Tags
Μετάφραση και Επιμέλεια: Αλεξανδρίνος Οικονομίδης
Ιόν [1]
Μου ήρθες σε καιρό απελπισίας
Με πόνο. Ιόν
Όταν τα πλοία σαν φαντάσματα
σε θάλασσες περιπετειών
ούρλιαζαν: Liberta!
Κι εκεί είχε στρέψει το βλέμμα της ολόκληρη η Αλβανία
Αυτή ήξερε πώς άντεχε
τις ξεριζώνονταν όλοι οι βλαστοί
Η θάλασσα έγινε βουνό από ανθρώπους,
Και η γη θάλασσα από δάκρυα
Κι εσένα για πρώτη φορά σε φιλούσε το φως
Γεννήθηκες. Ιόν
Δεν ήξερες τι ήταν η χαρά
Ούτε ο πόνος, ούτε η δυστυχία
Που διώχνει, χτυπάει και ρυτιδιάζει έναν τόπο.
Σήμερα με όλα τα μωρά του κόσμου είσαι το ίδιο
Όπως εκείνα, εσύ γελάς και παίζεις
Αυτή είναι μόνο η αρχή σας
Αλλά θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις
Πως οι τύχες δεν είναι το ίδιες
Λάβε την ευλογία μου
Ω απείραχτη ψυχή
Μια ειπωμένη συμβουλή άκουσε:
Θα σου προσφέρουν επιχρυσωμένες αλυσίδες
Αλλά πάλι θα είναι σκλαβιά.
Ιόν, αυτό το όνομα προέρχεται από τη θάλασσα
Ιόν, με τραγούδια και κύματα κουνάω το λίκνο
Ιόν, κι εσύ αισθάνθηκες το άρωμα της
Να το έχεις ολόκληρη ζωή μαζί σου
Ιόν, κι αν πλέεις πάντα με τούτο τ’ όνομα
Ιόν, θα συναντηθείς μ’ αδέλφια
Ιόν, θα σου αρκούν μόνο δύο χέρια
Για να πεις ότι είσαι, είσαι ο Ιόν
Λάβε την ευλογία μου
Ω απείραχτη ψυχή
Μια ειπωμένη συμβουλή άκουσε:
Θα σου προσφέρουν επιχρυσωμένες αλυσίδες
Αλλά πάλι θα είναι σκλαβιά.
Στους σκλάβους όχι δεν σε θέλω
Να αρνείσαι τον εαυτό σου,
Ιόν, Ιόν
Αφήστε μας να ζήσουμε [2]
Μάταια ρωτάω γιατί δεν ήρθες ξανά
Ποιος σταμάτησε τα βήματά σου; ποιος σου είπε: Μην φύγεις;
Μια είδηση ημέρας, σαν ρωγμή φοβίζει κάθε ψυχή
Γίνεται πληγωμένο πουλί
Καρδιά μελαβωμένη ψυχή
Κάθε αγάπη για να ζήσει θέλει ζεστασιά
Κι η γη δεν ζει χωρίς τον ήλιο πάνω της, χωρίς το βαθύ γαλάζιο
Όπου κι αν είσαι συνομήλικε του τόπου μου
ποιος άλλος άραγε, θέλει την αγάπη σαν εμάς ;
Αγαπάμε τη ζωή
γι’ αυτό αφήστε μας λοιπόν να ζήσουμε
Ω φίλε, ω αδερφέ, λίγη γαλήνη για την ψυχή μας
Μονάκριβη μου, απόψε το βράδυ μην απουσιάζεις
έχω ξεχάσει πια τα χάδια, μη ξεχνάς.
Επειδή Τραγουδήσαμε “Letitbe” [3]
Πού έμεινες νιότη;
Ηλικία που ‘ρχεσαι μόνο μία φορά
Όταν ήρθες σε μένα, δεν ξέρω
αν ήταν χειμώνας ή άνοιξη,
Ένα πράγμα όμως ξέρω καλά,
Αγάπησα το όμορφο
Από τα λιθόστρωτα δρομάκια,
ως τους καλλιτέχνες που ‘χει ο κόσμος.
Εμείς πιστέψαμε ως παιδιά
Εμείς πιστέψαμε ερωτευμένοι
Επειδή Τραγουδήσαμε “Letitbe”,
Ως εκ τούτου, ζήσαμε ΄κατασκοπευμένοι΄
Μα πού ήσουν, ω εσύ Θεέ;
Όταν για μια στιγμή σ’ αρνηθήκαμε,
Συγχωρέσε μας και φορτωμένος δάκρυα
μόνο σε ‘σένα θα πιστεύω.
Η γενιά μας δεν μπορεί να πεθάνει, όχι, όχι,
Κρυμμένη, από τον κόσμο ξεχασμένη
Και με τον ήλιο κάθε πρωί, ναι, ναι,
“Letitbe” θα ξανατραγουδήσει.
