Tags
γράφει & επιμελείται η Λίλα Παπαπάσχου
« Στέλνατε φως σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση.
Όπως όλοι, εγκαταλείψατε το Πρίπιατ τον Απρίλιο του 86, άτακτα, κάποιες μέρες μετά την έκρηξη. Τα παιδιά ήρθανε μετά, αφού είχατε ξαναφτιάξει τη ζωή σας αλλού.
Ποτέ δε τους μιλήσατε για την πόλη, για το ατύχημα, για την εκκένωση.
Δε θέλατε η λέξη Τσερνόμπιλ να μπαίνει στο σπίτι. »
Το Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων είναι ένας από τους πιο ειλικρινείς και αυθεντικά εναλλακτικούς πολυχώρους της Αθήνας (γιατί κάποιοι είναι μόνο κατ’επίφαση). Με σαφή στόχευση και έντονα προσωπικό καλλιτεχνικό κριτήριο η Φωτεινή Μπάνου και ο Δημήτρης Αλεξάκης δημιούργησαν πριν τέσσερα περίπου χρόνια τον ιδιαίτερο αυτό χώρο στην Κυψέλη, που φιλοξενεί πρωτοποριακές δουλειές νέων αλλά και καταξιωμένων καλλιτεχνών, οι οποίοι έχουν πάντα κάτι αληθινό και ουσιαστικό να μοιραστούν με το αφοσιωμένο πλέον κοινό του ΚΕΤ, που συνεχώς διευρύνεται.
Στην περίπτωση της παράστασης/βιωματικής εμπειρίας «Στη χώρα μου λένε, ότι το Τσερνόμπιλ είναι ένα δέντρο που μεγαλώνει», η σύμπραξη των δύο καλλιτεχνών – ο Δημήτρης Αλεξάκης υπογράφει το κείμενο και η Φωτεινή Μπάνου τη σκηνοθεσία – ήταν κάτι παραπάνω από εμπνευσμένη, αφού οι στιγμές που ζήσαμε παρακολουθώντας την προτελευταία παράσταση το Σάββατο 17/12/2016, δεν περιγράφονται εύκολα με λόγια, πόσο μάλλον με μεγαλοστομίες.
Ως συνδαιτυμόνες σε ουκρανικό γαμήλιο γλέντι τριάντα θεατές, όσα και τα χρόνια που έχουν περάσει από την έκρηξη του πυρηνικού αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ, καθισμένοι σε τέσσερα διαφορετικά τραπέζια – απίστευτα εύστοχη η σκηνογραφική απόδοση της Ευαγγελίας Θεριανού – απ’ όπου περνούσαν εναλλάξ οι ηθοποιοί για να μοιραστούν μαζί μας 14 διαφορετικές αναμνήσεις/ιστορίες/μαρτυρίες από εκείνες τις ημέρες, που ο πυρηνικός όλεθρος βρήκε απροετοίμαστη μία ολόκληρη πόλη, το Πρίπιατ (και κατ’ επέκταση μία ολόκληρη χώρα) οι κάτοικοι της οποίας αναγκάστηκαν να την εκκενώσουν, αφήνοντας πίσω τους σχεδόν όλα τα μολυσμένα «υπάρχοντά» τους…άψυχα και έμψυχα.
Έκτοτε παραμένει έρημη, μία πόλη – φάντασμα στα βόρεια της Ουκρανίας, που τη νύχτα της 26ης Απριλίου του 1986 έμεινε στην ιστορία ως “ένα από τα πιο σημαδιακά γεγονότα της δεκαετίας του ’80”, με τις συνέπειες του να ακουμπούν και το δικό μας σήμερα (ενδεχομένως και τις μελλοντικές γενιές αφού εικάζεται πως διάφορες μορφές καρκίνου, τερατογενέσεις και λοιπά δεινά συνδέονται άμεσα με το συγκεκριμένο πυρηνικό ατύχημα, αποτελώντας μερικές ακόμη από τις πολλές, θλιβερές του συνέπειες).
