• About

ΑΛΛΙΩΣ

~ Το ηλεκτρονικό περιοδικό για τις Τέχνες και τον Πολιτισμό

ΑΛΛΙΩΣ

Category Archives: ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

Σίλβια Πλαθ

26 Monday Jan 2015

Posted by karagiannopouloskon in ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

≈ Leave a comment

Tags

ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

MTE4MDAzNDEwNjU4NzU2MTEw

Του Γιώργου Λίλλη

Η Πλαθ δεν είναι μόνο ο μύθος που σχηματίστηκε γύρω από τη ζωής της, αλλά και η ίδια η ποίηση που διαμέσου της «διαλυτικής εισβολής της τρέλας»[i], οριοθέτησε το σκοτεινό πεπρωμένο της. Ήταν λογικό μετά τον ηθελημένο θάνατο της, σημείο αναφοράς στο έργο της να υπήρξε ο προάγγελος αυτής της πράξης, αλλά νομίζω πως αν σταματήσουμε εδώ, το αδικούμε.

Από  τα πρώτα της ποιήματα,  «The Colossus and other poems», μέχρι το συγκλονιστικό «Ariel», η Πλαθ χτίζει τον δική της εκφραστική με μόνη ελπίδα να καταφέρει να δει μέσα της τον ίδιο της τον εαυτό. Η Πλαθ περιγράφει αισθήματα που μεταμορφώνονται σε εφιάλτες  και την κατατρώγουν. Η μόνη αυτοάμυνα η ποίηση· να συμφιλιωθεί με τους εξωγενείς παράγοντες που την περικλείουν και την οδηγούν σ΄ ένα κενό θυμίζοντας κλειστό δωμάτιο, σφραγισμένο. Οι καταρρίπτοντες μύθοι· η γυμνή αλήθεια· η απόλυτη πεποίθηση ότι ο κόσμος δεν αλλάζει: «  μη με ζαλίζεις λέγοντάς μου ότι ο κόσμος έχει ανάγκη χαρωπά ποιηματάκια. Αυτό που θέλει να ακούσει ο άνθρωπος που βγήκε ζωντανός από το Άουσβιτς δεν είναι ότι τα πουλάκια κάνουν τσίου – τσίου στα κλαδάκια αλλά ότι και κάποιος άλλος πέρασε από εκεί και ξέρει τι σημαίνει πόνος»[ii].

Εδώ βρίσκεται η αφετηρία και η κατάληξη της δικής της ζωής. Η συνειδητοποίηση μέσω της ποίησης της αίσθησης του πόνου ή της αλήθειας που κρύβει ο πόνος, η πραγματικότητα και ο ρεαλισμός που είναι αδύνατον να συνηθίσει. Τα ποιήματά της ξεσκεπάζουν τους εφιάλτες της, την οδηγούν όχι όμως προς την διαφυγή από τον πόνο, αλλά την εντρύφηση της σ΄ αυτόν έως εξαντλήσεως μέχρι να γίνει ένα με τον ψυχισμό της. Μόνο με την ποίηση θα μπορούσε να μεταχειριστεί τέτοια ανορθόδοξα και ρηξικέλευθα υλικά για να υπερβεί τον ίδιο της τον εαυτό, γι΄ αυτό, μέσα στην φαντασμαγορία της, η Πλαθ ανακαλύπτει τους εφιάλτες της ζωντανούς να την κοιτάζουν επιτέλους έξω από το δικό της προσωπικό πρίσμα, σαν να μην είναι δικοί της. Συντελείται αυτό που περιγράφει στο ποίημά της «Καθρέφτης»: «Τώρα είμαι μια λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει από πάνω μου, ψάχνοντας στις εκτάσεις μου να βρει ποια είναι στ΄ αλήθεια………..  Μέσα μου έχει πνίξει ένα νεαρό κορίτσι, και από μέσα μου μια γριά γυναίκα αναδύεται προς το μέρος της μέρα με τη μέρα, σαν τρομερό ψάρι».

Η ποίηση της Πλαθ, όντας σκοτεινή, καταστρέφει τις αυταπάτες και μας εκθέτει στην αγωνία να αισθανθούμε την αλήθεια της ύπαρξης έξω από κάθε φωτεινό σημείο αναφοράς του. Σαν να χλευάζει τη θνητότητα, την επιτηδευμένη μας προσπάθεια να μείνουμε άτρωτοι. Δεν υπάρχουν περιθώρια σωτηρίας στους παρακάτω στίχους: «τρένα βρυχώνται στα αυτιά μου, αναχωρήσεις, αναχωρήσεις! Το ασημένιο ίχνος του χρόνου αδειάζει μες στην απόσταση……..».  Αυτό που κάνει εντύπωση είναι, ότι η Πλαθ δημιουργεί μια μυστηριακή ατμόσφαιρα και μας αφήνει εκτεθειμένους σ΄ ένα παγερό τοπίο. Ακόμα κι όταν γράφει για τον ήλιο δεν θέλει να παρουσιάσει τη φωτεινότητά του αλλά μια εικόνα παρακμής: «την νεκρή μυρωδιά του ήλιου στις ξύλινες καμπίνες». Η φύση είναι ακόμη μια μορφή τρόμου. Την απειλεί, την τρομάζει: «τα υγρά μελάνια της αυγής εκτελούν την κυανή διάλυση πάνω στο στυπόχαρτό τους από ομίχλη τα δέντρα», ή το άλλο, «αν παρατηρήσω για πολύ τις ρίζες απ΄ τα ρείκια, θα με προσκαλέσουν να λευκάνω τα κόκαλά μου ανάμεσά τους». Οι παραπάνω εικόνες φανερώνουν από μόνες τους το περίκλειστο τοπίο των ποιημάτων της και τον έντονο χώρο μιας ηττοπάθειας.

Η Πλάθ κατασκευάζει την οριακή συντέλεια των πραγμάτων. Το κενό της ποίησης αυτής παραμένει ακόμα ανοιχτό αφού η ίδια εγκατέλειψε τις προσπάθειες να εκτεθεί στην ανακατασκευή ενός άλλου κόσμου πιο προσιτού στην δική της ιδιοσυγκρασία. Εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε την ευαισθησία ενός ανθρώπου που προσπάθησε να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα φτάνοντας σε αδιέξοδο. Η πορεία αυτή κορυφώνεται πιστεύω στα ποιήματα «Η συνάντηση των μελισσών», «Η άφιξη του κουτιού με τις μέλισσες», «Κεντριά» και  «Χειμωνιάζει». Το καλοκαίρι του 1962 η Πλαθ άρχισε ερασιτεχνικά να ασχολείται με την μελισσοκομία. Λίγο πριν πεθάνει, επέλεξε για το επόμενο βιβλίο της να βάλει τα παραπάνω ποιήματα ως κατακλείδα. Εκεί κορυφώνεται η αγωνία της να παραδεχθεί πως δεν υπάρχει σωτηρία: «Οι μέλισσες πετούν. Γεύονται την άνοιξη». Είναι η συνειδητοποίηση πλέον ότι η ζωή συνεχίζεται και χωρίς εκείνη. Η άνοιξη έρχεται σε άκρως αντίφαση με τον (χειμωνιάτικο) συναισθηματικό της κόσμο. Εκεί όπου όλα ανθίζουν και ξαναγεννιούνται η Πλαθ επιλέγει να πεθάνει.

Τα ποιήματά της όμως, κατά παράδοξο τρόπο, όσο σκοτεινά και εσωστρεφή να είναι, ανήκουν σ΄ ένα ανοιχτό χώρο. Δεν είναι εγκλωβισμένα στη βιωματική συνθήκη του θανάτου που εκπέμπουν. Έχουν την ιδιαιτερότητα να αποκαλύπτουν όχι μόνο την αλήθεια της δικής της ψυχοσύνθεσης, αλλά να μεταδίδουν την αίσθηση ότι νιώθουμε τον οριακό της κόσμο: «οι τουλίπες είναι υπερβολικά κόκκινες, με πληγώνουν».

Ο Durs Grünbein σ΄ ένα δοκίμιο είχε γράψει πως «ίσως τα δυνατότερα ποιήματα, τα πλέον αινιγματικά έργα, γράφονται σαν απόκρουση του ερεθισμού, σαν να παίρνει, για λίγο ανάσα η μνήμη υπό τον συνεχή καταιγισμό καθημερινών εντυπώσεων»[iii]. Εστιάζοντας την προσοχή μας στην ποίηση της Πλαθ σε αντιπαραβολή μ΄ αυτά τα λόγια, νομίζω εδώ έγκειται το μεγαλείο της ποίησής της. Μέσα από το καταιγισμό της δικής της μνημοσύνης ενάντια στην λήθη που εμποδίζει την αλήθεια να φανεί ακέραια μπροστά μας, η Πλαθ γίνεται ο μεταφορέας της σε μια κατασκότεινη περιοχή μέχρι τον απροσδόκητο κατακερματισμό της.

 

 

[i] Μαρία Τσάτσου: Σίλβια Πλαθ, ποιήματα, περιοδικό Ποίηση, τεύχος 12 σελ. 15

[ii] Silvia Plath, Letters Home: Correspondence 1950-1963, Faber & Faber, 1976

[iii] Durs Grünbein: «Απομακρυσμένη επιγραφή. Ποιήματα και δοκίμια». Εκδόσεις Υπερίων, σελ 93-94. Μετάφραση: Θανάσης Λάμπρου.

