Tags
Έρευνα: Αλεξανδρινός Οικονομίδης
Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο εντυπωσιάζουν τον Δυτικό Πολιτισμό, διάφορες ιστορίες καθημερινής παράνοιας, που ξεπροβάλουν από το χρονοντούλαπο της ιστορίας, της πάλαι ποτέ καθημερινότητας της «Σοσιαλιστικής Αλβανίας» του Ενβέρ Χότζα. Μιας χώρας «φρούριο» που έζησε παντελώς απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη το περιβόητο δόγμα της «ένδοξης απομόνωσης» στην καρδιά των Βαλκανίων. Η μεταπολεμική Αλβανία, πορεύτηκε μόνη της, μακριά από συμμάχους και φίλους, βουτηγμένη στην εσωστρέφεια και την καχυποψία, καλλιέργησε την ξενοφοβία σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας της, περικυκλωμένη από τεράστια ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα στα σύνορα της, επιδόθηκε στην δημιουργία του νέου σοσιαλιστή ανθρώπου δια της βίας.
Λίγα χρόνια νωρίτερα και μέσα στην δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 14 Μαΐου του 1940, θα γεννηθεί στην Ιταλοκρατούμενη Αλβανία, ο Σερίφ Μερντάνι, πρωτότοκος γιος του εμπόρου Κεμάλ Μερντάνι, γόνου μεγαλοαστικής οικογένειας εμπόρων από την Κορυτσά, που λίγο νωρίτερα είχε παντρευτεί την κόρη ενός βιομηχάνου υφασμάτων από την Σκόδρα. Ωστόσο όμως, στο πρόσωπο του μικρού Σερίφ λίγα χρόνια αργότερα, δεν θα έβλεπαν μόνο την ένωση των δύο μεγάλων πόλεων με την μεγάλη πολιτιστική παράδοση. Στο πρόσωπο του θα έβλεπαν και δυο από τις πιο πλούσιες μεγαλοαστικές οικογένειες της προπολεμικής Αλβανίας, που προκαλούσαν αποστροφή στον νεαρό τότε Ενβέρ Χότζα, όπως ο ίδιος εξομολογείται στα βιβλία του.
Με την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι γνωστό πως οι Αλβανοί «κομμουνιστές» υπό τον Ενβέρ Χότζα θα είναι επίσημα οι εκλογικοί νικητές της Αλβανίας που θα κρατήσουν την τύχη της, στα χέρια τους για 46 συναπτά έτη. Αποφασισμένοι να επιφέρουν ραγδαίες αλλαγές στην αλβανική κοινωνία και καταπατώντας ανοιχτά την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Πολίτη, που λίγο νωρίτερα είχε εκδώσει η πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση στο Βεράτιο, επιδόθηκαν στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών που είχε διατάξει ο Ενβέρ Χότζα. Εν μια νυκτί φυλακίστηκαν τα περισσότερα ενήλικα μέλη της οικογένειας Μερντάνι, (μαζί και ο πατέρας του Σερίφ με 15 χρόνια φυλάκιση), κατασχέθηκε όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία τους και ο ευρύτερος οικογενειακός κύκλος εξορίστηκε σε απομακρυσμένα κέντρα εργασίας σε διάφορα χωριά. Οι «Μερντάνηδες» χαρακτηρίστηκαν ως «εχθροί του λαού» και «αποχαρακτηρισμένοι», κατηγορία που εξαπέλυε το καθεστώς σε ομάδα πολιτών, που δεν είχαν πλέον τα διακριτικά χαρακτηριστικά της παλιάς τους κοινωνικής τάξης. Ο δε Σερίφ, στην τρυφερή ηλικία των ένδεκα ετών, αναγκάζεται μαζί με την μητέρα του και τα αδέλφια του να μετοικήσουν σε ένα «χωριό εξορίας» της Κορυτσάς.
