Οι σκιές της ημέρας είναι ίχνη που αφήνονται τη νύχτα.
Οι λάμψεις της νύχτας είναι ίχνη της ημέρας.
Η λάμψη της φωτιάς ήταν τόσο μεγάλη,
που διαγράφονταν σ’ αυτήν η σκιά των κοράκων που περνούσαν.
Παρόλο που αναπνέουμε τον ίδιο αέρα
και πίνουμε το ίδιο νερό,
Οι άνθρωποι δεν μπορούν να φάνε με το ίδιο κουτάλι
στο πιάτο της αιτίας.
Να φυτέψουμε το χωράφι με μαλλί και να φτιάξουμε κάλτσες,
ή να κουρέψουμε τον σκαντζόχοιρο.
Πόσο κακό π’ όλα τα δίποδα φέρουν το επίθετο, άνθρωπος.
Κι αν δεν κατάφερα την θλίψη να υπομένω,
Φωτιά εκ νέου, έχω στην ψυχή που κάηκε·
Κι αν είμαι πιο νεκρός απ’ οποιονδήποτε ζωντανό,
Εντάξει λοιπόν, είμαι πιο ζωντανός απ’ οποιοδήποτε πεθαμένο.
1 Σεπτεμβρίου 1972
Κι ο χρόνος περνά,
Κι ο κόσμος φεύγει,
Κι εμείς περπατάμε,
Και γελάμε, όταν η ζωή κλαίει,
Κι όταν γελάει ο τάφος …
Πεθαίνουμε….
12 Δεκεμβρίου 1972
Ένας φοβερός εφιάλτης.
Εφιάλτης ύπνου. Ξύπνιος. Φρίκη.
Μου κάνει ότι δεν θα πεθάνω ποτέ.
Αλίμονο, αν ζούσε ο άνθρωπος αιώνια.
Κι αν γύριζα τα χρόνια μου πίσω,
Όχι όμως για να πέσω ξανά σε λίκνο,
Αλλά στο φέρετρο.
1973
***
Τα χρόνια περνούν
Τα χρόνια περνούν, και φεύγει κι η μέρα εκείνη
Που είκοσι φορές για ‘σένα έχει επαναληφθεί
Που κι αν φεύγει, δεν φταίει
Που θ’ ανοίξει το δρόμο για τον εικοστό πρώτο χρόνο.
Μετά, έχει είκοσι χρόνια που αναμένει,
Θα γελάμε μπροστά της
Κι ο χρόνος μια μέρα το καραβάνι θα το ξεφορτώσει
Παραπλέυρως των πραγμάτων που θ’ αφήσει, κι εμάς θα μας ξεχάσει,
Στη χώρα … του δεν ξέρω πού,
Αλλά για ένα χρονικό διάστημα θα παραμείνει μια γουλιά γης.
Κι όταν ο ταξιδιώτης θα περάσει, το πρόσωπό του θα ξινίσει:
Τι ήταν αυτός εδώ;
Ω χρόνια που περνάτε, ω απέραντοι γόνοι,
Ακόμα κι υφαρπάζεται εκείνη την ώρα της ευτυχίας,
Η ανάμνηση θα παραμείνει.
Όταν η σκέψη ξεθωριάσει, απάνω της κάνετε σκιά.
Ω αθάνατες μέρες, ω αγνότητα της νιότης,
που ποτέ δεν επιστρεφόσαστε στη ζωή.
12.1. 1968
***
Ηχώ φθινοπώρου
Ιδού και το φθινόπωρο που τα πάντα τριγύρω του κιτρινίζει
κατέφθασε.
Κατέφθασε κι αργά ρίχνει σ’ ολόκληρο τον κόσμο,
-χρυσάφι.
Οι πελαργοί αποδημούν, θρηνώντας πάνω από το έρημο δάσος,
– σύννεφα.
Και οι λίμνες του δάσους είναι ήδη γεμάτες,
– δάκρυα.
Κι ο μαυρισμένος ήλιος που φτύνει τη γη,
– σπρώχνει.
Το Φθινόπωρο, κι αυτό γυμνό όταν όλα πεθαίνουν, χάνεται,
-μένει.
Με την καρδιά χιλιάδων παγωμένων φύλλωναπό τον παγετό,
– συντετριμμένων.
Γι ‘αυτό το φθινόπωρο πάντα εσύ μας ενημερώνεις,
-αγέρα.
Ξέρω, ξέρω, είναι βαρύς ετούτος ο οιωνός,
-πέτρα.
Νιώθω, νιώθω, που παίρνεις τον κατήφορο,
-ζωή.
6 Φεβρουαρίου 1974
***
Και το πνεύμα των πεθαμένωνστο χέρι μ’ ένα (πυρσό….)
Τρέχει, βγαίνει ζαλισμένο από την απώλεια και αισθάνεται (…)
Κενό σ’ οποιοδήποτε μέρος.
Ανακατεύει φτερά και πτερύγια με την ψυχή που συναντά (…)
Πάνω από τη θάλασσα της γαλήνης, πάνω από τα κύματα περνά
Συναντιούνται με μια σταγόνα από τα δάκρυα που ρέουν
Και ο πόνος λάμπει ασήμι
30 Ιουνίου 1971
Τέσσερις η ώρα το πρωί
**Αυτό το ποίημα βρέθηκε στο οπισθόφυλλο ενός τεύχους του λογοτεχνικού περιοδικού “Νοέμβριος”. Το περιοδικό μαζί με άλλα βιβλία θάφτηκαν από την οικογένεια μετά τη σύλληψη του αδελφού του ποιητή, Μπεντρί Μπλόσμι την 1η Απριλίου 1976. Ήρθαν στο φως της δημοσιότητας μετά το 1991 αφού παρέμειναν θαμμένα στο χώμα για δεκαπέντε χρόνια με φανερές φθορές από την υγρασία και τον χρόνο. Στο τέλος των στίχων έχουν τοποθετηθεί τρεις τελείες σε παρένθεση, δεδομένου ότι είναι δυσανάγνωστα ή λείπουν κομμάτια. Μετά από αυτό το ποίημα, αναγράφεται στα γαλλικά η παρακάτω πρόταση: quanmesouvientensomeenet…. le minuet pour piano… orchestra de Boundrie… que jueconteume jour andit… ΣτοτέλοςυπογράφειόπωςπάνταοΒίλσονΜπλόσμι.
Από το αρχείο του μεταφραστή
Βίλσον Μπλόσμι, Αλβανός Ποιητής και μεταφραστής(18.03.1948-17.07.1977)
Γεννήθηκε στο χωριό Μπερζέστα (Bërzeshta), στην περιοχή του Λιμπράστ, αποφοίτησε από τη μέση Παιδαγωγική Σχολή του Ελμπασάν, αλλά εργάστηκε ως αγρότης, ως ξυλουργός και ως ανθρακωρύχος. Συνελήφθη τον Αύγουστο του 1976 από το καθεστώς Χότζα και εκτελέστηκεστις 17 Ιουλίου 1977, με τις κατηγορίες:σαμποτάζ της οικονομίας, διέγερση και προπαγάνδα. Ο Μπλόσμι και ο φίλος του, ποιητής Γκέντς Λέκακαταδικάστηκαν σε θάνατο ως οι εγκέφαλοι μιας ‘εγκληματικής ομάδας’ πέντε ή έξι χωρικών που «σαμπόταραν» τη γεωργική οικονομία του χωριού Μπερζέστα. Σύμφωνα με την έρευνα, το κατηγορητήριο δεν σχηματίστηκε από την αρμόδιά εισαγγελική αρχή της πόλης, αλλά απευθείας από τα υψηλόβαθμα στελέχη του Κόμματος Εργασίας. Η έφεση ολοκληρώθηκε ύστερα από περίπου 33 ημέρες και οι δύο ποιητές εκτελέστηκαν με την σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του Λαϊκού Κοινοβουλίου και του Υπουργού Εσωτερικών.
Η επιβίωση του Μπλόσμι στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα ήταν πολύ δύσκολη καθώς η οικογένεια του είχε χαρακτηρισθεί από το 1945 ως ‘επικίνδυνη’ για το καθεστώς κιόλα τα μέλη της είχαν κηρυχθεί επίσημα πολιτικοί εχθροί του κράτους. Αυτός φαίνεται να ‘ναι κι ο λόγος που η κρατική ασφάλεια (Σιγκουρίμι) του είχε ανοίξει φάκελο από το 1965, (όταν ακόμη ήταν μαθητής γυμνάσιου) παρακολουθώντας τον συστηματικά και ασκώντας συχνές διώξεις σε βάρος του. Μεταξύ άλλων δυσκολιών που συνάντησε, έφηβος ακόμη,ήρθε αντιμέτωπος με την αδιαλλαξία του καθεστώτος που του αρνήθηκε την πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα κι αφού αποφοίτησε από τη μέση Παιδαγωγική Σχολή του Ελμπασάν, του απαγορεύτηκε το διδακτικό δικαίωμα, με αποτέλεσμα να εργαστεί σε σκληρές δουλειές, όπως στη γεωργία, το πριονιστήριο και την εξόρυξη.