ΠΑΟΥΛ ΤΣΕΛΑΝ

09 Sunday Nov 2014

Posted by karagiannopouloskon in ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

≈ Leave a comment

Tags

ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

Του Γιώργου Λίλλη

 

… – οι άλλοι σε ξεγυμνώνουν, οι άλλοι πάντα σε ξεγυμνώνουν, απλά μερικές φορές προσποιούνται ότι δεν το έπραξαν ίσως γιατί συνηγορούν με το φόβο ότι την ίδια στιγμή μπορεί να συμβαίνει το ίδιο και σε αυτούς. Μπορείς να μεταχειριστείς αυτό το ξεγύμνωμα, αντιστρέφοντάς το καταπάνω σου;

 

Αυτό το ερώτημα απασχόλησε τον Τσελάν σε ολόκληρη τη ζωή του μέχρι την στιγμή που ο ίδιος, νιώθοντας ηττημένος από την διαμάχη του με τη σκληρή πραγματικότητα των άλλων έδεσε μια πέτρα και βυθίστηκε στα παγωμένα νερά του Σηκουάνα. Το ξεγύμνωμα στον Τσελάν ήταν μια προκλητική αναμέτρηση με το πολυδιάστατο εγώ του, στο σημείο που αντανακλούσε μια χαοτική και ετερόκλιτη προσωπικότητα ή οποία εμφάνιζε προς τα έξω τα χαρακτηριστικά του ανένταχτου. Γεννημένος στο Τσέρνοβιτς της σημερινής Ουκρανίας, με εβραϊκή όμως καταγωγή και μητρική γλώσσα τα Γερμανικά, ο Τσελάν έγραψε ποιήματα στη γλώσσα που μιλούσαν οι δολοφόνοι των γονιών του στο ολοκαύτωμα, καθιερώθηκε ως ο σπουδαιότερος γερμανόφωνος ποιητής του 20ου αιώνα, ενώ ο ίδιος επέλεξε την αυτοεξορία, ζώντας στο Παρίσι.  Τα φαντάσματα του παρελθόντος, ο αγώνας να συμφιλιωθεί με τη γλώσσα που μιλούσαν οι Ναζί και που ο ίδιος χρησιμοποιούσε για να αντλήσει από μέσα του τον ποιητικό του πλούτο, η πνευματική διαμάχη με τον συναισθηματικό όλεθρο αυτή της παραδοξότητας, και η τραγική στιγμή της συνειδητοποίησης ότι ο μόνος τρόπος να εκφραστεί είναι τα γερμανικά ως μια προσπάθεια συμφιλίωσης με τον ίδιο του τον ψυχισμό, τον οδήγησαν σε ρήξη με τις ισσοροπίες που ο ίδιος πάσχιζε στη ζωή του να φέρει. Από την πρώτη επίσημη εμφάνιση αυτού του ξενόφερτου ποιητή, με την παράξενη ποιητική συλλογή «Αφιόνι και μνήμη», η οποία μετέδιδε πρωτόγνωρα αισθήματα λόγω του κατακερματισμού των στερεότυπων με τη μουσική της ευδαιμονία, όπου οι εικόνες δημιουργούσαν τραγικές ερμηνείες, ο Τσελάν υπήρξε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στα πεπραγμένα της μεταπολεμικής Γερμανικής λογοτεχνίας. Κατηγορήθηκε για λογοτεχνική εκμετάλλευση του ολοκαυτώματος προκαλώντας τον οίκτο των αναγνωστών του, και για λογοκλοπή ποιημάτων του Ίβαν Γκολ. Όλα αυτά συνέθεσαν μια πολιορκία όπου η ευαισθησία αυτού του μοναχικού ανθρώπου τον εμπόδισε να βρει την γαλήνη. Το ξεγύμνωμα υπήρξε γι΄ αυτόν οριακό, η ποίησή του δεν ήταν παρά μια αναζήτηση ταυτότητας, ένα αγωνιώδες κεφάλαιο να συμφιλιωθεί με τον άλλο. Μάχιμος της υπεραπλούστευσης, αναζήτησε τους λαβύρινθους της ύπαρξης με στόχο να αποκρυπτογραφήσει νηφάλια όλο αυτό το συναισθηματικό πλαίσιο στο οποίο ένιωθε εγκλωβισμένος. Στα ποιήματά του εκπλήσσεται κανείς με ποιο τρόπο φανερώνεται το σθένος του να απελευθερωθεί από τις σκιές και πως η ποιητική του γλώσσα προσπαθεί αλτρουιστικά να αντιστρέψει σε φως:

 

Ματαίως ζωγραφίζεις καρδιές στο παράθυρο:

ο πρίγκιπας της σιωπής

στρατολογεί στρατιώτες κάτω στην αυλή των ανακτόρων.

Το λάβαρό του  υψώνει στο δέντρο – ένα φύλλο, που το

βάφει κυανό όταν φθινοπωριάζει

 

καλαμιές της βαρυθυμίας μοιράζει στο στράτευμα και τα άνθη του

χρόνου

με πουλιά στα μαλλιά του προχωρεί να καταθέσει τα  ξίφη.

 

Όταν ο Τσελάν γράφει «με πουλιά στα μαλλιά του προχωρεί για καταθέσει τα ξίφη», ο στίχος του ανατρέπει την κοσμοθεωρία του μίσους και των αντιπαραθέσεων, ανυψώνοντας τον άνθρωπο στην πιο ένδοξή του κατάσταση, απεκδυμένη από τα έντσικτά του, εξευγενισμένο, θεϊκό, όπου ορμά στα ξίφη με πουλιά στα μαλλιά, ανακαλύπτοντας ξανά την χαμένη του ευαισθησία. Εκδηλώνει την αίσθηση της ελπίδας, της ίδιας που ο Τσελάν αναζητά απεγνωσμένα στον εαυτό του, αλλά και κατ΄ επέκταση στην διχασμένη μεταπολεμική Ευρώπη, που προσπαθεί να επουλώσει τις τραυματικές εμπειρίες της βίας. Ο ποιητής υπερβαίνει τον ψυχισμό του, χαρίζει τον οίκτο στους δολοφόνους. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση η δύναμη που διακατέχει αυτόν τον ποιητή, ο τρόπος που διασφαλίζει την ανοχή μέσα του, η υπερβατικότητά του να μείνει αμέτοχος στη διαιώνιση του κακού. Και γι΄ αυτό τον λόγο, ακόμα και σήμερα, η ποίηση του Τσελάν είναι μια αλληγορική μαρτυρία αντοχής σε οριακές καταστάσεις, εξανθρωπίζει, αναλαμβάνει να υπερυψώσει τον άνθρωπο πάνω από την υλιστική του υπόσταση. Η ποίηση του είναι περιπλάνηση σκοτεινών πράξεων, που καταλήγουν όμως πάντοτε, εξαγνισμένες, στο φως. Η αρετή του να μην μοιρολογεί, αλλά να μετατρέπει το θρήνο σε ερωτικό τραγούδι, φανερώνει με ποιο τρόπο ένας αληθινός ποιητής μεταποιεί τον πόνο και πως εξασφαλίζει ζωή στα πιο νεκρά σημεία της μνήμης διαμέσου των αισθήσεων:

 

Αυτός που όπως εσύ κι όλα  τα περιστέρια μέρα και

νύχτα αντλεί από το σκοτάδι

ραμφίζει την κόρη των ματιών μου, πριν σπινθηροβολήσει,

ξεριζώνει το χόρτο  από  τα φρύδια μου, πριν καν ασπρίσει,

κλείνει με πάταγο την πόρτα στα σύννεφα, πριν να γκρεμιστώ.

 

Ο Τσελάν βίωσε ένα ηθικό κενό. Μέσα στη γενική διάβρωση θεμελιωδών αξιών, υπερασπίστηκε όμως τον τρόπο ανόρθωσης της ηθικής υπόστασης, το γλωσσικό γεφύρωμα ανάμεσα στη φθορά του καθεστωτικού λόγου και της ποιητικής εκφραστικής που έρχεται να αναιρέσει το παγιωμένο στοιχείο της βαρβαρότητας. Αυτό το ηθικό κενό ήταν ο παροξυσμός που τον οδήγησε στην έκφραση, στην αναζήτηση σκοπού και νοήματος, στην προσπάθεια να αναμετρηθεί με το χάος του, με την μικρότητά του. Το πολύτιμο δώρο της συνείδησης επενεργεί στον ποιητή σαν πυξίδα όπου τον βοηθά να ξεπεράσει τις προκαταλήψεις.  Είναι λογικό, πως η γλώσσα του διαπλάθεται μέσα στο πλαίσιο του κενού αυτού, γι΄ αυτό και διαφαίνεται σε όλο του το έργο η αγωνία να το γεφυρώσει με την δύναμη να εξερευνάει και να φανερώνει μια άλλη πραγματικότητα, την ποιητική πραγματικότητα:

 

Τραγούδησες ένα τραγούδι κι εμείς πλέκαμε κιγκλίδες

στην ομίχλη:

ίσως έρθει πάλι κάποιος  δήμιος και χτυπήσει πάλι μια

καρδιά για μας

ίσως κυλήσει ένας πύργος πάνω μας και υψωθεί

μια οιμώζουσα αγχόνη

ίσως μας παραμορφώσουν κάποια γένια και πορφυρίσουν

τα ξανθά της μαλλιά…

 

Το κλαδί πάνω από την καρδιά, είναι κιόλας λευκό,

η θάλασσα πάνω από μας.

 

Για τον Τσελάν η ποίηση ήταν το μακρινό φως, ο αντίλαλος μιας προσευχής σε μια πορεία εντελώς προσωπική με τους δικούς της προβληματισμούς. Σε μια μοναξιά που δεν είχε να κάνει με την απουσία ανθρώπων αλλά με τη μοναξιά που βιώνει ένας άνθρωπος όταν συνειδητοποιεί την απεραντοσύνη του σε μια μικρής διάρκειας ζωή. Θα την ονόμαζα κατάλληλα μοναξιά του χάους. Το οδοιπορικό του Τσελάν είναι μια πραγματεία πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη.

