Tags

Ο Νίκος Ψαρράς στο ρόλο του βασιλιά Δαρείου που επιστρέφει από τον κόσμο των νεκρών, για να διδάξει τους ζωντανούς γιατί, πως και για ποιους αξίζει να ζουν…
γράφει & επιμελείται η Λίλα Παπαπάσχου
“Να χαίρεστε την ηδονή της κάθε μέρας,
γιατί τα πλούτη στους νεκρούς διόλου δεν ωφελούν”
Με αυτήν τη λακωνική και άκρως φιλοσοφημένη φράση του νεκρού βασιλιά Δαρείου, που σύμφωνα με την εμβληματική τραγωδία του Αισχύλου, επιστρέφει από τον Άδη για να παρηγορήσει και να συμβουλέψει το λαό του, ο οποίος βιώνει την απόλυτη συντριβή, εξαιτίας της αλαζονείας και της έπαρσης του γιου του Ξέρξη (φυσικού διαδόχου του) που θέλησε να ζέψει τον Πόντο διαπράττοντας ύβρη, θα ξεκινήσουμε το σημερινό αφιέρωμα στην παράσταση “ΠΕΡΣΕΣ”, που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και για πρώτη φορά στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου στις 11 & 12 Αυγούστου, σε μια παραγωγή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (ΘΟΚ) με πλειάδα Ελλαδιτών και Κυπρίων ηθοποιών.
Ο Άρης Μπινιάρης βαστώντας γερά τα ηνία της σκηνοθεσίας και κρατώντας για τον εαυτό του το ρόλο του κορυφαίου του χορού, παρέδωσε μαθήματα σύγχρονου ανεβάσματος αρχαίας τραγωδίας, παρουσιάζοντας στο ταλαιπωρημένο από παντός τύπου “καινοτομίες” κοινό της Επιδαύρου, μια ολοκληρωμένη και απόλυτα εναρμονισμένη με την ιερότητα του χώρου παράσταση, που ανέδειξε το συγκλονιστικό κείμενο του μεγάλου μας τραγικού, με τρόπο πραγματικά ευρηματικό.
Η μουσικότητα, ο ρυθμός, η ομορφιά της υποκριτικής απλότητας, η λιτή και καθαρή εκφορά του λόγου (η οποία δεν επηρεάστηκε ούτε από τη χρήση των χειλοφώνων) από τους πολύ καλά προετοιμασμένους ηθοποιούς που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν κορυφαίους ρόλους της παγκόσμιας δραματουργίας και η σημαντικότατη συμβολή του χορού, σε συνδυασμό με μία άρτια μετάφραση από τον πολύ ικανό και διαβασμένο Παναγιώτη Μουλλά, οδήγησαν σε ένα φαινομενικά απλό, αλλά συνάμα εντυπωσιακό σκηνικό αποτέλεσμα που δικαίωσε απόλυτα το όραμα των δημιουργών του.

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη καλεί το πνεύμα του νεκρού συζύγου της περιστοιχισμένη από τον πιο λειτουργικό χορό που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια
Μέσα στο εμπνευσμένο σκηνικό περιβάλλον του Κωνσταντίνου Λουκά, το οποίο ενώ δεν άλλαζε σχεδόν καθόλου, μεταβάλλονταν συνεχώς χωρίς να αλλοιώνεται η συμμετρία του, χάρη στους έξυπνους και υποβλητικούς φωτισμούς του Γιώργου Κουκουμά, οι ήρωες του έργου μέσα από τους διαδοχικούς μονολόγους τους που ενισχύονταν από τη συνεχή και δυναμική παρουσία του χορού, αποκάλυπταν τα στάδια της καταστροφής ενός ακόμη επεκτατικού πολέμου που υποκινήθηκε από την δίψα για εξουσία, την απληστία και τα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου, που παρόλο τον εκπολιτισμό του δεν μπορεί να αποβάλει τη ζωώδη φύση του.
Υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Άρη Μπινιάρη, οι τέσσερις βασικοί ήρωες του έργου αποδόθηκαν με σεβασμό και υπευθυνότητα από τους χωρίς ίχνος υπερβολής εξαιρετικούς και απόλυτα εναρμονισμένους με το ύφος και το ήθος της πιο επίκαιρης ίσως αρχαίας τραγωδίας: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη/Άτοσσα, Χάρης Χαραλάμπους/Αγγελιαφόρος Νίκος Ψαρρά/Δαρείος & Αντώνης Μυριαγκός/Ξέρξης.
Ακολουθώντας τη σειρά εμφάνισής τους, η Άτοσσα της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, αυτής της σπουδαίας ηθοποιού που έχει την ικανότητα να χτίζει τον εκάστοτε ρόλο πάνω σε γερά υποκριτικά θεμέλια, φωτίζοντας και την πιο λεπτή απόχρωσή του, ήταν περήφανη μέσα στον ξεπεσμό της, ανθρώπινη μέσα στην οδύνη της, υποταγμένη και βαθιά ερωτική μέσα στο συζυγικό της ρόλο που την κάνει ευάλωτη απέναντι στο κυρίαρχο αρσενικό, όπως κάθε γυναίκα της κοινωνικής της θέσης και ταυτόχρονα μια τραγική μάνα που πασχίζει να περισώσει την αξιοπρέπεια του πληγωμένου γιου της και ηττημένου βασιλέα της πατρίδας της.
Με την επιβλητική της σκηνική παρουσία και την σπάνια γοητεία που διαθέτει ως ηθοποιός αλλά και ως γυναίκα, η καταξιωμένη ηθοποιός – για τους περισσότερους η καλύτερη της γενιάς της – κατάφερε για μία ακόμη φορά να υπηρετήσει με ήθος και συνέπεια ένα δύσκολο και πολυεπίπεδο ρόλο, γεμάτο συναισθηματικές διακυμάνσεις και αντικρουόμενες διαθέσεις. Η Άτοσσα της Κ. Καραμπέτη είναι μία βασίλισσα που πενθεί για όλα όσα χάθηκαν – και ήταν πάρα πολλά – αλλά και μία μητέρα που θρηνεί για την τραγική μοίρα του βασιλιά γιου της, παρόλο που βαθιά μέσα της γνωρίζει τις τεράστιες ευθύνες του ίδιου για την υλική και κυρίως ηθική καταστροφή.
Εξίσου αποτελεσματικός στο ρόλο του Αγγελιαφόρου ο Χάρης Χαραλάμπους, μας μετέφερε ήδη από τη σαρωτική είσοδο του στην σκηνή του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου εικόνες φρίκης και αποτροπιασμού, έτσι όπως τις βίωσε στο πεδίο της μάχης, εξιστορώντας με εσωτερικότητα και ελεγχόμενο πάθος, αιματοβαμμένες σκηνές ωμής βίας που περιελάμβαναν τον θάνατο των εκλεκτότερων ανδρών μεταξύ των Περσών, που έπεφταν τριγύρω του νεκροί, αφανισμένοι από τους πολυμήχανους Αθηναίους, που αμύνονταν με γενναιότητα και αυτοθυσία υπέρ πίστεως και πατρίδας, ενάντια στον βάρβαρο κατακτητή.
Ο ικανότατος ηθοποιός ανέδειξε με την ερμηνεία του την γενικότερη αξία του Αγγελιαφόρου στην Αρχαία Τραγωδία, αποτελώντας σημαντικό δραματουργικό κρίκο, που συνέδεε τις πολύ δυνατές σε ένταση σκηνές του έργου, που διαδέχονταν η μία την άλλη κορυφώνοντας την οδύνη του ηττημένου και οδηγώντας στην τελική σκηνή της εισόδου του “κουρελιασμένου” ψυχικά και σωματικά Ξέρξη, που παλεύει να κρατήσει σώας τας φρένας του…

Ο Χάρης Χαραλάμπους ως Αγγελιαφόρος μεταφέρει επί σκηνής τα πάθη των Περσών
Στον καθοριστικό και γεμάτο σημειολογικές αναφορές ρόλο του βασιλιά Δαρείου, που επιστρέφει από τον κόσμο των νεκρών σοφότερος και απόλυτα συνειδητοποιημένος για το νόημα και την αξία της επίγειας ζωής, που σίγουρα δεν βρίσκεται στη δόξα, τα αξιώματα και τα πλούτη, αλλά στις μικρές και μεγαλύτερες καθημερινές χαρές που μπορεί να απολαύσει ένας θνητός, ο ταλαντούχος και διαρκώς εξελισσόμενος Νίκος Ψαρράς, απέδειξε για πολλοστή φορά ότι στα απλά είναι τα μεγάλα, προσδίδοντας στον Δαρείο όλη τη μεγαλοπρέπεια, την ανωτερότητα, τη λάμψη και το κύρος ενός βασιλιά που αγαπήθηκε από το λαό του, παρόλο που κι εκείνος ηττήθηκε από τους Αθηναίους στη Μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) χωρίς όμως να επιφέρει στους υπηκόους του την ολική καταστροφή που επέφερε ο ίδιος του ο γιος, αφού με την ασεβή του στάση προκάλεσε το μένος των θεών.
