Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο εντυπωσιάζουν τον Δυτικό Πολιτισμό, διάφορες ιστορίες καθημερινής παράνοιας, που ξεπροβάλουν από το χρονοντούλαπο της ιστορίας, της πάλαι ποτέ καθημερινότητας της «Σοσιαλιστικής Αλβανίας» του Ενβέρ Χότζα. Μιας χώρας «φρούριο» που έζησε παντελώς απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη το περιβόητο δόγμα της «ένδοξης απομόνωσης» στην καρδιά των Βαλκανίων. Η μεταπολεμική Αλβανία, πορεύτηκε μόνη της, μακριά από συμμάχους και φίλους, βουτηγμένη στην εσωστρέφεια και την καχυποψία, καλλιέργησε την ξενοφοβία σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας της, περικυκλωμένη από τεράστια ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα στα σύνορα της, επιδόθηκε στην δημιουργία του νέου σοσιαλιστή ανθρώπου δια της βίας.
Λίγα χρόνια νωρίτερα και μέσα στην δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 14 Μαΐου του 1940, θα γεννηθεί στην Ιταλοκρατούμενη Αλβανία, ο Σερίφ Μερντάνι, πρωτότοκος γιος του εμπόρου Κεμάλ Μερντάνι, γόνου μεγαλοαστικής οικογένειας εμπόρων από την Κορυτσά, που λίγο νωρίτερα είχε παντρευτεί την κόρη ενός βιομηχάνου υφασμάτων από την Σκόδρα. Ωστόσο όμως, στο πρόσωπο του μικρού Σερίφ λίγα χρόνια αργότερα, δεν θα έβλεπαν μόνο την ένωση των δύο μεγάλων πόλεων με την μεγάλη πολιτιστική παράδοση. Στο πρόσωπο του θα έβλεπαν και δυο από τις πιο πλούσιες μεγαλοαστικές οικογένειες της προπολεμικής Αλβανίας, που προκαλούσαν αποστροφή στον νεαρό τότε Ενβέρ Χότζα, όπως ο ίδιος εξομολογείται στα βιβλία του.
Με την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι γνωστό πως οι Αλβανοί «κομμουνιστές» υπό τον Ενβέρ Χότζα θα είναι επίσημα οι εκλογικοί νικητές της Αλβανίας που θα κρατήσουν την τύχη της, στα χέρια τους για 46 συναπτά έτη. Αποφασισμένοι να επιφέρουν ραγδαίες αλλαγές στην αλβανική κοινωνία και καταπατώντας ανοιχτά την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Πολίτη, που λίγο νωρίτερα είχε εκδώσει η πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση στο Βεράτιο, επιδόθηκαν στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών που είχε διατάξει ο Ενβέρ Χότζα. Εν μια νυκτί φυλακίστηκαν τα περισσότερα ενήλικα μέλη της οικογένειας Μερντάνι, (μαζί και ο πατέρας του Σερίφ με 15 χρόνια φυλάκιση), κατασχέθηκε όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία τους και ο ευρύτερος οικογενειακός κύκλος εξορίστηκε σε απομακρυσμένα κέντρα εργασίας σε διάφορα χωριά. Οι «Μερντάνηδες» χαρακτηρίστηκαν ως «εχθροί του λαού» και «αποχαρακτηρισμένοι», κατηγορία που εξαπέλυε το καθεστώς σε ομάδα πολιτών, που δεν είχαν πλέον τα διακριτικά χαρακτηριστικά της παλιάς τους κοινωνικής τάξης. Ο δε Σερίφ, στην τρυφερή ηλικία των ένδεκα ετών, αναγκάζεται μαζί με την μητέρα του και τα αδέλφια του να μετοικήσουν σε ένα «χωριό εξορίας» της Κορυτσάς.
Το να ζήσεις και να πορευτείς με την ρετσινιά του «αποχαρακτηρισμένου» πολίτη στην καθεστωτική Αλβανία του Ενβέρ Χότζα, ισούταν με μια επίγεια κόλαση και προϋπέθετε τον πλήρη αποκλεισμό από μια σειρά βασικών παροχών που εξασφάλιζε το κράτους στους πολίτες, όπως αξιοπρεπή εργασία, υγεία, σίτιση, στέγαση, μόρφωση κοκ. Ο κοινωνικός ρατσισμός και η πλήρης απομόνωση αποτελούσε καθημερινότητα για δεκάδες πολίτες που όχι μόνο είχαν δει τους οικείους τους να φυλακίζονται αναίτια, όχι μόνο είχαν χάσει τα υπάρχοντα τους και την εργασία τους, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να υπομένουν και την ψυχολογική πίεση μιας πιθανής σύλληψης τους στο μέλλον.
Η σύσφιξη των σχέσεων με την ΕΣΣΔ του Νικήτα Χρουστσόφ που κήρυξε την αποσταλινοποίηση στα μέσα της δεκαετίας του ’50, εγκαινίασε και στην Αλβανία μια κρατική χαλάρωση και την παραχώρηση στερημένων ελευθεριών. Επωφελούμενος την νέα κατάσταση, ο αριστούχος μαθητής Σερίφ, αν και «αποχαρακτηρισμένος» αποφασίζει να διεκδικήσει μια θέση στο Καλλιτεχνικό Λύκειο της Κορυτσάς. Η αίτηση του απορρίπτεται από τους κομματικούς παράγοντες. Αργότερα βέβαια, καταφέρνει να εισαχθεί και να αποφοιτήσει από την Παιδαγωγική Ακαδημία. Σχεδόν αμέσως θα διοριστεί ως δάσκαλος στα απομακρυσμένα χωριά της περιοχής του Σκραπάρ και μετά από πέντε χρόνια, στα πλαίσια μιας νέας πολιτικής «για τα τέκνα των αποχαρακτηρισμένων», θα εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων στο Τμήμα Ιστορίας και Γεωγραφίας.
Η Αλβανία στα μέσα της δεκαετίας του ’60 είχε έρθει σε πλήρη ρήξη με την ΕΣΣΔ και με όλες τις υπόλοιπες χώρες του ανατολικού συνασπισμού, συσφίγγοντας παράλληλα περαιτέρω τις σχέσεις με την Κίνα του Μάο Τσετούνγκ. Επηρεασμένη από τον αέρα φιλελευθεροποίησης που είχε φυσήξει στην Ευρώπη, αναγκάστηκε να υποδεχτεί και τους πρώτους δυτικούς επισκέπτες. Μάλιστα, για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση, παρατηρήθηκε μια ανοχή στα ξένα τραγούδια που τραγουδούσαν οι φοιτητές.
Το 1966 κατά την διάρκεια μιας συναυλίας στις φοιτητικές εστίες των Τιράνων, ο Μερντάνι τραγούδησε ζωντανά τραγούδια των Beatles και του Ιταλού Τζάνι Μοράντι και τυχαία τον άκουσε ο μεγάλος Αλβανός συνθέτης Αγκίμ Κράϊκα. Ο Συνθέτης ενθουσιασμένος από τις φωνητικές του δυνατότητες, του έκλεισε την επόμενη κιόλας μέρα, ραντεβού στο Ράδιο Τίρανα για οντισιόν. Οι διευθύνοντες όμως τον απέρριψαν, επηρεασμένοι προφανώς από την «αστική καταγωγή του», δηλώνοντας του ευθαρσώς, «πως ο τρόπος ερμηνείας του είναι πιο ρυθμικός απ’ όσο επιβάλει η σοσιαλιστική τέχνη».Λίγους μήνες αργότερα κι αφού ολοκληρώσει τις σπουδές του, θα διοριστεί ως καθηγητής ιστορίας στην πόλη Λιμπράζντ, όπου θα αναλάβει εθελοντικά να διευθύνει το μουσικό Ανσάμπλ και την Εστία Πολιτισμού της πόλης.
Η αναδιοργάνωση της Εστίας Πολιτισμού της κωμόπολης του Λιμπράζντ σημείωσε μεγάλη επιτυχία καταγράφοντας δεκάδες πρώτες θέσεις και άλλα βραβεία και σε όλα τα αλβανικά καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής, με τους δημοσιογράφους να εξυμνούν τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή και το ταλέντο του. Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν και στον μουσικό διευθυντή της Ραδιοτηλεόρασης, Νικόλα Ζοράκι (ένας εκ των μεγαλύτερών συνθέτων της Αλβανίας) που το 1969 τον προσκάλεσε να λάβει μέρος στο μεγαλύτερο μουσικό γεγονός της σοσιαλιστικής Αλβανίας, το Φεστιβάλ Ραδιοτηλεόρασης.
Ο Σερίφ Μερντάνι πρωτοεμφανίζεται ως τραγουδιστής επίσημα στο Αλβανικό κοινό στις 28.12.1969 στο 8ο Φεστιβάλ Τραγουδιού κλέβοντας τις εντυπώσεις με το ρυθμικό κι ερωτικό «αχώριστοι σύντροφοι» που κατατρόπωσε όλα τα στρατευμένα τραγούδια υπερ του καθεστώτος. Μέσα μόλις σε λίγους μήνες καταφέρνει να γίνει αυτό που αποκαλούμε σήμερα το απόλυτο είδωλο της νεολαίας. Το φεστιβάλ τραγουδιού του ανοίγει διάπλατα τον δρόμο της επιτυχίας σε μια σειρά μουσικών εκδηλώσεων όπως το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Κορυτσάς, οι συναυλίες της ραδιοτηλεόρασης, τα καθιερωμένα «μουσικά ερωτηματολόγια» του Ράδιο Τίρανα κοκ.
Ένα χρόνο μετά, στο 9ο Φεστιβάλ ο Μερντάνι εμφανίζεται με δυο νέα ρυθμικά τραγούδια και καταφέρνει να κερδίσει το τρίτο βραβείο, ενώ στο 10ο φεστιβάλ καταφέρνει να κερδίσει με το «τραγούδι της μητέρας» το πρώτο βραβείο. Η τύχη πλέον του είχε χαμογελάσει, η επιτυχία που είχε σημειώσει τον είχε μετατρέψει σε έναν από τους κορυφαίους Αλβανούς καλλιτέχνες. Κάθε τραγούδι που ερμήνευε γινόταν αυτόματα επιτυχία και έπαιζε συνεχώς στους ραδιοφωνικούς δέκτες ολόκληρης της χώρας. Ο πάλαι ποτέ «αποχαρακτηρισμένος» δάσκαλος ήταν πλέον ένας από τους πιο δημοφιλείς τραγουδιστές της χώρας.
Κατά τα χρόνια 1970-72 εκδηλώθηκε μια μικρή χαλάρωση του καθεστωτικού ελέγχου, που με την σειρά της γέννησε μικρές κοινωνικές εστίες αντίδρασης στους κόλπους της κοινωνίας. Από τον Αύγουστο του ’72 είχαν ξεκινήσει οι προετοιμασίες για την διεξαγωγή του 11ου Φεστιβάλ που για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού, θα ξέφευγε από τον αυστηρό έλεγχο λογοκρισίας των μηχανισμών του κόμματος, παραχωρώντας στους καλλιτέχνες απεριόριστες ελευθερίες. Το ενδιαφέρον του λαού για την διεξαγωγή του ήταν τεράστιο, καθώς είχε ξεκινήσει η γενικότερη εξέλιξη στην καλλιτεχνική ζωή της χώρας, ενώ φήμες έλεγαν πως το νικητήριο τραγούδι του θα εκπροσωπούσε την περίκλειστη Σοσιαλιστική Αλβανία στον 18oδιαγωνισμό της Eurovisionστο Λουξεμβούργου το 1973.
Το 11ο Φεστιβάλ Τραγουδιού, πραγματοποιήθηκε στις 22 και 24 Δεκεμβρίου του 1972 και την σκηνογραφία του είχε αναλάβει μια ομάδα νεαρών σκηνογράφων που μόλις είχαν επιστρέψει από τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Στον διαγωνισμό παρουσιάστηκαν 20 τραγούδια, τα οποία τραγουδούσαν 19 τραγουδιστές, καθώς μόνο ο Μερντάνι είχε δύο τραγούδια. Άλλες πρωτοτυπίες του φεστιβάλ ήταν οι ρυθμικές χορογραφίες σε μερικά από τα τραγούδια του φεστιβάλ, τα φωνητικά σχήματα για τις δεύτερες φωνές και η απευθείας τηλεφωνική σύνδεση των παρουσιαστών με τις επιτροπές των περιφερειακών πόλεων που θα μοίραζαν τους βαθμούς (κάτι που ήταν σύνηθες στην Eurovision). Αξίζει να σημειωθεί πως προκλήθηκε αρνητική αίσθηση στους κόλπους του ΚΕΑ και στον οικογενειακό περίγυρο του Ενβέρ Χότζα, η πλήρης έλλειψη κάποιας αναφοράς στο όνομα του ή στο σοσιαλιστικό καθεστώς. Αυτό το φεστιβάλ δεν θύμιζε σε τίποτα μία καθιερωμένη αλβανική διοργάνωση, απέπνεε δυτικό ευρωπαϊκό αέρα.
Το ΚΕΑ και ο Χότζα δυσαρεστήθηκαν με την νέα κατάσταση. Λέγεται μάλιστα, από πρώην κυβερνητικό στέλεχος του καθεστώτος, πως την επομένη του φεστιβάλ, ο Χότζα εκνευρίστηκε επειδή άκουσε τον Μερντάνι να παίζει το πρωί ως πρώτη είδηση στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του και μετέπειτα να απασχολεί την επικαιρότητα πολύ περισσότερο απ’ ότι ο ίδιος. Τότε θυμωμένος κάλεσε κάποιον από τους γραμματείς του, ζητώντας εξηγήσεις. Στην συζήτηση απάνω θυμήθηκε ή κατάλαβε πως ο Μερντάνι ήταν γόνος της γνωστής οικογένειας που είχε προσωπικές διαφορές. Ο τραγουδιστής είχε μπήκε ήδη στο στόχαστρο.
Το ήδη αμήχανο κλίμα του επέφερε το «φιλελευθέρου φεστιβάλ» είχε φορτίσει περαιτέρω η επίσκεψη του Προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον στο Πεκίνο που αποκατέστησε τις σχέσεις Κίνας-Η.Π.Α, επιφέροντας σκληρές και αξεπέραστές ρωγμές στην σινοαλβανική φιλία. Στο μέτωπο της εσωτερικής πολιτικής, κύρια πρόκληση του ΚΕΑ ήταν να αποφευχθούν οι επιρροές από τις διεργασίες της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι στο εσωτερικό της Αλβανίας. Η απάντηση ήταν άμεση, μια νέα σκληρή «εσωτερική επανάσταση» που θα γεννούσε νέες εκκαθαρίσεις Η νέα λοιπόν επανάσταση, στοχοποίησε αμέσως την ηγεσία και την αφρόκρεμα τεσσάρων βασικών πυλώνων της κοινωνίας, της νεολαίας, της διανόησης, του στρατού και τεχνοκρατών . Για τον Χότζα, εκεί ηγεμόνευε «ο εχθρός του λαού» αυτή τη φορά και έπρεπε πάλι να εξαλειφθεί με κάθε τρόπο. Οι εκκαθαρίσεις πρωταγωνιστούσαν και πάλι, συμπαρασύροντας σε βασανιστήρια, φυλακίσεις και εξορίες τους νεαρούς τραγουδιστές, τους σκηνοθέτες, τους παρουσιαστές και όποιον άλλο είχε βοηθήσει στην διοργάνωση και διεξαγωγή του 11ου αμαρτωλού φεστιβάλ.
