• About

ΑΛΛΙΩΣ

~ Το ηλεκτρονικό περιοδικό για τις Τέχνες και τον Πολιτισμό

ΑΛΛΙΩΣ

Category Archives: Splendide mendax

[κάτσε και σκέψου πριν…], Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

30 Saturday Dec 2017

Posted by karagiannopouloskon in Splendide mendax

≈ Leave a comment

Tags

Splendide mendax

Photo by: pinterest.com (Зимняя вишня)

αυτός ίσως να είναι κι ο τελευταίος σου χρόνος∙
γι’ αυτό
σκέψου
κάτσε και σκέψου
τι κερδήθηκε
τι δεν δόθηκε
τι λησμονήθηκε κι έπρεπε να κρατηθεί
τι δεν θάφτηκε ενώ – ήδη σαπισμένο- λερώνει τα σπάργανα του νου
τι χαλαλίστηκε εν ονόματι του άλλου του ίδιου του εαυτού
του φόβητρου του θανάτου της διατήρησης της συντήρησης
της αποσάθρωσης της απόσπασης της εκτόνωσης της εκπόνησης
της υπονόμευσης της κατάφασης της εκκόλαψης

ποιο νόημα ποιο σύστημα ποιο αξίωμα ποιο όραμα ποιος πόθος
γίνηκε ρώτα κι αν σ’ αυτό αφέθηκες γυμνός σαν εραστής
ή στα μισά προδόθηκες από την ίδια σου ροπή

κάτσε και σκέψου
σοβαρά
αλάθευτα –για μια και μόνη φορά-: αλάθευτος και συνάμα διάτρητος
μουσώνας στο κέντρο του δικού σου αστερισμού
πόσο πολύ πληγώθηκες αφέθηκες αλώθηκες
κουρσεμένος πειρατής αναζητητής

κάτσε και σκέψου
τι απ’ όλα αυτά άξιζε
τι τώρα αξίζει
πόσο κόστισε η αλκοόλη του ονείρου
στις ποτισμένες ηπείρους της προσωπικής- προσωπογραφικής ανατομίας σου

τι αποτέλεσε τι συνετέλεσε
σ’ αυτό που δεν είσαι δεν έγινες δεν θα γίνεις
και πάντα θα προσδοκάς

ποια περίσσεια μένει να καλυφθεί
η πολυδιάστατη οπή
η σκοτεινή ρουφήχτρα της απώλειας

και κυρίως αν υπάρχει εκείνη η ορμή
που θα γυρίσει το τέλος σε αφετηρία
για ν’ αποκτήσουν νόημα κι οι φετινές ευχές

κάτσε –λοιπόν- και σκέψου
πριν ο λεπτοδείκτης σημάνει
το αναπότρεπτο

[Για την Dark Queen με τ’ όνομα Χρήστος], Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

24 Wednesday May 2017

Posted by karagiannopouloskon in Splendide mendax

≈ Leave a comment

Tags

Splendide mendax

Photo by: pinterest.com

Είμαστε προ της κρίσεως υπερήφανοι

γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε

χωρίς το θαύμα.

Γιάννης Βαρβέρης, Καθώς πλησιάζει η ώρα

 

 

Χθες μου τηλεφώνησαν

και μου το’ παν.

Πέθανε ο Χρήστος.

Από υπερβολική δόση.

Κοιμήθηκε στο τσίμπημα

της γλυκιάς του… «ηρωικής».

Παίζει να το σκηνοθέτησε

μόνος του, γιατί μαζί με τον

ωραίο κοιμώμενο βρέθηκε

κι ένα σημείωμα

με τις δύο τελευταίες του

εντολές.

 

Εντολή Πρώτη:

να τον θάψουν με

το μωβ φόρεμα, που φόρεσε

-πρώτη φορά- στην πίστα.

Εκείνο με τα στρας αστέρια∙

θυμάμαι που κάποια στιγμή πήγα

να το σχολιάσω κι εκείνος

με σταμάτησε απότομα-

«στάκα ποιητά μου», μου είπε,

«άσε με εμένα με την πούλια

και τον αυγερινό και κοίτα εσύ

να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα».

Έτσι ήταν ο Χρήστος. Απόλυτος

με ό, τι τον αφορούσε. Και δικαιωματικά.

Γιατί ήταν ο μόνος που ήξερε

-πραγματικά- τι του γινόταν.

 

Εντολή Δεύτερη:

(προς εμένα…)

τον επικήδειο να τον εκφωνήσει

ο Κωστής. Λιτή και κατηγορηματική

εντολή. Παιχνιδιάρικη, όπως πάντα,

όταν ήθελε να με φέρνει σε δύσκολη

θέση και να με βλέπει να γίνομαι

ένα παντζάρι που μαζεύεται- μαζεύεται

έως ότου να μη μείνει τίποτε άλλο

παρά ένα τόσο δα σποράκι.

