Έρευνα/Μετάφραση: Αλεξανδρινός Οικονομίδης
***
Καλύτερα μια μαύρη ζωή με άσπρες σελίδες
από μια άσπρη ζωή, με μαύρες σελίδες…
***
Οι σκιές της ημέρας είναι ίχνη που αφήνονται τη νύχτα.
Οι λάμψεις της νύχτας είναι ίχνη της ημέρας.
Η λάμψη της φωτιάς ήταν τόσο μεγάλη,
που διαγράφονταν σ’ αυτήν η σκιά των κοράκων που περνούσαν.
Παρόλο που αναπνέουμε τον ίδιο αέρα
και πίνουμε το ίδιο νερό,
Οι άνθρωποι δεν μπορούν να φάνε με το ίδιο κουτάλι
στο πιάτο της αιτίας.
Να φυτέψουμε το χωράφι με μαλλί και να φτιάξουμε κάλτσες,
ή να κουρέψουμε τον σκαντζόχοιρο.
Πόσο κακό π’ όλα τα δίποδα φέρουν το επίθετο, άνθρωπος.
Κι αν δεν κατάφερα την θλίψη να υπομένω,
Φωτιά εκ νέου, έχω στην ψυχή που κάηκε·
Κι αν είμαι πιο νεκρός απ’ οποιονδήποτε ζωντανό,
Εντάξει λοιπόν, είμαι πιο ζωντανός απ’ οποιοδήποτε πεθαμένο.
1 Σεπτεμβρίου 1972
Κι ο χρόνος περνά,
Κι ο κόσμος φεύγει,
Κι εμείς περπατάμε,
Και γελάμε, όταν η ζωή κλαίει,
Κι όταν γελάει ο τάφος …
Πεθαίνουμε….
12 Δεκεμβρίου 1972
Ένας φοβερός εφιάλτης.
Εφιάλτης ύπνου. Ξύπνιος. Φρίκη.
Μου κάνει ότι δεν θα πεθάνω ποτέ.
Αλίμονο, αν ζούσε ο άνθρωπος αιώνια.
Κι αν γύριζα τα χρόνια μου πίσω,
Όχι όμως για να πέσω ξανά σε λίκνο,
Αλλά στο φέρετρο.
1973
***
Τα χρόνια περνούν
Τα χρόνια περνούν, και φεύγει κι η μέρα εκείνη
Που είκοσι φορές για ‘σένα έχει επαναληφθεί
Που κι αν φεύγει, δεν φταίει
Που θ’ ανοίξει το δρόμο για τον εικοστό πρώτο χρόνο.
Μετά, έχει είκοσι χρόνια που αναμένει,
Θα γελάμε μπροστά της
Κι ο χρόνος μια μέρα το καραβάνι θα το ξεφορτώσει
Παραπλέυρως των πραγμάτων που θ’ αφήσει, κι εμάς θα μας ξεχάσει,
Στη χώρα … του δεν ξέρω πού,
Αλλά για ένα χρονικό διάστημα θα παραμείνει μια γουλιά γης.
Κι όταν ο ταξιδιώτης θα περάσει, το πρόσωπό του θα ξινίσει:
Τι ήταν αυτός εδώ;
Ω χρόνια που περνάτε, ω απέραντοι γόνοι,
Ακόμα κι υφαρπάζεται εκείνη την ώρα της ευτυχίας,
Η ανάμνηση θα παραμείνει.
Όταν η σκέψη ξεθωριάσει, απάνω της κάνετε σκιά.
Ω αθάνατες μέρες, ω αγνότητα της νιότης,
που ποτέ δεν επιστρεφόσαστε στη ζωή.
12.1. 1968
***
Ηχώ φθινοπώρου
Ιδού και το φθινόπωρο που τα πάντα τριγύρω του κιτρινίζει
κατέφθασε.
Κατέφθασε κι αργά ρίχνει σ’ ολόκληρο τον κόσμο,
-χρυσάφι.
Οι πελαργοί αποδημούν, θρηνώντας πάνω από το έρημο δάσος,
– σύννεφα.
Και οι λίμνες του δάσους είναι ήδη γεμάτες,
– δάκρυα.
Κι ο μαυρισμένος ήλιος που φτύνει τη γη,
– σπρώχνει.
Το Φθινόπωρο, κι αυτό γυμνό όταν όλα πεθαίνουν, χάνεται,
-μένει.
Με την καρδιά χιλιάδων παγωμένων φύλλωναπό τον παγετό,
– συντετριμμένων.