Ο ίδιοςόμως, δεν το έβαζε κάτω, μετέφραζε και έγραφε ποίηση, αλλά ο λογοκριμένος τύπος και οι εκδοτικοί οίκοι της εποχής, του έκλειναν την πόρτα. Τέσσερις μήνες πριν αποσταλεί στη φυλακή, οικρατικές αρχές του κατάσχεσαν την προσωπική αλληλογραφία, τα ημερολόγια, τα ποιήματα και τις μεταφράσεις του. Αμέσως μετά την σύλληψη του, ένα μέρος των προσωπικών του σημειώσεων, θάφτηκε σ’ ασφαλές μέρος από τον πατέρα του, το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας 14 χρόνια μετά, αμέσως μετά την πτώση του καθεστώτος, με σοβαρές φθορές από το χώμα και την υγρασία, αφήνοντας ημιτελή ποιήματα και μεταφράσεις.
Όλα τα έγγραφα που κατασχέθηκαν βίαια από τις καθεστωτικές αρχές, υποβλήθηκαν σε προσεκτική επεξεργασία στα γραφεία της κρατικής ασφαλείας. Από την ίδια ημέρα κλήθηκαν μεταφραστές γαλλικών και καθηγητές λογοτεχνίας για να ανακαλύψουν τα κρυμμένα νοήματα του αντικαθεστωτικού έργου του ποιητή, μερικοί εξ αυτών ήταν από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες της εποχής, άλλοι ήταν καθηγητές του Πανεπιστημίου των Τιράνων, κι άλλοι συντάκτεςλογοτεχνικών περιοδικών για να εξετάσουν εξονυχιστικά τα γραπτά των δύο ποιητών. Οι εμπειρογνώμονες κατέθεσαν στην αστυνομία γραπτές εισηγήσεις σχετικά με τις προσωπικές σημειώσεις ενός εντελώς άγνωστου ποιητή, για ένα λογοτεχνικό έργο που δεν είχε δημοσιευθεί ποτέ και πουθενά και που δεν είχε δει και κανένας άλλος. Το κράτος ενδιαφερόταν τόσο πολύ για τα έργα του, όχι για να τ’ αξιολογήσει αισθητικά, αλλά για να βρει όσο το δυνατόν πιο αυστηρά αποδεικτικά στοιχεία ενοχής για τον δημιουργό τους. Η ποίηση του, καθώς και ο τρόπος ζωής ενός παιδαγωγού που υποχρεώθηκε να δουλεύει ανθρακωρύχος, απομονωνόμενος σ’ ένα μακρινό χωριό, κρίθηκαν επικίνδυνα για το κράτος, με αποτέλεσμα να εκτελεστεί μαζί με τον συγκατηγορούμενο του, Γκέντς Λέκα. Την ίδια κιόλας μερα,το κατασχεμένο υλικό των δύο άτυχων ποιητών, θάφτηκε στ’ απόρρητα αστυνομικά αρχεία και οι οικογένειες τους φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν, αντιμετωπίζοντας βαρύτατες κατηγορίες.
Μετά το 1991 και την πτώση του καθεστώτος, οι δύο ποιητές αποκαταστάθηκαν από την πολιτεία και κηρύχθηκαν επίσημαως ‘Μάρτυρες της Δημοκρατίας’, ενώδημοσιεύτηκαν κι αρκετά βιβλία για τη ζωή και το έργο τους. Το 1994 μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες κι έρευνες, οι οικογένειες τους,κατάφεραν τελικά να εντοπίσουνότι είχε απομείνει από τους δύο ποιητές, οι σωροί των δύο άτυχων νέων βρέθηκαν πεταμένοι, κάτω από μπάζα σε κάποιο απομακρυσμένο δάσος της περιοχής. Τέλος στην πόλη του Λιμπράζντ, Δύο σχολεία φέρουν τ’ ονόματά τους, ενώ έχει χτιστεί κι ένα χάλκινο μνημείο προς τιμήν τους, το οποίο απεικονίζει τα άψυχα κορμιά τους, το ένα πεταμένο απάνω στ’ άλλο, όπως ακριβώς βρέθηκαν κατά την εκταφή τους το 1994.
Το έτος 1924 ήταν η περίοδος κατά την οποία ο Αχμέτ Ζόγκου ήρθε στην εξουσία και το 1925 καταρτίστηκε το ρυθμιστικό σχέδιο της πόλης των Τιράνων και για αυτό εκλέχτηκε ένας Ιταλός αρχιτέκτονας Αρμάντο Μπρασίνι από τη Ρώμη.[1] Ωστόσο η νεοϊδρυθείσα μοναρχία της Αλβανίας, παρά τα συνταγματικά ραφιναρίσματα αποτελούσε το πλαίσιο για τη δικτατορία του Ζώγου[2] που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ιταλών και του Μουσολίνι πριν ακόμη την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[3] Για την οικοδόμηση του νέου ευρωπαϊκού Αλβανικού Κράτους, εισήχθησαν και νέοι νομικοί κώδικες. Τον Απρίλιο του 1929 εφαρμόζεται ο νέος Αστικός Κώδικας της Αλβανίας «μια παραλλαγή του γαλλικού και του ιταλικού Α.Κ.» που αντικατέστησε το ήδη απαρχαιωμένο οθωμανικό δίκαιο.[4]
Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταρρυθμίσεων του Ζόγκου, όσο ριζοσπαστικές και να ήταν, προέρχονταν από τους απεσταλμένους της Ιταλίας που ήταν οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τον εξευρωπαϊσμό και την δυτική προώθηση της χώρας. Οι αποφάσεις αυτές είχαν μετατρέψει την χώρα σε ημι-προτεκτοράτο της Ιταλίας.[5] Κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η Κορυτσά γίνεται ευρέως γνωστή πέραν των συνόρων της, μ’ ένα ‘χαϊδευτικό παρατσούκλι’, «Petit Paris» (Μικρό Παρίσι), που μέχρι τις μέρες μας δεν έχει ξεκαθαρίσει, από πού προέρχεται και ποιος είναι ο ιθύνων νους.
Η αλήθεια είναι, ότι υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γιατί η Κορυτσά ονομάστηκε Μικρό Παρίσι. Μερικοί το συνδέουν με τις 22 Οκτωβρίου του 1916, όταν ο γαλλικός στρατός εισήλθε στην Κορυτσά, άλλοι πιστεύουν ότι το πήρε από το άνοιγμα του γαλλικού λυκείου[6] και κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι αυτή η έκφραση προέκυψε από τη νοσταλγία που είχαν οι Παριζιάνοι που διέμεναν στην Κορυτσά για την πόλη τους. Μια άλλη εκδοχή, λιγότερο γνωστή, που σχεδόν εξαφανίστηκε από το προσκήνιο την εποχή της δικτατορίας για ευνόητους λόγους, λέει πως το όνομα προήλθε από το γεγονός ότι στην Κορυτσά κατά τη γαλλική κατοχή υπήρχαν πέντε οίκοι ανοχής.[7] Μέχρι σήμερα, η ιστορική έρευνα δεν έχει καταφέρει να στηρίξει τίποτα επιστημονικά με αποτέλεσμα να στηρίζεται σε υποθέσεις, πέραν του γεγονότος ότι η Κορυτσά είχε πραγματικά τα χαρακτηριστικά μιας ευρωπαϊκής πόλης, μακριά από την βαλκανική νοοτροπία.