 

Τελικά, ακολουθήσαμε πειθήνια

τις εντολές του. Δεν τολμήσαμε

ούτε τώρα –στην κηδεία- να του

αντισταθούμε. Με το που μπήκαμε

στην εκκλησία, ανοίξαμε το καπάκι

του φέρετρου, να λάμψουν τ’ αστέρια,

να δώσει η μεγάλη ντίβα την τελευταία

της παράσταση. Χειροκροτήματα και επευφημίες

συνόδεψαν την δοξολογία των αγγέλων κι

οι παππάδες δακρυσμένοι τραγούδησαν

το σουξέ της αγαπημένης μας Dark Queen:

  • Love is a battlefield…. Believe me… Believe me…

 

Κι όσο κι αν ντράπηκα

όσα κοκοράκια κι αν έκανε η φωνή μου.

Τον επικήδειο τον είπα. Απνευστί.

 

«Πέθανε εκείνος που δεν φοβήθηκε

να υπάρξει. Ο ελεύθερος.

Εκείνος που στάθηκε στον λαιμό

της πιο ακραία φοβισμένης ανθρωπότητας

και δεν έπεσε υπέρ βωμών

κι εστιών».

[Λίγο πριν τη μαχαιριά…], Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

07 Wednesday Dec 2016

Posted by karagiannopouloskon in Splendide mendax

≈ Leave a comment

Tags

Splendide mendax

Photo by: pinterest.com

Photo by: pinterest.com 

Αφιερωμένο στον άντρα- μωρό, που πάντα θα ψάχνει σε κάθε αγκαλιά την μητρική αγκαλιά που δεν ένοιωσε ποτέ του.

 

Έβγαλε πρώτα την ζώνη του

η φωνή ακόμα βουβή -καλό σημάδι

αυτό, σκέφτηκε- ψαχούλεψε κάτω απ’ το

σεντόνι το μπούτι του πόθου του κι η σιωπή

ακόμα εκεί να τονίζει την φιλήδονη παρουσία της

αφού αφαίρεσε το εσώρουχο του ερώμενου χάιδεψε

τρυφερά την μισοκοιμισμένη στύση του

την πήρε στο στόμα του και σα τον ανθό μπροστά

στο φίλημα της Άνοιξης πάλεψε με την γλώσσα του

το φούντωμα και την έξαψη

 

ο νέος χαμογέλασε

τον τράβηξε κοντά του μέσα στα ζεστά σεντόνια

του έβγαλε το πουκάμισο κυλώντας τις ρόγες των δαχτύλων του

απαλά απαλά επάνω στην ήδη ερεθισμένη επιδερμίδα

ο εραστής- θηρευτής σπαρταρώντας έχασε με μιας τα πρωτεία

και την αίγλη του κι αφέθηκε αναντίρρητα στου αταβικού χαρακτήρα

τον αναρχισμό της νύχτας και της ένωσης

καμιά φωνή καμιάν έντονη διαμαρτυρία

τα δυο σώματα πλεγμένα σ’ έναν τόσο εύθραυστο δεσμό

παλεύουν σάρκα με σάρκα, δόντι με δόντι, μοναξιά με μοναξιά

παλεύουν με λύσσα ξέροντας πως όλα μετά θα έχουν την πικρή γεύση

ενός θανάτου

κι όμως η μάχη μαίνεται σφοδρή:

όσο κυλά ο χρόνος όσο κυλά ο έρωτας

τόσο πιο βίαια τόσο πιο έντονα γίνονται τα χάδια και η σύζευξη των σωμάτων

κάθε φιλί και μια γερή δαγκωματιά

κάθε αγκαλιά και μια μικρή λαιμητόμος

γρήγορα ο πόθος γίνεται πόνος

γρήγορα ο έρωτας γίνεται στραγγαλισμός

η ένωση φέρνει την απομάκρυνση κι η επαφή την αποξένωση

 

κι εκεί

στο αποκορύφωμα του μικρού αυτού φονικού

στο ζενίθ της ηδονής

η νύχτα γεμίζει από τις φωνές τους

πρώτα η δική της φωνή το ίδιο αυταρχική μέσα στην ηθική της ανωτερότηταimages-3

έπειτα και η δική του πιο ντροπαλή μα το ίδιο δριμεία

σ’ ένα παραλήρημα αλληλοκατηγοριών κραυγάζουν και παραδέρνουν μέσα

στον νου του

εκείνος προσπαθεί να αποδιώξει τον αλαλαγμό των ενοχών

όμως οι φωνές επιμένουν με την ίδια ατσάλινη εμμονή και καταδίκη

κι εκείνος πλήρως αλωμένος αποτραβιέται και κυλιέται στο πάτωμα

αντιπαλεύοντας κάθε προσπάθεια του νέου για βοήθεια

κυλιέται με το σώμα και την σκέψη του παραδομένα σ’ έναν θρήνο

που ξεζουμίζει και την τελευταία ρανίδα της ύπαρξής του

 

και για το τέλος ετούτης της πράξης

η Μήδεια- μάνα επιλέγει να βάλει ακόμα πιο βαθιά το μαχαίρι

στην πληγή-

όχι τόσο για να σιγουρευτεί για το θανατικό όσο για την ευχαρίστηση

της επικράτησής της:

 

άλλωστε…

μονάχα Εγώ σ’ αγαπώ

αληθινά…

Ο προστυχομικρούλης, Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

28 Wednesday Sep 2016

Posted by karagiannopouloskon in Splendide mendax

≈ Leave a comment

Tags

Splendide mendax

71b2b264a81186449403897405440_pic-r-14258456387154ea89d88a3-jpg

Ω! Ναι! Μίλα μου… μίλα μου πρόστυχα! Μικρέ μου σοσιαλοπαλιατσάκο! Πες μου για το επαναστατημένο σου προλεταριάτο! Πες μου για την κορύφωση της έξαψης “του ανταρτεμένου λαού της Αποκάλυψης σου”! Κόψε στα δυο τα ύδατα του ιμπερεαλιστικού κατεστημένου!