 

σημ: η μετάφραση των ποιημάτων είναι της Ιωάννας Αβραμίδου, Πάουλ Τσελάν, Μήκων και μνήμη, εκδόσεις Νεφέλη.

Ιβάν Γκόλ

22 Wednesday Oct 2014

Posted by karagiannopouloskon in ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

≈ Leave a comment

Tags

ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

goll

 

Του Γιώργου Λίλλη

«Σκέψου σκέψου σκέψου ώσπου να τρελαθείς
πως το λουλούδι φουσκωμένο από νόημα υψώνεται σαν ρόδινη
χορεύτρια
κι απ΄ τόν εξευγενισμένο χαλαζία εκπορεύεται η μουσική των σφαιρών
ενώ η σφήκα γεννάει τ΄ αυγά της, μες στο κουφάρι ενός αγγέλου».

Διαβάζοντας τους παραπάνω στίχους ήξερα χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις πως ο Γονατάς μεταφράζοντας τον Ιβάν Γκόλ (εκδόσεις Στιγμή),  μας έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουμε ακόμα έναν σημαντικό ποιητή.  Ο Ιβάν Γκόλ γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1891 στο Saint-Die des Vosges και πέθανε στο Παρίσι στις 27 Φεβρουαρίου 1950.  Η γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι του, όπως πληροφορούμαστε στο κατατοπιστικό επίμετρο του Γονατά, ήταν τα γαλλικά, αλλά στο Λύκειο του Mets, όπου φοίτησε, αποκλειστική γλώσσα των σπουδών του ήταν τα γερμανικά. Δίγλωσσος ποιητής, γινόταν Γάλλος όταν έγραφε γαλλικά και Γερμανός όταν έγραφε γερμανικά. Τα πρώτα γερμανικά ποιήματα του δημοσιεύθηκαν στο Μετς το 1913, ενώ στην Ελβετία δημοσίευσε τα πρώτα γαλλικά έργα του. Ο Γκόλ έγραψε εκτός από ποιήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια και κινηματογραφικά σενάρια.
Διαβάζοντας τα ποιήματα του Γκόλ βρισκόμαστε θεατές ενός παράξενου κόσμου. Και λέω θεατές, για τον λόγο ότι οι εικόνες που παρουσιάζει μέσα στα ποιήματά του είναι τόσο ολοκληρωμένες και ζωντανές που αποτελούν κοσμοθεωρία ενός  βλέμματος. Ο Γκόλ ενστερνίστηκε από νωρίς τον υπερρεαλισμό αλλά τον μεταχειρίστηκε ως μέθοδο αναθεώρησης της πραγματικότητας. Ο ίδιος σε άρθρο του είχε επισημάνει πως «η δραματουργία του ά-λογου έχει ως στόχο να γελοιοποιήσει τους νόμους μας της καθημερινότητας και να ξεσπάσει το βαθύ ψέμα της μαθηματικής λογικής. Ο υπερρεαλισμός είναι η πιο δυνατή άρνηση του ρεαλισμού». Τα ποιήματα του έχουν την ιδιαιτερότητα  να εγκολπώνονται την υπεροχή του φανταστικού μα να επεκτείνονται στον ρεαλισμό, δημιουργώντας αντίστιξη. Το ποίημα «Κοκορομαχίες», από την ποιητική συλλογή Η Αβάνα, 1940, είναι ένα  σημαίνον παράδειγμα αυτής της διαπλοκής του ρεαλιστικού κόσμου με του φανταστικού. Ο Γκόλ χτίζει το μύθο του πάνω στο γνωστό σε όλους μας παιχνίδι των κοκορομαχιών. Δημιουργεί την ατμόσφαιρα που θέλει να μας μεταδώσει περιγράφοντας τον χώρο που εξελίσσεται το ποίημα· «μοιάζει» γράφει «μ΄ ένα μικρό ναό στο Μαριαννάο/ ένα οκτάγωνο ναό από πράσινο ξύλο..». Πιο κάτω είναι τα σκαλοπάτια και οι μικροπωλητές πουλώντας πίτες και ζαχαρωτά ενώ οι άλλοι ετοιμάζουν τους κόκορες, τους ζυγίζουν, «τους κάνουν ν΄ αστράφτουν για την τελική μάχη/ τους έχουν κόψει το πορφυρό λειρί/….τους βρέχουν το γυμνό κεφάλι με οινόπνευμα/ το περιττό και απαλό πούπουλο ξυρίζεται/..». Αν διαβάζαμε τα παραπάνω έξω από την πλοκή του ποιήματος θα είχαμε την αίσθηση πως κάποιος μας πληροφορεί για την διαδικασία του παιχνιδιού.  Ο Γκόλ όμως μετατρέπει το ποίημα σε ένα δραματικό μανιφέστο μεταφορών, καταλήγοντας στην ήττα του νικητή και όχι του νικημένου: «κι όταν η μάχη σταματήσει/ ο νικητής –τόσο αξιοθρήνητος/ μπροστά στο θύμα του- ξύνει την άμμο/ τσιμπώντας με το ράμφος του ένα λαιμό άψυχο/ με λύσσα ανώφελη/ για μια ζωή ανόητη». Για να φτάσει όμως μέχρι εδώ, σ΄ αυτό τον πολυσήμαντο ορισμό του θύτη και του θύματος, ο Γκόλ χρησιμοποιεί τόσα εκφραστικά τεχνάσματα που βρισκόμαστε αυτόπτες μάρτυρες του ποιητικού γεγονότος: «Να τώρα η αρένα/ να ο στίβος της ζωής και του θανάτου/ να ο πανάρχαιος και πρωταρχικός νόμος/ το Ράμφος». Ένα ποίημα με σασπένς κινηματογραφικής επινόησης. Ήδη ο Γκόλ είχε πειραματιστεί με την ιδέα αυτή, γράφοντας σενάρια για τον κινηματογράφο που θα μπορούσαν να ήταν και ποιήματα. Η κινηματογραφική ποίηση είχε ως στόχο της την εικόνα, όχι όμως επί της οθόνης. Ο Γκόλ γέμισε χιλιάδες σελίδες με εικόνες που θα μπορούσαν να χτίσουν έναν μύθο· τον μύθο της υπέρ – πραγματικότητας:

το πορτοκάλι της αυγής ξεφλουδίζεται
κι οι δώδεκα φέτες των ωρών
ξεκολλάνε αργά-αργά
για να φαγωθούνε

Μια ποιητική κοσμογονία φανταστικής υπεροχής. Η ποίηση είναι εξ ολοκλήρου υπόθεση της φανταστικής της υπεροχής. Η χώρα της είναι κατοικήσιμη μόνο από αυτούς που θα δεχθούν τους όρους του παιχνιδιού. Ο Γκόλ με τις λέξεις που χρησιμοποιεί, ή μάλλον με τις εικόνες που περιγράφει, κάνει να πιστεύουμε πως την ώρα που διαβάζουμε το ποίημα συγχρόνως το γράφουμε. Είμαστε συμμέτοχοι στην φυσιοκρατική του παντοκρατορία· στην δική του υπερρεαλιστική πραγματικότητα. Ο ίδιος είχε κάποτε γράψει: «Η πραγματικότητα είναι η βάση κάθε μεγάλης τέχνης….Κάθε τι που ο καλλιτέχνης δημιουργεί έχει το ξεκίνημα του στη φύση.. Ο πρώτος ποιητής του κόσμου διαπίστωσε «ο ουρανός είναι γαλάζιος». Αργότερα ένας άλλος βρήκε: «Τα μάτια σου είναι γαλάζια όπως ο ουρανός». Πολύ αργότερα αποτόλμησαν να πουν: «Έχεις ουρανό μέσα στα μάτια σου». Οι ωραιότερες εικόνες είναι εκείνες που φέρνουν κοντά, όσο το δυνατόν πιο άμεσα και πιο γρήγορα, στοιχεία της πραγματικότητας απομακρυσμένα μεταξύ τους». Ο Γκόλ κατάφερε με το ταλέντο του να μεταδώσει την μαγεία των σκέψεων του με τον πιο απλό τρόπο χρησιμοποιώντας μια «πολυφωνική γλώσσα», χρησιμοποιώντας θέματα της καθημερινότητας σε ποιήματα όπως οι «Κοκορομαχίες» που αναφέραμε, ή το εξαίρετο «Νοσοκομείο», περιπλέκοντας συγχρόνως μύθους που είχαν την προέλευση τους από τα Ταρώ, την Καββάλα και τα έργα των μάγων – αλχημιστών του Μεσαίωνα και της Αναγεννήσεως, ο ποιητής έχτισε την «φανταστική ατμόσφαιρα ενός σπαγειρικού κόσμου».
Ο ποιητής με τις δικές του μεθόδους, με την πίστη στο όνειρο « κι όμως μέσα στο καθένα απ΄ αυτά τα κεφάλια/ πίσω από ένα γύψινο μέτωπο/ κοχλάζει ο ρόδινος εγκέφαλος/ που κατασκευάζει όνειρα», μας αφυπνίζει να βιώσουμε στο πλήρες το θαύμα της ύπαρξης. Ο Ιβάν Γκόλ είναι ένας μεγάλος ποιητής. Αλλά τα «σαρκωμένα του οράματά του δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπο για τους Ευρωπαίους μικροαστούς» όπως λέει κάπου ο Γιώργος Μπλάνας. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος ότι πολλοί ποιητές της γενιάς του έχουν προ πολλού καθιερωθεί ενώ αυτός στέκει παραδίπλα, ανείδωτος. Αυτό που έχει όμως πράγματι σημασία είναι ότι αυτός ο ποιητής όσο και να βρίσκεται δίπλα από τα φώτα της δημοσιότητας τόσο πιο πολύ ξεχωρίζει το έργο του. Το υπέροχα σκοτεινό «Θριαμβευτικό άρμα του Αντιμονίου», η τα «Προσωπεία της στάχτης», σε αντιπαράθεση με τα βαθύτατα ερωτικά «Μαλαισιακά τραγούδια», και την «Ονειροχλόη» που έγραψε ήδη βαριά άρρωστος. Μια ποίηση γεμάτη σύμβολα, με την «αρετή εκείνη της μαγείας που μας υποχρεώνει να κοιτάξουμε μέσα στην άβυσσο των μυστηρίων», σύμφωνα με τον Marcel Brion.
Ο Γονατάς πρωτοδημοσίευσε ποιήματα του Γκόλ το 1959 στο περιοδικό Πρώτη Ύλη. Αυτό σημαίνει ότι ασχολείται συστηματικά με τον ποιητή πάνω από σαράντα χρόνια. Η πολύχρονη εξάσκηση του Γονατά είχε σαν αποτέλεσμα το παρόν βιβλίο να αποτελεί έναν σημαντικό οδηγό για να γνωρίσουμε την ποίηση του Γκόλ. Ο Γονατάς σπούδασε θα λέγαμε πάνω στα ποιήματα αυτά ανακαλύπτοντας στωικά τα κλειδιά τους. Ο Γονατάς οικειοποιήθηκε την γραφή του Γκόλ έτσι ώστε μέσα από την προσωπική του συγγραφική τεχνική να την οδηγήσει στα ελληνικά σε ένα άρτιο αποτέλεσμα χωρίς να κρύβεται ο ποιητής πίσω από τον μεταφραστή του αλλά ούτε και το αντίστροφο. Τέλος η πολύ καλή τυπογραφική δουλειά του Αιμίλιου Καλιακάτσου συμπληρώνει την όλη έκδοση με την ποιότητα που την χαρακτηρίζει.
Ο Ιβάν Γκόλ ήταν ένας ποιητής «κυριευμένος από τον Λόγο, από την τραχιά ύλη που θέλει να σμιλευτεί σε μορφή», σύμφωνα με τον Richard Exner. Ένας πρωτοποριακός λυρικός που θέλησε για μια στιγμή μονάχα να γίνει ο διαιτητής ανάμεσα
«στα δυό αστέρια
ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο
που ακόμα ταλαντεύονται».