Σημαντικές πληροφορίες για τον κοσμοπολιτισμό της Κορυτσά, αντλούμε και από την μεγάλη λόγια Αγγλίδα συγγραφέα Edith Durham που θα την επισκεφθεί το 1904.[8] Όπως είπαμε και παραπάνω, η Κορυτσά έγινε εμπορική οδός ήδη από το 1644, επειδή το λιμάνι του Δυρραχίου ήταν κλειστό και όλοι οι ταξιδιώτες έκαναν το δρόμο Ελμπασάν-Κορυτσά-Αγ.Σαράντα-Κέρκυρα-Βενετία. Στην αγορά της πόλης, αγόραζαν ζωικά προϊόντα, χειροτεχνίες και πούλησαν υφάσματα από τη Βενετία. Σύμφωνα με πολλά έγγραφα του 1712, οι κάτοικοι της Μοσχόπολης είχαν πάει στους δασκάλους του Καζά[9] της Κορυτσάς όπου είχαν μάθει τις τέχνες της ραπτικής, της υποδηματοποιίας και του σιδηρουργού. Η πόλη έδειξε έτσι μια αξιοθαύμαστη άνθηση κι άρχισε να γίνεται αντίπαλος άλλων αγορών, τόσο πολύ ώστε ο αυστριακός πρόξενος στα Ιωάννινα, ο αλβανολόγος Χαν να έγραφε “Τώρα τον τελευταίο καιρό η Κορυτσά ανθίζει, εξελίσσεται σε έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή των Ιωαννίνων όσον αφορά το εμπόριο με τις βόρειες περιοχές. Την θέση της την τέμνουν πολλοί κύριοι δρόμοι, είναι πολύ βολική για το εμπόριο, οπότε οι έμποροι των Ιωαννίνων έχουν αρχίσει να ανησυχούν [10]“. Ενώ σύμφωνα με τον Κάρμιτς, «η Κορυτσά είναι η φυσική αποθήκη της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης και εν μέρει των Ιωαννίνων, που διανέμει τα βιομηχανικά και φυσικά προϊόντα της Ευρώπης, όπως διάφορα υφάσματα, ζάχαρη κ.λπ., σε ολόκληρη την περιφέρεια της Νοτιοανατολικής Αλβανίας».[11]
Αυτή η πόλη ιστορικά διακρίνεται για πολλές ιδιαιτερότητες, για παράδειγμα, η Κορυτσά θα ήταν η πρώτη πόλη που θα είχε γιατρό ήδη από τον 19ο αιώνα, ενώ συγχρόνως λειτουργούσε και φαρμακείο. Σύμφωνα με διάφορα αρχειακά στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά την πτώση του καθεστώτος, στα σχέδια των Γάλλων ήταν και η ανέγερση ενός σύγχρονου νοσοκομείο και η θεμελίωση ενός τυπογραφείου, το οποίο θα εξέδιδε όλους τους κλασικούς συγγραφείς. Τα προοδευτικά στοιχεία της Κορυτσάς και ο ευρωπαϊκός αέρας που εξέπεμπε, διακρίνεται κυρίως από τις γυναίκες της πόλης που έχουν χειραφετηθεί πρώτες από πολλές γειτονικές περιοχές. Για παράδειγμα σε μια φωτογραφία ενός καφέ από τα πολλά που είχε η πόλη, φαίνονται γυναίκες να κάθονται μαζί με άντρες ήδη από το 1927. Αλλά όχι μόνο αυτό. Τα φεμινιστικά κινήματα στην Κορυτσά ήταν πραγματικά αξιέπαινα για το γεγονός ότι οι γυναίκες εκπαιδεύτηκαν πολύ νωρίς, αφενός λόγω της μετανάστευσης και αφετέρου λόγω της φιλομαθούς παράδοσης που η πόλη κατέχει παραδοσιακά.
Στην πόλη της Κορυτσάς, ο γνωστός τενόρος ελληνικής καταγωγής και λαϊκός τραγουδιστής, βραβευμένος με τον Τίτλο ” Άξιος Καλλιτέχνης”, Σπύρος Σουλιώτης, αναφέρει στ’ απομνημονεύματα του: ” Ήμασταν πολύ τυχεροί σε αντίθεση με άλλες Αλβανικές πόλεις. Διασκεδάζαμε με συναυλίες που διεξάγονταν πολύ συχνά μαζί με άλλες μεγάλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Κατά τη διάρκεια των διακοπών φορούσαμε τα ωραία ρούχα μας και πήγαμε στις πλατείες της πόλης μας όπου γινόταν συνήθως οι παραστάσεις. Εκεί οι ενήλικες χόρευαν τανγκό ή παρακολούθησαν τις εκδηλώσεις και εμείς τα παιδιά παίζαμε.[..]Η ορχήστρα ήταν συνήθως κλαρινέτο, κιθάρα, βιολί και φυσικά μαντολίνο υπό τη φωνή του τραγουδιστή. Θυμάμαι σε μια συναυλία που παρακολούθησα πλήρως με ενήλικες, χωρίς να έχω την επιθυμία να παίξω με τους συναδέλφους μου, τραγούδησε η μεγάλη Τέφτα Τάσκο (Tefta Tashko)[12], η οποία ήταν η καλύτερη τραγουδίστρια. Μας είχε καταπλήξει με το λευκό της φόρεμα καθώς και τη μεταξένια φωνή της. Σε άλλες γιορτές μαζευόμασταν στο σπίτι και τραγουδούσαμε μόνοι μας. Είχαμε πολλές σχέσεις με τους συγγενείς μας και ανταλλάξαμε πάντα επισκέψεις κατά τη διάρκεια των διακοπών. Μεταξύ μας έχουμε χρησιμοποιήσει πολλά ψευδώνυμα που έχουν μείνει μέχρι τώρα”.[13]
Σύμφωνα πάντα με τον Σουλιώτη, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 στην πόλη της Κορυτσάς, συνέχιζαν ακόμη να παίζουν μουσική, οι παραδοσιακοί οργανοπαίκτες με δημοφιλή βαλκανικά όργανα, γνωστοί ως “Sazet e Korçes” (Τα σάζια της Κορυτσάς[14]), παρόλο που αυτό το είδος παραδοσιακής μουσικής αρχίζει να περνά στη δεκαετία του 1930 στην παρακμή του. Η αστική εκπαίδευση της πόλης, η ιταλική επιρροή, η επιστροφή δεκάδων καλλιτεχνών από την Ιταλία, την Ελλάδα και ειδικά από τη Ρουμανία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απομόνωση της λαϊκής, της αστικής και της παραδοσιακής μουσικής της πόλης. Ίσως σε αυτήν τη δεκαετία να δόθηκε μια μεγάλη μάχη μεταξύ της λαογραφίας και του νεωτερισμού, μεταξύ της αλβανικής παράδοσης και της εκλεπτυσμένης ευρωπαϊκής μουσικής, μεταξύ της «μουσικής του δρόμου» και της οργανωμένης συναυλίας που εξάλειψε τα «σάζια» και έφερε την «ελαφριά μουσική». Το ρεπερτόριο που επικρατούσε μέχρι τότε σε εορτασμούς, γάμους, πανηγύρια κτλ. με εξαίρεση τα πατριωτικά τραγούδια της Αναγέννησης, ήταν τα περισσότερα από τα τραγούδια του Muço, (Μούτσο) του τροβαδούρου του Αλί Πασά, προσαρμοσμένα από διάφορους λαϊκούς οργανοπαίχτες.[15]
Από την άλλη πλευρά, κέρδιζαν ολοένα και περισσότερο έδαφος οι εκπρόσωποι του μοντέρνου τραγουδιού[16], που έδιναν συναυλίες και κονσέρτα στον γνωστό κήπο «Θεμιστοκλή Γερμενί», στον κήπο της Μητρόπολης, στον κινηματογράφο «Majestik» ήδη από τη δεκαετία του 20 με κύριους εκπρόσωπους τον βαρύτονα Μιχάλ Τσίκο που είχε ερμηνεύσει πρώτος Μπετόβεν, τον Σπυρίδωνα Ίλο, τον Ήλο Μόσχο, τον Βασίλ Μπαλαούρι, τον Γιώργη Κρόι και την σοπράνο Γεωργία Φίλτσε κ.α.[17] Ένα άλλο σημαντικό γεγονός που βίωναν οι νεολαίοι στη Κορυτσά, ήταν και ο λεγόμενος χορός «Μπάλος» που είχε αρχίσει να εμφανίζεται στην πόλη ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Μέχρι σήμερα, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα πότε και πώς έγιναν μέρος της κοινωνικής ζωής, ωστόσο, κατά τον Σουλιώτη ήταν σημαντικές κοινωνικές εκδηλώσεις μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Κορυτσιώτες συγκεντρώνονταν συνήθως στη “λέσχη των αξιωματικών”, στους κινηματογράφους της πόλης, στο καφενείο “Splendi”, στην αίθουσα εκδηλώσεων “Leku i nxenesit”, στο πρώην “gazino” (Hotel Turizmi) κι αγόραζαν εισιτήρια για να συμμετέχουν στον χορό.