Σε βλέπω να περπατάς στο κόκκινο χαλί του μεγάρου. Χαμογελάς, μαλακομπουκαλάκο! Είσαι σίγουρος για την νίκη του αντι- κατεστημένου, ε; Στα ΙΚΕΑ ο λογαριασμός τρέχει. Τα πάντα νέα. Νέα μυαλά, νέες καρέκλες, νέο καπάκι για τον μπιντέ… ακόμα κι η καριόλα καινούρια θα’ ναι… με στρώμα νερού… να πλέεις στον ιδεαλισμό της εξουσίας σου… χαφιεδομπιζελάκο μου! Μόνο… κοίτα… να μην είναι φουρτουνιασμένο το ταξίδι για… τις κατακτήσεις της Αντι- Πλουτοκρατίας.

Θέλω ν’ ακούσω ξανά τον νικηφόρο λόγο σου. Το πως θα σκίσεις -Χρατς!-το Μνημόνιο της φασιστοδεξιοκαπιταλιστικής ιντελιγκέντσιας. Το πως θα τρέξουν, νύχτα, να γλιτώσουν οι πράχτορες των ξένων. Σουτ! Άσε τα Now και τα Goodbye…! Εδώ κι οι τοίχοι έχουν αυτιά. Εδώ μόνο τα αίεν αριστεύειν… άντε και κανά βλάχικο σουξέ… για τους πιο διστακτικούς, τους συντηρητικούς… και για τις κίτρινες φυλλάδες· έτσι… να δώσεις κι ένα κίνητρο να βαφτούν σε απόχρωση του κόκκινου… του σάπιου μήλου. Της σάπιας… ε… ξέρεις εσύ τώρα…

Δώσε κι άλλο. Δώσε κι άλλο πόνο! Μη σταματάς! Θέλει θάρρος να ξεβρακώνεσαι, κάθε μέρα, μπροστά στα μάτια ενός γαμημένου -κατά τ’ άλλα-, σκληραγωγημένου λαού της υποταγής. Χθες ήτανε εκείνοι με την σημαία της Αγοράς. Σήμερα είσαι εσύ, με το λάβαρο του… Δικτάτορα Προλετάριου. Αύριο, ποιος ξέρει, ποιό θα’ ναι το διάφορο;

Δώσε κι άλλο! Μη σταματάς! Χτίσε το Αντι- Μνημόνιο στο απέραντο νεκροταφείο του Αύριο. Γέμισε τα χέρια με σφυριά! Πετσόκοψε ό, τι θυμίζει χώρα! Ρίξε την βαθυπράσινη ροχάλα σου στον ρου της Ιστορίας! Ποιος ξέρει… μπορεί και να πιάσεις αστακό… για την πολιτική μακαρονάδα σου. Πειναλέο μου αγόρι!

Δώσε κι άλλο πόνο! Στον Αντιτρομοκρατικό κόσμο που μισεί την βία, δώσε κι άλλο πόνο! Μονάχα έτσι προχωράς στην εξουσία. Με αιμάτινα γάντια και μεγάλα λόγια. Με όμορφες λέξεις στις λεζάντες των φωτογραφημένων κουφαριών. Είσαι ο λίθος του νέου αιώνα της καταστροφής…

Ευχαριστήσου το!

Αναχώρηση, Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

17 Wednesday Aug 2016

Posted by karagiannopouloskon in Splendide mendax

≈ Leave a comment

Tags

Splendide mendax

Photo by: picssr.com (RapidHeartMovement)

Photo by: picssr.com (RapidHeartMovement)

Φεύγουμε μικρέ μου. Φεύγουμε. Περαστικοί ήμασταν σε μιαν αγκαλιά. Και τώρα αναχώρηση. Αποκόλληση. Καθένας στην μοναξιά του. Με το τσιγάρο μισοσβησμένο στα χείλη. Φεύγουμε προς άγνωστο προορισμό. Λες και τίποτε δεν ειπώθηκε. Τίποτε δεν πλήγιασε. Ούτε φιλί ούτε υπόσχεση. Χαμένη η υπόθεση αγάπη. Πριν σκιρτήσει. Μοίρα… Ειμαρμένη… χαμένοι κι οι δυο σε μονοπάτια πίκρας.