Πρώτη εξελίχθηκε η μάχη κατά της φιλελευθεροποίησης της νεολαίας με θύματα τον ιδεολογικό υπεύθυνο του κόμματος και τον διευθυντή της ραδιοτηλεόρασης. Αμέσως μετά καταρτίστηκε και εφαρμόστηκε μακρύς κατάλογος τιμωριών στον τομέα του πολιτισμού. Ο Μερντάνι συνελήφθη πρώτος από τους τραγουδιστές και τον βάραιναν κατηγορίες όπως: “ερμηνεία και διάδοση της παρακμιακής αστικής μουσικής” αλλά και για “αγκιτάτσια και προπαγάνδα”. Ο εισαγγελέας τον κατηγόρησε για την προπαγανδιστική ερμηνεία του πασίγνωστου «letit» των Beatles σε δημόσιους χώρους, για ερμηνεία επικίνδυνων δυτικών τραγουδιών, για μοντέρνο ντύσιμο, για ρυθμική σκηνική παρουσία που αντιβαίνει τις αρχές του σοσιαλιστή καλλιτέχνη, για προσβολή και εξύβριση του καθεστώτος και για εσκεμμένο προπαγανδιστικό στίχο σ’ ένα τραγούδι του που γνώριζε εκείνη τη εποχή μεγάλη επιτυχία (κάπου ο στίχος έλεγε «αδιάφορη στέκεσαι και αδιάφορη περπατάς», υπονοώντας την αδιαφορία μιας κοπέλας απέναντι στα αισθήματα κάποιου νεαρού, πράγμα που μετατράπηκε σε κατηγορία καθώς στην Αλβανία δεν υπήρχαν αδιάφορες γυναίκες, αλλά πλήρως πολιτικοποιημένες), όσο κι αν προσπαθούσε να εξηγήσει στον ανακριτή ότι ο στίχος δεν είχε γραφτεί από τον ίδιο.
Ο Μερντάνι γνώριζε εκ προοιμίου ότι ήταν καταδικασμένος πριν από την δίκη κι ότι δεν θα κατάφερνε να αποδείξει την αθωότητα του, όπως ακριβώς δεν είχαν καταφέρει να την αποδείξουν και οι συγγενείς του λίγα χρόνια νωρίτερα. Αυτό που δεν γνώριζε όμως, ήταν πως και η Κεντρική Επιτροπή του ΚΕΑ της πόλης του Λιμπράζντ είχε ήδη ξεκινήσει την επίθεση σε βάρος του κοινοποιώντας στον εισαγγελέα μια πολυσέλιδη αναφορά για την υποτιθέμενη εχθρική δράση του στην μικρή πόλη με στημένες κατηγορίες. Όλα τα τραγούδια που ερμήνευσε και οι μαγνητοσκοπημένες εμφανίσεις του απαγορεύονται δια νόμου. Σε ηλικία 33 ετών καταδικάζεται σε φυλάκιση 10 ετών για αγκιτάτσια και προπαγάνδα, ποινή που θα αυξάνονταν λίγα χρόνια αργότερα στα 16 έτη, ύστερα από αναψηλάφηση της δίκης, όταν ο Μερντάνι θα αρνηθεί να γίνει συνεργάτης της κρατικής ασφάλειας των κρατητηρίων..
Η νέα τιμωρία του πρώην λαμπερού καλλιτέχνη που απέρριψε την πρόταση συνεργασίας του καθεστώτος θα ήταν ακόμη αυστηρότερη, όταν πληροφορηθεί την μεταγωγή του στο κακόφημο στρατόπεδο εργασίας του Σπάτς ως μεταλλωρύχος. Τρία χρόνια αργότερα θα τον αποστείλουν στις φυλακές του Μπουρέλ και στα ορυχεία του Κιάφ Μπάρι, όπου θα γνωρίσει πληθώρα διανοουμένων και κληρικών Αλβανών που το καθεστώς είχε φυλακίσει αναίτια. Εκεί σε πλήρη και καθημερινή αλληλεπίδραση με έγκριτες προσωπικότητες, ο Μερντάνι θα παραμείνει 13 χρόνια καλλιεργώντας περαιτέρω την μόρφωση του και μαθαίνοντας πάνω από τέσσερις ξένες γλώσσες.
Θα αποφυλακιστεί το 1989 λίγο πριν πέσει το τείχος του Βερολίνου σε μια διαφορετική Αλβανία. Τα 16 χρόνια της ένδοξης απομόνωσης της Αλβανίας και τα οικονομικά προβλήματα την είχαν μετατρέψει όπως έλεγε και ο ίδιος σε μια μεγάλη φυλακή. Το χτίσιμο του νέου ανθρώπου προϋπέθετε την απαγόρευση της μόδας, τον περιορισμό της τηλεοπτικής και ραδιοφωνικής εμβέλειας στα ξένα ΜΜΕ και σε όλα τα ξένα προγράμματα. Η αστυνομοκρατία ήταν ένα συνηθισμένο γεγονός που έφτανε στα όρια του παραλογισμού και της τρέλας. Το να κατέχεις μια τηλεόραση στην Αλβανία προϋπέθετε την χορήγηση ειδικής άδειας από το λαϊκό συμβούλιο της γειτονιάς. Απαγορευόταν η διατήρηση των μακριών μαλλιών και των γενειάδων στους άντρες γιατί αυτό αντιτίθονταν στις σοσιαλιστικές αξίες. Οι στρατιωτικές ασκήσεις, οι υποχρεωτικές εξορμήσεις και η σχεδόν υποχρεωτική εγγραφή στο Κόμμα Εργασίας, ήταν τα χαρακτηριστικά της ζωής που βρήκε ο Μερντάνι έξω.
Ταλαιπωρημένος και με «σπασμένα φτερά» θα επιστρέψει στην Κορυτσά μετά από 16 χρόνια φυλακής και στις 20 Φεβρουαρίου του 1991 θα ζήσει δια ζώσης τις φοιτητικές εξεγέρσεις για την πτώση του καθεστώτος. Θα επανεμφανιστεί δυναμικά στο φεστιβάλ της άνοιξης το 1992 με το τραγούδι «Επειδή τραγουδήσαμε το Letitbe», έναν συγκινητικό ύμνο γραμμένο για όλους τους πρώην Βασανισθέντες και Φυλακισθέντες του καθεστώτος Χότζα και το 1992 θα διοριστεί πρόξενος της Αλβανίας στην Ρώμη και μετέπειτα στο Βουκουρέστι. Θα παντρευτεί και θα φέρει στην ζωή ένα γιό, προσπαθώντας με πείσμα να συνεχίσει την ζωή του από εκεί που του την σταμάτησαν. Ο Μερντάνι μετά το 1992 δεν θα σταματήσει ποτέ να τραγουδά και να συμμετέχει σε διάφορα μουσικά δρώμενα μέχρι το τέλος της ζωής στις 29 Αυγούστου του 2021.
Επειδή Τραγουδήσαμε “Let it be”
Πού έμεινες νιότη; Ηλικία που ‘ρχεσαι μόνο μία φορά Όταν ήρθες σε μένα, δεν ξέρω αν ήταν χειμώνας ή άνοιξη,
Ένα πράγμα όμως ξέρω καλά, Αγάπησα το όμορφο Από τα λιθόστρωτα δρομάκια, ως τους καλλιτέχνες που ‘χει ο κόσμος.
Εμείς πιστέψαμε σαν παιδιά Εμείς πιστέψαμε ερωτευμένοι Επειδή Τραγουδήσαμε “Let it be”, Ως εκ τούτου, ζήσαμε ΄κατασκοπευμένοι΄
Μα πού ήσουν, ω εσύ Θεέ; Όταν για μια στιγμή σ’ αρνηθήκαμε, Συγχωρέσε μας και φορτωμένος δάκρυα μόνο σε ‘σένα θα πιστεύω.
Η γενιά μας δεν μπορεί να πεθάνει, όχι, όχι, Κρυμμένη, από τον κόσμο ξεχασμένη Και με τον ήλιο κάθε πρωί, ναι, ναι, ” Let it be ” θα ξανατραγουδήσει.
Χιλιάδες Αλβανοί πολίτες συνωστισμένοι στις 2 Ιουλίου 1990 στη Δυτικο-Γερμανική Πρεσβεία των Τιράνων.
Του Αλεξανδρίνου Οικονομίδη
Η περίοδος της “ένδοξης απομόνωσης” της Αλβανίας είχε αρχίσει να φθείρεται και να ξεβάφει ήδη πριν από τον θάνατο του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα το 1985. Ο Ενβέρ Χότζα, ο δικτάτορας που για σαράντα συναπτά έτη καθόριζε την τύχη της Αλβανίας απεβίωσε την νύχτα της εντεκάτης Απριλίου του 1985, μαζί του πέθανε και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικοπολιτικής κληρονομιάς που είχε αφήσει στους Αλβανούς. Στις 13 Απριλίου και μετά από 44 ολόκληρα χρόνια καθιέρωσης του Ενβέρ Χότζα, στην ανώτατη κομματική θέση του καθεστώτος, εκείνη του Α΄ Γενικού Γραμματέα του ΚΕΑ, ορίστηκε ο Ραμίζ Αλία. Ο θάνατος του Ενβέρ Χότζα εκτιμήθηκε ως εθνική συμφορά στην μικρή ευρωπαϊκή χώρα. Η κηδεία του Χότζα υπήρξε ένα μεγάλο αυτοτελές γεγονός, αλλά ακόμα σημαντικότερη ήταν η προσέλευση στα Τίρανα των κατοίκων ολόκληρων χωριών και συνοικισμών από τον Νότο και τον Βορρά για να την παρακολουθήσουν.
Από την ημέρα της δημιουργίας των εθνικοαπελευθερωτικών συμβουλίων και έως το τέλος τους, η «λαϊκή εξουσία» θεμελιώθηκε και ενισχύθηκε από τα μαθήματα του ίδιου του Χότζα που υπήρξε σταθερά στην πρώτη γραμμή λειτουργίας της οικονομικής και εκπαιδευτικής πολιτικής μακριά από κάθε άλλη χώρα του πρώην ανατολικού συνασπισμού. Τα βιβλία του, ανατυπώνονταν σε χιλιάδες αντίτυπα για αρκετά χρόνια, οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να τα διδαχθούν στα σχολεία, οι εργάτες επιβαρύνθηκαν με επιπλέον ώρες στους χώρους δουλειάς όπου μνημονεύονταν και συνοψίζονταν οι αναμνήσεις του συντρόφου Ενβέρ Χότζα.
Όποιος αποπειράθηκε να δραπετεύσει από την χώρα σκοτώθηκε ή εκτελέστηκε, αν βέβαια πιανόταν τον περίμενε ενδεχομένως και ισόβια φυλάκιση. Η απομόνωση ήταν τόσο έντονη, που σε κάθε ακριτική περιοχή είχαν δημιουργηθεί ειδικοί σταθμοί παρεμβολών για να μη καταφθάνουν ιταλικά, ελληνικά και γιουγκοσλάβικα δίκτυα. Την δεκαετία του 80 η Αλβανία ήταν η τρίτη φτωχότερη χώρα του κόσμου, με ένα μισθό 15 δολαρίων τον μήνα. Οι χωρικοί δεν μπορούσαν να έχουν σπίτι τους κανένα οικόσιτο ζώο, ούτε καν κότες. Η φτώχεια είχε θερίσει σχεδόν όλη την αλβανική ύπαιθρο. Στις πόλεις ολόκληρες οικογένειες στριμώχνονταν σε μικρά διαμερίσματα 40τ.μ. Σε ολόκληρη την χώρα υπήρχαν μόλις 1265 απαρχαιωμένα και επικίνδυνα αυτοκίνητα.
Το φορτηγό απάνω στα χαλάσματα του μαντρότοιχου
Η μονότονη ζωή συνεχίστηκε μακριά από τα προβλήματα της σκληρής καθημερινότητας του μέσου Αλβανού πολίτη. Η χώρα ζούσε τις χειρότερες μέρες της, πλήρως απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, εξαιτίας των ηλεκτροφόρων συρματοπλεγμάτων που είχαν τοποθετηθεί στα σύνορα της. Το 64% των ακτών της είχε απαγορευτεί σε όλους τους πολίτες, αφού πρώτα μετατράπηκε σε απαγορευμένη στρατιωτική βάση. Η κυβέρνηση δεν είχε κάνει καμία σοβαρή προσπάθεια εξασφάλισης τροφής, στέγασης και ένδυσης του λαού, αντιθέτως συνέχιζε να σπαταλά τους ελάχιστους οικονομικούς πόρους της χώρας στα πολυδάπανα στρατιωτικά μπουνκέρ που θα τους έσωζαν από τους φανταστικούς εχθρούς και τις επιθέσεις. Το βιοτικό επίπεδο έπιανε πάτο, η οικονομία ολίσθαινε καθημερινά προς τα κάτω, η ανεργία ξεκίνησε να εμφανίζεται και τα μαγαζιά αιμορραγούσαν από βασικές ελλείψεις. Για τους Αλβανούς ήταν αδύνατο να καταλάβουν τι διαδραματίζονταν έξω από την χώρα τους.
Ταυτόχρονα, ο Ραμίζ Αλία επιδόθηκε σε μια σειρά από διάφορες διπλωματικές επαφές, αναπτύσσοντας σχέσεις με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τον Καναδά, την Γαλλία, την Σουηδία, την Ελβετία και την Ολλανδία, ενώ δεν έλειψε και η αναθέρμανση των σχέσεων, με τις αδελφές δημοκρατίες του ανατολικού μπλοκ. Ο Αλία που εξέφρασε εξ αρχής μια συμπάθεια για τον ελληνικό λαό και για τον Ανδρέα Παπανδρέου, ξεκίνησε επαφές ανοίγοντας τον διάλογο φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών.
Όμως το καλοκαίρι του 1990 επιδεινώθηκε η άσχημη κατάσταση με μια απρόσμενη ξηρασία που μείωσε την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, βγάζοντας πάνω από 5000 Αλβανούς διαδηλωτές στον δρόμο. Η τυπικότερη εκδήλωση της δυσαρέσκειας εκφραζόταν με νυχτερινές επιθέσεις ολιγομελών ομάδων εναντίον δημοσίων κτηρίων, με πυροβολισμούς και ήχους σπασμένων τζαμιών και με τις διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος να αποτελούν σχεδόν μια μόνιμη κατάσταση. Πιεσμένος σε υπερβολικό βαθμό, ο διάδοχος του Χότζα, Ραμίζ Αλία, προσπάθησε ματαίως να καθησυχάσει το αγανακτισμένο πλήθος με κομματικούς ανασχηματισμούς.
Αλβανοί πολίτες καταφέρνουν και ακινητοποιούν Όχημα καταστολής με μάνικες νερού έξω από τα τοίχοι της συνοικίας.
Ο Αλία βρέθηκε ίσως στην δυσμενέστερη θέση που είχε βρεθεί ποτέ κάποιος ηγέτης της Αλβανίας σε ολόκληρη την ιστορική της πορεία. Αντιμέτωπος με όλους τους ξένους εταίρους που απαιτούσαν ταχύρρυθμες μεταρρυθμίσεις, αντιμέτωπος με την πιο ακραία φτώχεια που δάμαζε τον οργισμένο λαό, αντιμέτωπος με διάφορες εστίες αντιπολίτευσης που είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν η μία μετά την άλλη και αντιμέτωπος με τους σκληροπυρηνικούς συντρόφους του ΚΕΑ, που είχαν δυσαρεστηθεί και μπορούσαν ανά πάσα ώρα και στιγμή να τον ανατρέψουν.
Οι δυο πρώτες μέρες του Ιούλη, δεν κύλισαν καθόλου ήρεμα στην μικρή βαλκανική χώρα, καταλήγοντας σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ στρατού και διαδηλωτών, όταν ένα οργανωμένο πλήθος τετρακοσίων διαδηλωτών, εισέβαλε βιαίως στην διπλωματική συνοικία, (Επιτηρούμενη συνοικία από ένοπλους αστυνομικούς όπου έμεναν οι ξένες διπλωματικές αποστολές, απαγορευμένη ζώνη για όλους τους Αλβανούς πολίτες) καταλαμβάνοντας μάλιστα μερικές δυτικές πρεσβείες και ζητώντας άσυλο. Όλα ξεκίνησαν όταν ένα κρατικό φορτηγό που είχαν πάρει υπό τον έλεγχο τους οι διαδηλωτές, προσέκρουσε στον πελώριο μαντρότοιχο της συνοικίας. Χιλιάδες πολίτες συγκεντρώθηκαν στις πόρτες των πρεσβειών. Η αλβανική αστυνομία εκείνη την εποχή ήταν απροετοίμαστη για μια τέτοια σύγκρουση , αλλά ακόμη και οι διπλωμάτες των ξένων πρεσβειών, που ήταν στη χώρα δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυτήν την κατάσταση.