Μικρό σχόλιο για το ποιητικό όραμα του Ελύτη

30 Tuesday Sep 2014

Posted by karagiannopouloskon in ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

≈ Leave a comment

Tags

ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

 

elitis 02

 

Του Γιώργου Λίλλη 

 

Ο Ελύτης αναζήτησε την παγανιστική θρησκευτικότητα όπου το ελεύθερο πνεύμα κυριαρχούσε στο να σμιλεύει τον ανθρώπινο λόγο μεταλλάσσοντάς τον. Ήδη από τον «Ήλιο τον Πρώτο» μεταχειρίζεται την ύλη και το ελληνικό τοπίο ως μέσο για να μεταφέρει αυτό που διέκρινε ως αρχή μιας ποιητικής αναδημιουργίας του κόσμου ακέραιη στο φως. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Πρέπει να αρνηθεί κάποιος ότι μέχρι τώρα έχει κατακτηθεί γλωσσικά και να διαμορφώσει μια καινούρια θεωρία που να μην συμβαδίζει με το καθιερωμένο. Κι αυτό όχι ως μανιέρα αλλά αναγκαία πράξη, αφού έχει προηγηθεί πρώτα η γέννηση ενός τέτοιου κοσμογονικού γεγονότος.  Για τον Ελύτη ο μύθος είναι μια ακόμη πραγματικότητα. Όπως και τα στοιχεία της φύσης ποιητικά σύμβολα που περιμένουν να ξεκλειδώσουν την ερμηνεία τους. Το έργο του βρίθει από σύμβολα. Κι όποιος συμμετέχει ορίζεται μέσα στο θαύμα:

«Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμή/ γοργά κάτω από τα νερά η ζαργάνα/ και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο / ν΄ ανεβαίνει Αβάδιστος είδα ο Μέγας Κριός».

Εύκολα πολλοί μίλησαν για υπερβολή, έπαρση, βερμπαλισμό, φυσιολατρία  και αφέλεια. Όμως αυτός που κρύβονταν από πίσω δεν ήταν ένας απλός στιχοπλόκος, αλλά ο άνθρωπος που έδωσε πρώτος το έναυσμα για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο που βλέπει με τα μάτια της ψυχής του και σ΄ εκείνον που έχει παρασυρθεί από τον ρεαλισμό και την καθιερωμένη λογική.

« Ήτανε στο νησί μου κάποτες κει που αν δεν γελιέμαι / Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά/ Σ΄ έφερε μέσ’ στον κήπο του παλιού σπιτιού μας/ Κρούοντας βότσαλα μέσ’ στο νερό ν΄ ακούσω/ Πως σε λένε Σελάνα και πως εσύ κρατείς/ Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου».

Είναι ο ακέραιος χώρος όπου το έργο αφομοιώνεται στους ρυθμούς του άχρονου. Η Σελήνη, ερωτευμένη με τον όμορφο νεαρό, αναζητά, μέσα στις λέξεις το κλειδί της γνώσης του ποιητή, το μυστικό που τον κρατά ζωντανό στις σελίδες του. Η μυσταγωγία του συμβολίζει την καθαρότητα, όπως και τη ταύτισή του με τον αρχαίο μύθο ο οποίος πιστοποιεί το θαύμα. Ο καθρέφτης του ύπνου είναι ένας απαράμιλλος χώρος αυθεντικότητας, η νεότητα του πνεύματος που παρέμεινε ανέπαφη μέσα στη ροή. , στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, ύπνου και ξύπνου. Ο Ελύτης το μετονομάζει «απαλές κοιλάδες»· το μετά της γαλήνης· το αποκορύφωμα της αγωνίας: «η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα/ η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν΄ αλλάζει ξέρει». Ακόμα και μετά την οριστική εξαφάνιση μας. Η ομορφιά. Ακινητοποιημένη και επομένως άφθαρτη, έξω από την ύλη· σαν να δημιουργεί η ύλη κάτι το άυλο· το πνεύμα νικά (μέσω της ομορφιάς) τη φθορά (που δεσμεύεται από θάνατο και μετατοπίσεις). Η μέσα ομορφιά των πραγμάτων. Που διατηρούνται ακόμα και έξω από την αιτία που τα δημιούργησε. Η ομορφιά που δεν λεηλατήθηκε από την ύλη.

«Άνθρωπε, άθελά σου/ Κακέ – παρ΄ ολίγο η τύχη σου άλλη./Σ΄ ένα, έστω, λουλούδι αντίκρυ αν ήξερες/ Να πολιτεύεσαι/ σωστά, θά τά ΄χες όλα. Επειδή απ΄ τα λίγα, μερικές φορές/ Κι από το ένα – έτσι ο έρωτας –/ Γνωρίζουμε τα υπόλοιπα. Μόνο το πλήθος να:/ Στο χείλος των πραγμάτων στέκει/ Όλα τα θέλει και τα παίρνει και δεν του μένει τίποτα».

Μυθογονία.  Ποιητική γεωγραφία. Τα ποιήματα ως δοχεία συγκίνησης. Ο Ελύτης αγάπησε την ύλη μέσα στα πλαίσια ενός υπερβατικού θεωρήματος το οποίο την ταυτίζει με την πνευματικότητα. Απέδειξε πως οι αισθαντικοί κόσμοι μπορούν να χαρτογραφηθούν. Δεν υπερτερεί το ταλέντο να γράφεις στίχους, μονάχα να είσαι παρόν σε κάθε λέξη που ανυποχώρητη εφορμά στο διανοητικό μας κλουβί για να το αντικρούσει. Δεν περιέχει ιδέες, είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό τρόπαιο του μυαλού, που διευκρινίζει πως όλοι μας έχουμε μέσα μας τεράστια, ανεκμετάλλευτα αποθέματα ποίησης. Είναι ένας τρόπος να βλέπεις. Του να αισθάνεσαι δικαιωμένος μέσα στο τίποτα. Κι ας έχουν αποδειχθεί τα όνειρά σου ανασφαλή, αποτυχημένα. Κι ας μην δίνει κανένας σημασία πως μέσα από το σκούρο τείχος ο κήπος άνθισε. Αυτόν τον κήπο η Σελήνη επισκιάζει, αυτή τη γλώσσα η φαντασία αφομοιώνει, αυτό το σώμα νικά το χρόνο, αυτή η γραφίδα επιζεί του θανάτου. Σαν την αρχέγονη Σελάνα, στο πατρικό σπίτι του Ελύτη, εκεί όπου την αισθάνθηκε να ανοίγει στα δύο τη θάλασσα και να διασχίζει τον ύπνο του, όπως τώρα, εκεί που κρυμμένος μας παρατηρεί και χαμογελά συναινετικά:

«Ποίηση μόνον είναι/ Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία/ Όπως μπορεί και να την φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι/ Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη».

Το Όνειρο του Κακού, Γκέοργκ Τρακλ

22 Friday Aug 2014

Posted by karagiannopouloskon in ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

≈ Leave a comment

Tags

ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

Του Γιώργου Λίλλη 

Ενώ έχει ξεσπάσει ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, ένας νεαρός ποιητής ονόματι Γκέοργκ Τρακλ ξεκινά την θητεία του στον αυστριακό στρατό ως τραυματιοφορέας. Ένα χρόνο πριν έχει εκδοθεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ποιήματα», όπου συγκεντρώνονται τα μέχρι τότε δημοσιευμένα ποιήματά του σε εφημερίδες και περιοδικά καθώς και αδημοσίευτο υλικό, από τον εκδοτικό οίκο Kurt Wolf στη Λειψία. Η εμπειρία του πολέμου θα παίξει τραυματικό ρόλο στην ψυχοσύνθεσή του. Η ψυχική του κατάρρευση κορυφώνεται στην μάχη του Γκρόντεκ όπου αναγκάζεται λόγω της κατάστασης να φροντίσει ολομόναχος ενενήντα βαριά τραυματίες. Η φρίκη που αντικρίζει, η θυσία τόσων ανθρώπων στον μηχανισμό των εθνών για επεκτατισμό, η αδικία, το αβέβαιο μέλλον, οδηγούν αυτόν τον ευαίσθητο άνθρωπο στην αυτοκαταστροφή.