Φοβάμαι σου’ χα πει ένα βράδυ. Βυθίσου μου υποσχέθηκες εσύ. Πονάω σου παραπονέθηκα. Αγαπάω βολεύτηκες εσύ. Για πάντα μαζί φώναξα στο σκοτάδι. Το «για πάντα» στο σήμερα ζει μου τραγούδησες χαρωπά εσύ. Είσαι η ανάσα μου αποφάσισα δειλά. Είσαι το τώρα μου μου αποκρίθηκες εσύ. Σ’ έχω ανάγκη ούρλιαξα στην αγκαλιά σου. Σ’ έχω βαρεθεί. Όλα ήταν πριν. Τώρα πέθανε η στιγμή. Πέθανε η ηδονή. Πέθανε η έξαψη. Του άγνωρου. Του αβέβαιου. Του κατακλυσμού. Τώρα όλα ίδια. Όλα νεκρά. Όλα στο συνεχές τίποτα, μ’ αποκρίθεις. Ντύθηκες. Φόρεσες τα γυαλιά σου. Και δεν κοίταξες πάλι πίσω.

Και τώρα. Στο τώρα που μένει πάντα ίδιο. Φεύγουμε. Τα δυο σώματα μείναν ξένα. Νεκρά. Όπως νεκρή κι η λέξη που πρόδωσε στο τέλος τα χείλη σου.

Και τώρα.

Προσευχή (666), Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

03 Wednesday Aug 2016

Posted by karagiannopouloskon in Splendide mendax

≈ Leave a comment

Tags

Splendide mendax

Photo by: pinterest.com

Photo by: pinterest.com

Θε μου. Στο σκοτάδι αυτό που ρουφάει τις επιθυμίες. Σε φωνάζω. Αυτουργέ. Εγκληματία.

Κάτω απ’ τα σεντόνια. Μιαν αιμάτινη γραμμή. Τρέχει. Φυγάς. Με σταγόνες κόκκινες. Ολόγιομες. Να στάζουν. Από τα νύχια που μπήγω στην πλάτη Του. Σκαλίζοντας. Ανασκαφές ερώτων. Παρελθόντων. Ψεμάτων. Παρόντων. Εν εξελίξει. Σεναρίων. Και μουντζουρωμένων επιθανάτιων εξομολογήσεων. Στα χέρια σου. Στο μαχαίρι σου. Στην λάμα που σχίζει στα δύο. Την σάρκα. Την ενοχή. Την προσποίηση. Την επουράνια νουθεσία σου.

Θε μου. Παντοκράτορα. Μονομανή.

Φοράω κι απόψε το αστέρι στο μέτωπό μου. Ο σημαδεμένος σου. Ο ανυπότακτος. Ο αδαής περί των γεγραμμένων επάνω εις το όρος Σινά. Εντολών. Πιστώσεων. Με τον τοκογλύφο φόβο τσιράκι στα ιερά σφαγεία σου. Εξαγοράζεις. Πουλάς. Νταβατζιλίκι. Ενώπιον ευθυμούσης στρατοκρατίας.

Θε μου. Στο αλισβερίσι σου αυτό.

Άσε με κουφάρι σηπόμενο. Τροφή για ποιήματα. Καταραμένων. Αυτοκαταστροφικών. Οδοιπόρων. Ποιητών. Ή κάνε με δέντρο. Σε κάποιο μακρινό βουνό. Που χέρι ανθρώπου να μη μπορεί να μ’ αγγίζει. Μήτε και το δικό σου. Χέρι- Νυστέρι.

Θε μου. Μέσα στη σιωπή.

Ζωγραφίζω για σένα ετούτη την ύστατη προσευχή. Σαν δώρο. Βασιλικό. Που κοστίζει όλο το αίμα που χύθηκε στο όνομά σου. Στην δικαιοσύνη σου. Στην παντοτινή απουσία σου.

Θε μου. Εχθρέ μου.

Μήπως εάν μας αγάπαγες λιγότερο. Η βρώση και η πόση σου. Εξασφάλιζε στο ανθρώπινο γένος. Τον αιώνιο Έρωτα;

Αυτά.

Υπέροχα Λάθος, Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

09 Saturday Jul 2016

Posted by karagiannopouloskon in Splendide mendax

≈ Leave a comment

Tags

Splendide mendax

Πηγή φωτογραφίας από το διαδίκτυο.

Πηγή φωτογραφίας από το διαδίκτυο.

Κι είπα, τελικά, να πιστέψω σε σένα. Με μια σιγουριά κι όχι γνώση της ισχύος σου επάνω μου. Γιατί εσύ το ήξερες καλά. Το είχες μαντέψει. Πως από εκείνο το πρωινό ξεκίναγε η πλήρης άλωσή μου. Η βουτιά στην αγκαλιά σου ήταν η πτώση μου στο κενό. Από εκεί και πέρα τίποτα. Από εκεί και πέρα όλα. Από εκεί και πέρα η καταστροφή.

Όχι. Όχι. Δε θέλω να δικαιολογήσω τα όσα έκανα. Τα όσα δέχτηκα. Τα όσα αποσιώπησα. Απλά, προσπαθώ να δώσω μιαν εικόνα της ρίζας του κακού. Του δικού μου δαίμονα. Του δικού σου. Της άλλης πλευράς του νομίσματος, που το ονομάζουμε απλοϊκά αγάπη. Κι οι δυο μαζί στον ίδιο χάρτη χαθήκαμε μιας σχέσης. Παιδιά ενός μνησίκακου θεού. Μιας κοινωνίας που αποξένωνε ό, τι δε κατανοούσε.