Η τεταμένη κατάσταση μπορούσε ευκολά να ξεφύγει και η χώρα να βυθιστεί σε άνευ προηγουμένου χάος. Ωστόσο, παρά την κατάληψη των πρεσβειών που συγκλόνισε το ΚΕΑ, η κυβέρνηση διατηρούσε ψυχραιμία και νηφαλιότητα ενώ ήταν ακόμη πανίσχυρη. Οι συγγενείς και οι οικείοι όλων όσων διέσχισαν τα κιγκλιδώματα των ξένων πρεσβειών, είχαν τρομοκρατηθεί από τον σοβαρό κίνδυνο τυχόν αντίποινων του ΚΕΑ. Ένα σημαντικό ρόλο έπαιξε η αστυνομία, η οποία βρισκόταν σε δίλημμα, αν θα έπρεπε να διατηρήσει την τάξη σύμφωνα με τις εξουσίες που της είχαν δοθεί από το ΚΕΑ ή αν θα έπρεπε να αποφύγει την αιματοχυσία, επιτρέποντας στους πολίτες να περάσουν ελεύθερα για να εισέλθουν στις Πρεσβείες. Σε όλες τις πρεσβείες, αποδείχθηκε ότι είχαν εισέλθει περίπου 5200 άτομα, εκ των οποίων 3200 μόνο στη γερμανική πρεσβεία.
Η κατάσταση εκτροχιάστηκε όταν ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών προκαλώντας δεκάδες τραυματισμούς, που είχαν ως αποτέλεσμα να κηρυχθεί εκ νέου η χώρα σε κατάσταση έκτακτης. Αποκλειστικά υπεύθυνη για την επίθεση του στρατού, ήταν η υπερσυντηρητική ομάδα του ΚΕΑ, η οποία την επόμενη μέρα έχασε την επιρροή της, όταν ο Αλία απέπεμψε υπουργούς και σειρά μελών του Πολιτμπιρό της Κ.Ε. του ΚΕΑ, αφενός για να καθησυχάσει τα πνεύματα και αφετέρου, για να ξεκαθαρίσει με το χοτζικό παρελθόν.
Ξαπλωμένοι Αλβανοί διαδηλωτές μέσα στο άδειο σιντριβάνι του προαύλιου χώρου κάποιας πρεσβείας
Στις 6-7 Ιουλίου, καταφτάνει στα Τίρανα ο Σουηδός Στάφφαν Ντε Μιστούρα ως ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Χαβιέρ Πέρες Ντε Κουεγιάρ για να ρυθμίσει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των ανθρώπων πέρα από τα σύνορα. Η παρέμβαση του ΟΗΕ ήταν κρίσιμη εκείνη τη στιγμή. Οι δυτικές πρεσβείες στα Τίρανα ήταν πολύ πρόθυμες να βοηθήσουν, αλλά στο προσκήνιο στέκονταν κυρίως η Πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Εν τω μεταξύ, εκείνες τις ημέρες έγιναν και οι επίσημες εγγραφές όλων εκείνων που είχαν εισέλθει βιαίως στις πρεσβείες, ενώ συγχρόνως προετοιμάστηκαν τα διαβατήριά τους. Αφού το Υπουργείο τους τα χορήγησε, στις 21 Ιουλίου 1990, περίπου στις 9:00 μ.μ. τοποθετήθηκαν λεωφορεία έξω απ’ όλες τις πρεσβείες που επιβίβασαν με την σειρά όλους τους αιτούντες άσυλο. Τα λεωφορεία έφυγαν για το λιμάνι του Δυρραχίου κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και υπό την συνοδεία των διπλωματικών υπαλλήλων των πρεσβειών, χωρίς να σημειωθεί κάποιο συμβάν. Έτσι έφυγαν από την Αλβανία οι πρώτοι πρόσφυγες για την Ευρώπη.
Σήμερα 31 χρόνια μετά, η δεύτερη μέρα εκείνου του Ιούλη αποτελεί ορόσημο για την γειτονική χώρα, αφού μετά τα επεισόδια του 1990, η παγκόσμια κοινότητα καταδίκασε το καθεστώς Αλία αναγνωρίζοντας το πολιτικό άσυλο των πολιτών που είχαν εισέλθει εντός των δυτικών πρεσβειών και όλων των Αλβανών που ήθελαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Η αρχή του τέλους για το καθεστώς μόλις είχε ξεκινήσει. Μια αρχή που θα γέμιζε την οικουμένη με χιλιάδες ιστορίες μετανάστευσης από Αλβανούς Πολίτες. Μια αρχή που υπόσχονταν πολλά στην αλβανική κοινωνία του 1990, αλλά που ωστόσο όμως μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να βγάλει την μικρή βαλκανική χώρα από τα δεκάδες προβλήματα που την ταλαιπωρούν. Η Αλβανία, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί την ευρωπαϊκή χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό μετανάστευσης σε όλο τον κόσμο.
Βιβλιογραφία
Αλ. Οικονομίδη , ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚO ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Η θρησκευτική πολιτική στην Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας (1945-1991). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2014.
Αλ. Οικονομίδη, ΤΟ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ (Ιστορική ανασκόπηση από την αρχαιότητα μέχρι το 2000). Πανεπιστήμιο Τιράνων, Τίρανα 2019.
Το έτος 1924 ήταν η περίοδος κατά την οποία ο Αχμέτ Ζόγκου ήρθε στην εξουσία και το 1925 καταρτίστηκε το ρυθμιστικό σχέδιο της πόλης των Τιράνων και για αυτό εκλέχτηκε ένας Ιταλός αρχιτέκτονας Αρμάντο Μπρασίνι από τη Ρώμη.[1] Ωστόσο η νεοϊδρυθείσα μοναρχία της Αλβανίας, παρά τα συνταγματικά ραφιναρίσματα αποτελούσε το πλαίσιο για τη δικτατορία του Ζώγου[2] που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ιταλών και του Μουσολίνι πριν ακόμη την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[3] Για την οικοδόμηση του νέου ευρωπαϊκού Αλβανικού Κράτους, εισήχθησαν και νέοι νομικοί κώδικες. Τον Απρίλιο του 1929 εφαρμόζεται ο νέος Αστικός Κώδικας της Αλβανίας «μια παραλλαγή του γαλλικού και του ιταλικού Α.Κ.» που αντικατέστησε το ήδη απαρχαιωμένο οθωμανικό δίκαιο.[4]
Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταρρυθμίσεων του Ζόγκου, όσο ριζοσπαστικές και να ήταν, προέρχονταν από τους απεσταλμένους της Ιταλίας που ήταν οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τον εξευρωπαϊσμό και την δυτική προώθηση της χώρας. Οι αποφάσεις αυτές είχαν μετατρέψει την χώρα σε ημι-προτεκτοράτο της Ιταλίας.[5] Κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η Κορυτσά γίνεται ευρέως γνωστή πέραν των συνόρων της, μ’ ένα ‘χαϊδευτικό παρατσούκλι’, «Petit Paris» (Μικρό Παρίσι), που μέχρι τις μέρες μας δεν έχει ξεκαθαρίσει, από πού προέρχεται και ποιος είναι ο ιθύνων νους.
Η αλήθεια είναι, ότι υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γιατί η Κορυτσά ονομάστηκε Μικρό Παρίσι. Μερικοί το συνδέουν με τις 22 Οκτωβρίου του 1916, όταν ο γαλλικός στρατός εισήλθε στην Κορυτσά, άλλοι πιστεύουν ότι το πήρε από το άνοιγμα του γαλλικού λυκείου[6] και κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι αυτή η έκφραση προέκυψε από τη νοσταλγία που είχαν οι Παριζιάνοι που διέμεναν στην Κορυτσά για την πόλη τους. Μια άλλη εκδοχή, λιγότερο γνωστή, που σχεδόν εξαφανίστηκε από το προσκήνιο την εποχή της δικτατορίας για ευνόητους λόγους, λέει πως το όνομα προήλθε από το γεγονός ότι στην Κορυτσά κατά τη γαλλική κατοχή υπήρχαν πέντε οίκοι ανοχής.[7] Μέχρι σήμερα, η ιστορική έρευνα δεν έχει καταφέρει να στηρίξει τίποτα επιστημονικά με αποτέλεσμα να στηρίζεται σε υποθέσεις, πέραν του γεγονότος ότι η Κορυτσά είχε πραγματικά τα χαρακτηριστικά μιας ευρωπαϊκής πόλης, μακριά από την βαλκανική νοοτροπία.
Σημαντικές πληροφορίες για τον κοσμοπολιτισμό της Κορυτσά, αντλούμε και από την μεγάλη λόγια Αγγλίδα συγγραφέα Edith Durham που θα την επισκεφθεί το 1904.[8] Όπως είπαμε και παραπάνω, η Κορυτσά έγινε εμπορική οδός ήδη από το 1644, επειδή το λιμάνι του Δυρραχίου ήταν κλειστό και όλοι οι ταξιδιώτες έκαναν το δρόμο Ελμπασάν-Κορυτσά-Αγ.Σαράντα-Κέρκυρα-Βενετία. Στην αγορά της πόλης, αγόραζαν ζωικά προϊόντα, χειροτεχνίες και πούλησαν υφάσματα από τη Βενετία. Σύμφωνα με πολλά έγγραφα του 1712, οι κάτοικοι της Μοσχόπολης είχαν πάει στους δασκάλους του Καζά[9] της Κορυτσάς όπου είχαν μάθει τις τέχνες της ραπτικής, της υποδηματοποιίας και του σιδηρουργού. Η πόλη έδειξε έτσι μια αξιοθαύμαστη άνθηση κι άρχισε να γίνεται αντίπαλος άλλων αγορών, τόσο πολύ ώστε ο αυστριακός πρόξενος στα Ιωάννινα, ο αλβανολόγος Χαν να έγραφε “Τώρα τον τελευταίο καιρό η Κορυτσά ανθίζει, εξελίσσεται σε έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή των Ιωαννίνων όσον αφορά το εμπόριο με τις βόρειες περιοχές. Την θέση της την τέμνουν πολλοί κύριοι δρόμοι, είναι πολύ βολική για το εμπόριο, οπότε οι έμποροι των Ιωαννίνων έχουν αρχίσει να ανησυχούν [10]“. Ενώ σύμφωνα με τον Κάρμιτς, «η Κορυτσά είναι η φυσική αποθήκη της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης και εν μέρει των Ιωαννίνων, που διανέμει τα βιομηχανικά και φυσικά προϊόντα της Ευρώπης, όπως διάφορα υφάσματα, ζάχαρη κ.λπ., σε ολόκληρη την περιφέρεια της Νοτιοανατολικής Αλβανίας».[11]
Αυτή η πόλη ιστορικά διακρίνεται για πολλές ιδιαιτερότητες, για παράδειγμα, η Κορυτσά θα ήταν η πρώτη πόλη που θα είχε γιατρό ήδη από τον 19ο αιώνα, ενώ συγχρόνως λειτουργούσε και φαρμακείο. Σύμφωνα με διάφορα αρχειακά στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά την πτώση του καθεστώτος, στα σχέδια των Γάλλων ήταν και η ανέγερση ενός σύγχρονου νοσοκομείο και η θεμελίωση ενός τυπογραφείου, το οποίο θα εξέδιδε όλους τους κλασικούς συγγραφείς. Τα προοδευτικά στοιχεία της Κορυτσάς και ο ευρωπαϊκός αέρας που εξέπεμπε, διακρίνεται κυρίως από τις γυναίκες της πόλης που έχουν χειραφετηθεί πρώτες από πολλές γειτονικές περιοχές. Για παράδειγμα σε μια φωτογραφία ενός καφέ από τα πολλά που είχε η πόλη, φαίνονται γυναίκες να κάθονται μαζί με άντρες ήδη από το 1927. Αλλά όχι μόνο αυτό. Τα φεμινιστικά κινήματα στην Κορυτσά ήταν πραγματικά αξιέπαινα για το γεγονός ότι οι γυναίκες εκπαιδεύτηκαν πολύ νωρίς, αφενός λόγω της μετανάστευσης και αφετέρου λόγω της φιλομαθούς παράδοσης που η πόλη κατέχει παραδοσιακά.
Στην πόλη της Κορυτσάς, ο γνωστός τενόρος ελληνικής καταγωγής και λαϊκός τραγουδιστής, βραβευμένος με τον Τίτλο ” Άξιος Καλλιτέχνης”, Σπύρος Σουλιώτης, αναφέρει στ’ απομνημονεύματα του: ” Ήμασταν πολύ τυχεροί σε αντίθεση με άλλες Αλβανικές πόλεις. Διασκεδάζαμε με συναυλίες που διεξάγονταν πολύ συχνά μαζί με άλλες μεγάλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Κατά τη διάρκεια των διακοπών φορούσαμε τα ωραία ρούχα μας και πήγαμε στις πλατείες της πόλης μας όπου γινόταν συνήθως οι παραστάσεις. Εκεί οι ενήλικες χόρευαν τανγκό ή παρακολούθησαν τις εκδηλώσεις και εμείς τα παιδιά παίζαμε.[..]Η ορχήστρα ήταν συνήθως κλαρινέτο, κιθάρα, βιολί και φυσικά μαντολίνο υπό τη φωνή του τραγουδιστή. Θυμάμαι σε μια συναυλία που παρακολούθησα πλήρως με ενήλικες, χωρίς να έχω την επιθυμία να παίξω με τους συναδέλφους μου, τραγούδησε η μεγάλη Τέφτα Τάσκο (Tefta Tashko)[12], η οποία ήταν η καλύτερη τραγουδίστρια. Μας είχε καταπλήξει με το λευκό της φόρεμα καθώς και τη μεταξένια φωνή της. Σε άλλες γιορτές μαζευόμασταν στο σπίτι και τραγουδούσαμε μόνοι μας. Είχαμε πολλές σχέσεις με τους συγγενείς μας και ανταλλάξαμε πάντα επισκέψεις κατά τη διάρκεια των διακοπών. Μεταξύ μας έχουμε χρησιμοποιήσει πολλά ψευδώνυμα που έχουν μείνει μέχρι τώρα”.[13]
Σύμφωνα πάντα με τον Σουλιώτη, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 στην πόλη της Κορυτσάς, συνέχιζαν ακόμη να παίζουν μουσική, οι παραδοσιακοί οργανοπαίκτες με δημοφιλή βαλκανικά όργανα, γνωστοί ως “Sazet e Korçes” (Τα σάζια της Κορυτσάς[14]), παρόλο που αυτό το είδος παραδοσιακής μουσικής αρχίζει να περνά στη δεκαετία του 1930 στην παρακμή του. Η αστική εκπαίδευση της πόλης, η ιταλική επιρροή, η επιστροφή δεκάδων καλλιτεχνών από την Ιταλία, την Ελλάδα και ειδικά από τη Ρουμανία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απομόνωση της λαϊκής, της αστικής και της παραδοσιακής μουσικής της πόλης. Ίσως σε αυτήν τη δεκαετία να δόθηκε μια μεγάλη μάχη μεταξύ της λαογραφίας και του νεωτερισμού, μεταξύ της αλβανικής παράδοσης και της εκλεπτυσμένης ευρωπαϊκής μουσικής, μεταξύ της «μουσικής του δρόμου» και της οργανωμένης συναυλίας που εξάλειψε τα «σάζια» και έφερε την «ελαφριά μουσική». Το ρεπερτόριο που επικρατούσε μέχρι τότε σε εορτασμούς, γάμους, πανηγύρια κτλ. με εξαίρεση τα πατριωτικά τραγούδια της Αναγέννησης, ήταν τα περισσότερα από τα τραγούδια του Muço, (Μούτσο) του τροβαδούρου του Αλί Πασά, προσαρμοσμένα από διάφορους λαϊκούς οργανοπαίχτες.[15]
Από την άλλη πλευρά, κέρδιζαν ολοένα και περισσότερο έδαφος οι εκπρόσωποι του μοντέρνου τραγουδιού[16], που έδιναν συναυλίες και κονσέρτα στον γνωστό κήπο «Θεμιστοκλή Γερμενί», στον κήπο της Μητρόπολης, στον κινηματογράφο «Majestik» ήδη από τη δεκαετία του 20 με κύριους εκπρόσωπους τον βαρύτονα Μιχάλ Τσίκο που είχε ερμηνεύσει πρώτος Μπετόβεν, τον Σπυρίδωνα Ίλο, τον Ήλο Μόσχο, τον Βασίλ Μπαλαούρι, τον Γιώργη Κρόι και την σοπράνο Γεωργία Φίλτσε κ.α.[17] Ένα άλλο σημαντικό γεγονός που βίωναν οι νεολαίοι στη Κορυτσά, ήταν και ο λεγόμενος χορός «Μπάλος» που είχε αρχίσει να εμφανίζεται στην πόλη ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Μέχρι σήμερα, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα πότε και πώς έγιναν μέρος της κοινωνικής ζωής, ωστόσο, κατά τον Σουλιώτη ήταν σημαντικές κοινωνικές εκδηλώσεις μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Κορυτσιώτες συγκεντρώνονταν συνήθως στη “λέσχη των αξιωματικών”, στους κινηματογράφους της πόλης, στο καφενείο “Splendi”, στην αίθουσα εκδηλώσεων “Leku i nxenesit”, στο πρώην “gazino” (Hotel Turizmi) κι αγόραζαν εισιτήρια για να συμμετέχουν στον χορό.