Ο γνωστός ηθοποιός δεν επαναπαύτηκε στις ευκολίες και τα αδιαμφισβήτητα υποκριτικά προσόντα του, αντιμετωπίζοντας το ρόλο του Δαρείου σε όλη τη συμβολική του διάσταση, που δεν είναι άλλη από την στροφή του ανθρώπου σε έναν πιο πνευματικό και ουσιαστικό τρόπο ζωής που εκτείνεται πέρα από τα όρια των ενστίκτων και είναι ικανός να τον οδηγήσει στην ελευθερία και τη δυνατότητα μιας οικουμενικά ειρηνικής συνύπαρξης.

Ένας υποδειγματικός Δαρείος από τον Νίκο Ψαρρά
Ο Ξέρξης του Αντώνη Μυριαγκού αποτέλεσε την αρχετυπική ενσάρκωση του πολεμικού ολέθρου, μπαίνοντας στην σκηνή ρακένδυτος, ψυχικά και σωματικά ισοπεδωμένος, θυμίζοντας πληγωμένο άγριο ζώο που αν και επιβίωσε του αφανισμού, μοιάζει εξίσου ευάλωτο και αβοήθητο με τους συντρόφους του που χάθηκαν σε θάλασσα και στεριά.
Έχοντας διδαχτεί την ιστορία των Περσικών Πολέμων από την πλευρά των νικητών Ελλήνων, με σκοπό μεταξύ άλλων να ενισχυθεί το εθνικό μας φρόνημα, παρακολουθώντας τον Αντώνη Μυριαγκό να προτρέπει τους υπηκόους του να κλάψουν για την τεράστια συμφορά της οποίας ηθικός αυτουργός είναι ο ίδιος και η επεκτατική του πολιτική, έγινε σαφές πως στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Υπάρχει μόνο αίμα. Όχι γαλάζιο, αλλά κατακόκκινο. Αίμα κι άλλο αίμα, από μία πληγή που τώρα ανοίγει (ή μάλλον που ποτέ δεν έκλεισε) και αιμορραγεί ατέρμονα στα σύγχρονα πεδία μαχών που είναι πάρα πολλά και πάρα πολύ κοντά μας. Πολύ πιο κοντά απ’ ότι ενδεχομένως νομίζουμε…

Ο Ξέρξης του Αντώνη Μυριαγκού βρίσκει καταφύγιο στα χέρια των συντρόφων του
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στους 12 ηθοποιούς που αποτέλεσαν μαζί με τον κορυφαίο του χορού Άρη Μπινιάρη, τον πιο συμπαγή, συγχρονισμένο και ταυτόχρονα καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη και κορύφωση του δράματος χορό, που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στην Επίδαυρο, παραμένοντας στην σκηνή καθ’όλη τη διάρκεια της παράστασης με αφοσίωση και υποδειγματική αυτοσυγκέντρωση (άξια συγχαρητήριων και η Λία Χαράκη που επιμελήθηκε την κίνηση).