Το να ζήσεις και να πορευτείς με την ρετσινιά του «αποχαρακτηρισμένου» πολίτη στην καθεστωτική Αλβανία του Ενβέρ Χότζα, ισούταν με μια επίγεια κόλαση και προϋπέθετε τον πλήρη αποκλεισμό από μια σειρά βασικών παροχών που εξασφάλιζε το κράτους στους πολίτες, όπως αξιοπρεπή εργασία, υγεία, σίτιση, στέγαση, μόρφωση κοκ. Ο κοινωνικός ρατσισμός και η πλήρης απομόνωση αποτελούσε καθημερινότητα για δεκάδες πολίτες που όχι μόνο είχαν δει τους οικείους τους να φυλακίζονται αναίτια, όχι μόνο είχαν χάσει τα υπάρχοντα τους και την εργασία τους, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να υπομένουν και την ψυχολογική πίεση μιας πιθανής σύλληψης τους στο μέλλον.
Η σύσφιξη των σχέσεων με την ΕΣΣΔ του Νικήτα Χρουστσόφ που κήρυξε την αποσταλινοποίηση στα μέσα της δεκαετίας του ’50, εγκαινίασε και στην Αλβανία μια κρατική χαλάρωση και την παραχώρηση στερημένων ελευθεριών. Επωφελούμενος την νέα κατάσταση, ο αριστούχος μαθητής Σερίφ, αν και «αποχαρακτηρισμένος» αποφασίζει να διεκδικήσει μια θέση στο Καλλιτεχνικό Λύκειο της Κορυτσάς. Η αίτηση του απορρίπτεται από τους κομματικούς παράγοντες. Αργότερα βέβαια, καταφέρνει να εισαχθεί και να αποφοιτήσει από την Παιδαγωγική Ακαδημία. Σχεδόν αμέσως θα διοριστεί ως δάσκαλος στα απομακρυσμένα χωριά της περιοχής του Σκραπάρ και μετά από πέντε χρόνια, στα πλαίσια μιας νέας πολιτικής «για τα τέκνα των αποχαρακτηρισμένων», θα εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων στο Τμήμα Ιστορίας και Γεωγραφίας.
Η Αλβανία στα μέσα της δεκαετίας του ’60 είχε έρθει σε πλήρη ρήξη με την ΕΣΣΔ και με όλες τις υπόλοιπες χώρες του ανατολικού συνασπισμού, συσφίγγοντας παράλληλα περαιτέρω τις σχέσεις με την Κίνα του Μάο Τσετούνγκ. Επηρεασμένη από τον αέρα φιλελευθεροποίησης που είχε φυσήξει στην Ευρώπη, αναγκάστηκε να υποδεχτεί και τους πρώτους δυτικούς επισκέπτες. Μάλιστα, για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση, παρατηρήθηκε μια ανοχή στα ξένα τραγούδια που τραγουδούσαν οι φοιτητές.
Το 1966 κατά την διάρκεια μιας συναυλίας στις φοιτητικές εστίες των Τιράνων, ο Μερντάνι τραγούδησε ζωντανά τραγούδια των Beatles και του Ιταλού Τζάνι Μοράντι και τυχαία τον άκουσε ο μεγάλος Αλβανός συνθέτης Αγκίμ Κράϊκα. Ο Συνθέτης ενθουσιασμένος από τις φωνητικές του δυνατότητες, του έκλεισε την επόμενη κιόλας μέρα, ραντεβού στο Ράδιο Τίρανα για οντισιόν. Οι διευθύνοντες όμως τον απέρριψαν, επηρεασμένοι προφανώς από την «αστική καταγωγή του», δηλώνοντας του ευθαρσώς, «πως ο τρόπος ερμηνείας του είναι πιο ρυθμικός απ’ όσο επιβάλει η σοσιαλιστική τέχνη».Λίγους μήνες αργότερα κι αφού ολοκληρώσει τις σπουδές του, θα διοριστεί ως καθηγητής ιστορίας στην πόλη Λιμπράζντ, όπου θα αναλάβει εθελοντικά να διευθύνει το μουσικό Ανσάμπλ και την Εστία Πολιτισμού της πόλης.