Ένα άλλο αξιοπρόσεκτο γεγονός στα απομνημονεύματα του μεγάλου τραγουδιστή της γειτονικής χώρας, είναι και οι αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία για την σπουδαία γιορτή, «Τα Καρναβάλια της Κορυτσάς» που ήταν μια ασυνήθιστη θεατρική και μουσική ένωση για ολόκληρη τη χώρα, η οποία είχε γίνει ετήσιο έθιμο στους δρόμους της πόλης παρουσία μασκαρεμένων κατοίκων. Ο ίδιος θυμάται πως τα καταστήματα και τα γραφεία παρέμεναν κλειστά εκείνες τις μέρες και δεκάδες πολίτες έκαναν πλάκες αναμεταξύ τους ή παρελάμβαναν ντυμένοι στους δρόμους της πόλης. Οι γυναίκες φορούσαν μεγάλα χρωματιστά καπέλα και οι άνδρες φορούσαν μεταχειρισμένα ρούχα και τρομακτικές μάσκες. Η συγκεκριμένη εορτή, αν και αστικής προέλευσης, αφορούσε όλα τα κοινωνικά στρώματα, καθώς συμμετείχαν και οι ασθενέστεροι οικονομικά που δεν είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν φορέματα και μάσκες, αλείφοντας τα πρόσωπά τους με αλεύρι και κάνοντας σημάδια με μελάνι. Το έθιμο καταργήθηκε πλήρως από το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα ως αναχρονιστικό και αστικό, ωστόσο όμως, τα τελευταία πέντε χρόνια οι δημοτικές αρχές της πόλης, το επανάφεραν.
Άλλες σημαντικές στιγμές για τον καλλιτεχνικό σχηματισμό της πόλης, ήταν και η διεξαγωγή γυναίκειων καλλιστείων μόλις το 1931. Η διεξαγωγή διαγωνισμού ομορφιάς, γνωστή και ως «Miss Κορυτσά» στην Αλβανία του μεσοπολέμου, αποτελεί περίτρανή μαρτυρία πως η πόλη κάλπαζε προς την δυτικό τρόπο σκέψης και την ευρωπαϊκή ανάπτυξη και τον πολιτισμό, διακρίνοντάς την από τις άλλες επαρχίες, όπου το κίνημα χειραφέτησης ήταν ανύπαρκτο[18]. Εξίσου σημαντικές ήταν και οι θεατρικές παραστάσεις, όπου μεταξύ άλλων, ο Σουλιώτης θυμάται, “τον εχθρό των ανθρώπων” στο Majestic Cinema και την “Στέλλα Βιολάντη” ένα τρίπρακτο θεατρικό δράμα του Γρηγόρη Ξενόπουλου ή το δράμα “Columbus” του Άγγλου συγγραφέα Herman Ould που παίχτηκε το καλοκαίρι του 1937 από τον θίασο του Γαλλικού Λυκείου. Λίγες εβδομάδες αργότερα στις κινηματογραφικές αίθουσες της πόλης, προβλήθηκε και η πρώτη αλβανόφωνή ταινία με πλάνα από διαφορετικές πόλεις τις Αλβανίας.[19]
Αναλύοντας τις ιδιαιτερότητες της Κορυτσάς, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε το σήμα κατατεθέν της πόλης, τις καντάδες, γνωστές και ως «σερενάτες». Ο Σπύρος Σουλιώτης, που αναδείχθηκε καλλιτεχνικά στο ευρύ κοινό της χώρας μέσα από αυτές, και που όλη του την ζωή ερμήνευσε χιλιάδες από μικρή ηλικία, είναι πολύ συγκεκριμένος: Η Σερενάτα της Κορυτσάς άνθισε πραγματικά στην πόλη μας και μας έδωσε πανέμορφες ανθοδέσμες λουλουδιών για περίπου έναν αιώνα, ωστόσο όμως για να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η καταγωγή του προέρχεται από την γειτονική Ελλάδα. Ο σπόρος ήρθε και φυτεύτηκε στη Κορυτσά από τους “κανταδόρους” και τους “μαντολινάτες” της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς. Αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε ως μουσικό είδος επειδή το βοήθησε η αστική πόλη και ο ευρωπαϊκός αέρας που ήρθε με τους Γάλλους, τους Ιταλούς και τους Έλληνες εμπόρους ενάντια στην οθωμανική κατοχή. Η σερενάτα δεν έχει σχέση με το αλβανικό πατριωτικό τραγούδι που τραγουδήθηκε σε εθνικές γιορτές και βασίστηκε στην εθνική ιδέα της Αναγέννησης. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας μπορεί να «καλλιεργήθηκαν» μαζί για άλλους λόγους, αλλά μιλάμε για χασματικές διαφορές μεταξύ τους.[20]
Έτσι, τα νεαρά αγόρια της πόλης, συνήθιζαν να συγκεντρώνονται σε διάφορα σημεία της πόλης και να τραγουδούν μαζικά τα χαρακτηριστικά τραγούδια ή να πηγαίνουν εκδρομές (γνωστά και ως πικνίκ) με τα ποδήλατα τους σε διάφορα διάσημα μέρη (κυρίως ορεινές περιοχές και δάση, ακτές, ρυάκια και φαράγγια) όπου συνέθεταν και τραγουδούσαν τις σερενάτες και τις μαντολινάτες, πότε με τη μορφή ντουέτων και πότε με χορωδιακή μορφή, ωστόσο ακόμη και οι “άπειροι” σερεναδόροι που τα βράδια γέμιζαν τους δρόμους ή τα στενά λιθόστρωτα σοκάκια της Κορυτσάς γέμιζαν τις καρδιές των ανθρώπων με συναισθήματα.
Εκείνες τις ερμητικά μοναχικές νύχτες αντηχούσαν οι γλυκές μελωδίες των σερενάτων στα σοκάκια της πόλης, συνοδευμένες από μια κιθάρα και ένα μαντολίνο απελευθερώνοντας έτσι τον πόνο, τις απόκρυφες ερωτικές σχέσεις, τις απιστίες, τους χωρισμούς και όλες τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες που έχει ένα νεαρό αγόρι. Τα κορίτσια παρακολουθούσαν κρυφά πίσω από το περβάζι του παραθύρου, περιμένοντας να ακούσουν και να αναγνωρίσουν τη σιλουέτα ή τη φωνή του αγαπητικού τους, ενώ μερικοί γονείς κλείδωναν τις πόρτες και τα παράθυρα, έτσι ώστε οι κόρες τους να μην μπορούσαν να ακούσουν τις σερενάτες, καθώς πέραν των άλλων, υπήρχε και ο φόβος του κουτσομπολιού από τους γείτονες.[21]
Εξίσου σπουδαία ήταν τα μουσικά πάλκα ή τα γνωστά και ως νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, που αποτελούσαν εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης που άκμασαν το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, μόνο στην πόλη της Κορυτσάς. Με σημαντικές επιρροές από τα ελληνικά τραγούδια, αντικατοπτρίζουν το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής όπου αναπτύχθηκαν και ιδιαιτέρως τη νυχτερινή ζωή της πόλης και τον τρόπο διασκέδασης μεγάλης μερίδας κυρίως του ορθόδοξου πληθυσμού. Στην πορεία η κοινωνική τους βάση επεκτάθηκε και στους μουσουλμάνους, στην εργατική και τη μεσοαστική τάξη, ενώ στις μέρες μας αναγνωρίζεται ως δημοφιλής πολιτιστική κληρονομιά που ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στην πόλη της Κορυτσάς.
Πρόκειται για νυχτερινά μουσικά σχήματα, άμεσα συνδεδεμένα με το τραγούδι και τον χορό, που διαδόθηκαν σταδιακά από τα αστικά λαϊκά στρώματα της Ελλάδας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Εξελίχθηκαν προπολεμικά σε μουσικό είδος ευρείας απήχησης, λειτουργώντας ως ισχυρό σύμβολο ταυτότητας και ιδεολογίας της Κορυτσάς για την μοντέρνα αλβανική μουσική παράδοση, που είχε αντικαταστήσει πλήρως όλα τα οθωμανικά ανατολίτικα μουσικά ακούσματα. Διάσημοι επαγγελματίες τραγουδιστές και διάσημοι σερεναδόροι κοσμούσαν με το πρόσωπο τους και τα ονόματα τους τα διαφημιστικά φυλλάδια της εποχής, γνωστά και ως «ρεκλάμες», τις μουσικές σκηνές εκείνης της εποχής στην Κορυτσά. Τέτοια κέντρα ήταν το “Shetro Cafe”, το “Shpendi Park” και το πιο διάσημο καφέ της πόλης το “Panda” που είχε το πλήρες όνομά του: “Το στέκι των Οσμαλλήδων” που παρέμεινε στην ιστορία της πόλης μέχρι σήμερα ως “Panda” από το όνομα του πρώτου ιδιοκτήτη του Panda Osmanlliu. Το θρυλικό καφέ Panda στην οδό Mborje, παραπλέυρως του ποταμού της πόλης και κάτω από τα καταπράσινα πεύκα ήταν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία της πόλης. Κάθε ξύλινο τραπέζι και καρέκλα εκεί είχε επίσης μια ιστορία, κάθε βράδυ ήταν ένας σταθμός πολιτισμού, καθώς πέραν των διανοούμενων και των συζύγων τους που σύχναζαν, είχαν περάσει τα μεγαλύτερα ονόματα της σύγχρονής Αλβανίας.[22]
Ο Μεσοπόλεμος αποτέλεσε ίσως την πιο ζωντανή περίοδο της πόλης, καθώς σ’ αυτή την περίοδο άλλαξαν η σύσταση του πληθυσμού, η ρυμοτομία της, τα κοινωνικά πρότυπα, οι οικονομικές συνθήκες και η Κορυτσά κατοχυρώθηκε ως ένα σύγχρονο αστικό κέντρο. Σε αυτά τα πλαίσια, το 1937, ο βασιλιάς Ζόγκου θα επισκεφθεί την Κορυτσά ως την πιο εκσυγχρονισμένη πόλη της Αλβανίας, απ’ όπου και θα ξεκινήσει δειλά και την από-ισλαμοποίηση της χώρας, θέτοντας σε εφαρμογή τον ριζοσπαστικό νόμο «Περί απαγόρευσης της μαντίλας και του φερετζέ στις γυναίκες και άλλες θρησκευτικές διατάξεις». Το παράδειγμα έσπευσαν να δώσουν πρώτες οι αδελφές του βασιλέα Ζόγκου και όλες οι γυναίκες της βασιλικής αυλής που πέταξαν σε μια επίσημη τελετή τις μαντίλες τους. Σημαντικό είναι ωστόσο να αναφέρουμε πως με αυτόν τον νόμο καταργείται και το γονάτισμα του πιστού κατά την ώρα της προσευχής. Άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με το οικογενειακό δίκαιο που ξεκίνησαν την εφαρμογή τους στην Κορυτσά, ήταν και η νομιμοποίηση του διαζυγίου, ο προσδιορισμός της περιουσίας, η αξιοποίηση της προίκας, η νομιμοποίηση του πολιτικού γάμου, η σύναψη νέου γάμου κτλ. που αντικρούονταν ανοιχτά και με το αυστηρό ρωμαιοκαθολικό κανονικό δίκαιο, των βορείων περιοχών της χώρας.[23]
Για τη φασιστική Ιταλία, το ζήτημα της ιταλικής εισβολής στην Αλβανία εξελίχθηκε σταδιακά σε ένα πρόβλημα στρατηγικής σημασίας που είχε να κάνει με τα ευρύτερα συμφέροντά της στα Βαλκάνια. Οι εισβολές του Χίτλερ στην Ευρώπη είχαν επηρεάσει σημαντικά τη φήμη του Μουσολίνι, ο οποίος ήθελε να «κλέψει» μέρος της δόξας του Φύρερ. Έτσι, μετά την επίθεση του Χίτλερ στην Τσεχοσλοβακία, ο Μουσολίνι αντέδρασε παρορμητικά εισβάλλοντας την Αλβανία. Στις 25 Μαρτίου 1939, η Ιταλία εξέδωσε μνημόνιο στην Αλβανία ισοδύναμο με τελεσίγραφο για την άμεση προσάρτησή της. Νωρίς το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, 7 Απριλίου, περισσότερα από 40.000 ιταλικά στρατεύματα προσγειώθηκαν με την υποστήριξη του ναυτικού και της αεροπορικής δύναμης, ενώ ο Βασιλιάς Αχμέτ Ζόγκου κατέφυγε στην Ελλάδα. Την επόμενη μέρα, ο Galeazzo Ciano έφτασε στα Τίρανα και συγκάλεσε μια συνέλευση με πολλούς βουλευτές, όσους μπορούσε να συγκεντρώσει. Ο Ιταλός βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ δέχθηκε το Αλβανικό στέμμα, διορίζοντας τον πρέσβη του στα Τίρανα, Φραντσέσκο Τζιακομόνι, ως αντιπρόεδρο του νέου αλβανικού βασιλείου.[24]
Η φασιστική Ιταλία σταμάτησε όλη αυτή την καλλιτεχνική άνθηση της πόλης. Απαγόρευσε ρητά τα τραγούδια, τις συναυλίες, τις θεατρικές παραστάσεις και σχεδόν όλες τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Όποιος τολμούσε να διαφωνήσει και να αντισταθεί στη φασιστική κατοχή θα το πλήρωνε ακριβά. Ωστόσο όμως, στη Κορυτσά θα ξεσπάσει και η πρώτη οργανωμένη διαδήλωση κατά της ιταλικής κατοχής από διανοούμενους, νεολαίους, εργάτες και αγρότες που είχαν συνειδητοποιήσει νωρίς ότι η φασιστική κατοχή είχε προκαλέσει πλήρη ανατροπή και ότι η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη όχι μόνο για την πόλη αλλά για την Ευρώπη γενικότερα[25].
Η ιταλική εισβολή και η εξέγερση της Κορυτσάς βρήκε τον νεαρό Ενβέρ Χότζα τότε, ως καθηγητή στο γαλλικό λύκειο της Κορυτσάς, από όπου και απολύθηκε με την κατηγορία ότι προσπαθούσε να μυήσει τους μαθητές του στα μυστήρια του μαρξισμού. Έφυγε εκ νέου για τα Τίρανα ως απεσταλμένος της μικρής κομμουνιστικής ομάδας της Κορυτσάς, μέλος της οποίας είχε γίνει λίγο νωρίτερα. Στην Αλβανία αυτή την περίοδο είχαν δημιουργηθεί αρκετές μικρές κομμουνιστικές ομάδες. Μετά το 1937 οι επικρατέστερες όμως ήταν οκτώ. Οι σημαντικότερες εξ αυτών ήταν Α) Η Οργάνωση της Κορυτσάς όπου υπαγόταν ο Χότζα και ήταν μόνη που ακολουθούσε την γραμμή της Κομιντέρν. Β) Η Οργάνωση της Σκόδρας και Γ) Η Οργάνωση των Νέων. Άλλες δύο εξίσου ισχυρές οργανώσεις, ήταν και οι τροτσκιστικές.[26]
Εδώ είναι σημαντικό να πούμε, ότι την άνοιξη του 1941 κατόπιν ιταλικής εντολής θεμελιώθηκε το Radio Korça, (Ράδιο Κορυτσά) που θα μετέδιδε καθημερινά ιταλικά τραγούδια και αλβανικά λαϊκά τραγούδια. Η αναμετάδοση που περιλάμβανε μια άμεση σύνδεση με το Radio Tirana που είχε θεμελιωθεί νωρίτερα αλλά είχε πολλά τεχνικά προβλήματα και πολλές φορές σταματούσε την αναμετάδοση, με αποτέλεσμα να εκπέμπει μόνο του. Το Ράδιο της Κορυτσάς λειτουργεί μέχρι σήμερα και δεν σταμάτησε να εκπέμπει ούτε κατά την γερμανική κατοχή, ούτε κατά την διάρκεια του καθεστώτος Χότζα.