Η Φωτεινή Μπάνου με το πρόσχημα της ιλαρής ατμόσφαιρας ενός γάμου και μεταξύ “τυριού και αχλαδιού” (μήλου για την ακρίβεια) έβαλε θεατές και ηθοποιούς στην ίδια συνθήκη, δηλαδή των συνδαιτυμόνων σε ένα γαμήλιο γλέντι, που ανά τακτά χρονικά διαστήματα διακόπτεται με τον πιο φυσικό τρόπο από τις διαδοχικές αφηγήσεις των ίδιων των καλεσμένων του. Οι απόλυτα πειστικοί στους ρόλους τους: Χρήστος Καπενής, Φωτεινή Μπάνου, Bασιλική Σαραντοπούλου και Ανθή Φουντά, τριγυρνούσαν ανάμεσα μας έτοιμοι να μοιραστούν με το κοινό, που εδώ είχε ρόλο συμπρωταγωνιστή, όσα δεν έπρεπε ποτέ να ειπωθούν για να μη θιγεί το στάτους μίας “υπερδύναμης”, που πίστεψε όπως τόσες και τόσες άλλες στην ουτοπία της παντοδυναμίας του ανθρώπου. Οι τέσσερις ηθοποιοί – ένα με εμάς και συνάμα 100% συγκεντρωμένοι στις αφηγήσεις τους – μας έκαναν να αισθανθούμε στο πετσί μας τη διαβρωτική δύναμη της ραδιενέργειας λες και η έκρηξη στον πυρηνικό αντιδραστήρα συνέβη μόλις…ακριβώς δίπλα μας (συνέβη ούτως ή άλλως αρκετά κοντά μας!)
Χωρίς ίχνος εκβιαστικής συγκίνησης πλησίαζαν χαμογελαστοί, κάθονταν δίπλα μας και μιλούσαν όπως μιλάς σε έναν φίλο. Χαλαρά και ταυτόχρονα βαθιά εξομολογητικά, κοιτώντας τον στα μάτια. Μόνο που τα λόγια τους έσταζαν αίμα και λιωμένη σάρκα και πόνο και δάκρυα και ματαιωμένες ελπίδες και φρίκη και τόσα πολλά ακόμα, που ειλικρινά όσο κι αν το θέλουμε αδυνατούμε να αποδόσουμε με λέξεις.
Πριν μου δοθεί η ευκαιρία να συμμετάσχω στο θεατρικό αυτό ντοκουμέντο, γνώριζα σκόρπια πράγματα για το Τσερνόμπιλ (ήμουν πολύ μικρή όταν συνέβη το ατύχημα) τα οποία είχα κατά κύριο λόγο διαβάσει ή ακούσει από τους μεγαλύτερους ή τα έμαθα στην πορεία παρακολουθώντας κάποιο σχετικό ντοκιμαντέρ. Ποτέ όμως δεν είχα βιώσει το μέγεθος της καταστροφής που προκάλεσε και μάλιστα εκ των έσω. Ποτέ δεν είχα αισθανθεί πως είναι να βλέπεις τους αγαπημένους σου να ψυχορραγούν, ανήμπορος να τους παρασταθείς, πως είναι να αφήνεις πίσω το σπίτι σου, τις συνήθειες σου, τη ζωή σου, τη γη που μέχρι τότε σου χάριζε απλόχερα τους καρπούς της, τα αγαπημένα σου κατοικίδια, τους νεκρούς συγγενείς και φίλους. Πως είναι να γίνεσαι ο ίδιος το “μίασμα”, όντας φορέας ραδιενέργειας και ως εκ τούτου επικίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο. Ή αντίθετα, πως είναι να γίνεσαι ερήμην σου ήρωας, σώζωντας με την αυτοθυσία σου χιλιάδες ζωές και αποτρέποντας τα χειρότερα.
Εν μία νυκτί, όλα άλλαξαν ριζικά και αμετάκλητα. Ο “Ατόμκα” – όπως αποκαλούσαν χαϊδευτικά οι κάτοικοι του Πρίπιατ τον αντιδραστήρα – από υπόσχεση ευημερίας μετατράπηκε σε όπλο μαζικής καταστροφής (αυτό ήταν ευθύς εξαρχής ανεξάρτητα από τα ανθρώπινα “κατ’ευφημισμόν”). Και 50.000 άνθρωποι έγιναν πρόσφυγες…στην ίδια τους τη χώρα…και όπου αλλού έβρισκαν καταφύγιο…
Ξέρω πως μέρες που είναι, φαινομενικά εορταστικές, γιατί τα χαμόγελα στα πρόσωπα των ανθρώπων μοιάζουν μάλλον παγωμένα, δεν είναι ότι πιο ευχάριστο να αναμοχλεύουμε το χρονικό του Τσερνόμπιλ, αλλά η απειλή ενός νέου πυρηνικού ολέθρου είναι κάτι απόλυτα ρεαλιστικό και μας αφορά όλους, άσχετα αν οι ισχυροί αυτού του κόσμου επιμένουν να παριστάνουν το Θεό στις πλάτες μας, ερμηνεύοντας τα γεγονότα με αριθμούς και στατιστικές και όχι με το εκάστοτε ανυπολόγιστο κόστος σε ανθρώπινες ζωές.
Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας προτείνω να πάτε σε αυτόν τον ιδιόμορφο γάμο που τέλεσαν ο Δημήτρης Αλεξάκης, η Φωτεινή Μπάνου και οι ταλαντούχοι συνεργάτες τους, αφού η παράσταση ολοκλήρωσε τον επιτυχημένο κύκλο της, την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016, αφήνοντας πίσω της πολλούς εν δυνάμει θεατές. Είμαι σίγουρη, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, πως υπάρχει ένας μεγάλος αιρθμός συνανθρώπων μας, που θα ήθελαν πολύ να ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο και συγκεκριμένα στις 26 Απριλίου 1986 και να μάθουν την πικρή αλήθεια για το εν λόγω “ατύχημα”, που ήταν -όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων – το αποτέλεσμα ενός αποτυχημένου πειράματος, το οποίο ουσιαστικά επιβεβαιώνει την ύβρη του ανθρώπου. Έναντι του Θεού, της φύσης, του ίδιου του θνητού εαυτού του.
Τελικά, το Τσερνόμπιλ δεν είναι ένα δέντρο που μεγαλώνει. Είναι μία ανοιχτή πληγή που ακόμη αιμορραγεί, λερώνοντας τις σελίδες μίας ιστορίας που όχι μόνο δεν μαθαίνει από τα λάθη της, αλλά συνεχίζει με αξιοσημείωτο κυνισμό να συγκαλύπτει τα εγκλήματά της, σαν τον πιο αδίστακτο κακοποιό.

Η Φωτεινή Μπάνου, σκηνοθέτης και μία εκ των πρωταγωνιστών της παράστασης
Συντελεστές:
κείμενο: Δημήτρης Αλεξάκης
σκηνοθεσία: Φωτεινή Μπάνου
κινησιολογία (μέθοδος viewpoints): Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου
σκηνογραφία: Ευαγγελία Θεριανού
φωτισμοί: Γιώργος Ζαφειρίου
ηθοποιοί: Χρήστος Καπενής, Φωτεινή Μπάνου, Bασιλική Σαραντοπούλου, Ανθή Φουντά
στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, κάθε Σάββατο και Κυριακή, στις 21:00, από τις 22 Oκτωβρίου μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 2016
https://www.facebook.com/tvcontrolcenter/?fref=ts
στη χώρα μου, λένε ότι το Τσερνόμπιλ είναι ένα δέντρο που μεγαλώνει |αποσπάσματα
____________________________
« Στέλνατε φως σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση.
Όπως όλοι, εγκαταλείψατε το Πρίπιατ τον Απρίλιο του 86, άτακτα, κάποιες μέρες μετά την έκρηξη.
Τα παιδιά ήρθανε μετά, αφού είχατε ξαναφτιάξει τη ζωή σας αλλού.
Ποτέ δε τους μιλήσατε για την πόλη, για το ατύχημα, για την εκκένωση.
Δε θέλατε η λέξη Τσερνόμπιλ να μπαίνει στο σπίτι. »
*« Έκλεισαν το σχολείο, σφράγισαν τα πηγάδια, βγάλανε μια ανακοίνωση για τα ζώα και τις αποζημιώσεις. Έπρεπε να αφήσετε πίσω όλα τα κατοικίδια. Εσύ, δεν μπορούσες να κοιμηθείς. Για πέντε μέρες και πέντε νύχτες δεν έκλεισες μάτι. Το τελευταίο βράδυ, ανηφορίσατε προς το νεκροταφείο. Πήρατε μαζί σας αυγά, ψωμί, βότκα και περάσατε το τελευταίο βράδυ μαζί με τους νεκρούς ― το άλλο κομμάτι του χωριού. Ήταν μια όμορφη νύχτα. Αύγουστος, κάποιους μήνες μετά από την έκρηξη. Κάποιοι τραγουδούσαν σιγανά, άλλοι περνούσαν από τάφο σε τάφο κι έπιναν ένα ποτήρι με κάθε οικογένεια. Κανείς δε μέθυσε όμως. Τουλάχιστον έτσι τα θυμάσαι. »
*« Μπορεί να είναι κι αυτό μια αγάπη ― ένα είδος αγάπης: να βγάλεις με τα ίδια σου τα χέρια κομμάτια από το στόμα του άντρα σου, κομμάτια από το ίδιο του το κορμί, γιατί διαφορετικά θα πνιγεί.
Όταν βγήκες στον ήλιο, μετά, στην είσοδο του νοσοκομείου, κρατούσες μια τσάντα κι ένα βιβλιάριο ― ήταν μέσα Μαΐου.