Η παραλογία του πολέμου τού εξανεμίζει την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, η λυρική του ιδιοσυγκρασία κλονίζεται, η πίστη του στον εξευγενισμό της ύπαρξης γκρεμίζεται. Το Σεπτέμβριο του 1914 αποπειράται ν΄ αυτοκτονήσει, όμως οι σύντροφοί του προλαβαίνουν να του πάρουν το όπλο από τα χέρια. Ένα μήνα αργότερα μεταφέρεται στο νοσοκομείο της Κρακοβίας για εξέταση και παρακολούθηση της πνευματικής του κατάστασης.

Όμως στις 3 Νοεμβρίου ο Τρακλ πεθαίνει σε ηλικία μόλις 27 χρόνων από υπερβολική δόση κοκαΐνης.

Το ευαίσθητο παιδί από το Σάλτσμπουργκ, ο ποιητής που συγκίνησε τον Ρίλκε κάνοντάς τον να αποφανθεί πως «το βίωμα του Τρακλ γίνεται όπως στα είδωλα στον καθρέφτη και γεμίζει όλο το χώρο του, που είναι άδυτος, όπως ο χώρος στο καθρέφτη», υπήρξε μια ιδιόμορφη πνευματική προσωπικότητα. H γραφή του έκλινε προς μια μυστικιστική μελαγχολία η οποία φανέρωνε την εικόνα ενός ανθρώπου αρνούμενου να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα. Ή όπως γράφει ο φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ, «ο πολυσήμαντος τόνος της ποίησης του Τρακλ πηγάζει από ένα συνανοικείν, δηλαδή από μια ομοφωνία, η οποία ως προφανής, μένει πάντοτε ανείπωτη».

Αν θέλουμε να αποκρυπτογραφήσουμε αυτόν τον ιδιόμορφο ποιητή πρέπει να ανατρέξουμε στη ζωή του. Ο Χέρντερ το περιγράφει με γλαφυρό τρόπο: «Θα πρέπει να θεωρούμε κάθε βιβλίο ως εντύπωμα μιας ζώσας ανθρώπινης ψυχής. Ο προσεκτικός και συνετός αναγνώστης προσπαθεί να διαβάσει μάλλον το πνεύμα του συγγραφέα παρά το βιβλίο». Η ζωή του Τρακλ υπήρξε συνυφασμένη με το έργο του. Οι συμβολισμοί του, ο κλειστοφοβικός του χαρακτήρας, ο πεσιμισμός, δεν είναι πόζα αλλά οδυνηρό βίωμα. Οι πρωταγωνιστές των ποιημάτων του είναι υπάρξεις που φανερώνουν την ψυχική του διαταραχή. Τα εγκαταλειμμένα ορφανά: ενθύμια του χαμένου παραδείσου, ο Ελιάν: μορφή παρακμής και αυτογνωσίας, ο έφηβος Κάσπαρ Χάουζερ: χωρίς ταυτότητα,  οι στρατιώτες, η παρουσία του πατέρα και της αδερφής, οι λεπροί, ο φονιάς, ο έρημος άντρας, ο μεθυσμένος. Προσωπικότητες που απαρτίζουν το ποιητικό του κόσμο, οροθετώντας ένα αβυσσαλέο περιβάλλον.

Γεννημένος το 1887 στο Σάλτσμπουργκ ο Τρακλ αισθάνθηκε από μικρός την εγκατάλειψη που περιγράφει στα κατοπινά του ποιήματα, μιας και η μητέρα του, πάσχοντας από κατάθλιψη και συναισθηματική αστάθεια αφήνει την φροντίδα των παιδιών σε μια γαλλίδα γκουβερνάντα. Ο μοναδικός άνθρωπος που του συμπαραστέκεται είναι η αδερφή του Μαργκαρέτα. Οι πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες γίνονται στον ποιητικό κύκλο «Απόλλων», το 1904. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταλείπει το σχολείο και κάνει τις πρώτες του εμπειρίες με τα ναρκωτικά.

Το 1906 ανεβαίνει το μονόπρακτο έργο του Η μέρα των νεκρών, στο θέατρο του Σάλτσμπουργκ, ενώ λίγους μήνες αργότερα του έργο Fata Morgana. Η αποτυχία των παραστάσεων όμως οδηγεί τον Τρακλ να καταστρέψει τα έργα. Το 1908 δημοσιεύεται πρώτη φορά ποίημά του σε Αυστριακή εφημερίδα. Η πρώτη δημοσίευση ποιημάτων του εκτός  Σάλτσμπουργκ γίνονται στο περιοδικό Neuen Wiener Journal. Αντιμετωπίζοντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ξεκινά την εθελοντική στρατιωτική του θητεία στη Βιέννη. Το 1912 γνωρίζεται με τους συνεργάτες του περιοδικού Μπρένερ, ένα από τα πιο σημαντικά έντυπα της εποχής δημοσιεύοντας έργα του. Την 1 Οκτωβρίου του ίδιου έτους προσλαμβάνεται ως πολιτικός υπάλληλος στην υγειονομική υπηρεσία στρατού. Στις 30 Νοεμβρίου διορίζεται ως μαθητευόμενος λογιστής στο Υπουργείο Δημόσιων έργων, αλλά αμέσως παραιτείται. Το 1913 ο γερμανικός εκδοτικός οίκος Kurt Wolf εκδηλώνει το ενδιαφέρον του να εκδώσει τα ποιήματά του. Αφού το βιβλίο εκδίδεται, ένα χρόνο μετά, το 1914 ο Τρακλ στέλνει στον εκδότη του το χειρόγραφο Ο Σεβαστιανός στο όνειρο,  και ξεκινά την θητεία του στον αυστριακό στρατό όπου και τελικά πεθαίνει από υπερβολική δόση ναρκωτικών.

Αν σκύψουμε με προσοχή στη ζωή του Τρακλ έχουμε πάντα μπροστά μας έναν ανικανοποίητο άνθρωπο που αναζητεί με αγωνία και πάθος την εξιλέωση της πνευματικής του οντότητας. Μετά τον θάνατό του δημοσιεύονται στο περιοδικό Μπρένερ τα τελευταία του ποιήματα και εκδίδεται ο Σεβαστιανός.  Το 1919 ο φίλος του Καρλ Ρεκ επιμελείται την συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του. Ο Έρχαρντ Μπούσμπεκ εκδίδει τα νεανικά του ποιήματα και τις πρόζες του, το 1939 με τίτλο, Από χρυσό κύπελλο. Όμως πολύ αργότερα, την δεκαετία του 50΄, ο Τρακλ ανακαλύπτεται εκ νέου, επανεκδίδονται τα βιβλία του, γράφονται σημαντικές μελέτες για το έργο του. Η αιρετική φωνή αυτού του απόκοσμου ποιητή ήταν ίσως η αιτία που άργησε να καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ποιητικού εξπρεσιονισμού.  Στα ελληνικά ο Τρακλ έχει μεταφραστεί από τους Ανδρέα Αγγελάκη, Δημήτρη Δήμου, Νίκο Ερηνάκη και Ελένη Νούσια και πρόσφατα από  τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο όπου επιλέγει αντιπροσωπευτικά ποιήματα από τις πρώτες λογοτεχνικές απόπειρες του Τρακλ, από το σπουδαίο «Ο Σεβαστιανός στο όνειρο», και από τα τελευταία δημοσιευμένα του ποιήματα στο περιοδικό Μπρένερ.

Οι στίχοι του Τρακλ αντιστέκονται στη βαρβαρότητα, αποπνέουν μια θρησκευτικότητα έξω από τους όρους της θρησκείας, εξευγενίζουν την ύπαρξη. Μετέδωσε με τον πιο τραγικό τρόπο το πάθος του για ζωή. Δεν έχει σημασία αν βγήκε νικητής ή όχι, τα ποιήματά του είναι αυθεντικές καταθέσεις μιας προσωπικότητας που πίστεψε την παραμυθία της ποίησης και στην ιδεώδη της κοσμοθεωρία. Οι περιγραφές του ανατρέπουν το καθιερωμένο. Η ένταση των στίχων κορυφώνονται σε ένα λεπτό φάσμα λυρισμού οι οποίοι περιστοιχίζονται από το τραγικό στοιχείο. Αντιπροσωπευτικό δείγμα το ποίημα, Ψαλμός, όπου η έντονη οινοποιεία προσφέρει στην αναγνώστη το έντονο αίσθημα του χαμένου παραδείσου: «είναι ένα φως που το ΄σβησε ο άνεμος… είναι ένα αμπέλι καμένο και μαύρο με τρύπες γεμάτες αράχνες». Παράδοξο σκηνικό, έκπτωτο, η φωνή του ποιητή αγγίζει τα όρια του υπερβατικού: «Τρέμοντας η μικρή /τυφλή τρέχει μέσα απ΄ τις δεντροστοιχίες, / κι ύστερα η σκιά της, τριγυρισμένη από θρύλους ιερούς/ και παραμύθια, τα παγωμένα τείχη ψηλαφίζει».  Παγανιστικές θεότητες, μύθοι και θρύλοι, η μεσαιωνικής υφής σκοτεινότητα του κειμένου, η ρεαλιστική δομή συνυφασμένη με το ανατρεπτικό στοιχείο της καταγραφής μιας ιδιαίτερα προσωπικής αντίληψης του κόσμου:

 

Στη σκοτεινιά του παλαιού ασύλου άνθρωποι – ερείπια

μαραζώνουν.