Τέλος, αξίζει να σημειώσω εδώ, πως η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος ήταν αχίλλειος πτέρνα και παντοτινό ταμπού για την σοσιαλιστική Αλβανία, είτε γιατί αποκρύφτηκε, είτε γιατί παραποιήθηκε επιμελώς και είτε γιατί έμεινε μπλοκαρισμένη στα κρατικά αρχεία για μισό αιώνα περίπου, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των ίδιων των Αλβανών να μην την γνωρίζουν μέχρι και σήμερα. Το πολιτικό καθεστώς που κυβέρνησε την Αλβανία κατά τα έτη 1944-1991 ανήλθε στην εξουσία και ξερίζωσε τον αστικό τρόπο ζωής που είχε η Κορυτσά με στόχο και σκοπό να χτίσει μια νέα ‘σοσιαλιστική κοινωνία’, που δεν θα υπήρχε πλέον η εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο, που θα επικρατούσε η απόλυτη ισότητα και η ελευθερία και ο φτωχός λαός θα ήταν στην εξουσία. Ακόμη και σε αυτό το κάλεσμα, η Κορυτσά ως μήτρα που κυοφόρησε πρώτη τις κομουνιστικές ιδέες, έδωσε το παρόν. Προσαρμόστηκε, ή έστω προσπάθησε να προσαρμοστεί στη νέα τάξη πραγμάτων.
Η πορεία αυτή εκφυλίστηκε εκ των έσω, φαλκιδεύτηκε σε κάθε πτυχή και υπονομεύτηκε από την ίδια την ηγεσία της χώρας η οποία παραβίασε το φιλολαϊκό πλαίσιο, που αρχικά εξήγγειλε ο Ενβέρ Χότζα μετά την απελευθέρωση. Το αποτέλεσμα ήταν να πέσει πανηγυρικά έξω, και να ταυτίσει αυτό που λέμε «σοσιαλιστική εποχή» με την «καταπίεση» στην συνείδηση του μεγαλύτερου μέρους των Αλβανών. Η περίοδος αυτή, χαρακτηρίζεται και ως «η περίοδος της μόνιμης ταξικής πάλης», που στην Κουτσά διεξήχθη υπό άγριες συνθήκες και σε έντονο βαθμό, ώστε να μεταβεί η κοινωνία στον νέο λιτό τρόπο ζωής που πλην των άλλων, έπρεπε να επιφέρει και την κοινωνική ομοιογένεια, όπου θα ρίχνονταν τα θεμέλια μιας αταξικής κοινωνίας. Ένα όνειρο που τελικά εξελίχθηκε σε εφιάλτη και κράτησε 47 ολόκληρα χρόνια. 47 ολόκληρα χρόνια, πέρασαν μέχρι εκείνο τον Φλεβάρη του 89 που έφυγαν για πρώτη φορά από το κλουβί του Ραμίζ Αλία, διαδόχου του Ενβέρ Χότζα, τα πρώτα «χελιδόνια» προς την Ελλάδα. 48 χρόνια και κάτι, μέχρι να αντικρίσουν οι νεοέλληνες των 90s τους πρώτους εξαθλιωμένους Αλβανούς της φτωχότερης χώρας της Ευρώπης, που δεν ήθελαν ή δεν ήξεραν να εξομολογηθούν την ιστορία που σήμερα σας λέω.
[2]Τα πολιτικά κόμματα δεν ήταν νόμιμα. Ο βασιλιάς ήταν ο μόνος που νομοθετούσε και είχε δικαίωμα διάλυσης της βουλής. Απαγορεύτηκε η προπαγάνδα εναντίον του και εναντίον της «συνταγματικής τάξης». Επιβάρυνε με αστικό φόρο τους πολίτες, για την συντήρηση της βασιλικής οικογένειας. Pavlowitch, σ. 428
[4]Duka Valentina, Histori e Shqiperise 1912-2000,, σ. 181
[5]Οικονομίδης Αλέξανδρος, ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚO ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ: Η θρησκευτική πολιτική στην Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας (1945-1991), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ανέκδοτο. σ. 65
[6] Το Εθνικό Λύκειο της Κορυτσάς ή το Γαλλικό Λύκειο (Αλβανικό Εθνικό Λύκειο) ήταν ένα γυμνάσιο στην πόλη, χρηματοδοτούμενο από την αλβανική κυβέρνηση, το οποίο διέδωσε τη γαλλική κουλτούρα και τις ευρωπαϊκές αξίες. Το σχολείο λειτούργησε πλήρως τα έτη 1917-1939. Το Λύκειο άνοιξε τις πόρτες του στις 25 Οκτωβρίου 1917 ως Γαλλικό Λύκειο με την απόφαση της κυβέρνησης της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κορυτσάς. Το 1921 μετονομάστηκε. Ήταν ένα κοσμικό σχολείο, όπου όλα τα μαθήματα ήταν στα γαλλικά εκτός από το μάθημα της αλβανικής γλώσσας. Οι καθηγητές ήταν έγκριτοι Γάλλοι, Ελβετοί και Βέλγοι ενώ αποφοίτησαν σχεδόν όλες οι σημαντικές προσωπικότητες της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής Αλβανίας, με πρώτο τον δικτάτορα Ενβέρ Χότζα και σχεδόν όλους τους αντιπάλους του. Ο Ενβέρ Χότζα, για πρώτη φορά στην Κορυτσά κατέφθασε το φθινόπωρο του 1927 ώστε να ολοκληρώσει τα τρία τελευταία χρόνια της μέσης εκπαίδευσης του στο γαλλικό λύκειο της πόλης. Εκεί, έλαβε μια τελείως διαφορετική μόρφωση από την συνηθισμένη της χώρας. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του γαλλικού λυκείου καθοριζόταν απευθείας από το Παρίσι και η κυβέρνηση του βασιλιά δεν μπορούσε να επέμβει στο εσωτερικό του. Σε περίπτωση που επενέβαινε ή λογόκρινε τα βιβλία, την ύλη και τον τρόπο διδασκαλίας υποχρεωνόταν να πληρώσει αποζημίωση στην Γαλλία. Βλ. Enver Hoxha, Vite te rinise, σ. 22 & Shefik Osmani:Fjalor i pedagogjisë, σ. 384 – 386 & http://www.bashkiakorce.gov.al/frontend/article.php?aid=142&cid=51
[7] Το 1928, ο Δήμος των Τιράνων διέθετε πέντε οίκους ανοχής με εγγραμμένες 71 “κοινές/ δημόσιες γυναίκες”, εκ των οποίων πέντε ήταν Ελληνίδες, δύο Γιουγκοσλάβες, δύο Γαλλίδες και 62 Αλβανίδες. όπως αναγράφονται σ΄ ένα δημόσιο έγγραφο της εποχής σύμφωνα με τον Fatos Baxhaku, που μεταξύ άλλων αναφέρει ότι εκείνη την εποχή, συνελήφθησαν 13 άτομα, τα οποία επιδίδονταν σε πρόστυχες πράξεις παράνομης μαστροπείας κλεισμένα σ΄ ένα σπίτι με κοινές γυναίκες. Αυτά τα στοιχεία έρχονται στο φως της δημοσιότητας πολλά χρόνια μετά την νομιμοποίηση της πορνείας στο ΄Βασίλειο της Αλβανίας” και την υιοθέτηση των “κανόνων πορνείας” που συνέβη στις αρχές του 1922, όταν ο Αχμετ Ζόγκου (μετέπειτα βασιλιάς Ζόγκου) ανέλαβε την θέση του Υπουργού Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Τζαφέρ Ουπι (Xhafer Ypi). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αλβανική παράδοση μέχρι και το 1922 οι γυναίκες αυτές ονομάζονται δημόσιες ή κοινές και πρώτος ο Ζόγκου τις αναδεικνύει σε επαγγελματίες πόρνες με την νομιμοποίηση τους. Συγκεκριμένα η τότε κυβέρνηση ενέκρινε κανονισμό 26 άρθρων, γνωστού ως “κανονισμός για τη ρύθμιση της πορνείας”, για να καθορίσει ποιος δίνει την άδεια εξάσκησης επαγγέλματος, πως και που πρέπει να στεγάζονται οι οίκοι ανοχής, την υποχρεωτική ιατρική επίσκεψη των γυναικών από τον δημοτικό γιατρό δυο φορές την εβδομάδα, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των “υπευθύνων” των οίκων ανοχής, καθώς επίσης θεσμοθετεί και την μηνιαία φορολογία της κάθε ετέρας με δυο επίχρυσα φράγκα στον οικείο δήμο. Σημαντικό στοιχείο για την καταπολέμηση της διαφθοράς μέσω της μαστροπείας αποτελεί, η καταβολή του φόρου μέσω του δημοτικού γιατρού στα ταμεία του δήμου κι όχι απευθείας από τις πόρνες. Λέγεται μάλιστα, πως ο νομοθέτης για να ρυθμίσει την πορνεία στην συντηρητική αλβανική κοινωνία με όλες τις ιδιαιτερότητες που την διακατείχαν, εμπνεύστηκε από τον ανάλογο κανονισμό που ίσχυε στο Σεράγεβο κατά τη διάρκεια της Αυστρο-ουγγρικής κατοχής. Επιπλέον αξίζει να πούμε, ότι νόμιμοι οίκοι ανοχής λειτούργησαν επίσης στις παραλιακές πόλεις του Δυρραχίου και της Αυλώνας αλλά και στην Κορυτσά. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές όταν έγινε η ιταλική κατοχή της Αλβανίας το (7 με 12 Απριλίου, 1939) οι πόρνες των οίκων ανοχής “δημεύτηκαν” από τον ιταλικό στρατό και ταξίδευαν μαζί τους ανά την επικράτεια της χώρας, ανάλογα με τις ανάγκες του στρατού. Από το Δεκέμβρη του 1944 και καθ’ όλη την διάρκεια του καθεστώτος Ενβέρ Χότζα η πορνεία όχι μόνο απαγορεύτηκε αλλά μετατράπηκε και σ΄ ένα βαρύτατο κακούργημα του Ποινικού Κώδικα. Τέλος, 74 χρόνια μετά την οριστική απαγόρευση της και παρά την μεταπολίτευση του 1991 η Αλβανία εξακολουθεί να την απαγορεύει χωρίς να δείχνει την παραμικρή διάθεση της επαναφοράς της. Βλ. Shtëpitë publike në Tiranën e ‘38-ës, gratë që dëfrenin pasanikët
[8] Edith Durham γραφει: “Η Κορυτσά είναι η καθαρότερη πόλη της τουρκικής αυτοκρατορίας, ενώ η Οχρίδα είναι ακόμα μεσαιωνική, η Κορυτσά είναι πολιτισμένη. Είχα ένα θερμό καλωσόρισμα στο Αλβανικό σχολείο θηλέων. Το σχολείο ήταν τόσο «μοντέρνο» που έμοιαζε σαν να επέστρεψα ξαφνικά στην Ευρώπη. Είναι το μοναδικό σχολείο σε όλη τη Νότια Αλβανία όπου επιτρέπεται στα παιδιά της Αλβανίας να μάθουν, να διαβάζουν και να γράφουν στη μητρική τους γλώσσα. Στο σχολείο χρησιμοποιείται το ειδικό αλβανικό αλφάβητο και όχι στο λατινικό, δεδομένου ότι η Koρυτσά είναι μία από τις πόλεις που η Ελλάδα θέλει να προσαρτήσει, ο Έλληνας δεσπότης της πόλης είναι ενάντια στην εκμάθηση της μητρικής τους γλώσσας. Και το σχολείο των θηλέων αντέχει μέχρι στιγμής κάθε λογής καταιγίδα, επειδή βρίσκεται υπό την προστασία των Αυστριακών και των Αμερικανών. “Οι άνθρωποι της Κορυτσάς με καλωσόρισαν και ενθουσιάστηκαν πολύ με το σχέδιό μου να διασχίσω ολόκληρη την χώρα με άλογο….” Η Κορυτσά είναι μια πόλη που σε εκπλήσσει, είναι καθαρή, πολύ καθαρή, ίσως η καθαρότερη πόλη που έχω δει στην Τουρκική Αυτοκρατορία, με καλούς πλακόστρωτους δρόμους και χωρίς σκουπίδια στα πόδια σου». Elida Zylbeari, Miss-i i parë që u zhvillua në Korçë dhe arsyet pse u quajt Parisi i vogël
[9] Ο καζάς (αραβικά: قضاء, qaḍāʾ, πληθυντικός: أقضية, aqḍiyah, οθωμανικά τουρκικά: kazâ, τουρκικά: kaza) ή το καϊμακαμλίκι (τουρκικά Kaymakamlığı) αποτελεί μια διοικητική διαίρεση που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και έπειτα από τα διάδοχα κράτη της αυτοκρατορίας. Η λέξη προέρχεται από οθωμανική τουρκική γλώσσα και σημαίνει “διοίκηση” και συχνά μεταφράζεται ως “επαρχία”,”υπο-επαρχία”(επίσης αναφέρεται έτσι και ο “ναχιγές”) ή “δικαστική περιφέρεια”.Στην ελληνική ιστοριογραφία μεταφράζεται και ως “νομός” μιμούμενος την μεταγενέστερη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας.
[10] Ο Johan Georg von Hahn (1811-1869) ήταν Αυστριακός διπλωμάτης και αλβανολόγος. Το 1847 διορίστηκε αναπληρωτής πρόξενος στα Ιωάννινα, το 1851 στη Σύρα και από το 1869 στην Αθήνα. Ο Hahn είχε συλλέξει υλικό από το βόρειο τμήμα της Αλβανίας, έμαθε την αλβανική γλώσσα και απέδειξε τη σχέση της αλβανικής γλώσσας, ως γλώσσας της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας.
[12] Η Τέφτα Τάσκο-Κότσο (αλβανικά: Tefta Tashko-Koço) ήταν σημαντική Αλβανίδα τραγουδίστρια που άκμασε στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1910 στο Φαγιούμ της Αιγύπτου και προερχόταν από οικογένεια Αλβανών μεταναστών. Πατέρας της ήταν ο εθνικιστής Αθανάς Τάσκο από το χωριό Φράσερι του σαντζακιού του Αργυροκάστρου, ενώ η μητέρα της ονομαζόταν Ελένη Ζωγράφι. Το 1921, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα της, η ίδια και η οικογένειά της εγκατέλειψαν την Αίγυπτο και εγκαταστάθηκαν στην Κορυτσά της Αλβανίας, όπου η Τάσκο ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Το 1927 μετέβη στη Γαλλία όπου πραγματοποίησε μουσικές σπουδές στα ωδεία του Μονπελιέ (1927 – 1931) και του Παρισιού (1931 – 1933). Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Παρίσι πραγματοποίησε και τις πρώτες εμφανίσεις της στο κοινό. Το 1935 επέστρεψε στην Αλβανία όπου έκανε σημαντική καριέρα ως υψίφωνος, ενώ ενδιάμεσα πραγματοποίησε περαιτέρω σπουδές στην Ιταλία. Η Τάσκο-Κότσο διακρίθηκε για τις ερμηνείες της στο παραδοσιακό, αλλά και στο λυρικό ρεπερτόριο, καθώς και για τις περιοδείες της ακόμη και στα πιο απομονωμένα χωριά της αλβανικής επικράτειας. Επιπλέον, το 1937 και το 1942 πραγματοποίησε ηχογραφήσεις λυρικών τραγουδιών στην Ιταλία, ενώ μεταπολεμικά ασχολήθηκε και με το αντάρτικο τραγούδι.