Φορούσες το γνωστό χαμόγελο του θηρευτή. Έπιασε αμέσως. Λύγησα. Τα μάτια σου κρύβαν καλά στον γκριζωπό ζωμό τους την πρόθεση. Ανάγνωση τότε δεν γνώριζα. Και πόσο μάλλον τα ιδιαίτερα νοήματα της συνενοχής. Οι λέξεις βγαίναν από μόνες τους. Συστολή καμιά. Οι αντάρτες του φόβου μου κοιμισμένοι. Το φρούριο των τειχών μου χορταριασμένο και λεηλατημένο από αρχαίων εποχών σκουριά. Ήμουν το προκάλυμμά σου. Ήμουν η τέλεια κρυψώνα του εαυτού σου. Τα όνειρα των ναρκωτικών σου. Και για μένα το μόνο που περίσσευε, ο θάνατος από υπερβολική δόση.

Η συνενοχή κούμπωσε. Το κλειδί γύρισε. Η ιστορία μπήκε στον ανήφορο.

Πηγή φωτογραφίας: pinterest.com

Πηγή φωτογραφίας: pinterest.com

Πριν από εσένα η ζωή. Μια καριέρα χτισμένη με μόχθο αλλά και με απέραντη αγάπη για δημιουργία. Πριν από εσένα ταξίδια. Άλλοι τόποι. Άλλοι άνθρωποι. Άλλα χρώματα. Πλούσιες αποχρώσεις της γης. Πλούσιες αποχρώσεις του αέρα. Πλούσιες αποχρώσεις του αισθήματος. Του σώματος. Της ένωσης. Της αποκόλλησης. Της έξαψης. Της υπερβολής.

Τόσο τα νιάτα όσο και η τρέλα έδινε στον ρυθμό των γεγονότων μια κάπως άγρια νότα. Αποχαυνωμένοι από την ηδονή γυρεύαμε το πάγωμα του χρόνου. Είμασταν βαριά πληγωμένοι από την εποχή. Κι ήταν αυτή η ψευδαίσθηση της ελευθερίας και του ανεξάλειπτου των ηδονών μια καρικατούρα στις φυλλάδες των αυτοχείρων κινημάτων.  Ήμασταν ανεξέλεγκτα απορροφημένοι.

Κι όμως, εσύ χτύπησες με τέτοια ακρίβεια τον στόχο. Με τέτοια διαβολεμένη ακρίβεια. Που όλα έχασαν το κέντρο τους. Και το κέντρο φόρεσε το πρόσωπό σου. Και φώτισε μιαν εποχή με τα δικά σου ανελέητα μάτια.

Κι όλο να φωνάζω πως σε λατρεύω. Κι όλο να σε κατασπαράζω. Και σε κάθε χαψιά και η κοψιά από την δική σου αρπάγη. Δυο στόματα που φιλιούνταν με πάθος. Δυο στόματα που κατασπαράζανε το ένα το άλλο. Δυο σώματα που ενώνονταν. Δυο σώματα που κομματιάζανε το ένα το άλλο. Πόθος ὄξος στην πληγή της σταυρώσεως, που φέρει το δυσοίωνο όνομα Έρως. Κι εγώ εκεί. Να θέλω κι άλλο. Κι άλλο. Από τον πόθο. Από τον πόνο. Από την ομηρεία των αναγκών μου. Κι εσύ εκεί. Να δίνεις κι άλλο. Κι άλλο. Από το τίποτα σου.

Κι εκεί. Μέσα σ’ αυτή τη θέρμη της κολάσεώς μας. Γύρισες από την άλλη. Ντύθηκες. Φόρεσες το καπέλο σου λοξά. Μου είπες: «για πάντα μαζί». Και χάθηκες.

Ως εκεί έφτασε το πάντα.

[Έλα. Τρέχα δημοσιογραφάκο], Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

22 Wednesday Jun 2016

Posted by karagiannopouloskon in Splendide mendax

≈ Leave a comment

Tags

Splendide mendax

Πηγή φωτογραφίας από το διαδίκτυο

Πηγή φωτογραφίας από το διαδίκτυο

 

Νύχτωσε.

Ο ουρανός γέμισε ασημένιες πιτσιλιές

παντού γύρω γουργουρίζει μιαν ερημιά
με γατήσια μάτια που παρακολουθεί

την πόλη να κοιμάται

τον τρελό να τραγουδά για κάποια Λίνα… καρδερίνα

τα πρεζάκια να τσιτσιρίζουν στην φωτιά όνειρα πολύχρωμα

διαλεχτά από τα βάθη της Ανατολής

κι εμένα στο γραφείο της εφημερίδας με το τασάκι γεμάτο

στάχτες με τον πάκο δίπλα μου- να φτάνει ως το κούτελο

το βάρος της ενημέρωσης-

κι έναν καφέ της παρηγοριάς

προσφορά της Μάρως πριν κλείσει το κυλικείο.