Τα νεκρά ορφανά κείτονται στον τοίχο του κήπου.

Άγγελοι ξεπροβάλουν, από γκρίζα δωμάτια, με λα-

σπωμένες τις φτερούγες.

Σκουλήκια στάζουν απ΄ τα κιτρινισμένα βλέφαρά τους.

Σκοτεινή και σιωπηλή η πλατεία μπρος στην εκκλησία

όπως τις μέρες της παιδικής ηλικίας.

Μεταποιεί την φρίκη σε τέχνη. Αν ο Τρακλ ζούσε φυσιολογικά, αν δεν είχε κληρονομήσει την χρόνια κατάθλιψη της μητέρας του, η οποία επηρέασε βαθιά την παιδική του ηλικία, αν δεν είχε αυτοκτονικές διαθέσεις, δοκιμάζοντας διάφορες ναρκωτικές ουσίες, αν δεν αντιμετώπιζε πολλά οικονομικά προβλήματα και δεν συμμετείχε στον πόλεμο, η εύθραυστη ιδιοσυγκρασία του θα αναπτύσσονταν και θα εξελίσσονταν διαφορετικά. Ο νεαρός Τρακλ επιχειρεί με τον πιο άμεσο και ειλικρινή τρόπο, χωρίς λογοτεχνικές προθέσεις να εκφραστεί με την ποίηση για όλα αυτά που τον απωθούσαν ή τον τρόμαζαν. Η κλειστοφοβική, απαισιόδοξη και μακάβρια ποίησή του, δεν έχει στόχο να σοκάρει, αυτό διαφαίνεται ευθύς εξαρχής, ούτε ο ίδιος νιώθει οικειότητα με τον κόσμο που περιγράφει, απλώς επιθυμεί να εξιλεωθεί από τους τρόμους που πηγάζουν από την τραυματική εμπειρία των παιδικών του χρόνων όπου δεν αισθάνθηκε την μητρική στοργή, πράγμα τόσο σημαντικό για ένα παιδί. Ίσως γι΄ αυτό στα περισσότερα ποιήματα του γίνονται αναφορές σε ορφανά, σε παιδιά που υποφέρουν, όπως το  νεκρό αγόρι Έλις.

Ιδιόμορφη πνευματική προσωπικότητα, ένας αιρετικός των γερμανικών γραμμάτων, ο Τρακλ είναι σήμερα αδιαμφισβήτητα ένας κλασσικός που μετέτρεψε τον ερμητισμό του σε υψηλή ποιητική τέχνη εξευγενίζοντας την ηττημένη του θνητότητα.

 

Το τραγούδι του εαυτού μου, Ουόλτ Ουίτμαν

21 Monday Jul 2014

Posted by karagiannopouloskon in ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

≈ Leave a comment

Tags

ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

Του Γιώργου Λίλλη

 

Στις 26 Μαρτίου 1892 ο Ουίτμαν κηδεύεται χωρίς ιερέα και σταυρό. Ένα μικρό πλήθος παρακολουθεί εξ αποστάσεως την κηδεία. Σύμφωνα με την επιθυμία του, στην ταφόπλακα αναγράφονται οι στίχοι του: «Το βάθρο μου είναι στερεωμένο και σφηνωμένο σε γρανίτη/ περιγελώ αυτό που εσείς ονομάζεται αποσύνθεση/ και ξέρω την έκταση του χρόνου». Προφανώς πολύ πριν δημοσιεύσει  «Το τραγούδι του εαυτού μου», ο Ουίτμαν είχε εξαρθρώσει το χρόνο αφήνοντας το πνεύμα του ελεύθερο να ριψοκινδυνεύσει για την αναζήτηση του εγώ έξω από τα όρια του εγώ, στη συμπάντια και ολική του εκπλήρωση. Η τολμηρή αυτή αναμέτρηση μεταφέρθηκε και στα ποιήματά του, τα οποία ανακαλούν προκλητικά την προ – εδεμική εποχή,  μέσα από σύμβολα αναγέννησης και αθωότητας που αντιτάσσονται στο κατεστημένο του αστισμού. Αυτός ο ποιητής φέρνοντας στην επιφάνεια τα άγριά του ένστικτα, αποκάλυψε την ομορφιά της αγριότητας του είδους του, που μαγεμένος περιφέρεται άσκοπα μέσα στην ύλη και παρασύρεται με αποτέλεσμα να μην αντικρίσει ποτέ αληθινά τον εαυτό του:

«Σταμάτα αυτή τη μέρα και τη νύχτα μαζί μου και θα κατέχεις την αρχή όλων των ποιημάτων μου/ θα κατέχεις το όφελος της γης και του ήλιου, (μένουν εκατομμύρια ήλιοι ακόμα),/ δεν θα δέχεσαι πια τα πράγματα από δεύτερο ή τρίτο χέρι, ούτε θα βλέπεις μέσα/ από μάτια νεκρού, ούτε θα τρέφεσαι από φαντάσματα στα βιβλία/ δεν θα βλέπεις ούτε μέσα από τα δικά μου μάτια, ούτε θα δέχεσαι τα πράγματα από μένα / θα ακούς όλες τις πλευρές και θα τις διηθίζεις ο ίδιος».

Ήταν ευνόητο πως οι στίχοι αυτοί δεν θα έβρισκαν ανταπόκριση σ΄ ένα κοινό που δεν ήταν προετοιμασμένο για την ηθική που με τόλμη κήρυσσαν. Η ποίηση σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν μόνο μια επαναστατική διέξοδος, αλλά και μια κοσμογονία όπου μπορεί να δράσει ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος, ο οποίος γίνεται υπαρκτός από τη στάση που έχει κάποιος στο καινούριο ή με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μέσα στο καινούριο. Ο Ουίτμαν είναι ένας κραυγαλέος ουμανιστής της ελευθερίας του ατόμου, επιμένει στο να υμνεί τη ζωή μ΄ ένα παγανιστικό τρόπο, ίσως γιατί διαισθάνεται πως τα καλούπια των θρησκειών και των πολιτικών διδασκαλιών έχουν επιφέρει στον άνθρωπο έναν εγκλωβισμό εμποδίζοντας να γευθεί με πάθος όσα τον περιβάλλουν. Δεν θα μπορούσε η ενόραση αυτή να εκδηλωθεί με άλλο τρόπο, παρά με μια ποιητική απλότητα που ορίζεται στο βάθος των αρχέτυπων και της ομορφιάς της όρασης. Φυσιοκρατισμός, υπερβολή, εγωτισμός, απαρτίζουν την μεγάλη αυτή ποίηση όπου ο κόσμος δημιουργείται εκ νέου:

 

«Είμαι σύντροφος και συνοδοιπόρος των ανθρώπων, όλοι το ίδιο αθάνατοι και / ανεξήγητοι όπως κι εγώ, / (δεν ξέρουν πόσο αθάνατοι, αλλά εγώ το ξέρω)».

Όσο κι αν εκ πρώτης όψεως ο Ουίτμαν φαίνεται προκλητικός, δεν είναι παρά ένας ταπεινός λαξευτής των μέσα μας φωνών που έχουν ξεχαστεί. Εξαρτάται από εμάς πως θα τον δεχθούμε. Όσοι έχουν ωριμάσει δια μέσου μιας τέτοιας εμπειρίας γίνονται προφήτες. Αντιμετωπίζουν τους εαυτούς τους σαν προφήτες. Και συνήθως οι προφήτες ποτέ δεν γίνονται κατανοητοί στην εποχή τους. Χρειάζεται η απόσταση για να δεις ψύχραιμα μια ψυχοσύνθεση σαν του Ουίτμαν. Η ζωή του, αντισυμβατική για την εποχή του, οι στίχοι του γλωσσικά ακραίοι και θορυβώδεις, μαρτυρούσαν την αγωνία του δημιουργού τους να επικοινωνήσει. Κατά βάθος όλοι μας αυτό επιζητούμε. Να νιώσουμε αναγκαίοι και πολύτιμοι στους άλλους. Ο Ουίτμαν είχε την ανάγκη να βρει τον  ιδανικό αναγνώστη, επιθυμούσε να μοιραστεί το θαύμα που είχε με κόπο ανακαλύψει ακριβώς στα σύνορα όλων εκείνων που τον χλεύαζαν. Τον ίδιο, φαίνεται δεν τον κλόνιζε, είχε άπειρες αποδείξεις της διάστασής της ποιητικής του θεωρίας, όμως σίγουρα μέσα του θα ένιωσε απογοήτευση για την υποτίμηση που του επιφύλαξαν οι σύγχρονοί του. Οι μεγάλοι ποιητές υπήρξαν πάντα μόνοι γι΄ αυτό και μόνο τον λόγο: δεν είμαστε διατεθειμένοι εύκολα να απαρνηθούμε τον εαυτό μας. Δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας. Εκείνοι ήρθαν σε ρήξη με τον κόσμο για να ανακαλύψουν έναν καινούριο. Ήρθαν σε ρήξη με τον εαυτό τους και τον κόσμο τους. Και όχι μόνο αυτό. Είχαν το θάρρος να εκτεθούν:

« Μέσα από μένα απαγορευμένες φωνές, / φωνές από ορμές και πόθους, φωνές καλυμμένες και εγώ το κάλυμμα αφαιρώ, / φωνές πρόστυχες, εξαγνισμένες και μεταμορφωμένες από μένα./ Δεν φράζω με τα δάχτυλά μου το στόμα μου, / είμαι τόσο τρυφερός για τα σπλάχνα όσο για το κεφάλι και την καρδιά, / η συνουσία δεν είναι πιο άγρια για μένα από ό,τι είναι ο θάνατος».