Γι ‘αυτό το φθινόπωρο πάντα εσύ μας ενημερώνεις,
-αγέρα.
Ξέρω, ξέρω, είναι βαρύς ετούτος ο οιωνός,
-πέτρα.
Νιώθω, νιώθω, που παίρνεις τον κατήφορο,
-ζωή.
6 Φεβρουαρίου 1974
***
Και το πνεύμα των πεθαμένωνστο χέρι μ’ ένα (πυρσό….)
Τρέχει, βγαίνει ζαλισμένο από την απώλεια και αισθάνεται (…)
Κενό σ’ οποιοδήποτε μέρος.
Ανακατεύει φτερά και πτερύγια με την ψυχή που συναντά (…)
Πάνω από τη θάλασσα της γαλήνης, πάνω από τα κύματα περνά
Συναντιούνται με μια σταγόνα από τα δάκρυα που ρέουν
Και ο πόνος λάμπει ασήμι
30 Ιουνίου 1971
Τέσσερις η ώρα το πρωί
**Αυτό το ποίημα βρέθηκε στο οπισθόφυλλο ενός τεύχους του λογοτεχνικού περιοδικού “Νοέμβριος”. Το περιοδικό μαζί με άλλα βιβλία θάφτηκαν από την οικογένεια μετά τη σύλληψη του αδελφού του ποιητή, Μπεντρί Μπλόσμι την 1η Απριλίου 1976. Ήρθαν στο φως της δημοσιότητας μετά το 1991 αφού παρέμειναν θαμμένα στο χώμα για δεκαπέντε χρόνια με φανερές φθορές από την υγρασία και τον χρόνο. Στο τέλος των στίχων έχουν τοποθετηθεί τρεις τελείες σε παρένθεση, δεδομένου ότι είναι δυσανάγνωστα ή λείπουν κομμάτια. Μετά από αυτό το ποίημα, αναγράφεται στα γαλλικά η παρακάτω πρόταση: quanmesouvientensomeenet…. le minuet pour piano… orchestra de Boundrie… que jueconteume jour andit… ΣτοτέλοςυπογράφειόπωςπάνταοΒίλσονΜπλόσμι.

Βίλσον Μπλόσμι, Αλβανός Ποιητής και μεταφραστής(18.03.1948-17.07.1977)
Γεννήθηκε στο χωριό Μπερζέστα (Bërzeshta), στην περιοχή του Λιμπράστ, αποφοίτησε από τη μέση Παιδαγωγική Σχολή του Ελμπασάν, αλλά εργάστηκε ως αγρότης, ως ξυλουργός και ως ανθρακωρύχος. Συνελήφθη τον Αύγουστο του 1976 από το καθεστώς Χότζα και εκτελέστηκεστις 17 Ιουλίου 1977, με τις κατηγορίες:σαμποτάζ της οικονομίας, διέγερση και προπαγάνδα. Ο Μπλόσμι και ο φίλος του, ποιητής Γκέντς Λέκακαταδικάστηκαν σε θάνατο ως οι εγκέφαλοι μιας ‘εγκληματικής ομάδας’ πέντε ή έξι χωρικών που «σαμπόταραν» τη γεωργική οικονομία του χωριού Μπερζέστα. Σύμφωνα με την έρευνα, το κατηγορητήριο δεν σχηματίστηκε από την αρμόδιά εισαγγελική αρχή της πόλης, αλλά απευθείας από τα υψηλόβαθμα στελέχη του Κόμματος Εργασίας. Η έφεση ολοκληρώθηκε ύστερα από περίπου 33 ημέρες και οι δύο ποιητές εκτελέστηκαν με την σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του Λαϊκού Κοινοβουλίου και του Υπουργού Εσωτερικών.
Η επιβίωση του Μπλόσμι στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα ήταν πολύ δύσκολη καθώς η οικογένεια του είχε χαρακτηρισθεί από το 1945 ως ‘επικίνδυνη’ για το καθεστώς κιόλα τα μέλη της είχαν κηρυχθεί επίσημα πολιτικοί εχθροί του κράτους. Αυτός φαίνεται να ‘ναι κι ο λόγος που η κρατική ασφάλεια (Σιγκουρίμι) του είχε ανοίξει φάκελο από το 1965, (όταν ακόμη ήταν μαθητής γυμνάσιου) παρακολουθώντας τον συστηματικά και ασκώντας συχνές διώξεις σε βάρος του. Μεταξύ άλλων δυσκολιών που συνάντησε, έφηβος ακόμη,ήρθε αντιμέτωπος με την αδιαλλαξία του καθεστώτος που του αρνήθηκε την πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα κι αφού αποφοίτησε από τη μέση Παιδαγωγική Σχολή του Ελμπασάν, του απαγορεύτηκε το διδακτικό δικαίωμα, με αποτέλεσμα να εργαστεί σε σκληρές δουλειές, όπως στη γεωργία, το πριονιστήριο και την εξόρυξη.