 

Ανοίγω το παράθυρο να μπει λιγάκι αέρας

να φύγει ο καπνός και η θολούρα της νύστας

και οι σκέψεις που ταλανίζουν το κρανίο μου.

Απόψε οι ώρες λαθρεπιβάτισσες σκαλίζουν

απαγορευμένες εκτάσεις πράσινες ζώνες

κατοχής και πορφυρά ηλιοβασιλέματα

προβοκατόρικα. Κάποιος βρακοφόρος έρως

ψιθυρίζει αμανέδες κι εγώ εδώ. Μπροστά στην οθόνη.

Ενώποιον του καθήκοντος και της ασίγαστης ροής

των γεγονότων. Απ’ άκρη σ’ άκρη το μάτι γυρίζει

στην υφήλιο. Στρατιές και κατεχόμενα. Διεκδικήσεις

και πικρές ήττες. Η εξουσία και η ηδονή της καταστροφής.

Ο κόσμος στον ρυθμό μιας παγκοσμιοποιημένης διαστροφής.

Χρήμα και ζωή αξόδευτη. Κι ο χρόνος ελλιπής μπροστά

στα τόσα σχέδια μιας απρόσωπης Αρχής που ζητάει κι άλλο

κι άλλο κι άλλο όσο γίνεται περισσότερο αίμα και σάρκα και σπέρμα.

 

Κάθε γραμμή κι ένα τσιγάρο. Έλεγχος γραμματοσειράς. Άραγε

ποιας σειράς κλωστή να δένει το μικρό μου γραφειάκι με τον

κόσμο με τις μυρουδιές με τα γυμνά κορμιά που γυρεύουν

εκπλήρωση στον μέγα κυκεώνα τον αξεδίψαστο. Πόσο κοντά

και πόσο αληθινά να πλάθεται η λέξη στα άγουρα χώματα

στα δακρυσμένα μάτια στις μοναξιές και στις θλίψεις. Πόσα

λέγονται και πόσα αποκρύπτονται. Πόσα μηνύματα στέλνονται

στον παραλήπτη.

 

Η μια γραμμή μετά την άλλη. Μουγκές προτάσεις για κουφούς

αποδέκτες. Πάνω απ’ όλα η Ηθική και ο Επαγγελματισμός.

Στο ταμείο θα βρεις μαζί με την ειδοποίηση για την αδυναμία

πληρωμής του τρέχοντος μισθού και το εγχειρίδιο του καλού

δημοσιογραφάκου. Μάρκετινγκ κι εμπόριο αληθείας. Πίτσα

μπύρα σαπουνόπερες σε επανάληψη δωρεάν είσοδο στον κινηματογράφο

για μεταμεσονύκτιες κριτικές για εξτρίμ στάσεις πούτσα μπλούζα και πάλι

από την αρχή για τον κάματο.

 

Τα αγαθά κόποις κτώνται. Καθώς φεύγουν τα χρόνια. Φεύγουν οι φίλοι.

Φεύγει η αγάπη. Κι εγώ να μένω πίσω από ένα σκοροφαγωμένο γραφείο

να παρατηρώ τα πλήθη τα λάθη την λήθη… την σήψη. Στην οθόνη. Στην ροή. Στην γραμμή. Στο κινητό που ποτέ του δε χτυπά. Στο άδειο δωμάτιο. Στο άδειο κρεβάτι. Στην άδεια ζωή. Την ξεχαρβαλωμένη.

 

Έλα. Φτάνει πια. Σκούπισε τα μάτια.

Έλα. Τρέχα λοιπόν. Τρέχα φτωχέ μου

δημοσιογραφάκο.

 

Το θέμα

δε θα σε περιμένει

στην στροφή…

[Ο Τόπος Μου], Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

29 Sunday May 2016

Posted by karagiannopouloskon in Splendide mendax

≈ Leave a comment

Tags

Splendide mendax

Photo by: Mertonian (flickr.com)

Photo by: Mertonian (flickr.com)

Είναι φορές που στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα της πόλης που γεννήθηκα. Βράδυ. Με το φεγγάρι να ασημίζει την εικόνα των βουνών και τα γυμνά σώματα των ερωτευμένων, που αγκαλιάζονται κρυφά πίσω από τα δέντρα. Άγριο τοπίο. Παντού μυρίζει χώμα. Χώμα και δάκρυ νυχτολούλουδου σε οργασμό. Δε φοβάμαι τις υπερβολές. Μέσα σ’ αυτές μπορώ πιο εύκολα να κρύψω λίγη από την μαγεία των παιδικών μου χρόνων. Τα εφηβικά σκιρτήματα. Τους έρωτες με αγόρια που ποτέ δεν αποδέχτηκαν την φύση τους.