*Το τραγούδι του εαυτού μου σε μετάφραση Ζωής Ν. Νικοπούλου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ηριδανός

Ο Άλβαρο ντε Κάμπος του Πεσσόα και η Θαλασσινή ωδή

09 Wednesday Jul 2014

Posted by karagiannopouloskon in ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

≈ Leave a comment

Tags

ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

Του Γιώργου Λίλλη

 

Ποιος είναι ο Φερνάντο Πεσσόα; Είναι ο «αγγλομανής, μύωψ, ευγενής, αλλοπαρμένος, ντυμένος στα σκούρα, απόμακρος και οικείος», σύμφωνα με τον Οκτάβιο Πάζ, είναι ο Ρικάρντο Ρεις, ο Αλμπέρτο Καέιρο ή ένας ψηλός, κομψός, με μονόκλ, μαύρα μαλλιά με χωρίστρα στο πλάι, όπως τον ήθελε ο Αντόνιο Ταμπούκι, που άκουγε στο όνομα Άλβαρο Ντε Κάμπος;

Το αίνιγμα Πεσσόα παραμένει αναπάντητο. Ο ιδιοφυής ποιητής μας κληροδότησε ένα τεράστιο έργο, του οποίου η καταγραφή και η ταξινόμηση συνεχίζεται εδώ και μισό πλέον αιώνα. Το θέμα δεν εξαντλείται όμως εδώ, στον όγκο του συγκεκριμένου έργου, αλλά στην επινόηση 72 ετερώνυμων χαρακτήρων του Πεσσόα, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στη λογοτεχνική σκηνή της Πορτογαλίας. Μάλιστα, τρεις από αυτές τις μεταμορφώσεις του ποιητή, αποτέλεσαν το ρόλο όχι απλώς ενός προσωπείου, αλλά αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά και μάλιστα σε μια συγκεκριμένη βιογραφία. «Αυτό που επέτυχε ο Πεσσόα αγγίζει το θαύμα», αναφέρει ο Αντόνιο Κουάντρος: «γιατί καθένας από τους ετερώνυμους ποιητές παράγει όχι απλά κάτι διαφορετικό από την λογοτεχνική παραγωγή του Πεσσόα την οποία υπογράφει με το όνομά του, αλλά έργα των οποίων η εγγενής συνοχή είναι ισχυρή, χωρίς να ξεχνάμε τη λεπτή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο περιεχόμενο και την ψυχοσύνθεση του υποδυόμενου συγγραφέα».

Ο Άλβαρο ντε Κάμπος είναι η πιο επιβλητική μορφή των ετερώνυμων που κατασκεύασε ο Πεσσόα. Ο ποιητής θέλησε να τον εντάξει στη διαχρονικότητα των θνητών, σαν ένα υπαρκτό φάντασμα που ταξιδεύει, ερωτεύεται, συμμετέχει στη δημόσια ζωή, το οποίο μίσησε, δέχθηκε επιθέσεις, εισηγήθηκε κινήματα.

Ο ίδιος ο Πεσσόα, σε επιστολή του στον Adolfo Casais Monteiro, είχε καταγράψει τα βιογραφικά χαρακτηριστικά του επινοημένου του ποιητή: «Ο Άλβαρο ντε Κάμπος γεννήθηκε στην Ταβίρα στις 15 Οκτωβρίου 1890. Είναι ναυπηγός μηχανικός, αλλά τώρα βρίσκεται εδώ στη Λισσαβόνα, άνεργος….είναι ψηλός (1,75 ύψος, δηλαδή 2 εκατοστά ψηλότερος μου), λεπτός και σκύβει ελαφρώς……ούτε καστανός ούτε μελαχρινός, μοιάζει αόριστα με Πορτογάλο Εβραίο, αλλά τα μαλλιά του είναι ίσια……..»

 

Όσο πιο πολύ αισθανθώ, όσο πιο πολύ αισθανθώ σαν

διαφορετικά πρόσωπα

όσο πιο πολλές προσωπικότητες αποκτήσω,

όσο πιο έντονα, πιο στριγκά τις αποκτήσω,

όσο πιο ταυτόχρονα αισθανθώ μ΄ όλες αυτές,

όσο πιο ομοιότροπα διαφορετικός, ανομοιότυπα

προσεκτικός,

υπάρξω, αισθανθώ, ζήσω, είμαι,

τόσο πιο πολύ θ΄ αποκτήσω τη συνολική ύπαρξη του

σύμπαντος,

τόσο πιο πλήρης θα΄ μαι σ΄ ολόκληρη την έκταση του

διαστήματος,

τόσο πιο όμοιος με τον Θεό, όποιος και να ΄ναι………….

 

Η διαδικασία της γραφής για τον Πεσσόα, είτε αυτή έχει το δικό του επώνυμο, είτε κρύβεται πίσω από επινοημένα ποιητικά μοντέλα, είναι ένα και το αυτό: ν΄ ανακαλύψει μέσα από τον καθρέφτη των λέξεων την ταυτότητά του. Αυτό που συγκλονίζει είναι ότι κάθε προσωπικότητα που επινόησε ο Πεσσόα για να εξωτερικεύσει τα αισθήματα και τις ιδέες του είναι τόσο ετερόκλητες που διαφαίνεται ξεκάθαρα η αγωνία του να οριοθετήσει το σύμπαν του, να συγκροτήσει το είναι του, μέσα σε τόσες διαφορετικές παραμέτρους, σε τόσες ακραίες συνθήκες δημιουργίας της μιας περίπτωσης από την άλλη.

Ο Άλβαρο ντε Κάμπος είναι ένας «υμνητής της βιομηχανικής εποχής». Πληθωρικός, εξωστρεφής, χειμαρρώδης, μεταχειρίζεται μια γλώσσα άκρως επαναστατική, ρεαλιστική, παρ΄ όλα αυτά βαθυστόχαστη, αντανακλώντας την παραμορφωμένη εικόνα του παράδοξου κόσμου ως έχει, χωρίς αυταπάτες. Διαβάζοντας τις μεγάλες του συνθέσεις, «Θριαμβική ωδή» και «Θαλασσινή ωδή», παρατηρούμε, σε μια εποχή όπου η ποίηση ήταν απαστράπτουσα μιας λυρικής έξαρσης που ανάγονταν στην εποχή του ρομαντισμού, ότι ο Πεσσόα γίνεται ένας προφήτης του μοντέρνου λόγου:

 

Ώ άχρηστα αντικείμενα που όλος ο κόσμος θέλει να

τ΄ αγοράσει!

Γεια σας, μεγάλα καταστήματα με τμήματα πολλά!

Γεια σας, διαφημίσεις ηλεκτρικές που αναβοσβήνετε

κι εξαφανίζεστε!

 

Έ, μπετόν αρμέ, τσιμέντο, καινούριες τεχνικές!

Πρόοδος των εξοπλισμών ενδόξως θανατηφόρων!

Πανοπλίες, κανόνια, μυδραλιοβόλα, υποβρύχια, αεροπλάνα!

 

Σας αγαπάω όλους, όλα, σαν θηρίο.

Σας αγαπώ σαρκοφαγικά………..

 

Θα μπορούσε κάλλιστα το παραπάνω απόσπασμα να είναι γραμμένο σήμερα κι όχι το 1914. Ο Πεσσόα, μέσω του Κάμπος, προφητεύει τον ξεπεσμό του ανθρώπινου, την ολική καταστροφή του φυσικού και την επικράτηση του τεχνητού κόσμου. Η λατρεία της βιομηχανοποιημένης ζωής γίνεται στα λόγια του ένα ποίημα ξέφρενο, σχεδόν βακχικό, μοντέρνο, τεχνοκρατικό. Μια ιδιοφυής επινόηση της πτώσης του φυσιοκρατικού στοιχείου στο ισοπεδωτικό σύμπαν της κυριαρχίας των μηχανών, που βρίσκει την απόλυτη εκπλήρωσή του σήμερα:

 

Να είμαι πλήρης σαν μηχανή!

Να μπορούσα να οδεύω θριαμβικά στη ζωή σαν ένα

αυτοκίνητο τελευταίο μοντέλο!

Να μπορούσα τουλάχιστον να κάνω να με διεισδύσουν όλα

αυτά σωματικά,

να με ξεσχίσουν ολόκληρο, να μ΄ ανοίξουν εντελώς, να γίνω

διαπερατός

σ΄ όλες τις μυρουδιές από λάδια, καύσεις, κάρβουνα

αυτής της θεσπέσιας, μαύρης, τεχνητής κι ακόρεστης

χλωρίδας!

 

Ο μακροσκελής στίχος, ο ρυθμός που κλίνει προς το θέατρο, σαν ένα μονόπρακτο που απαγγέλλεται στο σκοτάδι, ο ποιητής ανακαλεί μνήμες, καταμετρά γεγονότα, χτίζει το μύθο της πραγματικότητας σαν τη μόνη αμυντική μέθοδο του ανθρώπου ν΄ αντισταθεί στη φθορά: «Ά, όλη η αποβάθρα είναι μια νοσταλγία που πέτρωσε».