Πέθανε στα Τίρανα, στα τέλη Δεκεμβρίου (απεβίωσε στις 22 ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή στις 28 ή 29 του μήνα του 1947. Ήταν παντρεμένη με τον βαρύτονο Κρίστο Κότσο, μαζί με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον μουσικό και συγγραφέα Ένο Κότσο.
[13] Αλέξανδρος Οικονομίδης, Më quajnë Piro, Μελετώντας το αρχείο του Άξιου Καλλιτέχνη PiroSulioti. Ανέκδοτο.
[14]Σάζι: εφτάχορδο μουσικό όργανο διαφόρων χωρών της ανατολικής Μεσογείου, με αχλαδόσχημο ηχείο και λεπτό μακρύ χέρι
[16]Ο Σουλιώτης γράφει: Το αδιαμφισβήτητο λίκνο για αυτή την μουσική ήταν κυρίως η πόλη της Κορυτσάς, ακόμη και πολύ πριν από τη διακήρυξη της Ανεξαρτησίας όταν κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα, σχηματίστηκαν ορχήστρες με πνευστά όργανα. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε ολόκληρη η περιοχή της Κορυτσάς (θέλω να τονίσω ότι τα χωριά συνέβαλαν επίσης σ’ αυτό) ένας σημαντικός παράγοντας ήταν η γεωγραφική θέση στη Νοτιοανατολική Αλβανία. Η γεωγραφική θέση ήταν καθοριστική για την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη καθώς και για την ανάπτυξη της ‘πατριωτικής ιδέας’. Στις αρχές του 1923, η Κορυτσά ως πόλη αριθμούσε 25.600 κατοίκους, σε μια εποχή που η κίνηση για την Αλβανία ήταν εξαιρετικά δύσκολη και οι δρόμοι ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι, η Κορυτσά και άλλες πόλεις της περιοχής συνδέονταν μέσω ενός οδικού δικτύου με το Μοναστήρι της Γιουγκοσλαβίας, την Καστοριά και την Φλώρινα της Ελλάδας. Η Κορυτσά, ήταν η επικοινωνία που συνέδεε την Αλβανία με τα Νοτιοανατολικά Βαλκάνια στη διακίνηση αγαθών και ανθρώπων προς την αμοιβαία κατεύθυνση μεταξύ αυτών των χωρών. Παρ ‘όλα αυτά, θυμάμαι τα λόγια των ηλικιωμένων ως μια ιστορία για τη στρατηγική τοποθεσία της πόλης. Η γαλλική κατοχή της πόλης κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πολιτισμός που είχε ήδη επικρατήσει, η νέα αστική τάξη που είχε σχηματιστεί, δεκάδες μετανάστες που είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, η ίδρυση του πρώτου αλβανικού σχολείου και η γεωμορφολογία με τις οροσειρές, τις κοιλάδες, τους λάκκους και τις περιοχές που συνδέονταν μεταξύ τους με μυστικά περάσματα και φαράγγια το είχαν καταστήσει στρατηγικό φρούριο. Για το λόγο αυτό, πιθανότατα άκμασε ως εμπορικό κέντρο ανάμεσα στο σταυροδρόμι μαζί με τα μικρότερα κέντρα βιοτεχνίας και εμπορίου της εποχής, όπως: Έτσι, η Κορυτσά έγινε ένα οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο που είχε ήδη ένα εργοστάσιο καπνού, μπύρας, δέρματος και κλωστοϋφαντουργίας, όπου αργότερα εξελίχθηκαν οι κομμουνιστικές ιδέες και η περιβόητη ομάδα της Κορυτσάς. Ένα σημαντικό σημείο της πόλης για την πολιτιστική ανάπτυξη και όχι μόνο για την ισχυρή οικονομία ήταν το παζάρι. Η Κορυτσά εξέφρασε την εμπορική φύση που αναπτύχθηκε μέσω της ανταλλαγής αγαθών και της κυκλοφορίας ανθρώπων. Το παζάρι έφτασε στο αποκορύφωμα της δύναμής του και μαζί με αυτό και η οικονομία της πόλης, από τα πανδοχεία, τα παντοπωλεία, τους σιδηρουργούς, τα κρεοπωλεία, και τους τσαγκάρηδες.[…]Η μουσική της περιόδου της Αναγέννησης και της Ανεξαρτησίας ήταν πολιτιστικό και καλλιτεχνικό κομμάτι της πόλης. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, τέθηκαν τα θεμέλια της πατριωτικής μουσικής. Η Κορυτσά μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο διακρίθηκε για την εκπαίδευση, την λογοτεχνία και τη νέα Αλβανική μουσική μαζί με τη Σκόδρα και την Αυλώνα. Η αστική λαϊκή μουσική της Κορυτσάς ήταν ισό-πολυφωνική και τα μουσικά όργανα ήταν σάζι, βιολί, κλαρινέτο, ακορντεόν φλογέρα και ντέφι, ενώ τα τραγούδια ήταν για γάμους, για αγάπη, για το χωριό και για την πόλη. Τα διακριτικά χαρακτηριστικά ήταν η ‘πατριωτική κατεύθυνση’, η λυρική-σατιρική κατεύθυνση και η λυρική-ερωτική κατεύθυνση, που δημιουργήθηκαν και εξαπλώθηκαν σε διάφορα κοινωνικά στρώματα […]Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και μέχρι την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όσο έζησα και όσο θυμάμαι, η Αλβανική αστική μουσική χαρακτηρίστηκε από έντονες αλλαγές που έθεσαν τον θεμέλιο λίθο αυτού που ονομάζουμε σήμερα χαρακτηριστικά τραγούδια της Κορυτσάς. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτήν την περίοδο η αλβανική μουσική παράδοση περιλαμβάνει για πρώτη φορά μια συναυλιακή δραστηριότητα, με δυτικού τύπου επαγγελματικές γνώσεις και νέες μουσικές μορφές όπως χορωδίες, μαντολινάτες και ορχήστρες κ.λπ. Για αυτήν τη νέα στροφή, έπαιξε σημαντικό ρόλο η εξάπλωση πολιτιστικών και καλλιτεχνικών συλλόγων. Ο πιο σημαντικός πυλώνας και ταυτόχρονα το πρώτο οργανωμένο πολιτιστικό ίδρυμα ήταν κατά τη γνώμη μου η «Εταιρεία Καλών Τεχνών», ή και η ορχήστρα «Βάτρα» του Θωμά Νάσι. Η μουσική, θεατρική και χορωδιακή δραστηριότητα της «Εταιρείας Καλών Τεχνών», μαζί με την Εταιρεία Djelmuria Korçare (Νεολαία Κορυτσάς) (ιδρύθηκε από τους νέους της πόλης το 1922) το 1927 θα γεννήσουν την περιβόητη χορωδία «Λύρα» που σε αντίθεση με άλλες χορωδίες και μαντολίνες στην πόλη, θα ερμηνεύσει μεγάλο αριθμό αλβανικών αναγεννησιακών τραγουδιών. Οπ. π. σ.14-28
[25] Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έστειλε ο αρχηγός της Βασιλικής Αλβανικής χωροφυλακής, Στρατηγός Giusepe Paglieri, και τα στοιχεία που τεκμηριώθηκαν στην επιστολή της 17ης Νοεμβρίου 1941, του Διευθυντή της Κεντρικής χωροφυλακής, Zef Kadarja, που εστάλη στον Γενικό Βικέρυο στο Υπουργείο Εσωτερικών, η διαδήλωση της 8ης Νοεμβρίου 1941 στην Κορυτσά, η οποία για τις παραπάνω αρχές θεωρήθηκε εξέγερση πραγματοποιήθηκε ως εξής: Στις 8 Νοεμβρίου 1941, στις 11:00 π.μ., μια ομάδα σχεδόν 80 μαθητών του Λυκείου «Turtulli» συγκεντρώθηκαν ξαφνικά κοντά στο προαύλιο χώρο του λυκείου και κατέβηκαν ως μια οργανωμένη ομάδα προς την πόλη, διασχίζοντας τον κεντρικό δρόμο. Η ομάδα, η οποία περιελάβανε και διάφορα «εξωτερικά στοιχεία», καθοδηγούταν από δέκα μαθητές που μαζί με τους άλλους φώναζαν συνθήματα όπως “Ζήτω η ελεύθερη Αλβανία”, “Η θρησκεία δεν μας χωρίζει”, “Κάτω εκείνοι που εργάζονται για αυτό το σκοπό ” και κρατώντας επίσης πινακίδες γραμμένες στα Αλβανικά με τα παραπάνω συνθήματα. Καθώς όμως διεξάγονταν η διαμαρτυρία, πραγματοποιήθηκε έκτακη συνάντηση, μεταξύ του διευθυντή της χωροφυλακής του νομάρχη, του διοικητή της αλβανικής φασιστικής πολιτοφυλακής και του εκπρόσωπου του στρατηγού Viceroy για να αποτιμήσουν την κατάσταση και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα. Εν τω μεταξύ, η πορεία αρχικά είχε περάσει αδιάφορη από τον τοπικό πληθυσμό, ο οποίος δεν της έδωσε ιδιαίτερη προσοχή μέχρι την στιγμή που υψώθηκε η σημαία του προηγούμενου καθεστώτος (Εθνική σημαία) στην οδό “Queen Elena”, κοντά στο δημόσιο πάρκο. Τότε, για άγνωστους λόγους, ένας τσαγκάρης, τον οποίο παρακολουθούσε η Δημόσια Ασφάλεια, πιθανόν να ήταν ο Tomorr Zavalani, απευθυνόμενος στον Βικέρυο Luigi Cognioli, του μίλησε προσβλητικά και έντονα. Ο Βικέρυος τον πλησίασε για να τον ηρεμήσει, καλώντας τον να αποσυρθεί και να μην ξεχάσει ότι απευθύνεται σ’ έναν Ιταλό αξιωματικό. Ο άντρας αμέσως σήκωσε τα χέρια κατά πάνω του Cognioli και πολλοί διαδηλωτές ρίχτηκαν εναντίων του.
Εκείνη τη στιγμή, ο αναπληρωτής ταξιαρχηγός Ritrosi Luigi, από τον σταθμό Prejes Street της Κορυτσάς καθώς είδε τον ανώτερο του να βρίσκεται στο έδαφος και ένα πλήθος διαδηλωτών να του επιτίθεται , έριξε μια χειροβομβίδα προς το μέρος των διαδηλωτών. Σχεδόν ταυτόχρονα, ακούστηκε μια άλλη χειροβομβίδα. Η έκρηξη επέφερε αμέσως πυροβολισμούς από τους στρατιώτες της φασιστικής πολιτοφυλακής και από τους φορείς της δημόσιας ασφάλειας. Τα προαναφερθέντα επεισόδια βίας πραγματοποιήθηκαν σε λιγότερο από πέντε λεπτά. Το πλήθος διαλύθηκε αμέσως καθώς έπεσαν ένας νεκρός και δύο σοβαρά τραυματίες στο έδαφος, ενώ οι υπόλοιποι τραυματίες, (συνολικά 22 άτομα) κατέφυγαν στα στενά όπου τους περιέθαλψαν πολίτες. Οι αρχές σταμάτησαν αμέσως 21 άτομα που κρίθηκαν ως αυτουργοί, μεταξύ αυτών τέσσερις ήταν μαθητές. https://gazetamapo.al/demonstrata-antifashiste-e-korces-8-nentor-1941/
[26] Fischer Jurgen Bernd, Balkan Strongmen-Dictators and Authoritarion Rulers of Southeast Europe σ. 264
Η Κορυτσά απέχει από την Φλώρινα περίπου 88 χιλιόμετρα. Στην πραγματικότητα, όμως, η απόσταση είναι πιο μικρή ή ίσως εμένα έτσι να μου φαίνεται. Προσωπικά πιστεύω, πως αν εξαιρέσουμε το έπος του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, που πιθανόν ν’ ακούσαμε σε κάποια σχολική εορτή, οι περισσότεροι ελάχιστα γνωρίζουμε για την πανέμορφη και τόσο ιδιαίτερη πόλη που βρίσκεται μια ανάσα από τα Βόρεια σύνορα μας. Και για ν΄ ακριβολογούμε και να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, ελάχιστα γνωρίζουμε για την Αλβανία γενικότερα. Στην ‘αναμπουμπούλα’ που δημιουργήθηκε την δεκαετία του 1990 με το μεγάλο κύμα εισόδου εξαθλιωμένων Αλβανών μεταναστών, η πλειοψηφία των Ελλήνων είτε αδιαφόρησε, είτε δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουν τις πτυχές του άγνωστου πολιτισμού και της ιστορίας που είχε ο γειτονικός λαός.
Κι εδώ να ξεκαθαρίσω, ακριβώς επειδή είναι δύσκολες εποχές και πονηροί καιροί, πως το συγκεκριμένο «Ταξίδι Ιστορίας» που επιχειρώ να σας πάω, στοχεύει αποκλειστικά και μόνο, στην ανάδειξη της διαχρονικής-διαπολιτισμικής θέσης που επάξια κατέχει πλέον η πόλη της Κορυτσάς (αλβανικά: Korçë «Κόρτσε»), μιας πόλης που έχει επανειλημμένα χαρακτηρισθεί ως μοναδική γέφυρα που συνδέει πότε τα ιδιόμορφα Ανατολικά Βαλκάνια με την Ευρώπη, πότε την παράδοση της Ανατολής με την φινέτσα της Δύσης, την Ορθοδοξία με το Ισλάμ, τον «πρώιμο σοσιαλισμό» με την αστική δημοκρατία και κυρίως, την Ελλάδα με την Αλβανία όσο ίσως καμία άλλη περιοχή ένθεν και εκείθεν των συνόρων. συνεπώςλοιπόν η Κορυτσά, δίκαια χαρακτηρίζεται εδώ κι αιώνες ως «το σταυροδρόμι των πολιτισμών».
Κρίνω απαραίτητο για τον αναγνώστη, προτού εισέλθω στο κύριο μέρος αυτής της μελέτης, να παραθέσω εν συντομία μερικές πληροφορίες, τόσο για την πόλη της Κορυτσάς, όσο και για την σύγχρονη ιστορία της γειτονικής χώρας. Όποιος ερευνητής ενδιαφέρεται να εξετάσει άγνωστες πτυχές της αλβανικής ιστορίας θα παρατηρήσει στις πηγές περίεργες και ανεξήγητες αντιφάσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Ενβέρ Χότζα για πάρα πολλά χρόνια επέβαλε στην ιστορία την δική του έκδοση. Ο ίδιος, εξειδικεύτηκε για περίπου τέσσερις δεκαετίες στην παραποίηση των γεγονότων, στην ακύρωση ή και εξαφάνιση προσωπικοτήτων με σκοπό την οικοδόμηση μιας ιστορίας με μοναδικό πρωταγωνιστή τον εαυτό του. Η περίπτωση του Χότζα διαφέρει από πολλούς άλλους δικτάτορες, διότι παραποίησε επιμελώς την ιστορία εξαλείφοντας τους μάρτυρες και τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν ήδη από πολύ νωρίς. Δεν περίμενε να γίνει ο ισχυρότερος άνδρας της χώρας, ούτε και να ανέβει στο βάθρο για να ξεκινήσει το ξεκαθάρισμα και τις εξαλείψεις, τα εφάρμοσε όλα από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του.[1]Από την άλλη, μετά την πτώση της δικτατορίας του γράφτηκαν τόσα πολλά και ακούστηκαν άλλα τόσα για τα «απόκρυφα πεπραγμένα του δικτάτορα» που ενδεχομένως μερικά και να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Η περίπλοκη και αντιφατική του προσωπικότητα χάραξε έναν μοναχικό δρόμο για την Αλβανία, αφήνοντας το αποτύπωμα της σε κάθε όψη της ζωής της χώρας.[2] Μετά από 40 χρόνια αδιάκοπης δικτατορίας στην Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας, το ηθικό του λαού παρουσίαζε συμπτώματα κατάρρευσης. Ο φόβος της ντροπής για κάποια πράξη, ο φόβος της σύλληψης για κάποια έκφραση μη συμβατή με το καθεστώς οδηγούσε στην συνεχόμενη τρομοκρατία, στο ψέμα, στη δουλικότητα, στο συμβιβασμό και την χαφιεδολογία.[3] Παρά τις επιτυχίες στην γεωργία, την υγεία, την εκπαίδευση το έργο του σκιάζεται από μια κληρονομιά ανελέητης καταπίεσης της οποίας ο απολογισμός δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Η νεότερη πόλη της Κορυτσάς, χρονολογείται από το τέλος του 15ου αιώνα, οπότε ο Ηλιάζ Χότζα ανέπτυξε την Κορυτσά κατά τις εντολές του Σουλτάνου Μωάμεθ Β.[4] Η Κορυτσά ήταν σαντζάκι του βιλαετίου του Μοναστηριού ως Γκιορίτσε.[5] Η πόλη άρχισε να ακμάζει όταν η γειτονική Μοσχόπολη λεηλατήθηκε από τα στρατεύματα του Αλή Πασά το 1788.[6] Η Κορυτσά εκτός από σημαντικό εμπορικό αποτέλεσε και πνευματικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, με πλήθος ελληνικών σχολείων να λειτουργούν σε αυτή. Ωστόσο όμως, από την άλλη, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, η Κορυτσά έγινε σημαντικό κέντρο της Αλβανικής Εθνικής Αναγέννησης. Έτσι, το 1887 άνοιξε το πρώτο αλβανόφωνο δημοτικό σχολείο από τον οργανισμό Drita, ενώ το 1891 άνοιξε και το πρώτο σχολείο θηλέων από την οικογένεια Κυριάζη.
