τρέμουν τα χέρια
ιδρώνει το πρόσωπο
κάθε ρυτίδα και μια ιστορία
Μαρία το όνομα της
και δεν είναι πια νέα
γρήγορα κάνει μια τζούρα
στριφνή όπως το παρελθόν της
νεκρή όπως το μέλλον της
με την ανάστροφη του χεριού
κρύβει ένα δάκρυ
για να μην το δει ο πελάτης
και βρώμα βγάλει
πως είναι ευαίσθητη
χαμογελά πικρά
διορθώνει τη βαφή
άλλη μια τζούρα κάνει
πιο γρήγορα
κρύβει το αποτσίγαρο
πίσω απ’ τον καθρέφτη
ανοίγει την πόρτα
σ’ ένα δωμάτιο μπαίνει
που μυρίζει σκόρδο και ιδρώτα
ελπίδες που χάθηκαν
όπου ο πελάτης περιμένει
υπάκουα να του δοθεί
αδιαφορώντας για τα χρόνια
που ξόδεψε στον δρόμο
και μη γνωρίζοντας πως μ’ ένα μαχαίρι
στον εφιάλτη θα δώσει
το τέλος