
φωτογραφία αρχείου
γράφει ο Χρήστος Σούτος
Το σκηνικό γνωστό στους περισσότερους από εμάς. Τα παιδιά γυρνούν από το σχολείο, μπαίνουν σπίτι, αφήνουν την τσάντα τους στο πάτωμα κοντά στην έξοδο. Η μητέρα τα καλεί στο τραπέζι με την επισήμανση να πλύνουν πρώτα τα χέρια τους. Ο πατέρας περιμένει ήδη καθιστός ενώ η μητέρα βάζει τις τελευταίες πινελιές πριν το φαγητό φθάσει στο πιάτο της οικογένειας. Τα παιδιά έρχονται και κάθονται ανυπόμονα να πουν τα νέα της ημέρας τους λίγο πριν αρχίσει το απογευματινό τρέξιμο με τις λεγόμενες εξωσχολικές δραστηριότητες. Το φαγητό σερβίρεται και η συζήτηση ξεκινά. Η μαμά ρωτά πρώτη όπως πάντα. Τι έγινε παιδιά σήμερα στο σχολείο; Όλα καλά; Η δασκάλα, οι συμμαθητές σας, τα μαθήματα; Σας σήκωσαν στον πίνακα, ήσασταν διαβασμένοι, τα είπατε καλά; Παίξατε στο διάλειμμα με τα υπόλοιπα παιδιά; Φάγατε το κολατσιό σας;
Όλα βαίνουν καλώς ώσπου μια κουβέντα που ξεστομίζει ένα από τα παιδιά ταράζει την ήρεμη οικογενειακή ατμόσφαιρα και φέρνει βουβαμάρα στο τραπέζι. Σήμερα, λέει το παιδί, μας είπαν πως το σχολείο μας θα φιλοξενεί τα απογεύματα κάποια άλλα παιδάκια που έχουν έρθει από μακριά και δεν έχουν που να πάνε και ότι πρέπει να τους φέρουμε ότι μπορούμε για να τα βοηθήσουμε. Βιβλία, τετράδια, μολύβια, παιχνίδια. Θα έρχονται στο σχολείο, θα κάθονται στα θρανία μας και θα παίζουν στην αυλή μας. Η μαμά δεν μιλάει πια. Ο πατέρας αρχίζει να φωνάζει και να χτυπιέται. Καταριέται την εποχή, την κυβέρνηση, τους πολιτικούς. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι γεμίζει φόβο και ανησυχία. Τα παιδιά απορούν. Που είναι το κακό; Τι είπαμε που τους ταράξαμε; Σε τι φταίμε; Είναι κακό να βοηθήσουμε αυτά τα παιδάκια;
Η μαμά μαζεύει νευρικά τα πιάτα. Λέει πως το φαγητό τελείωσε. Διατάζει με αυστηρό ύφος να πάνε να πάρουν τα πράγματα τους για το φροντιστήριο και το μπαλέτο. Τα παιδιά πηγαίνουν στο δωμάτιο τους. Ακόμα ηχούν στα αυτιά τους οι διηγήσεις της γιαγιάς, της μητέρας του πατέρα τους, για τον ξεριζωμό της οικογένειας από το σπίτι τους στην Σμύρνη και τις δυσκολίες που έζησαν μέχρι να φθάσουν στην μαμά Ελλάδα. Ακόμα θυμούνται τι τους έλεγε για την συμπεριφορά που έτυχαν εδώ στην πατρίδα. Είναι σαν ακούν ζωντανή τη φωνή της που τους ζήτησε να ορκιστούν ότι αν ποτέ βρεθούν σε θέση να υποδεχθούν πρόσφυγες να τους περιβάλλουν με αγάπη και να τους βοηθήσουν. Με αυτές τις σκέψεις αρχίζουν να διαβάζουν για την επόμενη μέρα. Έχουν θέμα στην έκθεση για τον ρατσισμό. Άγνωστη λέξη. Πάνε στο σαλόνι για να ρωτήσουν τον πατέρα τους, που ακόμα δεν έχει ηρεμήσει, μπαμπά τι θα πει ρατσιστής;
Αυτή η εικόνα θα μπορούσε να είναι πραγματικότητα στα μέρη και στις περιοχές που οι “καθαροί ” Έλληνες δεν επιτρέπουν στα προσφυγόπουλα να ” μολύνουν” με την παρουσία τους την περιοχή τους. Που φοβούνται να μην αρρωστήσουν τα παιδιά τους αλλά την ίδια ώρα τα αφήνουν ανεμβολίαστα. Ευτυχώς ακόμα και σήμερα στην εποχή της βαθιάς κρίσης παραμένουν η θλιβερή μειοψηφία. Στην πλειονότητα τους τα παιδιά αυτά, οι μαθητές από τον πόλεμο γίνονται δεκτοί με αγάπη και εκδηλώσεις σεβασμού και φροντίδας.Γιατί όπως είπε και ο Ρασούλης: Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά!!!!

φωτογραφία αρχείου