Αν και οι μεγάλες δυνάμεις είχαν αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Αλβανίας από το 1913, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε δώσει τη δυνατότητα σε διάφορα στρατεύματα να καταλάβουν τμήματα της επικράτειας της για μεγάλες χρονικέςπεριόδους.[7] Η Αλβανία έγινε δεκτή στην Κοινωνία των Εθνών μόλις το 1920,[8] ενώ το πρώτο εκλεγμένο κοινοβούλιο της συγκλήθηκε τον Απρίλιο του 1921.[9] Η χώρα βέβαια βρισκόταν παραδοσιακά κάτω από την επήρεια ανατολίτικων στοιχείων που είχε κληροδοτήσει από τον οθωμανικό ζυγό.
Ισχυρές προσωπικότητες με μεταρρυθμιστικές ιδέες επηρεασμένες από την Αμερική και την Ευρώπη ξεκίνησαν να δρουν στο εσωτερικό της μικρής χώρας όπου μεταξύ άλλων μεταρρυθμίσεων, επιχείρησαν και τον εκσυγχρονισμό σύμφωνα με το Δυτικό Τρόπο διακυβέρνησής. Ανάμεσα σε αυτές τις προσωπικότητες, ξεχώρισαν τόσο ο βασιλιάς της Αχμέτ Ζώγου,[10] όσο και ο ιερωμένος πρωθυπουργός της Θεοφάνης Νόλης.[11] Αυτοί είχαν ως αποτέλεσμα, την δημιουργία κάποιων μεταρρυθμιστικών κυβερνήσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1920 χωρίς όμως ουσιαστικά να ολοκληρώσουν το έργο τους. Τόσο οι συχνές κυβερνητικές ανατροπές, όσο τα πραξικοπήματα, πρωταγωνιστούν στην νεοϊδρυθείσα Αλβανία.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1920, η εθνοσυνέλευση της Λουσνίας, αποφάσισε να ανακηρύξει τα Τίρανα σε προσωρινή πρωτεύουσα της Αλβανίας, ωστόσο όμως, την τελική της ιδιότητα ως πρωτεύουσα της χώρας την έλαβε επίσημαστις 31 Ιανουαρίου 1925.[12]Η καθυστέρηση οφείλεται, κυρίως στις διαφωνίες που είχαν τα μέλη της εθνοσυνέλευσης αναμεταξύ τους και στις πολλαπλές διαβουλεύσεις και συνομιλίες που είχαν μέχρι να καταλήξουν. Αν ανατρέξει κανείς στην βιβλιογραφία, διαπιστώνει πως τα Τίρανα, ήταν μάλλον η τελευταία τους επιλογή και μια συμβιβαστική λύση ανάγκης. Πρώτη τους επιλογή, ήταν η βόρεια πόλη της Σκόδρα, το αντίπαλον δέος της Κορυτσάς, μια πόλη με ευρωπαϊκό αέρα, που όμως διαχρονικά είχε σχέση με την Ιταλία και είχε ρωμαιοκαθολική πλειοψηφία.[13] Πέραν τούτου, η Σκόδρα ήταν ακριτική πόλη και ήδη από την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων μέχρι και τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε δεχθεί δεκάδες επιδρομές από τους Μαυροβούνιους και τους Σέρβους. Μια άλλη επιλογή, ήταν η Κρούγια, η πρωτεύουσα του Σκεντέρμπει, που ήταν όμως δύσβατή και μικρή, το Ελμπασάν και η πρώτη πρωτεύουσα της Αλβανίας, η Αυλώνα, η οποία όμως απείχε πολύ από τη βόρεια Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο και τους Αλβανούς της Βορείου Μακεδονίας, έτσι λοιπόν επέλεξαν προσωρινά τα Τίρανα. Για λόγους που όλοι μπορούμε να φανταστούμε, η Κορυτσά παρόλο που τηρούσε με το παραπάνω τις προϋποθέσεις, δεν προτάθηκε από κανένα αντιπρόσωπο της Εθνοσυνέλευσης να γίνει πρωτεύουσα.
[4]Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε πως τόσο το κεντρικό τζαμί όσο και το συγκρότημα της αγοράς ήταν η πρώτη κατασκευή του ΗλιάζXότζα. Αρχικά τα καταστήματα ήταν κατασκευασμένα από σανίδες, αλλά μετέπειτα οι έμποροι άρχισαν να ενισχύουν τα κτίρια. Στο παζάρι της Κορυτσάς υπήρξαν 16 πανδοχεία, εκ των οποίων σήμερα διασώζονται 4 σε άριστη κατάσταση. Στο περίφημο παζάρι της Κορυτσάς, έβρισκε κανείς κάθε είδους εμπορεύματα, από ζωικά προϊόντα έως ακριβά κοσμήματα, από την Ελλάδα, την Τουρκία, τη Βενετία, την Τεργέστη κ.λπ. Η Κορυτσά επίσης αναφέρεται κατά τη διάρκεια του ενετικού-τουρκικού πολέμου (1644-1669), όπου οι έμποροι του Ελμπασάν, ακολούθησαν την διαδρομή Ελμπασάν-Κορυτσά-Αγ. Σαράντα- Κέρκυρα-Βενετία. Βλ. NaumBredhi-Veqilharxhi.
[5]Βλ. Κολτσίδας Μιχ. Αντώνης, Ιστορία του Μοναστηριού της Πελαγονίας και των περιχώρων.
[6]Η Μοσχόπολη (αλβ. Voskopoja) σύμφωνα με την αλβανική ιστοριογραφία, ήταν ένα ανεπτυγμένο κέντρο πολιτισμού αποτελούμενο από Ορθόδοξους Αλβανούς, Έλληνες και Βλάχοφωνους. Εκεί ιδρύθηκε και το δεύτερο τυπογραφείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (μετά την Κωνσταντινούπολη), ενώ επίσης ιδρύθηκε η Νέα Ακαδημία, ένα ορφανοτροφείο (το πρώτο στον μεταβυζαντινό κόσμο), ένα νοσοκομείο και 24-30 εκκλησίες. Οι Αλβανοί ισχυρίζονται πως ο Αναστάσιος Καβαλιώτης εκεί συνέταξε το πρώτο αλβανικό αλφάβητο. Η Μοσχόπολη καταστράφηκε από πολλές διαδοχικές επιθέσεις. Το 1769 οι Οθωμανοί την έκαψαν και την λεηλάτησαν, όμως το αποκορύφωμα ήρθε το 1788 όταν τα στρατεύματα του Αλή Πασά την ισοπέδωσαν ολοσχερώς. Μερικοί από τους εμπόρους της αμέσως μετά την καταστροφή εγκαταστάθηκαν στην Κορυτσά και στο Βεράτιο και την Φλώρινα, ενώ οι περισσότεροι έφυγαν για τη Θεσσαλία, την Αυστρία, το Βασίλειο της Ουγγαρίας και την Τρανσυλβανία. Βλ. επίσης Dr. Robert Elsie, Max Demeter Peyfuss, Die Drueckerei von Moschopolis, 1731-1769. Buchdruck und HeiligenverehrungimErzbistumAchrida, verbesserteAuflage. Wiener, Archivfür Geschichte des Slawentums und Osteuropas. Veröffentlichungen des InstitutsfürOst – und Südosteuropaforschung der Universität Wien, Bd. XIII,
[7]Η Οθωμανική κυριαρχία επί της Κορυτσάς διήρκεσε μέχρι το 1912. Αν και η πόλη και τα περίχωρά της προβλεπόταν να αποτελέσουν τμήμα του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878, όμως η Συνθήκη του Βερολίνου της ίδιας χρονιάς επανέφερε την περιοχή στην Οθωμανική κυριαρχία. Το 1910 η Ορθόδοξη Συμμαχία της Κορυτσάς υπό τον Μιχαήλ Γραμμένο ανακήρυξε την ίδρυση Αλβανικής Εκκλησίας, αλλά οι Οθωμανικές αρχές αρνήθηκαν να την αναγνωρίσουν. Η εγγύτητα της Κορυτσάς στην Ελλάδα, που διεκδικούσε όλο τον Ορθόδοξο πληθυσμό ως Ελληνικό, οδήγησαν στην εμπλοκή της στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Οι Ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κορυτσά στις 6 Δεκεμβρίου 1912 και στη συνέχεια προχώρησαν στη φυλάκιση των Αλβανών εθνικιστών της πόλης. Η ενσωμάτωσή της στην Αλβανία αμφισβητήθηκε από την Ελλάδα, που τη διεκδικούσε ως τμήμα της Βορείου Ηπείρου και είχε ως αποτέλεσμα την εξέγερση του τοπικού Ελληνικού πληθυσμού, που ζήτησε την επέμβαση του Ελληνικού στρατού. Αυτή η εξέγερση κατεπνίγη αρχικά από τους Ολλανδούς διοικητές της Αλβανικής χωροφυλακής, που αποτελείτο από 100 Αλβανούς υπό το Θεμιστοκλή Γερμενί με αποτέλεσμα ο τοπικός Ελληνοορθόδοξος επίσκοπος Γερμανός και άλλα μέλη του δημοτικού συμβουλίου να συλληφθούν από τους Ολλανδούς και να απελαθούν. Εντούτοις σύμφωνα με τους όρους του πρωτοκόλλου της Κέρκυρας (Μάιος 1914) η πόλη αποτέλεσε τμήμα της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου, εντός των ορίων του πριγκιπάτου της Αλβανίας. Τον Οκτώβριο του 1914 η πόλη περιήλθε στην Ελληνική διοίκηση. Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916) ξέσπασε μια τοπική εξέγερση και με στρατιωτική και ντόπια βοήθεια η Κορυτσά περιήλθε στον έλεγχο του Κινήματος Εθνικής Αμύνης του Ελευθέριου Βενιζέλου, συντρίβοντας τις βασιλικές δυνάμεις. Εντούτις, λόγω των εξελίξεων στο Μακεδονικό Μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η περιοχή πέρασε γρήγορα στον έλεγχο των Γάλλων (1916-1920). Στο διάστημα αυτό δεκατέσσερις εκπρόσωποι της Κορυτσάς και του Συνταγματάρχη Ντεκουάν υπέγραψαν πρωτόκολλο που ανακήρυσσε την Αυτόνομη Αλβανική Δημοκρατία της Κορυτσάς, υπό τη στρατιωτική προστασία του Γαλλικού στρατού και με πρόεδρο το Θεμιστοκλή Γερμενί. Τελικά παρέμεινε τμήμα της Αλβανίας, όπως καθορίστηκε από τη Διεθνή Επιτροπή Συνόρων, που επιβεβαίωσε τα σύνορα της χώρας του 1913. Ως το 1925 όλα τα ελληνόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα έπαψαν να λειτουργούν βάσει κρατικών αποφάσεων, καθώς η πόλη δεν περιλαμβάνονταν στην αναγνωρισμένη από το αλβανικό κράτος ”ελληνική μειονοτική ζώνη”. Το κλείσιμο των μη κρατικών σχολείων ταλαιπώρησε την αλβανική κυβέρνηση για χρόνια φτάνοντας το θέμα ακόμη και στο δικαστήριο της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία μετά από μακροχρόνιες διαβουλεύσεις δικαίωσε μόνο τα ελληνικά μειονοτικά σχολεία, στις ειδικές μειονοτικές ζώνες. (Χιμάρα-Αργυρόκαστρο). Τελικά η αλβανική κυβέρνηση επέτρεψε την λειτουργία μειονοτικών σχολείων με την θέσπιση ειδικής νομοθεσίας το Νοέμβριο του 1935. Η κυβέρνηση απαλλάχτηκε από την υποχρέωση να ανοίξει μειονοτικά σχολεία, παραχωρώντας όμως άδεια σε οποιοδήποτε άλλο φορέα μπορούσε και ήθελε αρκεί να λάμβανε και την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας. Το Βατικανό αντέδρασε, διεκδικώντας από την Κοινωνία των Εθνών η αλβανική απόφαση να συμπεριλάβει και τα ρωμαιοκαθολικά ιδιωτικά σχολεία. Εν τέλει, τα κατάφερε λίγους μήνες αργότερα και η αλβανική νομοθεσία συμπεριέλαβε και τα ρωμαιοκαθολικά σχολεία. ΒλέπεGogajIljaz, Mbiqendriminreaksionar te kleritne fushen e aresimit (1878-1939).
[8]PavlowitchStevan, Η ιστορία των Βαλκανίων 1804-1945, σ. 333 Βλ. Επίσης XhezaitZganjori, Vendime te gjykatesnderkombetare.Σελ 88- 96. Η ένταξη της Αλβανίας στην ΚτΕ στις 17 Δεκεμβρίου 1920 εξαρτιόταν, μεταξύ άλλων, από τις εγγυήσεις που η κυβέρνηση έπρεπε να παράσχει για την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Για το σκοπό αυτό, στις 15 Δεκεμβρίου, η Συνέλευση της ΚτΕ εξέδωσε μια ειδική οδηγία, η οποία αναφέρει ότι: Σε περίπτωση που η Αλβανία, τα κράτη του Καυκάσου και τα κράτη της Βαλτικής γίνουν δεκτά στηνΚτΕ, θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή των αρχών που περιγράφουν οι ειδικές Συνθήκες των μειονοτήτων της ΚτΕ, και για το σκοπό αυτό, πρέπει να καθορίσουν μαζί με την Γενική Συνέλευση της ΚτΕ όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες σχετικά με την υλοποίηση αυτού του στόχου.Για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης, στις 2 Οκτωβρίου 1921, η Αλβανική κυβέρνηση υπέβαλε στο Συμβούλιο της Γενικής Συνέλευσης της ΚτΕ δήλωση που υπέγραφε ο ΘεοφάνηςΝόλης, μέσω της οποίας , γινόταν αναφορά στα πρότυπα που όριζαν οι Συνθήκες για τις Μειονότητες της ΚτΕ και η Αλβανία δεσμευόταν στο σεβασμό των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων στην Αλβανία. Συγκριμένα το άρθρο 5 αυτής της δήλωσης ανέφερε: Αλβανοί πολίτες που ανήκουν σε φυλετικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες, θα απολαμβάνουν τη διασφάλιση ίσης μεταχείρισης από τον νόμο και στην εφαρμογή, όπως όλοι οι άλλοι Αλβανοί πολίτες. Συγκεκριμένα, θα έχουν ίσα δικαιώματα να διατηρούν, να διαχειρίζονται και να ελέγχουν με δικά τους έξοδα ή να ιδρύουν στο μέλλονφιλανθρωπικά, θρησκευτικά και κοινωνικά ιδρύματα, σχολεία και άλλες εκπαιδευτικές επιχειρήσεις,μέσα και με δικαίωμα στην χρήσης της γλώσσα τους για την ελεύθερη άσκηση της θρησκευτικής πίστης. Εντός 6 μηνών από την υποβολή αυτής της δήλωσης, πρέπει να υποβληθεί στο Συμβούλιο της ΚτΕμια πλήρης έκθεση σχετικά με το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων, των εκκλησιών, των σχολείων, των φυλετικών, θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτικών ενώσεων. Η αλβανική κυβέρνηση θα λάβει υπόψη τυχόν συμβουλές που μπορεί να δοθούν από την Ένωση Εθνών σχετικά με αυτό το ζήτημα. Μετά από αυτές τις δεσμεύσεις, λειτουργούσαν σχολεία στη νότια Αλβανία, τα οποία ελέγχονταν και χρηματοδοτούνταν απευθείας από την ελληνική κυβέρνηση.