Στα γραφεία όπου πήγαινες δεν ήθελαν ― οι περισσότεροι ― ν΄ ακούσουν για το ατύχημα: « Πέθανε από φυσική αιτία », ή: « Είναι κληρονομικό ».
Tο χωριό και τα χωράφια σας, σα να είχαν σβηστεί από τον χάρτη.
Περίμενες να πεθάνει, δεν άργησε, το τέλος ήρθε γρήγορα — σε 14 μέρες είχε φύγει κι εσύ έπρεπε να ζήσεις.
Ήξερες να μαζεύεις το στάρι, ν΄ αρμέγεις, να φροντίζεις το κοτέτσι, να βοηθάς τη γελάδα να γεννάει, να γυρίζεις το μαλλί γύρω γύρω από το αρνί για να του το βγάλεις χωρίς να σκιστεί, ή να το ξυρίζεις, μα όλα αυτά ήταν εντελώς άχρηστα στην πόλη.
Δεν ήξερες να ζητάς δουλειά.
Δεν ήταν κάτι που ζητάγατε.
Όχι πολλή βροχή, όχι πολύ χιόνι, η άνοιξη να έρθει γρήγορα, να μη σου σαπίσουν τα μήλα, να μην ξεψυχήσει η γελάδα που γέννησε.
Αλλά δουλειά…
Δουλειά είχατε από το χάραμα μέχρι τη δύση του ήλιου! »
*« Τρέχεις στην οροφή του τρίτου αντιδραστήρα.
Κλέβεις μια βότκα από την σκηνή των αξιωματικών.
Αδειάζεις ένα σπίτι που εγκαταλείφθηκε πριν από μερικές μέρες. Στοιβάζεις σ’ ένα αγροτικό, πιασμένα με σκοινιά, τη ραδιενεργή τηλεόραση, τη ραδιενεργή φλοκάτη κι ένα ωραίο, ξύλινο μπαούλο, στολισμένο με λουλούδια.
Τρέχεις στη σκόνη των αγρών.
Σε στέλνουν σ’ ένα αγρόκτημα να καθαρίσεις τα ζώα. Κρατάς ένα όπλο και πλησιάζεις, βήμα βήμα, το κοτέτσι.
Δέρνεις ένα νεοσύλλεκτο μέχρι τα αίματα με τη δερμάτινή σου ζώνη ˙ τον αφήνεις αιμόφυρτο, έξω από το στρατώνα, στο χιόνι.
Αρνείσαι να ανέβεις τη σκάλα του αντιδραστήρα μέχρι την οροφή, σταματάς στη μέση.
Φτάνεις στην οροφή, αρχίζεις ξαφνικά να τρέμεις ― τα κάνεις πάνω σου.
Φυλάς σκοπιά στα όρια της Ζώνης, πίσω από το συρματόπλεγμα. Μια γυναίκα σού πιάνει το χέρι και σε ικετεύει να την αφήσεις να περάσει. Ανοίγεις τα μάτια, ξυπνάς ― όταν σε ξαναπαίρνει ο ύπνος, εκατοντάδες γυναίκες έχουν μαζευτεί γύρω σου. Σου φιλάνε τα χέρια, σου δείχνουν το λαρδί, τα αυγά, το γάλα, τα βατόμουρα που έφεραν. Ζητάνε να επιστρέψουν στο χωριό, να ρίξουν μια ματιά, να δουν εάν το σπίτι τους στέκεται ακόμη όρθιο, εάν τα πράγματα είναι στη θέση τους ― μα τίποτε δεν είναι στη θέση του εκεί: « ούτε τα δέντρα, εξηγείς, ούτε ο ουρανός ».
Tυλίγεις τρία λεπτά φύλλα μολύβδου γύρω από τα γεννητικά σου όργανα, δοκιμάζεις να περπατήσεις μ’ αυτά ― απομακρύνεσαι από το στρατώνα, διακριτικά, διασχίζεις τα χωριά, ψάχνεις ένα σπίτι και μια γυναίκα.
Ξαναρχίζεις να τρέχεις στη σκόνη, πάνω, στη σκεπή του τρίτου αντιδραστήρα που έχει μείνει άθιχτος. Ένας αξιωματικός σού δίνει εντολή να μετρήσεις μέχρι τα 20 και να μην πάψεις να τρέχεις. Βγαίνεις στην οροφή, δεν αντίκριζεις το παραμικρό φτυάρι γύρω σου, γονατίζεις τότε στο χείλος του γκρεμού κι αρχίζεις να ρίχνεις τα μπάζα με τον γραφίτη που έχουν εκτοξευτεί από την έκρηξη, στο κενό, με γυμνά χέρια. »