμα να διαθέτει τηλεοπτικό δίκτυο πανελλήνιας εκπομπής σε μια χώρα που η κατανάλωση προϊόντων βρίσκεται στο ναδίρ, που η αγοραστική δύναμη των πολιτών αναζητείται και που μεγάλες κοινωνικές ομάδες δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τα αυτονόητα για τις καθημερινές τους ανάγκες, άρα και η διαφημιστική πίτα διαρκώς συρρικνώνεται, μοιάζει και είναι αυτοκτονικό. Γιατί δεν είναι μόνο το ποσό αυτό που απαιτείται για την άδεια. Ο κάθε σταθμός, βάση του νόμου πρέπει να έχει 400 εργαζομένους και μεγάλο υλικοτεχνικό εξοπλισμό για να λειτουργήσει. Αν μάλιστα δεν υπάρχει ήδη αυτό το δεδομένο, όπως ισχύει στις περιπτώσεις των ΣΚΑΙ και ΑΝΤ1, τα νούμερα απλώς δεν βγαίνουν όπως και αν τα δει κανείς. Είναι δυνατόν επομένως τόσοι ισχυροί οικονομικά παράγοντες με άκρως επιτυχημένες δραστηριότητες σε άλλους τομείς να ενεργούν με αυτόν τον τρόπο; Είναι θέμα άγνοιας, αλαζονείας ή κάτι άλλο;
Η κυβέρνηση από την μεριά της επιχαίρει τόσο για την διαδικασία όσο και για το ύψος του τιμήματος που πέτυχε μέσω αυτής. Η αρχική ρητορική της που αφορούσε την πάταξη της διαπλοκής και την δημιουργία υγιούς ανταγωνισμού στο χώρο έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των τελικών σχημάτων όσο περνάει ο καιρός και τα στοιχεία τίθενται επί τάπητος ισοδυναμεί με ανέκδοτο. Στην πρώτη περίπτωση δεν νομίζω να θεωρεί κανείς πως μειώνοντας τις ελεύθερες συχνότητες θα μπορέσεις να πατάξεις την διαπλοκή. Στη δε δεύτερη η κυβέρνηση πέτυχε να “κλείσει”, αν και υπάρχει πολύς δρόμος γι΄αυτό ακόμα, τα κανάλια, με εξαίρεση το MEGA, που δεν είχαν χρέη προς το δημόσιο και που δεν αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα, δηλαδή υγιείς επιχειρήσεις. Μπορεί να κομπάζει για τα 246 εκ. ευρώ που συγκέντρωσε από τον πλειστηριασμό αλλά ξεχνάει να αναφέρει το περίπου 1.5 δις ευρώ που θα χαθεί από τα δημόσια ταμεία στη δεκαετία από τα υπόλοιπα κανάλια που θα πάψουν να λειτουργούν.
Και φθάνουμε στο ζήτημα των εργαζομένων. Ως άνθρωπος του χώρου, αν και σιχαίνομαι τον όρο, ακόμα προσπαθώ να κατανοήσω πως μια κυβέρνηση με αριστερό πρόσημο, τρομάρα της, σφυρίζει αδιάφορα στην απώλεια τόσων θέσεων εργασίας. Είναι επιεικώς αστείο το επιχείρημα που ακούγεται από κυβερνητικά χείλη ότι όσοι μείνουν άνεργοι θα απορροφηθούν από τα νέα σχήματα. Πέρα από το γεγονός ότι οι θέσεις που προκύπτουν είναι λιγότερες από αυτές που χάνονται, όσοι έχουν δουλέψει έστω και μια φορά στη ζωή τους αντιλαμβάνονται ότι το επιχείρημα αυτό είναι εντελώς αβάσιμο. Άνθρωποι που έχουν φθάσει σε μια προχωρημένη εργασιακή ηλικία και δεν είναι στην πρώτη γραμμή της δημοσιογραφίας θα οδηγηθούν σε εργασιακό μαρασμό και θάνατο. Δεν πρόκειται να προτιμηθούν από κανένα νέο εργοδότη μην γελιόμαστε. Αν εξαιρέσει κανείς τα μεγάλα ονόματα όλοι οι υπόλοιποι γίνονται θύματα του τέρατος της ανεργίας. Αλλά μάλλον η αλληλεγγύη και η αγωνιστικότητα των στελεχών του κυβερνώντος κόμματος εξαντλήθηκαν στις κινητοποιήσεις για την ΕΡΤ λες και οι άνθρωποι που εργάζονται στα ιδιωτικά μέσα είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού…