Tags

Του Αλεξανδρίνου Οικονομίδη
Η περίοδος της “ένδοξης απομόνωσης” της Αλβανίας είχε αρχίσει να φθείρεται και να ξεβάφει ήδη πριν από τον θάνατο του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα το 1985. Ο Ενβέρ Χότζα, ο δικτάτορας που για σαράντα συναπτά έτη καθόριζε την τύχη της Αλβανίας απεβίωσε την νύχτα της εντεκάτης Απριλίου του 1985, μαζί του πέθανε και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικοπολιτικής κληρονομιάς που είχε αφήσει στους Αλβανούς. Στις 13 Απριλίου και μετά από 44 ολόκληρα χρόνια καθιέρωσης του Ενβέρ Χότζα, στην ανώτατη κομματική θέση του καθεστώτος, εκείνη του Α΄ Γενικού Γραμματέα του ΚΕΑ, ορίστηκε ο Ραμίζ Αλία. Ο θάνατος του Ενβέρ Χότζα εκτιμήθηκε ως εθνική συμφορά στην μικρή ευρωπαϊκή χώρα. Η κηδεία του Χότζα υπήρξε ένα μεγάλο αυτοτελές γεγονός, αλλά ακόμα σημαντικότερη ήταν η προσέλευση στα Τίρανα των κατοίκων ολόκληρων χωριών και συνοικισμών από τον Νότο και τον Βορρά για να την παρακολουθήσουν.
Από την ημέρα της δημιουργίας των εθνικοαπελευθερωτικών συμβουλίων και έως το τέλος τους, η «λαϊκή εξουσία» θεμελιώθηκε και ενισχύθηκε από τα μαθήματα του ίδιου του Χότζα που υπήρξε σταθερά στην πρώτη γραμμή λειτουργίας της οικονομικής και εκπαιδευτικής πολιτικής μακριά από κάθε άλλη χώρα του πρώην ανατολικού συνασπισμού. Τα βιβλία του, ανατυπώνονταν σε χιλιάδες αντίτυπα για αρκετά χρόνια, οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να τα διδαχθούν στα σχολεία, οι εργάτες επιβαρύνθηκαν με επιπλέον ώρες στους χώρους δουλειάς όπου μνημονεύονταν και συνοψίζονταν οι αναμνήσεις του συντρόφου Ενβέρ Χότζα.
Όποιος αποπειράθηκε να δραπετεύσει από την χώρα σκοτώθηκε ή εκτελέστηκε, αν βέβαια πιανόταν τον περίμενε ενδεχομένως και ισόβια φυλάκιση. Η απομόνωση ήταν τόσο έντονη, που σε κάθε ακριτική περιοχή είχαν δημιουργηθεί ειδικοί σταθμοί παρεμβολών για να μη καταφθάνουν ιταλικά, ελληνικά και γιουγκοσλάβικα δίκτυα. Την δεκαετία του 80 η Αλβανία ήταν η τρίτη φτωχότερη χώρα του κόσμου, με ένα μισθό 15 δολαρίων τον μήνα. Οι χωρικοί δεν μπορούσαν να έχουν σπίτι τους κανένα οικόσιτο ζώο, ούτε καν κότες. Η φτώχεια είχε θερίσει σχεδόν όλη την αλβανική ύπαιθρο. Στις πόλεις ολόκληρες οικογένειες στριμώχνονταν σε μικρά διαμερίσματα 40τ.μ. Σε ολόκληρη την χώρα υπήρχαν μόλις 1265 απαρχαιωμένα και επικίνδυνα αυτοκίνητα.
Η μονότονη ζωή συνεχίστηκε μακριά από τα προβλήματα της σκληρής καθημερινότητας του μέσου Αλβανού πολίτη. Η χώρα ζούσε τις χειρότερες μέρες της, πλήρως απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, εξαιτίας των ηλεκτροφόρων συρματοπλεγμάτων που είχαν τοποθετηθεί στα σύνορα της. Το 64% των ακτών της είχε απαγορευτεί σε όλους τους πολίτες, αφού πρώτα μετατράπηκε σε απαγορευμένη στρατιωτική βάση. Η κυβέρνηση δεν είχε κάνει καμία σοβαρή προσπάθεια εξασφάλισης τροφής, στέγασης και ένδυσης του λαού, αντιθέτως συνέχιζε να σπαταλά τους ελάχιστους οικονομικούς πόρους της χώρας στα πολυδάπανα στρατιωτικά μπουνκέρ που θα τους έσωζαν από τους φανταστικούς εχθρούς και τις επιθέσεις. Το βιοτικό επίπεδο έπιανε πάτο, η οικονομία ολίσθαινε καθημερινά προς τα κάτω, η ανεργία ξεκίνησε να εμφανίζεται και τα μαγαζιά αιμορραγούσαν από βασικές ελλείψεις. Για τους Αλβανούς ήταν αδύνατο να καταλάβουν τι διαδραματίζονταν έξω από την χώρα τους.
Ταυτόχρονα, ο Ραμίζ Αλία επιδόθηκε σε μια σειρά από διάφορες διπλωματικές επαφές, αναπτύσσοντας σχέσεις με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τον Καναδά, την Γαλλία, την Σουηδία, την Ελβετία και την Ολλανδία, ενώ δεν έλειψε και η αναθέρμανση των σχέσεων, με τις αδελφές δημοκρατίες του ανατολικού μπλοκ. Ο Αλία που εξέφρασε εξ αρχής μια συμπάθεια για τον ελληνικό λαό και για τον Ανδρέα Παπανδρέου, ξεκίνησε επαφές ανοίγοντας τον διάλογο φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών.
Όμως το καλοκαίρι του 1990 επιδεινώθηκε η άσχημη κατάσταση με μια απρόσμενη ξηρασία που μείωσε την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, βγάζοντας πάνω από 5000 Αλβανούς διαδηλωτές στον δρόμο. Η τυπικότερη εκδήλωση της δυσαρέσκειας εκφραζόταν με νυχτερινές επιθέσεις ολιγομελών ομάδων εναντίον δημοσίων κτηρίων, με πυροβολισμούς και ήχους σπασμένων τζαμιών και με τις διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος να αποτελούν σχεδόν μια μόνιμη κατάσταση. Πιεσμένος σε υπερβολικό βαθμό, ο διάδοχος του Χότζα, Ραμίζ Αλία, προσπάθησε ματαίως να καθησυχάσει το αγανακτισμένο πλήθος με κομματικούς ανασχηματισμούς.

Ο Αλία βρέθηκε ίσως στην δυσμενέστερη θέση που είχε βρεθεί ποτέ κάποιος ηγέτης της Αλβανίας σε ολόκληρη την ιστορική της πορεία. Αντιμέτωπος με όλους τους ξένους εταίρους που απαιτούσαν ταχύρρυθμες μεταρρυθμίσεις, αντιμέτωπος με την πιο ακραία φτώχεια που δάμαζε τον οργισμένο λαό, αντιμέτωπος με διάφορες εστίες αντιπολίτευσης που είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν η μία μετά την άλλη και αντιμέτωπος με τους σκληροπυρηνικούς συντρόφους του ΚΕΑ, που είχαν δυσαρεστηθεί και μπορούσαν ανά πάσα ώρα και στιγμή να τον ανατρέψουν.
Οι δυο πρώτες μέρες του Ιούλη, δεν κύλισαν καθόλου ήρεμα στην μικρή βαλκανική χώρα, καταλήγοντας σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ στρατού και διαδηλωτών, όταν ένα οργανωμένο πλήθος τετρακοσίων διαδηλωτών, εισέβαλε βιαίως στην διπλωματική συνοικία, (Επιτηρούμενη συνοικία από ένοπλους αστυνομικούς όπου έμεναν οι ξένες διπλωματικές αποστολές, απαγορευμένη ζώνη για όλους τους Αλβανούς πολίτες) καταλαμβάνοντας μάλιστα μερικές δυτικές πρεσβείες και ζητώντας άσυλο. Όλα ξεκίνησαν όταν ένα κρατικό φορτηγό που είχαν πάρει υπό τον έλεγχο τους οι διαδηλωτές, προσέκρουσε στον πελώριο μαντρότοιχο της συνοικίας. Χιλιάδες πολίτες συγκεντρώθηκαν στις πόρτες των πρεσβειών. Η αλβανική αστυνομία εκείνη την εποχή ήταν απροετοίμαστη για μια τέτοια σύγκρουση , αλλά ακόμη και οι διπλωμάτες των ξένων πρεσβειών, που ήταν στη χώρα δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυτήν την κατάσταση.
Η τεταμένη κατάσταση μπορούσε ευκολά να ξεφύγει και η χώρα να βυθιστεί σε άνευ προηγουμένου χάος. Ωστόσο, παρά την κατάληψη των πρεσβειών που συγκλόνισε το ΚΕΑ, η κυβέρνηση διατηρούσε ψυχραιμία και νηφαλιότητα ενώ ήταν ακόμη πανίσχυρη. Οι συγγενείς και οι οικείοι όλων όσων διέσχισαν τα κιγκλιδώματα των ξένων πρεσβειών, είχαν τρομοκρατηθεί από τον σοβαρό κίνδυνο τυχόν αντίποινων του ΚΕΑ. Ένα σημαντικό ρόλο έπαιξε η αστυνομία, η οποία βρισκόταν σε δίλημμα, αν θα έπρεπε να διατηρήσει την τάξη σύμφωνα με τις εξουσίες που της είχαν δοθεί από το ΚΕΑ ή αν θα έπρεπε να αποφύγει την αιματοχυσία, επιτρέποντας στους πολίτες να περάσουν ελεύθερα για να εισέλθουν στις Πρεσβείες. Σε όλες τις πρεσβείες, αποδείχθηκε ότι είχαν εισέλθει περίπου 5200 άτομα, εκ των οποίων 3200 μόνο στη γερμανική πρεσβεία.
Η κατάσταση εκτροχιάστηκε όταν ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών προκαλώντας δεκάδες τραυματισμούς, που είχαν ως αποτέλεσμα να κηρυχθεί εκ νέου η χώρα σε κατάσταση έκτακτης. Αποκλειστικά υπεύθυνη για την επίθεση του στρατού, ήταν η υπερσυντηρητική ομάδα του ΚΕΑ, η οποία την επόμενη μέρα έχασε την επιρροή της, όταν ο Αλία απέπεμψε υπουργούς και σειρά μελών του Πολιτμπιρό της Κ.Ε. του ΚΕΑ, αφενός για να καθησυχάσει τα πνεύματα και αφετέρου, για να ξεκαθαρίσει με το χοτζικό παρελθόν.
Στις 6-7 Ιουλίου, καταφτάνει στα Τίρανα ο Σουηδός Στάφφαν Ντε Μιστούρα ως ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Χαβιέρ Πέρες Ντε Κουεγιάρ για να ρυθμίσει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των ανθρώπων πέρα από τα σύνορα. Η παρέμβαση του ΟΗΕ ήταν κρίσιμη εκείνη τη στιγμή. Οι δυτικές πρεσβείες στα Τίρανα ήταν πολύ πρόθυμες να βοηθήσουν, αλλά στο προσκήνιο στέκονταν κυρίως η Πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Εν τω μεταξύ, εκείνες τις ημέρες έγιναν και οι επίσημες εγγραφές όλων εκείνων που είχαν εισέλθει βιαίως στις πρεσβείες, ενώ συγχρόνως προετοιμάστηκαν τα διαβατήριά τους. Αφού το Υπουργείο τους τα χορήγησε, στις 21 Ιουλίου 1990, περίπου στις 9:00 μ.μ. τοποθετήθηκαν λεωφορεία έξω απ’ όλες τις πρεσβείες που επιβίβασαν με την σειρά όλους τους αιτούντες άσυλο. Τα λεωφορεία έφυγαν για το λιμάνι του Δυρραχίου κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και υπό την συνοδεία των διπλωματικών υπαλλήλων των πρεσβειών, χωρίς να σημειωθεί κάποιο συμβάν. Έτσι έφυγαν από την Αλβανία οι πρώτοι πρόσφυγες για την Ευρώπη.
Σήμερα 31 χρόνια μετά, η δεύτερη μέρα εκείνου του Ιούλη αποτελεί ορόσημο για την γειτονική χώρα, αφού μετά τα επεισόδια του 1990, η παγκόσμια κοινότητα καταδίκασε το καθεστώς Αλία αναγνωρίζοντας το πολιτικό άσυλο των πολιτών που είχαν εισέλθει εντός των δυτικών πρεσβειών και όλων των Αλβανών που ήθελαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Η αρχή του τέλους για το καθεστώς μόλις είχε ξεκινήσει. Μια αρχή που θα γέμιζε την οικουμένη με χιλιάδες ιστορίες μετανάστευσης από Αλβανούς Πολίτες. Μια αρχή που υπόσχονταν πολλά στην αλβανική κοινωνία του 1990, αλλά που ωστόσο όμως μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να βγάλει την μικρή βαλκανική χώρα από τα δεκάδες προβλήματα που την ταλαιπωρούν. Η Αλβανία, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί την ευρωπαϊκή χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό μετανάστευσης σε όλο τον κόσμο.
Βιβλιογραφία
Αλ. Οικονομίδη , ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚO ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Η θρησκευτική πολιτική στην Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας (1945-1991). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2014.
Αλ. Οικονομίδη, ΤΟ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ (Ιστορική ανασκόπηση από την αρχαιότητα μέχρι το 2000). Πανεπιστήμιο Τιράνων, Τίρανα 2019.