Ο τόπος μου. Ένας ομφάλιος λώρος με δένει μ’ αυτό το μέρος. Κάτι το σκοτεινό. Κάτι το μυστηριακό. Στα όνειρα. Στις απωθημένες σκέψεις. Στα φανταστικά ταξίδια μέσα στο μετρό. Ακόμα ακόμα και την στιγμή του έρωτα έρχεται σα φάντασμα, που πλανιέται καταραμένο στα αθέατα μονοπάτια των φαντασιώσεών μου. Λες και είναι κομμάτι από την σάρκα μου. Σκιρτά μαζί μου την ώρα που ο εραστής χαϊδεύει με την ανάσα του το κορμί μου. Πονάει την ώρα που εγώ πονώ. Και πεθαίνει όταν εγώ πεθαίνω.

Το παράξενο είναι που, όταν ήμουν παιδί, έβλεπα τα βουνά σα φυλακή. Ονειρευόμουν την στιγμή που θα έφευγα μια και καλή από εκείνο το μέρος. Θα έριχνα τον ζυγό που τόσο βάναυσα με κράταγε κοντά του. Ήθελα να απολαύσω τον κόσμο. Να γνωρίσω όλα του τα μυστικά. Να δοκιμάσω όλες του τις γεύσεις. Όλους τους καρπούς του. Ακόμα και τις οδύνες του. Δε φοβόμουν τίποτα γιατί δε γνώριζα τίποτα. Κι ήταν η άγνοιά μου αυτή το προστατευτικό κέλυφος, που μ’ έκανε να αισθάνομαι ασφαλής. Τι ανόητο!

Παρ’ όλα αυτά, τα χρόνια περνούν. Εγώ κατοικώ σε μια μεγαλούπολη, που τρώει τα παιδιά της. Σε ένα τοπίο δυστυχισμένων ανθρώπων. Με τα όνειρα να έχουνε γίνει πληγές κι ο κόσμος μια μάζα τρομοκρατημένων ψυχών. Διαψεύσεις και αυτο-περιορισμοί. Μοναξιά και προκατάληψη. Αυτά ήταν τα μονοπάτια που η ζωή μου επιφύλασσε με τόση μυστικοπάθεια. Και το μόνο που έμεινε από εκείνο το παιδί είναι, ένα θλιμμένο βλέμμα να κοιτά τα άστρα και να αισθάνεται ότι βουτά μέσα σ’ έναν ωκεανό χάους κι ανυπαρξίας.

*

Είναι πάλι κάτι βράδια που, πνιγμένος από την απελπισία, ψάχνω ένα έρεισμα- μιαν ελπίδα- μια μικρή πνοή γαλήνης. Και τότε γυρνώ ξανά εκεί. Γιατί τα παιδικά μου χρόνια έχουν πράσινο χρώμα και μυρίζουν σα τη νοτισμένη γη. Κομμένα ξύλα και κοπριά. Θυμάμαι το σκυλάκι μου με το κάτασπρο τρίχωμά του κι όλα εκείνα τα παιχνίδια που ηχούν ακόμη στα θεμέλια του πατρικού μου.

Μιαν αυλή γεμάτη κήπους και λουλούδια. Πρόσωπα όλο αγάπη. Τραγούδια και ξεφωνητά. Χοροί από το πουθενά. Αυτοσχέδια θεατράκια και καλαμπόκι μετά την βόλτα μας στο παζάρι.  Πατρίδα μου. Πατρίδα μου. Πατρίδα μου εκείνα τα χαμόγελα και το εκστατικό βλέμμα του αγοριού με το οποίο ανακάλυψα την ηδονή. Πατρίδα μου τα πρώτα βλέμματα που καθόρισαν τον ορίζοντά μου. Πατρίδα μου οι πρώτοι φίλοι και η σχολική ανυπακοή. Πατρίδα μου ό,τι ζήσαμε χωρίς να μας νοιάζει ότι ζούμε. Γιατί ήταν τόσο αυτονόητη τότε η ύπαρξή μας. Γιατί όλα τα νοήματα απλόχερα μας δίνονταν μ’ όση απλότητα χωράει η παιδική καρδιά.

Τώρα που γράφω ετούτες εδώ τις γραμμές πονάω. Γιατί ξέρω ότι όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο πια παρά ο χαμένος παράδεισος. Ένας εκπεπωκότας είμαι. Ένα μεγάλο παιδί, που ζητά από την νεράιδα του παραμυθιού λίγη μαγική σκόνη να μυρίσει το σκοτάδι όνειρα.

Πονάω γιατί ο χρόνος βάρβαρα χαράζει επάνω μου απώλειες. Και πιο πολύ την απώλεια του μικρού σπουργιτιού και τις αγκαλιές στο κρυφό μας κιόσκι. Τα αρχικά μας ακόμη χαϊδεύουν τα κλαδιά του δέντρου, που στη σκιά του ζήσαμε τόσα πολλά.

Πονάω γιατί τα νοήματα χάθηκαν κι ο δρόμος είναι τόσο ανηφορικός που τα πόδια πρηστήκαν. Πληγιάσαν οι ορμές κι ένα κατακίτρινο πύον από σκοτωμένες στιγμές και λάθη τρέχει μέσα στο χρόνο. Μπροστά μου βλέπω το χλωμό πρόσωπο του Ρεμπώ, που τα δυο του χέρια κρατάνε τρυφερά το κομμένο του πόδι. Τρόπαιο στο κυνήγι των ονείρων. Πικρό το κρασί που ήπιαμε παλιέ μου φίλε.