Ένα άλλο αξιοπρόσεκτο γεγονός στα απομνημονεύματα του μεγάλου τραγουδιστή της γειτονικής χώρας, είναι και οι αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία για την σπουδαία γιορτή, «Τα Καρναβάλια της Κορυτσάς» που ήταν μια ασυνήθιστη θεατρική και μουσική ένωση για ολόκληρη τη χώρα, η οποία είχε γίνει ετήσιο έθιμο στους δρόμους της πόλης παρουσία μασκαρεμένων κατοίκων. Ο ίδιος θυμάται πως τα καταστήματα και τα γραφεία παρέμεναν κλειστά εκείνες τις μέρες και δεκάδες πολίτες έκαναν πλάκες αναμεταξύ τους ή παρελάμβαναν ντυμένοι στους δρόμους της πόλης. Οι γυναίκες φορούσαν μεγάλα χρωματιστά καπέλα και οι άνδρες φορούσαν μεταχειρισμένα ρούχα και τρομακτικές μάσκες. Η συγκεκριμένη εορτή, αν και αστικής προέλευσης, αφορούσε όλα τα κοινωνικά στρώματα, καθώς συμμετείχαν και οι ασθενέστεροι οικονομικά που δεν είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν φορέματα και μάσκες, αλείφοντας τα πρόσωπά τους με αλεύρι και κάνοντας σημάδια με μελάνι. Το έθιμο καταργήθηκε πλήρως από το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα ως αναχρονιστικό και αστικό, ωστόσο όμως, τα τελευταία πέντε χρόνια οι δημοτικές αρχές της πόλης, το επανάφεραν.
Άλλες σημαντικές στιγμές για τον καλλιτεχνικό σχηματισμό της πόλης, ήταν και η διεξαγωγή γυναίκειων καλλιστείων μόλις το 1931. Η διεξαγωγή διαγωνισμού ομορφιάς, γνωστή και ως «Miss Κορυτσά» στην Αλβανία του μεσοπολέμου, αποτελεί περίτρανή μαρτυρία πως η πόλη κάλπαζε προς την δυτικό τρόπο σκέψης και την ευρωπαϊκή ανάπτυξη και τον πολιτισμό, διακρίνοντάς την από τις άλλες επαρχίες, όπου το κίνημα χειραφέτησης ήταν ανύπαρκτο[18]. Εξίσου σημαντικές ήταν και οι θεατρικές παραστάσεις, όπου μεταξύ άλλων, ο Σουλιώτης θυμάται, “τον εχθρό των ανθρώπων” στο Majestic Cinema και την “Στέλλα Βιολάντη” ένα τρίπρακτο θεατρικό δράμα του Γρηγόρη Ξενόπουλου ή το δράμα “Columbus” του Άγγλου συγγραφέα Herman Ould που παίχτηκε το καλοκαίρι του 1937 από τον θίασο του Γαλλικού Λυκείου. Λίγες εβδομάδες αργότερα στις κινηματογραφικές αίθουσες της πόλης, προβλήθηκε και η πρώτη αλβανόφωνή ταινία με πλάνα από διαφορετικές πόλεις τις Αλβανίας.[19]
Αναλύοντας τις ιδιαιτερότητες της Κορυτσάς, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε το σήμα κατατεθέν της πόλης, τις καντάδες, γνωστές και ως «σερενάτες». Ο Σπύρος Σουλιώτης, που αναδείχθηκε καλλιτεχνικά στο ευρύ κοινό της χώρας μέσα από αυτές, και που όλη του την ζωή ερμήνευσε χιλιάδες από μικρή ηλικία, είναι πολύ συγκεκριμένος: Η Σερενάτα της Κορυτσάς άνθισε πραγματικά στην πόλη μας και μας έδωσε πανέμορφες ανθοδέσμες λουλουδιών για περίπου έναν αιώνα, ωστόσο όμως για να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η καταγωγή του προέρχεται από την γειτονική Ελλάδα. Ο σπόρος ήρθε και φυτεύτηκε στη Κορυτσά από τους “κανταδόρους” και τους “μαντολινάτες” της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς. Αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε ως μουσικό είδος επειδή το βοήθησε η αστική πόλη και ο ευρωπαϊκός αέρας που ήρθε με τους Γάλλους, τους Ιταλούς και τους Έλληνες εμπόρους ενάντια στην οθωμανική κατοχή. Η σερενάτα δεν έχει σχέση με το αλβανικό πατριωτικό τραγούδι που τραγουδήθηκε σε εθνικές γιορτές και βασίστηκε στην εθνική ιδέα της Αναγέννησης. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας μπορεί να «καλλιεργήθηκαν» μαζί για άλλους λόγους, αλλά μιλάμε για χασματικές διαφορές μεταξύ τους.[20]
Έτσι, τα νεαρά αγόρια της πόλης, συνήθιζαν να συγκεντρώνονται σε διάφορα σημεία της πόλης και να τραγουδούν μαζικά τα χαρακτηριστικά τραγούδια ή να πηγαίνουν εκδρομές (γνωστά και ως πικνίκ) με τα ποδήλατα τους σε διάφορα διάσημα μέρη (κυρίως ορεινές περιοχές και δάση, ακτές, ρυάκια και φαράγγια) όπου συνέθεταν και τραγουδούσαν τις σερενάτες και τις μαντολινάτες, πότε με τη μορφή ντουέτων και πότε με χορωδιακή μορφή, ωστόσο ακόμη και οι “άπειροι” σερεναδόροι που τα βράδια γέμιζαν τους δρόμους ή τα στενά λιθόστρωτα σοκάκια της Κορυτσάς γέμιζαν τις καρδιές των ανθρώπων με συναισθήματα.
Εκείνες τις ερμητικά μοναχικές νύχτες αντηχούσαν οι γλυκές μελωδίες των σερενάτων στα σοκάκια της πόλης, συνοδευμένες από μια κιθάρα και ένα μαντολίνο απελευθερώνοντας έτσι τον πόνο, τις απόκρυφες ερωτικές σχέσεις, τις απιστίες, τους χωρισμούς και όλες τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες που έχει ένα νεαρό αγόρι. Τα κορίτσια παρακολουθούσαν κρυφά πίσω από το περβάζι του παραθύρου, περιμένοντας να ακούσουν και να αναγνωρίσουν τη σιλουέτα ή τη φωνή του αγαπητικού τους, ενώ μερικοί γονείς κλείδωναν τις πόρτες και τα παράθυρα, έτσι ώστε οι κόρες τους να μην μπορούσαν να ακούσουν τις σερενάτες, καθώς πέραν των άλλων, υπήρχε και ο φόβος του κουτσομπολιού από τους γείτονες.[21]
Εξίσου σπουδαία ήταν τα μουσικά πάλκα ή τα γνωστά και ως νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, που αποτελούσαν εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης που άκμασαν το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, μόνο στην πόλη της Κορυτσάς. Με σημαντικές επιρροές από τα ελληνικά τραγούδια, αντικατοπτρίζουν το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής όπου αναπτύχθηκαν και ιδιαιτέρως τη νυχτερινή ζωή της πόλης και τον τρόπο διασκέδασης μεγάλης μερίδας κυρίως του ορθόδοξου πληθυσμού. Στην πορεία η κοινωνική τους βάση επεκτάθηκε και στους μουσουλμάνους, στην εργατική και τη μεσοαστική τάξη, ενώ στις μέρες μας αναγνωρίζεται ως δημοφιλής πολιτιστική κληρονομιά που ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στην πόλη της Κορυτσάς.
Πρόκειται για νυχτερινά μουσικά σχήματα, άμεσα συνδεδεμένα με το τραγούδι και τον χορό, που διαδόθηκαν σταδιακά από τα αστικά λαϊκά στρώματα της Ελλάδας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Εξελίχθηκαν προπολεμικά σε μουσικό είδος ευρείας απήχησης, λειτουργώντας ως ισχυρό σύμβολο ταυτότητας και ιδεολογίας της Κορυτσάς για την μοντέρνα αλβανική μουσική παράδοση, που είχε αντικαταστήσει πλήρως όλα τα οθωμανικά ανατολίτικα μουσικά ακούσματα. Διάσημοι επαγγελματίες τραγουδιστές και διάσημοι σερεναδόροι κοσμούσαν με το πρόσωπο τους και τα ονόματα τους τα διαφημιστικά φυλλάδια της εποχής, γνωστά και ως «ρεκλάμες», τις μουσικές σκηνές εκείνης της εποχής στην Κορυτσά. Τέτοια κέντρα ήταν το “Shetro Cafe”, το “Shpendi Park” και το πιο διάσημο καφέ της πόλης το “Panda” που είχε το πλήρες όνομά του: “Το στέκι των Οσμαλλήδων” που παρέμεινε στην ιστορία της πόλης μέχρι σήμερα ως “Panda” από το όνομα του πρώτου ιδιοκτήτη του Panda Osmanlliu. Το θρυλικό καφέ Panda στην οδό Mborje, παραπλέυρως του ποταμού της πόλης και κάτω από τα καταπράσινα πεύκα ήταν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία της πόλης. Κάθε ξύλινο τραπέζι και καρέκλα εκεί είχε επίσης μια ιστορία, κάθε βράδυ ήταν ένας σταθμός πολιτισμού, καθώς πέραν των διανοούμενων και των συζύγων τους που σύχναζαν, είχαν περάσει τα μεγαλύτερα ονόματα της σύγχρονής Αλβανίας.[22]
Ο Μεσοπόλεμος αποτέλεσε ίσως την πιο ζωντανή περίοδο της πόλης, καθώς σ’ αυτή την περίοδο άλλαξαν η σύσταση του πληθυσμού, η ρυμοτομία της, τα κοινωνικά πρότυπα, οι οικονομικές συνθήκες και η Κορυτσά κατοχυρώθηκε ως ένα σύγχρονο αστικό κέντρο. Σε αυτά τα πλαίσια, το 1937, ο βασιλιάς Ζόγκου θα επισκεφθεί την Κορυτσά ως την πιο εκσυγχρονισμένη πόλη της Αλβανίας, απ’ όπου και θα ξεκινήσει δειλά και την από-ισλαμοποίηση της χώρας, θέτοντας σε εφαρμογή τον ριζοσπαστικό νόμο «Περί απαγόρευσης της μαντίλας και του φερετζέ στις γυναίκες και άλλες θρησκευτικές διατάξεις». Το παράδειγμα έσπευσαν να δώσουν πρώτες οι αδελφές του βασιλέα Ζόγκου και όλες οι γυναίκες της βασιλικής αυλής που πέταξαν σε μια επίσημη τελετή τις μαντίλες τους. Σημαντικό είναι ωστόσο να αναφέρουμε πως με αυτόν τον νόμο καταργείται και το γονάτισμα του πιστού κατά την ώρα της προσευχής. Άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με το οικογενειακό δίκαιο που ξεκίνησαν την εφαρμογή τους στην Κορυτσά, ήταν και η νομιμοποίηση του διαζυγίου, ο προσδιορισμός της περιουσίας, η αξιοποίηση της προίκας, η νομιμοποίηση του πολιτικού γάμου, η σύναψη νέου γάμου κτλ. που αντικρούονταν ανοιχτά και με το αυστηρό ρωμαιοκαθολικό κανονικό δίκαιο, των βορείων περιοχών της χώρας.[23]
Για τη φασιστική Ιταλία, το ζήτημα της ιταλικής εισβολής στην Αλβανία εξελίχθηκε σταδιακά σε ένα πρόβλημα στρατηγικής σημασίας που είχε να κάνει με τα ευρύτερα συμφέροντά της στα Βαλκάνια. Οι εισβολές του Χίτλερ στην Ευρώπη είχαν επηρεάσει σημαντικά τη φήμη του Μουσολίνι, ο οποίος ήθελε να «κλέψει» μέρος της δόξας του Φύρερ. Έτσι, μετά την επίθεση του Χίτλερ στην Τσεχοσλοβακία, ο Μουσολίνι αντέδρασε παρορμητικά εισβάλλοντας την Αλβανία. Στις 25 Μαρτίου 1939, η Ιταλία εξέδωσε μνημόνιο στην Αλβανία ισοδύναμο με τελεσίγραφο για την άμεση προσάρτησή της. Νωρίς το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, 7 Απριλίου, περισσότερα από 40.000 ιταλικά στρατεύματα προσγειώθηκαν με την υποστήριξη του ναυτικού και της αεροπορικής δύναμης, ενώ ο Βασιλιάς Αχμέτ Ζόγκου κατέφυγε στην Ελλάδα. Την επόμενη μέρα, ο Galeazzo Ciano έφτασε στα Τίρανα και συγκάλεσε μια συνέλευση με πολλούς βουλευτές, όσους μπορούσε να συγκεντρώσει. Ο Ιταλός βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ δέχθηκε το Αλβανικό στέμμα, διορίζοντας τον πρέσβη του στα Τίρανα, Φραντσέσκο Τζιακομόνι, ως αντιπρόεδρο του νέου αλβανικού βασιλείου.[24]
Η φασιστική Ιταλία σταμάτησε όλη αυτή την καλλιτεχνική άνθηση της πόλης. Απαγόρευσε ρητά τα τραγούδια, τις συναυλίες, τις θεατρικές παραστάσεις και σχεδόν όλες τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Όποιος τολμούσε να διαφωνήσει και να αντισταθεί στη φασιστική κατοχή θα το πλήρωνε ακριβά. Ωστόσο όμως, στη Κορυτσά θα ξεσπάσει και η πρώτη οργανωμένη διαδήλωση κατά της ιταλικής κατοχής από διανοούμενους, νεολαίους, εργάτες και αγρότες που είχαν συνειδητοποιήσει νωρίς ότι η φασιστική κατοχή είχε προκαλέσει πλήρη ανατροπή και ότι η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη όχι μόνο για την πόλη αλλά για την Ευρώπη γενικότερα[25].
Η ιταλική εισβολή και η εξέγερση της Κορυτσάς βρήκε τον νεαρό Ενβέρ Χότζα τότε, ως καθηγητή στο γαλλικό λύκειο της Κορυτσάς, από όπου και απολύθηκε με την κατηγορία ότι προσπαθούσε να μυήσει τους μαθητές του στα μυστήρια του μαρξισμού. Έφυγε εκ νέου για τα Τίρανα ως απεσταλμένος της μικρής κομμουνιστικής ομάδας της Κορυτσάς, μέλος της οποίας είχε γίνει λίγο νωρίτερα. Στην Αλβανία αυτή την περίοδο είχαν δημιουργηθεί αρκετές μικρές κομμουνιστικές ομάδες. Μετά το 1937 οι επικρατέστερες όμως ήταν οκτώ. Οι σημαντικότερες εξ αυτών ήταν Α) Η Οργάνωση της Κορυτσάς όπου υπαγόταν ο Χότζα και ήταν μόνη που ακολουθούσε την γραμμή της Κομιντέρν. Β) Η Οργάνωση της Σκόδρας και Γ) Η Οργάνωση των Νέων. Άλλες δύο εξίσου ισχυρές οργανώσεις, ήταν και οι τροτσκιστικές.[26]
Εδώ είναι σημαντικό να πούμε, ότι την άνοιξη του 1941 κατόπιν ιταλικής εντολής θεμελιώθηκε το Radio Korça, (Ράδιο Κορυτσά) που θα μετέδιδε καθημερινά ιταλικά τραγούδια και αλβανικά λαϊκά τραγούδια. Η αναμετάδοση που περιλάμβανε μια άμεση σύνδεση με το Radio Tirana που είχε θεμελιωθεί νωρίτερα αλλά είχε πολλά τεχνικά προβλήματα και πολλές φορές σταματούσε την αναμετάδοση, με αποτέλεσμα να εκπέμπει μόνο του. Το Ράδιο της Κορυτσάς λειτουργεί μέχρι σήμερα και δεν σταμάτησε να εκπέμπει ούτε κατά την γερμανική κατοχή, ούτε κατά την διάρκεια του καθεστώτος Χότζα.
Τέλος, αξίζει να σημειώσω εδώ, πως η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος ήταν αχίλλειος πτέρνα και παντοτινό ταμπού για την σοσιαλιστική Αλβανία, είτε γιατί αποκρύφτηκε, είτε γιατί παραποιήθηκε επιμελώς και είτε γιατί έμεινε μπλοκαρισμένη στα κρατικά αρχεία για μισό αιώνα περίπου, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των ίδιων των Αλβανών να μην την γνωρίζουν μέχρι και σήμερα. Το πολιτικό καθεστώς που κυβέρνησε την Αλβανία κατά τα έτη 1944-1991 ανήλθε στην εξουσία και ξερίζωσε τον αστικό τρόπο ζωής που είχε η Κορυτσά με στόχο και σκοπό να χτίσει μια νέα ‘σοσιαλιστική κοινωνία’, που δεν θα υπήρχε πλέον η εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο, που θα επικρατούσε η απόλυτη ισότητα και η ελευθερία και ο φτωχός λαός θα ήταν στην εξουσία. Ακόμη και σε αυτό το κάλεσμα, η Κορυτσά ως μήτρα που κυοφόρησε πρώτη τις κομουνιστικές ιδέες, έδωσε το παρόν. Προσαρμόστηκε, ή έστω προσπάθησε να προσαρμοστεί στη νέα τάξη πραγμάτων.