Οι αξιοθαύμαστοι (με αλφαβητική σειρά): Ηλίας Ανδρέου, Πέτρος Γιωρκάτζης, Γιώργος Ευαγόρου, Νεκτάριος Θεοδώρου, Μάριος Κωνσταντίνου, Παναγιώτης Λάρκου, Δαυίδ Μαλτέζε, Γιάννης Μίνως, Ονησιφόρος Ονησιφόρου, Μάνος Πετράκης, Στέφανος Πίττας & Κωνσταντίνος Σεβδαλής, έδωσαν το 100% της ενέργειάς τους εναλλάσσοντας διαθέσεις, συναισθήματα, εντάσεις, εικόνες και ήχους, πείθοντας απόλυτα το κοινό που στο τέλος τους καταχειροκρότησε, δίνοντας τους την ίδια βαρύτητα με αυτή των πρωταγωνιστών.
Τέλος, με αφορμή κάποια χειροκροτήματα που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της παράστασης και μάλιστα από μία αρκετά μεγάλη μερίδα του κοινού στα σημεία όπου ο Αγγελιαφόρος κυρίως, αλλά και άλλοι ήρωες του έργου, εξιστορούν τα ανδραγαθήματα των γενναίων και ατρόμητων Αθηναίων, ενάντια στους πολεμοχαρείς και αιμοδιψείς Πέρσες, θα ήθελα να υπενθυμίσω σε όλους (αν και θα έπρεπε να είναι πλέον αυτονόητο) πως η συγκεκριμένη τραγωδία του Αισχύλου έχει αντιπολεμικό χαρακτήρα και διδάχτηκε στο Αθηναϊκό κοινό με στόχο να αποτραπεί η εκστρατεία στη Σικελία (415 π.Χ.), κάτι που δυστυχώς δεν επετεύχθη, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να βιώσουν τις συνέπειες της δικής τους αλαζονείας και να ζήσουν τη δική τους συντριπτική ήττα στις Συρακούσες, αποδεικνύοντας πως η ιστορία επαναλαμβάνεται είτε ως τραγωδία ή ως φάρσα. Όταν διαπράξεις ύβρη τότε θα οδηγηθείς με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή, οπότε κάθε είδους θριαμβολογία είναι ανεδαφική και παράταιρη με το βαθιά και διαχρονικά αντιπολεμικό νόημα του έργου.
Αν φύσει και θέσει αισιόδοξη δεν πιστεύω πως ο κύκλος του αίματος θα κλείσει, όχι γιατί οι άνθρωποι δεν είμαστε ικανοί να αγαπήσουμε, αλλά γιατί είμαστε καταδικασμένοι να ξεχνάμε και συνεχώς να επιστρέφουμε εκεί που μας έχουν και έχουμε πονέσει, συντηρώντας ένα συλλογικό μίσος που ξεπέρνα σύνορα και φυλές και εντοπίζεται σε αυτό το ίδιο το ανθρώπινο DNA μας.
Συντελεστές
Μετάφραση: Παναγιώτης Μουλλάς
Σκηνοθεσία – Mουσική δραματουργία: Άρης Μπινιάρης
Δραματουργική συνεργασία: Αντώνης Σολωμού
Μετρική διδασκαλία: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Λουκά
Κοστούμια: Ελένη Τζιρκαλλή
Κινησιολογία: Λία Χαράκη
Σχεδιασμός φωτισμού: Γεώργιος Κουκουμάς
Ηχητικός σχεδιασμός: Γιώργος Χριστοφή
Παίζουν:
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Άτοσσα),
Χάρης Χαραλάμπους (Αγγελιαφόρος)
Νίκος Ψαρράς (Δαρείος)
Αντώνης Μυριαγκός (Ξέρξης)
Χορός: Ηλίας Ανδρέου, Πέτρος Γιωρκάτζης, Γιώργος Ευαγόρου, Λευτέρης Ζαμπετάκης, Νεκτάριος Θεοδώρου, Μάριος Κωνσταντίνου, Παναγιώτης Λάρκου, Δαυίδ Μαλτέζε, Γιάννης Μίνως, Άρης Μπινιάρης, Ονησίφορος Ονησιφόρου, Αντρέας Παπαμιχαλόπουλος, Μάνος Πετράκης, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Σεβδαλής