Ο ίδιοςόμως, δεν το έβαζε κάτω, μετέφραζε και έγραφε ποίηση, αλλά ο λογοκριμένος τύπος και οι εκδοτικοί οίκοι της εποχής, του έκλειναν την πόρτα. Τέσσερις μήνες πριν αποσταλεί στη φυλακή, οικρατικές αρχές του κατάσχεσαν την προσωπική αλληλογραφία, τα ημερολόγια, τα ποιήματα και τις μεταφράσεις του. Αμέσως μετά την σύλληψη του, ένα μέρος των προσωπικών του σημειώσεων, θάφτηκε σ’ ασφαλές μέρος από τον πατέρα του, το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας 14 χρόνια μετά, αμέσως μετά την πτώση του καθεστώτος, με σοβαρές φθορές από το χώμα και την υγρασία, αφήνοντας ημιτελή ποιήματα και μεταφράσεις.
Όλα τα έγγραφα που κατασχέθηκαν βίαια από τις καθεστωτικές αρχές, υποβλήθηκαν σε προσεκτική επεξεργασία στα γραφεία της κρατικής ασφαλείας. Από την ίδια ημέρα κλήθηκαν μεταφραστές γαλλικών και καθηγητές λογοτεχνίας για να ανακαλύψουν τα κρυμμένα νοήματα του αντικαθεστωτικού έργου του ποιητή, μερικοί εξ αυτών ήταν από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες της εποχής, άλλοι ήταν καθηγητές του Πανεπιστημίου των Τιράνων, κι άλλοι συντάκτεςλογοτεχνικών περιοδικών για να εξετάσουν εξονυχιστικά τα γραπτά των δύο ποιητών. Οι εμπειρογνώμονες κατέθεσαν στην αστυνομία γραπτές εισηγήσεις σχετικά με τις προσωπικές σημειώσεις ενός εντελώς άγνωστου ποιητή, για ένα λογοτεχνικό έργο που δεν είχε δημοσιευθεί ποτέ και πουθενά και που δεν είχε δει και κανένας άλλος. Το κράτος ενδιαφερόταν τόσο πολύ για τα έργα του, όχι για να τ’ αξιολογήσει αισθητικά, αλλά για να βρει όσο το δυνατόν πιο αυστηρά αποδεικτικά στοιχεία ενοχής για τον δημιουργό τους. Η ποίηση του, καθώς και ο τρόπος ζωής ενός παιδαγωγού που υποχρεώθηκε να δουλεύει ανθρακωρύχος, απομονωνόμενος σ’ ένα μακρινό χωριό, κρίθηκαν επικίνδυνα για το κράτος, με αποτέλεσμα να εκτελεστεί μαζί με τον συγκατηγορούμενο του, Γκέντς Λέκα. Την ίδια κιόλας μερα,το κατασχεμένο υλικό των δύο άτυχων ποιητών, θάφτηκε στ’ απόρρητα αστυνομικά αρχεία και οι οικογένειες τους φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν, αντιμετωπίζοντας βαρύτατες κατηγορίες.
Μετά το 1991 και την πτώση του καθεστώτος, οι δύο ποιητές αποκαταστάθηκαν από την πολιτεία και κηρύχθηκαν επίσημαως ‘Μάρτυρες της Δημοκρατίας’, ενώδημοσιεύτηκαν κι αρκετά βιβλία για τη ζωή και το έργο τους. Το 1994 μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες κι έρευνες, οι οικογένειες τους,κατάφεραν τελικά να εντοπίσουνότι είχε απομείνει από τους δύο ποιητές, οι σωροί των δύο άτυχων νέων βρέθηκαν πεταμένοι, κάτω από μπάζα σε κάποιο απομακρυσμένο δάσος της περιοχής. Τέλος στην πόλη του Λιμπράζντ, Δύο σχολεία φέρουν τ’ ονόματά τους, ενώ έχει χτιστεί κι ένα χάλκινο μνημείο προς τιμήν τους, το οποίο απεικονίζει τα άψυχα κορμιά τους, το ένα πεταμένο απάνω στ’ άλλο, όπως ακριβώς βρέθηκαν κατά την εκταφή τους το 1994.