Η πορεία αυτή εκφυλίστηκε εκ των έσω, φαλκιδεύτηκε σε κάθε πτυχή και υπονομεύτηκε από την ίδια την ηγεσία της χώρας η οποία παραβίασε το φιλολαϊκό πλαίσιο, που αρχικά εξήγγειλε ο Ενβέρ Χότζα μετά την απελευθέρωση. Το αποτέλεσμα ήταν να πέσει πανηγυρικά έξω, και να ταυτίσει αυτό που λέμε «σοσιαλιστική εποχή» με την «καταπίεση» στην συνείδηση του μεγαλύτερου μέρους των Αλβανών. Η περίοδος αυτή, χαρακτηρίζεται και ως «η περίοδος της μόνιμης ταξικής πάλης», που στην Κουτσά διεξήχθη υπό άγριες συνθήκες και σε έντονο βαθμό, ώστε να μεταβεί η κοινωνία στον νέο λιτό τρόπο ζωής που πλην των άλλων, έπρεπε να επιφέρει και την κοινωνική ομοιογένεια, όπου θα ρίχνονταν τα θεμέλια μιας αταξικής κοινωνίας. Ένα όνειρο που τελικά εξελίχθηκε σε εφιάλτη και κράτησε 47 ολόκληρα χρόνια. 47 ολόκληρα χρόνια, πέρασαν μέχρι εκείνο τον Φλεβάρη του 89 που έφυγαν για πρώτη φορά από το κλουβί του Ραμίζ Αλία, διαδόχου του Ενβέρ Χότζα, τα πρώτα «χελιδόνια» προς την Ελλάδα. 48 χρόνια και κάτι, μέχρι να αντικρίσουν οι νεοέλληνες των 90s τους πρώτους εξαθλιωμένους Αλβανούς της φτωχότερης χώρας της Ευρώπης, που δεν ήθελαν ή δεν ήξεραν να εξομολογηθούν την ιστορία που σήμερα σας λέω.
[2]Τα πολιτικά κόμματα δεν ήταν νόμιμα. Ο βασιλιάς ήταν ο μόνος που νομοθετούσε και είχε δικαίωμα διάλυσης της βουλής. Απαγορεύτηκε η προπαγάνδα εναντίον του και εναντίον της «συνταγματικής τάξης». Επιβάρυνε με αστικό φόρο τους πολίτες, για την συντήρηση της βασιλικής οικογένειας. Pavlowitch, σ. 428
[4]Duka Valentina, Histori e Shqiperise 1912-2000,, σ. 181
[5]Οικονομίδης Αλέξανδρος, ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚO ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ: Η θρησκευτική πολιτική στην Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας (1945-1991), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ανέκδοτο. σ. 65
[6] Το Εθνικό Λύκειο της Κορυτσάς ή το Γαλλικό Λύκειο (Αλβανικό Εθνικό Λύκειο) ήταν ένα γυμνάσιο στην πόλη, χρηματοδοτούμενο από την αλβανική κυβέρνηση, το οποίο διέδωσε τη γαλλική κουλτούρα και τις ευρωπαϊκές αξίες. Το σχολείο λειτούργησε πλήρως τα έτη 1917-1939. Το Λύκειο άνοιξε τις πόρτες του στις 25 Οκτωβρίου 1917 ως Γαλλικό Λύκειο με την απόφαση της κυβέρνησης της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κορυτσάς. Το 1921 μετονομάστηκε. Ήταν ένα κοσμικό σχολείο, όπου όλα τα μαθήματα ήταν στα γαλλικά εκτός από το μάθημα της αλβανικής γλώσσας. Οι καθηγητές ήταν έγκριτοι Γάλλοι, Ελβετοί και Βέλγοι ενώ αποφοίτησαν σχεδόν όλες οι σημαντικές προσωπικότητες της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής Αλβανίας, με πρώτο τον δικτάτορα Ενβέρ Χότζα και σχεδόν όλους τους αντιπάλους του. Ο Ενβέρ Χότζα, για πρώτη φορά στην Κορυτσά κατέφθασε το φθινόπωρο του 1927 ώστε να ολοκληρώσει τα τρία τελευταία χρόνια της μέσης εκπαίδευσης του στο γαλλικό λύκειο της πόλης. Εκεί, έλαβε μια τελείως διαφορετική μόρφωση από την συνηθισμένη της χώρας. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του γαλλικού λυκείου καθοριζόταν απευθείας από το Παρίσι και η κυβέρνηση του βασιλιά δεν μπορούσε να επέμβει στο εσωτερικό του. Σε περίπτωση που επενέβαινε ή λογόκρινε τα βιβλία, την ύλη και τον τρόπο διδασκαλίας υποχρεωνόταν να πληρώσει αποζημίωση στην Γαλλία. Βλ. Enver Hoxha, Vite te rinise, σ. 22 & Shefik Osmani:Fjalor i pedagogjisë, σ. 384 – 386 & http://www.bashkiakorce.gov.al/frontend/article.php?aid=142&cid=51
[7] Το 1928, ο Δήμος των Τιράνων διέθετε πέντε οίκους ανοχής με εγγραμμένες 71 “κοινές/ δημόσιες γυναίκες”, εκ των οποίων πέντε ήταν Ελληνίδες, δύο Γιουγκοσλάβες, δύο Γαλλίδες και 62 Αλβανίδες. όπως αναγράφονται σ΄ ένα δημόσιο έγγραφο της εποχής σύμφωνα με τον Fatos Baxhaku, που μεταξύ άλλων αναφέρει ότι εκείνη την εποχή, συνελήφθησαν 13 άτομα, τα οποία επιδίδονταν σε πρόστυχες πράξεις παράνομης μαστροπείας κλεισμένα σ΄ ένα σπίτι με κοινές γυναίκες. Αυτά τα στοιχεία έρχονται στο φως της δημοσιότητας πολλά χρόνια μετά την νομιμοποίηση της πορνείας στο ΄Βασίλειο της Αλβανίας” και την υιοθέτηση των “κανόνων πορνείας” που συνέβη στις αρχές του 1922, όταν ο Αχμετ Ζόγκου (μετέπειτα βασιλιάς Ζόγκου) ανέλαβε την θέση του Υπουργού Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Τζαφέρ Ουπι (Xhafer Ypi). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αλβανική παράδοση μέχρι και το 1922 οι γυναίκες αυτές ονομάζονται δημόσιες ή κοινές και πρώτος ο Ζόγκου τις αναδεικνύει σε επαγγελματίες πόρνες με την νομιμοποίηση τους. Συγκεκριμένα η τότε κυβέρνηση ενέκρινε κανονισμό 26 άρθρων, γνωστού ως “κανονισμός για τη ρύθμιση της πορνείας”, για να καθορίσει ποιος δίνει την άδεια εξάσκησης επαγγέλματος, πως και που πρέπει να στεγάζονται οι οίκοι ανοχής, την υποχρεωτική ιατρική επίσκεψη των γυναικών από τον δημοτικό γιατρό δυο φορές την εβδομάδα, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των “υπευθύνων” των οίκων ανοχής, καθώς επίσης θεσμοθετεί και την μηνιαία φορολογία της κάθε ετέρας με δυο επίχρυσα φράγκα στον οικείο δήμο. Σημαντικό στοιχείο για την καταπολέμηση της διαφθοράς μέσω της μαστροπείας αποτελεί, η καταβολή του φόρου μέσω του δημοτικού γιατρού στα ταμεία του δήμου κι όχι απευθείας από τις πόρνες. Λέγεται μάλιστα, πως ο νομοθέτης για να ρυθμίσει την πορνεία στην συντηρητική αλβανική κοινωνία με όλες τις ιδιαιτερότητες που την διακατείχαν, εμπνεύστηκε από τον ανάλογο κανονισμό που ίσχυε στο Σεράγεβο κατά τη διάρκεια της Αυστρο-ουγγρικής κατοχής. Επιπλέον αξίζει να πούμε, ότι νόμιμοι οίκοι ανοχής λειτούργησαν επίσης στις παραλιακές πόλεις του Δυρραχίου και της Αυλώνας αλλά και στην Κορυτσά. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές όταν έγινε η ιταλική κατοχή της Αλβανίας το (7 με 12 Απριλίου, 1939) οι πόρνες των οίκων ανοχής “δημεύτηκαν” από τον ιταλικό στρατό και ταξίδευαν μαζί τους ανά την επικράτεια της χώρας, ανάλογα με τις ανάγκες του στρατού. Από το Δεκέμβρη του 1944 και καθ’ όλη την διάρκεια του καθεστώτος Ενβέρ Χότζα η πορνεία όχι μόνο απαγορεύτηκε αλλά μετατράπηκε και σ΄ ένα βαρύτατο κακούργημα του Ποινικού Κώδικα. Τέλος, 74 χρόνια μετά την οριστική απαγόρευση της και παρά την μεταπολίτευση του 1991 η Αλβανία εξακολουθεί να την απαγορεύει χωρίς να δείχνει την παραμικρή διάθεση της επαναφοράς της. Βλ. Shtëpitë publike në Tiranën e ‘38-ës, gratë që dëfrenin pasanikët
[8] Edith Durham γραφει: “Η Κορυτσά είναι η καθαρότερη πόλη της τουρκικής αυτοκρατορίας, ενώ η Οχρίδα είναι ακόμα μεσαιωνική, η Κορυτσά είναι πολιτισμένη. Είχα ένα θερμό καλωσόρισμα στο Αλβανικό σχολείο θηλέων. Το σχολείο ήταν τόσο «μοντέρνο» που έμοιαζε σαν να επέστρεψα ξαφνικά στην Ευρώπη. Είναι το μοναδικό σχολείο σε όλη τη Νότια Αλβανία όπου επιτρέπεται στα παιδιά της Αλβανίας να μάθουν, να διαβάζουν και να γράφουν στη μητρική τους γλώσσα. Στο σχολείο χρησιμοποιείται το ειδικό αλβανικό αλφάβητο και όχι στο λατινικό, δεδομένου ότι η Koρυτσά είναι μία από τις πόλεις που η Ελλάδα θέλει να προσαρτήσει, ο Έλληνας δεσπότης της πόλης είναι ενάντια στην εκμάθηση της μητρικής τους γλώσσας. Και το σχολείο των θηλέων αντέχει μέχρι στιγμής κάθε λογής καταιγίδα, επειδή βρίσκεται υπό την προστασία των Αυστριακών και των Αμερικανών. “Οι άνθρωποι της Κορυτσάς με καλωσόρισαν και ενθουσιάστηκαν πολύ με το σχέδιό μου να διασχίσω ολόκληρη την χώρα με άλογο….” Η Κορυτσά είναι μια πόλη που σε εκπλήσσει, είναι καθαρή, πολύ καθαρή, ίσως η καθαρότερη πόλη που έχω δει στην Τουρκική Αυτοκρατορία, με καλούς πλακόστρωτους δρόμους και χωρίς σκουπίδια στα πόδια σου». Elida Zylbeari, Miss-i i parë që u zhvillua në Korçë dhe arsyet pse u quajt Parisi i vogël
[9] Ο καζάς (αραβικά: قضاء, qaḍāʾ, πληθυντικός: أقضية, aqḍiyah, οθωμανικά τουρκικά: kazâ, τουρκικά: kaza) ή το καϊμακαμλίκι (τουρκικά Kaymakamlığı) αποτελεί μια διοικητική διαίρεση που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και έπειτα από τα διάδοχα κράτη της αυτοκρατορίας. Η λέξη προέρχεται από οθωμανική τουρκική γλώσσα και σημαίνει “διοίκηση” και συχνά μεταφράζεται ως “επαρχία”,”υπο-επαρχία”(επίσης αναφέρεται έτσι και ο “ναχιγές”) ή “δικαστική περιφέρεια”.Στην ελληνική ιστοριογραφία μεταφράζεται και ως “νομός” μιμούμενος την μεταγενέστερη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας.
[10] Ο Johan Georg von Hahn (1811-1869) ήταν Αυστριακός διπλωμάτης και αλβανολόγος. Το 1847 διορίστηκε αναπληρωτής πρόξενος στα Ιωάννινα, το 1851 στη Σύρα και από το 1869 στην Αθήνα. Ο Hahn είχε συλλέξει υλικό από το βόρειο τμήμα της Αλβανίας, έμαθε την αλβανική γλώσσα και απέδειξε τη σχέση της αλβανικής γλώσσας, ως γλώσσας της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας.
[12] Η Τέφτα Τάσκο-Κότσο (αλβανικά: Tefta Tashko-Koço) ήταν σημαντική Αλβανίδα τραγουδίστρια που άκμασε στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1910 στο Φαγιούμ της Αιγύπτου και προερχόταν από οικογένεια Αλβανών μεταναστών. Πατέρας της ήταν ο εθνικιστής Αθανάς Τάσκο από το χωριό Φράσερι του σαντζακιού του Αργυροκάστρου, ενώ η μητέρα της ονομαζόταν Ελένη Ζωγράφι. Το 1921, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα της, η ίδια και η οικογένειά της εγκατέλειψαν την Αίγυπτο και εγκαταστάθηκαν στην Κορυτσά της Αλβανίας, όπου η Τάσκο ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Το 1927 μετέβη στη Γαλλία όπου πραγματοποίησε μουσικές σπουδές στα ωδεία του Μονπελιέ (1927 – 1931) και του Παρισιού (1931 – 1933). Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Παρίσι πραγματοποίησε και τις πρώτες εμφανίσεις της στο κοινό. Το 1935 επέστρεψε στην Αλβανία όπου έκανε σημαντική καριέρα ως υψίφωνος, ενώ ενδιάμεσα πραγματοποίησε περαιτέρω σπουδές στην Ιταλία. Η Τάσκο-Κότσο διακρίθηκε για τις ερμηνείες της στο παραδοσιακό, αλλά και στο λυρικό ρεπερτόριο, καθώς και για τις περιοδείες της ακόμη και στα πιο απομονωμένα χωριά της αλβανικής επικράτειας. Επιπλέον, το 1937 και το 1942 πραγματοποίησε ηχογραφήσεις λυρικών τραγουδιών στην Ιταλία, ενώ μεταπολεμικά ασχολήθηκε και με το αντάρτικο τραγούδι.
Πέθανε στα Τίρανα, στα τέλη Δεκεμβρίου (απεβίωσε στις 22 ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή στις 28 ή 29 του μήνα του 1947. Ήταν παντρεμένη με τον βαρύτονο Κρίστο Κότσο, μαζί με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον μουσικό και συγγραφέα Ένο Κότσο.
[13] Αλέξανδρος Οικονομίδης, Më quajnë Piro, Μελετώντας το αρχείο του Άξιου Καλλιτέχνη PiroSulioti. Ανέκδοτο.