[10]Αχμέτ Ζόγκου-Ζωγκόλι: Ισχυρός άντρας της Αλβανίας που ξεκίνησε την σταδιοδρομία του ως Υπουργός Εσωτερικών της χώρας στα 26 του χρόνια. Έλαβε εκπαίδευση τόσο στην οθωμανική όσο και στην αυστροουγγρική βασιλική φρουρά. Ήταν απολυταρχικός και ήθελε να συστήσει ένα περισσότερο αποτελεσματικό συγκεντρωτικό μηχανισμό. Κατάφερνε να διατηρεί τα Υπουργεία Εσωτερικών ή Πολέμου με διάφορες μηχανορραφίες. Το Φεβρουάριο του 1922 εξαπόλυσε μια εκστρατεία επιλεκτικού αφοπλισμού, ένα πραξικόπημα υποστηριζόμενο από αλυτρωτιστές με αποτέλεσμα να παραμείνει μόνος του στην εξουσία. Το Δεκέμβριο ανέλαβε τον απόλυτο έλεγχο, οδηγώντας σε παραίτηση τους ανυπόληπτους αντιβασιλείς και διορίζοντας νέους που συγκάλεσαν το κουτσουρεμένο κοινοβούλιο για να αναθεωρήσει τους οργανικούς νόμους. Τότε μάλιστα άλλαξε το επώνυμο του από Ζωγκόλι σε Ζώγκου, επειδή το πρώτο κρίθηκε πολύ τούρκικο. Το Σεπτέμβριο του 1923 αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός για να οργανώσει εκλογές για μια συντακτική συνέλευση. Δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία και μετά από κάποιες πολιτικές ταραχές παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στην Γιουγκοσλαβία. Με την πλήρη συνδρομή της Γιουγκοσλαβίας στρατολόγησε μια ένοπλη ομάδα Αλβανών και επιτέθηκε το 1924 στην νόμιμη κυβέρνηση του Νόλη, ο οποίος τράπηκε σε φυγή στην Ιταλία. Στις 21 Ιανουαρίου 1925, η Αλβανία έγινε Δημοκρατία και ο Ζόγκου εκλέχτηκε πρόεδρος επταετούς θητείας με διευρυμένες εξουσίες. Κυνήγησε τους αντιπάλους του και παραχώρησε προνόμια στους πλούσιους γαιοκτήμονες για να εξασφαλίσει την υποστήριξη τους. Το 1926 υπέγραψε σύμφωνο φιλίας και ασφάλειας με την Ιταλία (Πρώτο Σύμφωνο των Τιράνων) και το 1927 υπέγραψε το Δεύτερο με το οποίο υποτάσσονταν ουσιαστικά στην Ιταλία. Το Σεπτέμβριο του 1928 υποχρέωσε το κοινοβούλιο, να τον ανακηρύξει βασιλιά των Αλβανών. ΄Οπ. π., σ. 333- 341
[11]Θεοφάνης Νόλης: Μεταρρυθμιστική προσωπικότητα της Αλβανίας και ελληνικής εκπαίδευσης ιερέας από την Θράκη. Εργάστηκε σε Αθήνα, Αίγυπτο και Η.Π.Α. Το 1908 συγκρότησε στη Βοστόνη μια ξεχωριστή αλβανική ορθόδοξη οργάνωση. Επέστρεψε στην Αλβανία το 1920 ως αντιπρόσωπος τον Αλβανών της Αμερικής στο Συνέδριο της Λούσνια και οι περισσότερες ιδέες του είχαν απήχηση στην αστική τάξη. Το 1923 συσπείρωσε γύρω του την οργανωμένη κοινοβουλευτική αντιπολίτευση του Ζόγκου και τον ανάγκασε σε παραίτηση μετά από μια δολοφονική απόπειρα εναντίον του. Σχημάτισε κυβέρνηση στα Τίρανα ως επικεφαλής ενός ετερογενούς συνασπισμού που θα σχηματιζόταν για να διώξει τον Ζώγου. Ανακοίνωσε μεταξύ άλλων, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την καθιέρωση της δημοκρατίας, την κατάργηση του φεουδαλισμού, την εξασφάλιση των αγροτών και την ενθάρρυνση ξένων επενδυτών. Άπειρος πολιτικά δεν εξασφάλισε δάνειο υπό την κηδεμονία της Κοινωνίας των Εθνών και ανέβαλε τις προκαθορισμένες εκλογές του 1923. Το 1924 τον ανέτρεψε ο Ζόγκου πραξικοπηματικά, αναγκάζοντας τον να διαφύγει αρχικά στην Ιταλία και μετέπειτα πίσω στις Η.Π.Α. ΄Οπ. π., σ. 336-338
[12]Τα Τίρανα ανακηρύχθηκαν ως πρωτεύουσα της Αλβανίας με ομόφωνη απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Λουσνίας και η μεταφορά της πρωτεύουσας ήταν ίσως ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην εθνική ιστορία του γειτονικού λαού, αξίζει να σημειωθεί πως στις 11 Φεβρουαρίου 1920, η κυβέρνηση που προέκυψε από την εθνοσυνέλευση, εξέλεξε αρχηγό τον Σουλεϊμάν Ντελβίνα, ο οποίος αμέσως έσπευσε να εγκατασταθεί στην νέα πρωτεύουσα. Κατά την Ανεξαρτησία της χώρας το 1912, τα Τίρανα ήταν μια μικρή κωμόπολη, δεν ήταν καν ένας νομός, εξαρτιόταν από τον Νομό της παραλιακής πόλης του Δυρραχίου, η οποία αν και πρωτεύουσα ήταν ακόμη μικρότερη καθώς είχε μόλις 3000 κατοίκους, ενώ τα Τίρανα είχαν 12.000. Ένας από τους λόγους που τα Τίρανα έγιναν η πρωτεύουσα, ήταν η γεωγραφική τους θέση στην καρδιά της Αλβανίας και η άμεση πρόσβαση και επικοινωνία με όλες τις μεγάλες αλβανικές πόλεις. Ένας άλλος λόγος, ήταν ο μοντερνισμός της, καθώς ήταν μια πόλη που οι κάτοικοι της δεν είχαν σχέση με την γεωργία, αλλά με τη βιοτεχνία και το εμπόριο, ακόμη και με την κηπουρική, καθώς ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της αστικής ζωής. Κατά την χρονική περίοδο που διεξάγεται η εθνοσυνέλευση, επίσημη πρωτεύουσα της χώρας, σύμφωνα με το Καταστατικό της χώρας ήταν το Δυρράχιο, που όμως εκείνη την εποχή το είχαν κατακτήσει οι κατοχικές δυνάμεις των Ιταλών. http://www.ekskluzive.al/si-u-be-tirana-kryeqytet-i-shqiprise-dhe-jo-nje-qytet-tjeter-dhe-mbi-cfare-kriteresh/
[13]Η Σκόδρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Λίγκα του Πρίζρεν, το Αλβανικό απελευθερωτικό κίνημα. OιΣκοδρινοί έλαβαν μέρος σε μάχες για να προστατεύσουν τα Αλβανικά εδάφη. Ως κέντρο του λειτούργησε η Βιβλιοθήκη Μπουσάτι, που χτίστηκε τη δεκαετία του 1840. Πολλά βιβλία συγκεντρώθηκαν σε βιβλιοθήκες ρωμαιοκαθολικών ιεραποστόλων, που εργάζονταν στη Σκόδρα. Δημιουργήθηκαν φιλολογικοί, πολιτιστικοί και αθλητικοί σύλλογοι, όπως ο Μπασκίμι (“Η Ενωση”) και ο Αγκίμι (“Η Αυγή”). Οι πρώτες Αλβανικές εφημερίδες και εκδόσεις, που κυκλοφόρησαν στην Αλβανία προήλθαν από το τυπογραφείο της Σκόδρας. Η οικογένεια φωτογράφων Μαρούμπι, που άρχισε να εργάζεται στη Σκόδρα, άφησε πίσω της πάνω από 150.000 αρνητικά από την περίοδο του Αλβανικού απελευθερωτικού κινήματος, την ύψωση της Αλβανικής σημαίας στην Αυλώνα και τη ζωή στις Αλβανικές πόλεις κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Η Σκόδρα υπήρξε το κέντρο των δημοκρατικών κινημάτων των ετών 1921-1924. Επίσης είχε μια βραδεία βιομηχανική ανάπτυξη, με μικρά εργοστάσια που παρήγαν τρόφιμα, υφάσματα και τσιμέντο. Ήταν έδρα Καθολικής αρχιεπισκοπής και είχε μερικά θρησκευτικά σχολεία. Το πρώτο κοσμικό σχολείο άνοιξε εδώ το 1913 και το Κρατικό Γυμνάσιο το 1922. Ήταν το κέντρο πολλών πολιτιστικών συλλόγων. Τέλος, ήταν η πρώτη πόλη στην Αλβανία που συγκρότησε αθλητικό σύλλογο, τη “Βλάζνια” (αδελφοσύνη).
Τις Κυριακές αντικρίζω τιμημένες στο τέλος της βδομάδας, στο λευκό των σεντονιών, των μπαλκονιων και των αυλών,
στα μαραμένα χέρια από τον λευκό αφρό,
στα πουκάμισα των αγοριών στις λεωφόρους.
Τις Κυριακές αντικρίζω στις Δευτέρες,
στα κουρασμένα μάτια των γυναικών.
Η Ζουλιάνα Γιοργαντζή: σύγχρονη Αλβανή συγγραφέας και τραγουδοποιός.
Γεννημένη στην Κορυτσά το 1946 σε μια οικογένεια με μουσικές παραδόσεις, κόρη του βετεράνου τραγουδιστή ΓκάκιοΓιοργαντζή. Ολοκλήρωσε το 1964 την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Κορυτσά και μετέπειτα αποφοίτησε από τη Σχολή Ιστορίας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου των Τιράνων, ενώ παρακολούθησε και μάθημα δημοσιογραφίας στη Νομική Σχολή. Εργάστηκε ως καθηγήτρια της αλβανικής γλώσσας και λογοτεχνίας στη μέση εκπαίδευση και ως δημοσιογράφος.Αρχικά, εργάστηκε για έξι χρόνια ως δημοσιογράφος στο περιοδικό “Shqiptarja e Re” (Η νέα Αλβανή) και από το 1975 ως λογοτεχνικός συντάκτης και στιχουργός τραγουδιών στο συντακτικό γραφείο μουσικών ηχογραφήσεων στην Αλβανική Ραδιοτηλεόραση (RTSH). Ξεκίνησε τη λογοτεχνική της δραστηριότητα στην ηλικία των 17 ετών, στις μεγαλύτερες εφημερίδες και τα περιοδικά της Σοσιαλιστικής Αλβανίας, όπως: «Drita», «Zëri i Rinisë», «Nëntori » και το γαλλικό «Lelettresalbanaise» κ.ο.κ. Έχει δημοσιεύσει αρκετές ποιητικές συλλογές, όπως το “Νύχτες εξεταστικής” (1969), “Ανάπτυξη” (1971), “Flowers on the Tree of Freedom” (1982) καθώς επίσης έχει γράψει και το βιβλίο παιδικών ιστοριών “Τα παιδιά της θείας Νάστας” (1975). Έχει συμμετάσχει σε εθνικούς και διεθνής λογοτεχνικούς διαγωνισμούς με πολλές διακρίσεις στο βιογραφικό της και είναι στιχουργός εκατοντάδων αλβανικών τραγουδιών. Τα ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε Ελλάδα, Ρουμανία, Ολλανδία, Κοσσυφοπέδιο, Σλοβενία και Ιαπωνία. Η Γιοργαντζή, από την πτώση του καθεστώτος Χότζα μέχρι και σήμερα, ζει στην Τεργέστης της Ιταλίας, χωρίς να έχει διακόψει ούτε για μια στιγμή τους καλλιτεχνικούς δεσμούς με την Αλβανία.
[1]Οι συγκεκριμένοι στίχοι μελοποιήθηκαν και ερμηνεύτηκαν από τον Αλβανό τραγουδοποιό ArtidGjebrea στο Εθνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού της Αλβανίας το 1991 κερδίζοντας την πρώτη θέση. Να σημειωθεί ότι η Γιοργαντζή εμπνεύστηκε τους στίχους από την «Μεγάλη Έξοδο» των Αλβανών στις 2 Ιουλίου 1990, όταν χιλιάδες Αλβανοί πολίτες που έζησαν για τέσσερις δεκαετίες ‘εγκλωβισμένοι’ στην Αλβανία, ξεσηκώθηκαν κατά του καθεστώτος και απαίτησαν την ελευθερία τους. Εκείνη την ημέρα εκατοντάδες Αλβανοί εισήλθαν στις ξένες πρεσβείες στα Τίρανα και χιλιάδες άλλοι προσπάθησαν να μεταναστεύσουν από το Λιμάνι της Αυλώνας προς το Μπάρι της Ιταλίας, με το μοναδικό εμπορικό πλοίο της χώρας, το απαρχαιωμένο «Vlora». Φημολογείται ότι στο πλοίο επιβιβάστηκαν περίπου 20.000 χιλιάδες εξαθλιωμένοι Αλβανοί που κρέμονταν από την πλώρη και την άγκυρα, μέχρι και τη σημαία. Την νύχτα εκείνη με το πλοίο ταξίδευε και ο συνθέτης Gjebrea με την εγκυμονούσα συζύγου του, την οποία έπιασαν οι πόνοι της γέννας, φέρνοντας μοιραία στο κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι, που ονόμασαν Ιόν, από το Ιόνιο Πέλαγος.
[2]Οι στοίχοι μελοποιήθηκαν από το πρώτο Ροκ Αλβανικό συγκρότημα Tingulli i zjarrtë (Φλογερός ήχος) στο Εθνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού της Αλβανίας το 1991. Το Συγκρότημα γεννήθηκε μέσα από τις φοιτητικές διαδηλώσεις και τις πορείες των φοιτητών κατά του καθεστώτος και ήταν το πρώτο συγκρότημα που ερμήνευσε «δυτικούς ήχους ροκ» με αλβανικούς στίχους, ηλεκτρικές κιθάρες, ροκ ρουχισμό και μακριά μαλλιά, κάτι που στην καθεστωτική Αλβανία ήταν ποινικό αδίκημα. Η Γιοργαντζή εξυμνεί την Δημοκρατία, συνομιλώντας ουσιαστικά μαζί της σαν να είναι μια κοπέλα που την έχει ερωτευτεί κάποιος νεαρός φοιτητής/διαδηλωτής κατά την διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Τραγούδι ορόσημο, κάτι σαν τοαλβανικό wndofchange.
[3] Τους παραπάνω στίχους η Γιοργαντζή τους έγραψε για τον Αλβανό Τραγουδιστή Σερίφ Μερντάνι που το 1978 τιμωρήθηκε από το καθεστώς με την βαριά κατηγορία της εποχής “ερμηνεία και διάδοση της παρακμιακής αστικής μουσικής”. Ο νεαρός τραγουδιστής από την Κορυτσά που στις αρχές της δεκαετίας του 70 γνώρισε τεράστια επιτυχία πλήρωσε με 20ετή ποινή φυλάκισης την συμμετοχή του στο 11ο φεστιβάλ Εθνικού Τραγουδιού επειδή κατά το κατηγορητήριο τραγούδησε μοντέρνα και αστικά τα αλβανικά σοσιαλιστικά τραγούδια, τραγουδούσε το hitτων beatles«letitbe» και ήταν αστικής καταγωγής. Επανέρχεται στο φεστιβάλ του 1990 μετά την φυλάκιση του με αυτό το τραγούδι.
[4] Γραμμένο το 1988 για την αλβανική νεολαία, την εποχή που ήδη το καθεστώς μετράει αντίστροφα.