Η αναδιοργάνωση της Εστίας Πολιτισμού της κωμόπολης του Λιμπράζντ σημείωσε μεγάλη επιτυχία καταγράφοντας δεκάδες πρώτες θέσεις και άλλα βραβεία και σε όλα τα αλβανικά καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής, με τους δημοσιογράφους να εξυμνούν τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή και το ταλέντο του. Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν και στον μουσικό διευθυντή της Ραδιοτηλεόρασης, Νικόλα Ζοράκι (ένας εκ των μεγαλύτερών συνθέτων της Αλβανίας) που το 1969 τον προσκάλεσε να λάβει μέρος στο μεγαλύτερο μουσικό γεγονός της σοσιαλιστικής Αλβανίας, το Φεστιβάλ Ραδιοτηλεόρασης.
Ο Σερίφ Μερντάνι πρωτοεμφανίζεται ως τραγουδιστής επίσημα στο Αλβανικό κοινό στις 28.12.1969 στο 8ο Φεστιβάλ Τραγουδιού κλέβοντας τις εντυπώσεις με το ρυθμικό κι ερωτικό «αχώριστοι σύντροφοι» που κατατρόπωσε όλα τα στρατευμένα τραγούδια υπερ του καθεστώτος. Μέσα μόλις σε λίγους μήνες καταφέρνει να γίνει αυτό που αποκαλούμε σήμερα το απόλυτο είδωλο της νεολαίας. Το φεστιβάλ τραγουδιού του ανοίγει διάπλατα τον δρόμο της επιτυχίας σε μια σειρά μουσικών εκδηλώσεων όπως το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Κορυτσάς, οι συναυλίες της ραδιοτηλεόρασης, τα καθιερωμένα «μουσικά ερωτηματολόγια» του Ράδιο Τίρανα κοκ.
Ένα χρόνο μετά, στο 9ο Φεστιβάλ ο Μερντάνι εμφανίζεται με δυο νέα ρυθμικά τραγούδια και καταφέρνει να κερδίσει το τρίτο βραβείο, ενώ στο 10ο φεστιβάλ καταφέρνει να κερδίσει με το «τραγούδι της μητέρας» το πρώτο βραβείο. Η τύχη πλέον του είχε χαμογελάσει, η επιτυχία που είχε σημειώσει τον είχε μετατρέψει σε έναν από τους κορυφαίους Αλβανούς καλλιτέχνες. Κάθε τραγούδι που ερμήνευε γινόταν αυτόματα επιτυχία και έπαιζε συνεχώς στους ραδιοφωνικούς δέκτες ολόκληρης της χώρας. Ο πάλαι ποτέ «αποχαρακτηρισμένος» δάσκαλος ήταν πλέον ένας από τους πιο δημοφιλείς τραγουδιστές της χώρας.
Κατά τα χρόνια 1970-72 εκδηλώθηκε μια μικρή χαλάρωση του καθεστωτικού ελέγχου, που με την σειρά της γέννησε μικρές κοινωνικές εστίες αντίδρασης στους κόλπους της κοινωνίας. Από τον Αύγουστο του ’72 είχαν ξεκινήσει οι προετοιμασίες για την διεξαγωγή του 11ου Φεστιβάλ που για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού, θα ξέφευγε από τον αυστηρό έλεγχο λογοκρισίας των μηχανισμών του κόμματος, παραχωρώντας στους καλλιτέχνες απεριόριστες ελευθερίες. Το ενδιαφέρον του λαού για την διεξαγωγή του ήταν τεράστιο, καθώς είχε ξεκινήσει η γενικότερη εξέλιξη στην καλλιτεχνική ζωή της χώρας, ενώ φήμες έλεγαν πως το νικητήριο τραγούδι του θα εκπροσωπούσε την περίκλειστη Σοσιαλιστική Αλβανία στον 18o διαγωνισμό της Eurovision στο Λουξεμβούργου το 1973.
