Λιωμένες λέξεις σε κιτρινισμένες σελίδες
θυμίζουν τις γκρεμισμένες γέφυρες
ανάμεσα στο χθες και το τώρα.
Μονάχα αυτά απέμειναν από τα παραμύθια των μεγάλων
Κι όλα αυτά
σα να συνέβησαν σε κάποιους άλλους.
Μέσα από κουβέντες
γίναμε εραστές μακρινών ταξιδιών.
Με λέξεις και νοήματα
που άλλοτε ήταν πλάνη και βάλσαμο
και άλλοτε δηλητήριο και κάθαρμα
συνθλίβαμε το χρόνο
κοροϊδεύοντας την απόσταση.
Μεταμεσονύχτιοι όρκοι
έδεναν με τα πλοκάμια τους
τα γυμνά κορμιά μας
στη χώρα των αισθήσεων
χωρίς λυτρωμό.
Δεν υπήρχε διέξοδος.
Η ενοχή και ο φόβος
συγκρούονταν και πάλι
Μονάχα μια παρωδία εννοιών
ήταν που έσωζε το ανέφικτο της ένωσης.
Κι ύστερα, πάλι στο τίποτα.
Κι όλα αυτά μαζί
μπροστά σε δύο μάτια που πρόσμεναν την ουτοπία.
Και το μεγάλο όνειρο;
Εκστασιασμός στο άπειρο
που όσο το πλησιάζαμε
τόσο χανόμασταν στην κόλαση των ανθρώπων.
Νυχτερινοί παραβάτες
στα φώτα της πόλης παραμείναμε
παίζοντας κρυφτό
για να σώσουμε τα ανομολόγητα.