Ζήσε την νιότη σου [4]
Εγώ κι εσύ ζούμε σήμερα τη νιότη μας
Ο κόσμος δεν είναι ήρεμος
Ιδρώτας και αίμα γράφουν ιστορία
Όχι, δεν είμαστε μόνοι μας
Ποιος ζει σαν εμάς, με την καρδιά στην ελευθερία
Στο μέλλον πιστεύει
Και όταν είμαστε το φως του σύμπαντος
Διαχρονικά φύουμε την άνοιξη
Εγώ κι εσύ χαρίζουμε και τη νιότη μας
για ελευθερία και ζωή
Μέρα με τη μέρα χαράζουμε την ιστορία
Υπερασπιζόμαστε την αλήθεια
Γιατί πάνω από την ομορφιά της νιότης
στέκεταιτο ιδανικό της ζωής
Έτσι ξυπνά λαχτάρα και δάκρυα αγάπης
Όποιος δωρίζει τη νιότη στην πατρίδα
Οι γεννήτορες
Οι γεννήτορες μας έφυγαν
σε διαφορετικές ημερομηνίες.
Με απλούς θανάτους,
όπως η ζωή τους.
Μας φεύγουν
Καθημερινά ολοένα και περισσότερο
μετρώντας τα καλά τους.
Πού ήμασταν όμως νωρίτερα
εμείς γιοι και κόρες ;
Τώρα που δεν τους έχουμε,
αχ, για μια στιγμή να τους γυρνούσαμε!
να κάνουν κάνα δρομολόγιο
εκεί στη λίμνη,
να τους δώσουμε έναν καφέ,
που δεν τους δώσαμε στη «Νιόβη»
και πιο πέρα
να τους στείλουμε το γήρας
Να μην τους κουράζουμε στις ουρές
κανενός καταστήματος,
Τα βράδια να μην σιωπούν
με τα μάτια στην οθόνη.
Να ξεκινήσουμε ένα κύκλο συζητήσεων
για ολάκερο τον κόσμο ,
κι ένα ποτήρι, κάθε βράδυ
να το πίνουμε με τους γεννήτορες μας.
Ότι δεν δίνουμε
να τους δώσουμε
απ’ αυτά που δεν καταφέραμε να τους δώσουμε!
των σοφών,
των σιωπηλών,
των καλών,
γεννητόρων μας
Κυριακές
Τις Κυριακές αντικρίζω τιμημένες στο τέλος της βδομάδας, στο λευκό των σεντονιών, των μπαλκονιων και των αυλών,
στα μαραμένα χέρια από τον λευκό αφρό,
στα πουκάμισα των αγοριών στις λεωφόρους.
Τις Κυριακές αντικρίζω στις Δευτέρες,
στα κουρασμένα μάτια των γυναικών.
Η Ζουλιάνα Γιοργαντζή: σύγχρονη Αλβανή συγγραφέας και τραγουδοποιός.
Γεννημένη στην Κορυτσά το 1946 σε μια οικογένεια με μουσικές παραδόσεις, κόρη του βετεράνου τραγουδιστή ΓκάκιοΓιοργαντζή. Ολοκλήρωσε το 1964 την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Κορυτσά και μετέπειτα αποφοίτησε από τη Σχολή Ιστορίας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου των Τιράνων, ενώ παρακολούθησε και μάθημα δημοσιογραφίας στη Νομική Σχολή. Εργάστηκε ως καθηγήτρια της αλβανικής γλώσσας και λογοτεχνίας στη μέση εκπαίδευση και ως δημοσιογράφος.Αρχικά, εργάστηκε για έξι χρόνια ως δημοσιογράφος στο περιοδικό “Shqiptarja e Re” (Η νέα Αλβανή) και από το 1975 ως λογοτεχνικός συντάκτης και στιχουργός τραγουδιών στο συντακτικό γραφείο μουσικών ηχογραφήσεων στην Αλβανική Ραδιοτηλεόραση (RTSH). Ξεκίνησε τη λογοτεχνική της δραστηριότητα στην ηλικία των 17 ετών, στις μεγαλύτερες εφημερίδες και τα περιοδικά της Σοσιαλιστικής Αλβανίας, όπως: «Drita», «Zëri i Rinisë», «Nëntori » και το γαλλικό «Lelettresalbanaise» κ.ο.κ. Έχει δημοσιεύσει αρκετές ποιητικές συλλογές, όπως το “Νύχτες εξεταστικής” (1969), “Ανάπτυξη” (1971), “Flowers on the Tree of Freedom” (1982) καθώς επίσης έχει γράψει και το βιβλίο παιδικών ιστοριών “Τα παιδιά της θείας Νάστας” (1975). Έχει συμμετάσχει σε εθνικούς και διεθνής λογοτεχνικούς διαγωνισμούς με πολλές διακρίσεις στο βιογραφικό της και είναι στιχουργός εκατοντάδων αλβανικών τραγουδιών. Τα ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε Ελλάδα, Ρουμανία, Ολλανδία, Κοσσυφοπέδιο, Σλοβενία και Ιαπωνία. Η Γιοργαντζή, από την πτώση του καθεστώτος Χότζα μέχρι και σήμερα, ζει στην Τεργέστης της Ιταλίας, χωρίς να έχει διακόψει ούτε για μια στιγμή τους καλλιτεχνικούς δεσμούς με την Αλβανία.