Το 11ο Φεστιβάλ Τραγουδιού, πραγματοποιήθηκε στις 22 και 24 Δεκεμβρίου του 1972 και την σκηνογραφία του είχε αναλάβει μια ομάδα νεαρών σκηνογράφων που μόλις είχαν επιστρέψει από τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Στον διαγωνισμό παρουσιάστηκαν 20 τραγούδια, τα οποία τραγουδούσαν 19 τραγουδιστές, καθώς μόνο ο Μερντάνι είχε δύο τραγούδια. Άλλες πρωτοτυπίες του φεστιβάλ ήταν οι ρυθμικές χορογραφίες σε μερικά από τα τραγούδια του φεστιβάλ, τα φωνητικά σχήματα για τις δεύτερες φωνές και η απευθείας τηλεφωνική σύνδεση των παρουσιαστών με τις επιτροπές των περιφερειακών πόλεων που θα μοίραζαν τους βαθμούς (κάτι που ήταν σύνηθες στην Eurovision). Αξίζει να σημειωθεί πως προκλήθηκε αρνητική αίσθηση στους κόλπους του ΚΕΑ και στον οικογενειακό περίγυρο του Ενβέρ Χότζα, η πλήρης έλλειψη κάποιας αναφοράς στο όνομα του ή στο σοσιαλιστικό καθεστώς. Αυτό το φεστιβάλ δεν θύμιζε σε τίποτα μία καθιερωμένη αλβανική διοργάνωση, απέπνεε δυτικό ευρωπαϊκό αέρα.
Το ΚΕΑ και ο Χότζα δυσαρεστήθηκαν με την νέα κατάσταση. Λέγεται μάλιστα, από πρώην κυβερνητικό στέλεχος του καθεστώτος, πως την επομένη του φεστιβάλ, ο Χότζα εκνευρίστηκε επειδή άκουσε τον Μερντάνι να παίζει το πρωί ως πρώτη είδηση στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του και μετέπειτα να απασχολεί την επικαιρότητα πολύ περισσότερο απ’ ότι ο ίδιος. Τότε θυμωμένος κάλεσε κάποιον από τους γραμματείς του, ζητώντας εξηγήσεις. Στην συζήτηση απάνω θυμήθηκε ή κατάλαβε πως ο Μερντάνι ήταν γόνος της γνωστής οικογένειας που είχε προσωπικές διαφορές. Ο τραγουδιστής είχε μπήκε ήδη στο στόχαστρο.
Το ήδη αμήχανο κλίμα του επέφερε το «φιλελευθέρου φεστιβάλ» είχε φορτίσει περαιτέρω η επίσκεψη του Προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον στο Πεκίνο που αποκατέστησε τις σχέσεις Κίνας-Η.Π.Α, επιφέροντας σκληρές και αξεπέραστές ρωγμές στην σινοαλβανική φιλία. Στο μέτωπο της εσωτερικής πολιτικής, κύρια πρόκληση του ΚΕΑ ήταν να αποφευχθούν οι επιρροές από τις διεργασίες της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι στο εσωτερικό της Αλβανίας. Η απάντηση ήταν άμεση, μια νέα σκληρή «εσωτερική επανάσταση» που θα γεννούσε νέες εκκαθαρίσεις Η νέα λοιπόν επανάσταση, στοχοποίησε αμέσως την ηγεσία και την αφρόκρεμα τεσσάρων βασικών πυλώνων της κοινωνίας, της νεολαίας, της διανόησης, του στρατού και τεχνοκρατών . Για τον Χότζα, εκεί ηγεμόνευε «ο εχθρός του λαού» αυτή τη φορά και έπρεπε πάλι να εξαλειφθεί με κάθε τρόπο. Οι εκκαθαρίσεις πρωταγωνιστούσαν και πάλι, συμπαρασύροντας σε βασανιστήρια, φυλακίσεις και εξορίες τους νεαρούς τραγουδιστές, τους σκηνοθέτες, τους παρουσιαστές και όποιον άλλο είχε βοηθήσει στην διοργάνωση και διεξαγωγή του 11ου αμαρτωλού φεστιβάλ.