 

 

*Η Θαλασσινή ωδή σε μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εξάντας

Ηλιόπετρα του Οκτάβιο Παζ

01 Tuesday Jul 2014

Posted by karagiannopouloskon in ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

≈ Leave a comment

Tags

ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

Του Γιώργου Λίλλη

 

 

Υπάρχουν έργα στη παγκόσμια λογοτεχνία που υπήρξαν από μόνα τους εμπνευσμένες στιγμές, σαν να προΰπαρχαν και φανερώθηκαν από το πουθενά για να εδραιώσουν μια οριακή λογοτεχνική στιγμή. Συνήθως αυτά τα έργα αποτελούν και τις κορυφώσεις μέσα στο σύνολο των δημοσιεύσεων κάποιου δημιουργού, διαφωτίζοντας έτσι σιωπηλά μια άλλη διάσταση του ανθρώπινου πνεύματος, εκείνου που συλλαμβάνει ανεξήγητες φωνές από κρύπτες μυστικές, από υποσυνείδητα κοιτάσματα που αναλαμβάνουν να επισημάνουν τη χαμένη μας οικειότητα με το σύμπαν και τους ρυθμούς του. Μ΄ αυτά τα αρχέγονα υλικά δημιουργήθηκε και η Ηλιόπετρα του Οκτάβιο Πάς. Ο Μεξικάνος Νομπελίστας ποιητής (1914-1998) στο αυτοβιογραφικό του κείμενο «Σαράντα χρόνια ποίηση», έγραφε για το πως εμπνεύστηκε το ποίημα: «Δεν είχα σχέδιο. Δεν ήξερα τι να γράψω. Η Ηλιόπετρα ξεκίνησε σαν αυτοματισμός. Τις πρώτες στροφές τις έγραψα, κυριολεκτικά, σαν να μου τις υπαγόρευε κάποιος». Το ποίημα άψογα δομημένο πάνω σε ενδεκασύλλαβους, όπως αναφέρει ο ποιητής έρεαν φυσιολογικά. Ο συγγραφέας πληροφορεί επίσης τον αναγνώστη στις σημειώσεις της αυτοτελής έκδοσης πως, «στο εξώφυλλο του βιβλίου είναι τυπωμένος ο αριθμός 584 γραμμένος κατά το αριθμητικό σύστημα των Μάγια, επίσης, στο ξεκίνημα και την κατακλείδα του ποιήματος εμφανίζονται τα αρχαία μεξικάνικα σύμβολα της Ημέρας 4 Ολίν (κίνηση), και της Ημέρας 4 Εχέκατλ (άνεμος)». Το ποίημα εκτυλίσσεται κι αυτό σε 584 στίχους, αριθμός που συμπίπτει με τις ημέρες της συνοδικής περιόδου της Αφροδίτης σηματοδοτώντας τον αφροδίσιο κύκλο.

 

περνώ απ΄ το σώμα σου σαν απ΄ τον κόσμο,

είναι η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία,

τα στήθη σου ναοί όπου τελούνται

του αίματος τα παράλληλα μυστήρια,

σαν το κισσό οι ματιές μου σε σκεπάζουν,

είσαι μια πόλη πελαγοζωσμένη,

ένα οχυρό που έχει το φως διχάσει

σε δυό ροδακινόχρωμα κομμάτια,

μια γη απ΄ αλάτι από πουλιά και βράχους

κάτω από του μεσημεριού τον νόμο,

 

*

 

χρόνια φαντάσματα ,κύκλιες ημέρες

που σ΄ ίδια αυλή οδηγούν, στον ίδιο τοίχο,

καίει η στιγμή, κι είναι μια όψη μόνο

οι όψεις οι διαδοχικές της φλόγας,

ένα όνομα όλα τα ονόματα είναι,

όλα τα πρόσωπα είναι ένα μόνο,

μονάχα μια στιγμή όλοι οι αιώνες

και πάντα στους αιώνες των αιώνων

θα φράζουν του αύριο την οδό δύο μάτια,

 

*

 

1937, Μαδρίτη,

Κεντούσαν οι γυναίκες στην πλατεία,

με τα παιδιά τους λέγανε τραγούδια,

μετά ο συναγερμός, κραυγές τριγύρω,

σπίτια γονατισμένα μες στη σκόνη,

κτήρια φτυσμένα, τείχη ραγισμένα,

κι ο ορυμαγδός διαρκώς των κινητήρων:

οι δύο γυμνώθηκαν κι αγαπήθηκαν

ν΄ αγωνιστούν για το αιώνιο μερτικό μας,

 

Το ποίημά παθιάζετε με τη ζωή, εφορμά στους ρυθμούς της και μεγαλουργεί για χάρη μας. Μεμονωμένοι στίχοι όπως «ανεμοδαρμένο σιντριβάνι», «ενός πουλιού που απολιθώνει δάση», «κοσμήματα της δίψας», «πορφυρά τείχη της λάβας», «εστεμμένη μοναξιά που ψάλλει», «αψίδα του αίματος, σφυγμών γεφύρι», «και κούρσεψε το μέτωπό μου ο ήλιος», φανερώνουν τη δύναμη του λόγου του, την καθάρια φαντασία που μας συναρπάζει με την ιδιαιτερότητά του να ανασκευάζει με προσωπικά υλικά του βλέμματός και της σκέψης μια οικουμενική γλώσσα. Ο Οκτάβιο Πας κατάφερε με το έργο αυτό να μιλήσει με απόλυτη διαύγεια για τη ζωή, τόσο άμεσα και τόσο καίρια που απευθύνεται στον καθένα μας προσωπικά, ξεπερνώντας γλωσσικά ή φυλετικά φράγματα και εκπληρώνοντας αυτό που είπε ο Κόουλριτζ: « ωσότου μια παράδοξη τέχνη συναρμόζει τα κομμάτια και δημιουργεί ένα τέλειο σύνολο».

 

 

και σάπιες προσωπίδες που χωρίζουν
  τον άνθρωπο απ’ τους άλλους τους ανθρώπους, 
  τον άνθρωπο απ’ τον ίδιο,
               καταρρέουν 
  σε μια αχανή στιγμή καθώς για λίγο
  νιώθουμε τη χαμένη ενότητά μας,
  τη δόξα και την ερημιά του ανθρώπου
  που θάνατο, ήλιο και ψωμί μοιράζει,
  το ξεχασμένο σάστισμα πως ζούμε  […]

 

*

 

–η ζωή, πότε ήταν πράγματι δική μας;
πότε είμαστε ό,τι είμαστε στ΄αλήθεια;
και μόνοι μας εν τέλει είμαστε πάντα
μονάχα ένα κενό, μια ζάλη, σ’ έναν
καθρέφτη μορφασμοί, ναυτία και τρόμος,
δεν είν’ ποτέ η ζωή δική μας, είναι
άλλων, δεν είναι κανενός, όλοι είμαστε
η ζωή –ψωμί του ήλιου για τους άλλους,
όλους τους άλλους που είμαστε οι ίδιοι–,
είμαι ένας άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου
είν’ πιο δικές μου όταν ανήκουν σ’ όλους,
για να ‘μαι εγώ πρέπει να είμαι άλλος,
να βγω απ’ το εγώ, να με ζητήσω σ’ άλλους,
τους άλλους που δεν είναι αν δεν υπάρχω,
τους άλλους που πληρούν την ύπαρξή μου,
είμαι δεν έχει ή εγώ, εμείς μονάχα,
πάντα η ζωή είναι άλλη, αλλού, πιο πέρα,
πέρ’ από εσένα ή εμένα, πάντα ορίζοντας,
ζωή που μας ποθεί και μας διχάζει,
μας δίνει πρόσωπο και το τσακίζει,
πείνα του είναι, ω θάνατε, ψωμί όλων,
… 

 

 

Η Ηλιόπετρα παρουσιάζεται σε μια προσεγμένη δίγλωσση έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Μαΐστρος σε μετάφραση και επίμετρο του Κώστα Κουτσουρέλη.

Subscribe

  • Entries (RSS)
  • Comments (RSS)

Archives

  • July 2022
  • April 2022
  • July 2021
  • June 2021
  • March 2021
  • January 2021
  • November 2020
  • October 2020
  • September 2020
  • July 2020
  • May 2020
  • December 2019
  • June 2019
  • March 2019
  • February 2019
  • January 2019
  • December 2018
  • October 2018
  • September 2018
  • August 2018
  • July 2018
  • June 2018
  • April 2018
  • February 2018
  • January 2018
  • December 2017
  • November 2017
  • October 2017
  • August 2017
  • July 2017
  • June 2017
  • May 2017
  • April 2017
  • March 2017
  • February 2017
  • January 2017
  • December 2016
  • November 2016
  • October 2016
  • September 2016
  • August 2016
  • July 2016
  • June 2016
  • May 2016
  • April 2016
  • March 2016
  • February 2016
  • January 2016
  • December 2015
  • November 2015
  • October 2015
  • September 2015
  • August 2015
  • July 2015
  • June 2015
  • May 2015
  • April 2015
  • March 2015
  • February 2015
  • January 2015
  • December 2014
  • November 2014
  • October 2014
  • September 2014
  • August 2014
  • July 2014
  • June 2014
  • May 2014
  • April 2014
  • March 2014
  • February 2014
  • January 2014
  • December 2013
  • November 2013

Categories

  • "Το κορίτσι της Δύσης"
  • Ars & Vita
  • BLAME IT ON THE STARS
  • Αγαπητό μου ημερολόγιο…
  • Βαλκανιογνωμόνιο
  • Εικαστικά
  • Η πραγματικότητα αλλιώς…
  • Κριτική Βιβλίου
  • Λογοτεχνικά Κείμενα
  • Μουσικό Καφενείο
  • ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ
  • Συνεντεύξεις
  • Σεκάνς
  • Τέχνες
  • Splendide mendax
  • Uncategorized

Meta

  • Register
  • Log in

Create a free website or blog at WordPress.com.

Privacy & Cookies: This site uses cookies. By continuing to use this website, you agree to their use.
To find out more, including how to control cookies, see here: Cookie Policy
  • Follow Following
    • ΑΛΛΙΩΣ
    • Join 54 other followers
    • Already have a WordPress.com account? Log in now.
    • ΑΛΛΙΩΣ
    • Customize
    • Follow Following
    • Sign up
    • Log in
    • Report this content
    • View site in Reader
    • Manage subscriptions
    • Collapse this bar
 

Loading Comments...