[1]Οι συγκεκριμένοι στίχοι μελοποιήθηκαν και ερμηνεύτηκαν από τον Αλβανό τραγουδοποιό ArtidGjebrea στο Εθνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού της Αλβανίας το 1991 κερδίζοντας την πρώτη θέση. Να σημειωθεί ότι η Γιοργαντζή εμπνεύστηκε τους στίχους από την «Μεγάλη Έξοδο» των Αλβανών στις 2 Ιουλίου 1990, όταν χιλιάδες Αλβανοί πολίτες που έζησαν για τέσσερις δεκαετίες ‘εγκλωβισμένοι’ στην Αλβανία, ξεσηκώθηκαν κατά του καθεστώτος και απαίτησαν την ελευθερία τους. Εκείνη την ημέρα εκατοντάδες Αλβανοί εισήλθαν στις ξένες πρεσβείες στα Τίρανα και χιλιάδες άλλοι προσπάθησαν να μεταναστεύσουν από το Λιμάνι της Αυλώνας προς το Μπάρι της Ιταλίας, με το μοναδικό εμπορικό πλοίο της χώρας, το απαρχαιωμένο «Vlora». Φημολογείται ότι στο πλοίο επιβιβάστηκαν περίπου 20.000 χιλιάδες εξαθλιωμένοι Αλβανοί που κρέμονταν από την πλώρη και την άγκυρα, μέχρι και τη σημαία. Την νύχτα εκείνη με το πλοίο ταξίδευε και ο συνθέτης Gjebrea με την εγκυμονούσα συζύγου του, την οποία έπιασαν οι πόνοι της γέννας, φέρνοντας μοιραία στο κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι, που ονόμασαν Ιόν, από το Ιόνιο Πέλαγος.
[2]Οι στοίχοι μελοποιήθηκαν από το πρώτο Ροκ Αλβανικό συγκρότημα Tingulli i zjarrtë (Φλογερός ήχος) στο Εθνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού της Αλβανίας το 1991. Το Συγκρότημα γεννήθηκε μέσα από τις φοιτητικές διαδηλώσεις και τις πορείες των φοιτητών κατά του καθεστώτος και ήταν το πρώτο συγκρότημα που ερμήνευσε «δυτικούς ήχους ροκ» με αλβανικούς στίχους, ηλεκτρικές κιθάρες, ροκ ρουχισμό και μακριά μαλλιά, κάτι που στην καθεστωτική Αλβανία ήταν ποινικό αδίκημα. Η Γιοργαντζή εξυμνεί την Δημοκρατία, συνομιλώντας ουσιαστικά μαζί της σαν να είναι μια κοπέλα που την έχει ερωτευτεί κάποιος νεαρός φοιτητής/διαδηλωτής κατά την διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Τραγούδι ορόσημο, κάτι σαν τοαλβανικό wndofchange.
[3] Τους παραπάνω στίχους η Γιοργαντζή τους έγραψε για τον Αλβανό Τραγουδιστή Σερίφ Μερντάνι που το 1978 τιμωρήθηκε από το καθεστώς με την βαριά κατηγορία της εποχής “ερμηνεία και διάδοση της παρακμιακής αστικής μουσικής”. Ο νεαρός τραγουδιστής από την Κορυτσά που στις αρχές της δεκαετίας του 70 γνώρισε τεράστια επιτυχία πλήρωσε με 20ετή ποινή φυλάκισης την συμμετοχή του στο 11ο φεστιβάλ Εθνικού Τραγουδιού επειδή κατά το κατηγορητήριο τραγούδησε μοντέρνα και αστικά τα αλβανικά σοσιαλιστικά τραγούδια, τραγουδούσε το hitτων beatles«letitbe» και ήταν αστικής καταγωγής. Επανέρχεται στο φεστιβάλ του 1990 μετά την φυλάκιση του με αυτό το τραγούδι.
[4] Γραμμένο το 1988 για την αλβανική νεολαία, την εποχή που ήδη το καθεστώς μετράει αντίστροφα.