Πρώτη εξελίχθηκε η μάχη κατά της φιλελευθεροποίησης της νεολαίας με θύματα τον ιδεολογικό υπεύθυνο του κόμματος και τον διευθυντή της ραδιοτηλεόρασης. Αμέσως μετά καταρτίστηκε και εφαρμόστηκε μακρύς κατάλογος τιμωριών στον τομέα του πολιτισμού. Ο Μερντάνι συνελήφθη πρώτος από τους τραγουδιστές και τον βάραιναν κατηγορίες όπως: “ερμηνεία και διάδοση της παρακμιακής αστικής μουσικής” αλλά και για “αγκιτάτσια και προπαγάνδα”. Ο εισαγγελέας τον κατηγόρησε για την προπαγανδιστική ερμηνεία του πασίγνωστου «let it» των Beatles σε δημόσιους χώρους, για ερμηνεία επικίνδυνων δυτικών τραγουδιών, για μοντέρνο ντύσιμο, για ρυθμική σκηνική παρουσία που αντιβαίνει τις αρχές του σοσιαλιστή καλλιτέχνη, για προσβολή και εξύβριση του καθεστώτος και για εσκεμμένο προπαγανδιστικό στίχο σ’ ένα τραγούδι του που γνώριζε εκείνη τη εποχή μεγάλη επιτυχία (κάπου ο στίχος έλεγε «αδιάφορη στέκεσαι και αδιάφορη περπατάς», υπονοώντας την αδιαφορία μιας κοπέλας απέναντι στα αισθήματα κάποιου νεαρού, πράγμα που μετατράπηκε σε κατηγορία καθώς στην Αλβανία δεν υπήρχαν αδιάφορες γυναίκες, αλλά πλήρως πολιτικοποιημένες), όσο κι αν προσπαθούσε να εξηγήσει στον ανακριτή ότι ο στίχος δεν είχε γραφτεί από τον ίδιο.
Ο Μερντάνι γνώριζε εκ προοιμίου ότι ήταν καταδικασμένος πριν από την δίκη κι ότι δεν θα κατάφερνε να αποδείξει την αθωότητα του, όπως ακριβώς δεν είχαν καταφέρει να την αποδείξουν και οι συγγενείς του λίγα χρόνια νωρίτερα. Αυτό που δεν γνώριζε όμως, ήταν πως και η Κεντρική Επιτροπή του ΚΕΑ της πόλης του Λιμπράζντ είχε ήδη ξεκινήσει την επίθεση σε βάρος του κοινοποιώντας στον εισαγγελέα μια πολυσέλιδη αναφορά για την υποτιθέμενη εχθρική δράση του στην μικρή πόλη με στημένες κατηγορίες. Όλα τα τραγούδια που ερμήνευσε και οι μαγνητοσκοπημένες εμφανίσεις του απαγορεύονται δια νόμου. Σε ηλικία 33 ετών καταδικάζεται σε φυλάκιση 10 ετών για αγκιτάτσια και προπαγάνδα, ποινή που θα αυξάνονταν λίγα χρόνια αργότερα στα 16 έτη, ύστερα από αναψηλάφηση της δίκης, όταν ο Μερντάνι θα αρνηθεί να γίνει συνεργάτης της κρατικής ασφάλειας των κρατητηρίων..
Η νέα τιμωρία του πρώην λαμπερού καλλιτέχνη που απέρριψε την πρόταση συνεργασίας του καθεστώτος θα ήταν ακόμη αυστηρότερη, όταν πληροφορηθεί την μεταγωγή του στο κακόφημο στρατόπεδο εργασίας του Σπάτς ως μεταλλωρύχος. Τρία χρόνια αργότερα θα τον αποστείλουν στις φυλακές του Μπουρέλ και στα ορυχεία του Κιάφ Μπάρι, όπου θα γνωρίσει πληθώρα διανοουμένων και κληρικών Αλβανών που το καθεστώς είχε φυλακίσει αναίτια. Εκεί σε πλήρη και καθημερινή αλληλεπίδραση με έγκριτες προσωπικότητες, ο Μερντάνι θα παραμείνει 13 χρόνια καλλιεργώντας περαιτέρω την μόρφωση του και μαθαίνοντας πάνω από τέσσερις ξένες γλώσσες.