[14]Σάζι: εφτάχορδο μουσικό όργανο διαφόρων χωρών της ανατολικής Μεσογείου, με αχλαδόσχημο ηχείο και λεπτό μακρύ χέρι
[16]Ο Σουλιώτης γράφει: Το αδιαμφισβήτητο λίκνο για αυτή την μουσική ήταν κυρίως η πόλη της Κορυτσάς, ακόμη και πολύ πριν από τη διακήρυξη της Ανεξαρτησίας όταν κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα, σχηματίστηκαν ορχήστρες με πνευστά όργανα. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε ολόκληρη η περιοχή της Κορυτσάς (θέλω να τονίσω ότι τα χωριά συνέβαλαν επίσης σ’ αυτό) ένας σημαντικός παράγοντας ήταν η γεωγραφική θέση στη Νοτιοανατολική Αλβανία. Η γεωγραφική θέση ήταν καθοριστική για την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη καθώς και για την ανάπτυξη της ‘πατριωτικής ιδέας’. Στις αρχές του 1923, η Κορυτσά ως πόλη αριθμούσε 25.600 κατοίκους, σε μια εποχή που η κίνηση για την Αλβανία ήταν εξαιρετικά δύσκολη και οι δρόμοι ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι, η Κορυτσά και άλλες πόλεις της περιοχής συνδέονταν μέσω ενός οδικού δικτύου με το Μοναστήρι της Γιουγκοσλαβίας, την Καστοριά και την Φλώρινα της Ελλάδας. Η Κορυτσά, ήταν η επικοινωνία που συνέδεε την Αλβανία με τα Νοτιοανατολικά Βαλκάνια στη διακίνηση αγαθών και ανθρώπων προς την αμοιβαία κατεύθυνση μεταξύ αυτών των χωρών. Παρ ‘όλα αυτά, θυμάμαι τα λόγια των ηλικιωμένων ως μια ιστορία για τη στρατηγική τοποθεσία της πόλης. Η γαλλική κατοχή της πόλης κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πολιτισμός που είχε ήδη επικρατήσει, η νέα αστική τάξη που είχε σχηματιστεί, δεκάδες μετανάστες που είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, η ίδρυση του πρώτου αλβανικού σχολείου και η γεωμορφολογία με τις οροσειρές, τις κοιλάδες, τους λάκκους και τις περιοχές που συνδέονταν μεταξύ τους με μυστικά περάσματα και φαράγγια το είχαν καταστήσει στρατηγικό φρούριο. Για το λόγο αυτό, πιθανότατα άκμασε ως εμπορικό κέντρο ανάμεσα στο σταυροδρόμι μαζί με τα μικρότερα κέντρα βιοτεχνίας και εμπορίου της εποχής, όπως: Έτσι, η Κορυτσά έγινε ένα οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο που είχε ήδη ένα εργοστάσιο καπνού, μπύρας, δέρματος και κλωστοϋφαντουργίας, όπου αργότερα εξελίχθηκαν οι κομμουνιστικές ιδέες και η περιβόητη ομάδα της Κορυτσάς. Ένα σημαντικό σημείο της πόλης για την πολιτιστική ανάπτυξη και όχι μόνο για την ισχυρή οικονομία ήταν το παζάρι. Η Κορυτσά εξέφρασε την εμπορική φύση που αναπτύχθηκε μέσω της ανταλλαγής αγαθών και της κυκλοφορίας ανθρώπων. Το παζάρι έφτασε στο αποκορύφωμα της δύναμής του και μαζί με αυτό και η οικονομία της πόλης, από τα πανδοχεία, τα παντοπωλεία, τους σιδηρουργούς, τα κρεοπωλεία, και τους τσαγκάρηδες.[…]Η μουσική της περιόδου της Αναγέννησης και της Ανεξαρτησίας ήταν πολιτιστικό και καλλιτεχνικό κομμάτι της πόλης. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, τέθηκαν τα θεμέλια της πατριωτικής μουσικής. Η Κορυτσά μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο διακρίθηκε για την εκπαίδευση, την λογοτεχνία και τη νέα Αλβανική μουσική μαζί με τη Σκόδρα και την Αυλώνα. Η αστική λαϊκή μουσική της Κορυτσάς ήταν ισό-πολυφωνική και τα μουσικά όργανα ήταν σάζι, βιολί, κλαρινέτο, ακορντεόν φλογέρα και ντέφι, ενώ τα τραγούδια ήταν για γάμους, για αγάπη, για το χωριό και για την πόλη. Τα διακριτικά χαρακτηριστικά ήταν η ‘πατριωτική κατεύθυνση’, η λυρική-σατιρική κατεύθυνση και η λυρική-ερωτική κατεύθυνση, που δημιουργήθηκαν και εξαπλώθηκαν σε διάφορα κοινωνικά στρώματα […]Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και μέχρι την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όσο έζησα και όσο θυμάμαι, η Αλβανική αστική μουσική χαρακτηρίστηκε από έντονες αλλαγές που έθεσαν τον θεμέλιο λίθο αυτού που ονομάζουμε σήμερα χαρακτηριστικά τραγούδια της Κορυτσάς. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτήν την περίοδο η αλβανική μουσική παράδοση περιλαμβάνει για πρώτη φορά μια συναυλιακή δραστηριότητα, με δυτικού τύπου επαγγελματικές γνώσεις και νέες μουσικές μορφές όπως χορωδίες, μαντολινάτες και ορχήστρες κ.λπ. Για αυτήν τη νέα στροφή, έπαιξε σημαντικό ρόλο η εξάπλωση πολιτιστικών και καλλιτεχνικών συλλόγων. Ο πιο σημαντικός πυλώνας και ταυτόχρονα το πρώτο οργανωμένο πολιτιστικό ίδρυμα ήταν κατά τη γνώμη μου η «Εταιρεία Καλών Τεχνών», ή και η ορχήστρα «Βάτρα» του Θωμά Νάσι. Η μουσική, θεατρική και χορωδιακή δραστηριότητα της «Εταιρείας Καλών Τεχνών», μαζί με την Εταιρεία Djelmuria Korçare (Νεολαία Κορυτσάς) (ιδρύθηκε από τους νέους της πόλης το 1922) το 1927 θα γεννήσουν την περιβόητη χορωδία «Λύρα» που σε αντίθεση με άλλες χορωδίες και μαντολίνες στην πόλη, θα ερμηνεύσει μεγάλο αριθμό αλβανικών αναγεννησιακών τραγουδιών. Οπ. π. σ.14-28
[25] Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έστειλε ο αρχηγός της Βασιλικής Αλβανικής χωροφυλακής, Στρατηγός Giusepe Paglieri, και τα στοιχεία που τεκμηριώθηκαν στην επιστολή της 17ης Νοεμβρίου 1941, του Διευθυντή της Κεντρικής χωροφυλακής, Zef Kadarja, που εστάλη στον Γενικό Βικέρυο στο Υπουργείο Εσωτερικών, η διαδήλωση της 8ης Νοεμβρίου 1941 στην Κορυτσά, η οποία για τις παραπάνω αρχές θεωρήθηκε εξέγερση πραγματοποιήθηκε ως εξής: Στις 8 Νοεμβρίου 1941, στις 11:00 π.μ., μια ομάδα σχεδόν 80 μαθητών του Λυκείου «Turtulli» συγκεντρώθηκαν ξαφνικά κοντά στο προαύλιο χώρο του λυκείου και κατέβηκαν ως μια οργανωμένη ομάδα προς την πόλη, διασχίζοντας τον κεντρικό δρόμο. Η ομάδα, η οποία περιελάβανε και διάφορα «εξωτερικά στοιχεία», καθοδηγούταν από δέκα μαθητές που μαζί με τους άλλους φώναζαν συνθήματα όπως “Ζήτω η ελεύθερη Αλβανία”, “Η θρησκεία δεν μας χωρίζει”, “Κάτω εκείνοι που εργάζονται για αυτό το σκοπό ” και κρατώντας επίσης πινακίδες γραμμένες στα Αλβανικά με τα παραπάνω συνθήματα. Καθώς όμως διεξάγονταν η διαμαρτυρία, πραγματοποιήθηκε έκτακη συνάντηση, μεταξύ του διευθυντή της χωροφυλακής του νομάρχη, του διοικητή της αλβανικής φασιστικής πολιτοφυλακής και του εκπρόσωπου του στρατηγού Viceroy για να αποτιμήσουν την κατάσταση και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα. Εν τω μεταξύ, η πορεία αρχικά είχε περάσει αδιάφορη από τον τοπικό πληθυσμό, ο οποίος δεν της έδωσε ιδιαίτερη προσοχή μέχρι την στιγμή που υψώθηκε η σημαία του προηγούμενου καθεστώτος (Εθνική σημαία) στην οδό “Queen Elena”, κοντά στο δημόσιο πάρκο. Τότε, για άγνωστους λόγους, ένας τσαγκάρης, τον οποίο παρακολουθούσε η Δημόσια Ασφάλεια, πιθανόν να ήταν ο Tomorr Zavalani, απευθυνόμενος στον Βικέρυο Luigi Cognioli, του μίλησε προσβλητικά και έντονα. Ο Βικέρυος τον πλησίασε για να τον ηρεμήσει, καλώντας τον να αποσυρθεί και να μην ξεχάσει ότι απευθύνεται σ’ έναν Ιταλό αξιωματικό. Ο άντρας αμέσως σήκωσε τα χέρια κατά πάνω του Cognioli και πολλοί διαδηλωτές ρίχτηκαν εναντίων του.
Εκείνη τη στιγμή, ο αναπληρωτής ταξιαρχηγός Ritrosi Luigi, από τον σταθμό Prejes Street της Κορυτσάς καθώς είδε τον ανώτερο του να βρίσκεται στο έδαφος και ένα πλήθος διαδηλωτών να του επιτίθεται , έριξε μια χειροβομβίδα προς το μέρος των διαδηλωτών. Σχεδόν ταυτόχρονα, ακούστηκε μια άλλη χειροβομβίδα. Η έκρηξη επέφερε αμέσως πυροβολισμούς από τους στρατιώτες της φασιστικής πολιτοφυλακής και από τους φορείς της δημόσιας ασφάλειας. Τα προαναφερθέντα επεισόδια βίας πραγματοποιήθηκαν σε λιγότερο από πέντε λεπτά. Το πλήθος διαλύθηκε αμέσως καθώς έπεσαν ένας νεκρός και δύο σοβαρά τραυματίες στο έδαφος, ενώ οι υπόλοιποι τραυματίες, (συνολικά 22 άτομα) κατέφυγαν στα στενά όπου τους περιέθαλψαν πολίτες. Οι αρχές σταμάτησαν αμέσως 21 άτομα που κρίθηκαν ως αυτουργοί, μεταξύ αυτών τέσσερις ήταν μαθητές. https://gazetamapo.al/demonstrata-antifashiste-e-korces-8-nentor-1941/
[26] Fischer Jurgen Bernd, Balkan Strongmen-Dictators and Authoritarion Rulers of Southeast Europe σ. 264