Θα αποφυλακιστεί το 1989 λίγο πριν πέσει το τείχος του Βερολίνου σε μια διαφορετική Αλβανία. Τα 16 χρόνια της ένδοξης απομόνωσης της Αλβανίας και τα οικονομικά προβλήματα την είχαν μετατρέψει όπως έλεγε και ο ίδιος σε μια μεγάλη φυλακή. Το χτίσιμο του νέου ανθρώπου προϋπέθετε την απαγόρευση της μόδας, τον περιορισμό της τηλεοπτικής και ραδιοφωνικής εμβέλειας στα ξένα ΜΜΕ και σε όλα τα ξένα προγράμματα. Η αστυνομοκρατία ήταν ένα συνηθισμένο γεγονός που έφτανε στα όρια του παραλογισμού και της τρέλας. Το να κατέχεις μια τηλεόραση στην Αλβανία προϋπέθετε την χορήγηση ειδικής άδειας από το λαϊκό συμβούλιο της γειτονιάς. Απαγορευόταν η διατήρηση των μακριών μαλλιών και των γενειάδων στους άντρες γιατί αυτό αντιτίθονταν στις σοσιαλιστικές αξίες. Οι στρατιωτικές ασκήσεις, οι υποχρεωτικές εξορμήσεις και η σχεδόν υποχρεωτική εγγραφή στο Κόμμα Εργασίας, ήταν τα χαρακτηριστικά της ζωής που βρήκε ο Μερντάνι έξω.
Ταλαιπωρημένος και με «σπασμένα φτερά» θα επιστρέψει στην Κορυτσά μετά από 16 χρόνια φυλακής και στις 20 Φεβρουαρίου του 1991 θα ζήσει δια ζώσης τις φοιτητικές εξεγέρσεις για την πτώση του καθεστώτος. Θα επανεμφανιστεί δυναμικά στο φεστιβάλ της άνοιξης το 1992 με το τραγούδι «Επειδή τραγουδήσαμε το Let it be», έναν συγκινητικό ύμνο γραμμένο για όλους τους πρώην Βασανισθέντες και Φυλακισθέντες του καθεστώτος Χότζα και το 1992 θα διοριστεί πρόξενος της Αλβανίας στην Ρώμη και μετέπειτα στο Βουκουρέστι. Θα παντρευτεί και θα φέρει στην ζωή ένα γιό, προσπαθώντας με πείσμα να συνεχίσει την ζωή του από εκεί που του την σταμάτησαν. Ο Μερντάνι μετά το 1992 δεν θα σταματήσει ποτέ να τραγουδά και να συμμετέχει σε διάφορα μουσικά δρώμενα μέχρι το τέλος της ζωής στις 29 Αυγούστου του 2021.
Επειδή Τραγουδήσαμε “Let it be”
Πού έμεινες νιότη;
Ηλικία που ‘ρχεσαι μόνο μία φορά
Όταν ήρθες σε μένα, δεν ξέρω
αν ήταν χειμώνας ή άνοιξη,
Ένα πράγμα όμως ξέρω καλά,
Αγάπησα το όμορφο
Από τα λιθόστρωτα δρομάκια,
ως τους καλλιτέχνες που ‘χει ο κόσμος.
Εμείς πιστέψαμε σαν παιδιά
Εμείς πιστέψαμε ερωτευμένοι
Επειδή Τραγουδήσαμε “Let it be”,
Ως εκ τούτου, ζήσαμε ΄κατασκοπευμένοι΄
Μα πού ήσουν, ω εσύ Θεέ;
Όταν για μια στιγμή σ’ αρνηθήκαμε,
Συγχωρέσε μας και φορτωμένος δάκρυα
μόνο σε ‘σένα θα πιστεύω.
Η γενιά μας δεν μπορεί να πεθάνει, όχι, όχι,
Κρυμμένη, από τον κόσμο ξεχασμένη
Και με τον ήλιο κάθε πρωί, ναι, ναι,
” Let it be ” θα ξανατραγουδήσει.