*

Είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Η πολυκατοικία έχει από ώρα ησυχάσει. Μιαν ακινησία επιτείνει αυτή την αίσθηση θανάτου, που τώρα τελευταία με βασανίζει. Στο πάτωμα απλωμένες φωτογραφίες. Πρόσωπα που φύγαν. Πρόσωπα που μείναν. Μαχαιριές όλο αγάπη. Και χάδια γεμάτα πόνο. Ένας κύκλος που όλο κάτι του λείπει. Σχεδόν μια τετραγωνισμένη πεδιάδα ανολοκλήρωτων κάτι. Κάτι που χαλάει το σκηνικό. Κάτι που πάντα θα βασανίζει.

Η αρρώστια. Τα παιχνίδια των σκέψεων. Οι εφιάλτες μακιγιαρισμένοι ελπίδες. Ο φόβος της αγάπης. Ο φόβος του ανήκειν. Το νόημα που όλο τρέχει και φεύγει από τα χέρια μου.

Το πρόσωπό μου σε λίγο θα γίνει σα τον κορμό του πλατάνου,  που βρίσκεται στην πλατεία της μικρής μου πόλης. Τα παιδιά θα τρέχουν πίσω μου και θα με περιγελούν, όπως περιγελά η νεότητα την κάπως άκομψη σιωπή της μεγάλης πείρας.

Φοβάμαι απόψε να σου πω καληνύχτα

γιατί είναι η απόσταση

που παγώνει το φιλί

και το αντίο

όσο σύντομο κι αν ακουστεί

θα’ χει πάντα

κάτι από το αγκάθι

της απουσίας σου.

 

 

Η ψεύτικη αρμονία των φίλων, Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

10 Tuesday Nov 2015

Posted by karagiannopouloskon in Splendide mendax

≈ Leave a comment

Tags

Splendide mendax

8510168832_1524d2d0eb_z_1418465494

By: flickr.com

Δες φίλε. Ο χρόνος περνά. Το κρασί στερεύει. Κανείς δε γουστάρει τα μούτρα κανενός κι όμως όλοι φιλαράκια. Φίλε, σε λίγο θα προσπεράσουν. Στο αμάξι του ο καθένας. Μήνυμα στην γκόμενα, «μωρό σου’ ρχομαι», άδειοι τελείως. Κενοί. Χωρίς νόημα η συνεύρεση της παρέας.

Πάρε το ποτό σου και πάμε πιο πίσω. Εκεί θα τους βλέπουμε καλύτερα. Συζητήσεις επί παντός επιστητού. Ακόμα και για το μέγεθος της πούτσας τους. Αλλά –ρε φίλε- άμα πας πιο βαθιά, θα το δεις κι εσύ. Κανένα συναίσθημα. Στην πρώτη ευκαιρία, ο ένας θα πάταγε επάνω στο κουφάρι τ’ αλλουνού.

Καλύτερα να μην αγγιζόμαστε. Ας περιοριστούμε στα φτωχά σήματα των απέναντι. Ξένοι ανάμεσα σε (τόσο οικείους) ξένους. Θέλω να πω: μιλάμε τώρα εμείς οι δύο∙ τα λόγια απλά, μ’ όση απλότητα κρύβει η σιωπή τη νύχτα, κι όμως- τι ξέρεις για μένα; Πόσα μεθυσμένα χιλιόμετρα έχεις διανύσει να μ’ ανακαλύψεις; Γιατί μιαν ανακάλυψη είναι το δέσιμό σου με τον άλλον.

Φίλε κουράστηκα. Θέλω να φύγω. Θέλω να με χτυπήσει λίγος αέρας. Θέλω να μ’ αγκαλιάσει η απόλυτη σιωπή του δρόμου- να’ μια μακριά απ’ αυτή την πολυλογία. Με τρομάζουν τούτα τα χαμόγελα∙ λες κι όλη η αρχέγονη βία του ανθρώπου κρύβεται μέσα σ’ αυτό το μισοφέγγαρο χαμόγελο του ψηλού.

Πάμε θάλασσα μεριά. Πάμε. Έβγαλε ψύχρα η τόση απόσταση. Μείνε κοντά μου. Να ζεσταθούν οι αβεβαιότητες. Να’ χουμε να λέμε πως αντισταθήκαμε στην απληστία των πολλών.

Μείνει κοντά μου και φίλα με.

 

Ας καούμε. Καλύτερο αυτό.

Πιο κολασμένο γι’ αυτό και γλυκό

κι ανθρώπινο.

 

Πάμε.

← Older posts

Subscribe

  • Entries (RSS)
  • Comments (RSS)

Archives

  • July 2022
  • April 2022
  • July 2021
  • June 2021
  • March 2021
  • January 2021
  • November 2020
  • October 2020
  • September 2020
  • July 2020
  • May 2020
  • December 2019
  • June 2019
  • March 2019
  • February 2019
  • January 2019
  • December 2018
  • October 2018
  • September 2018
  • August 2018
  • July 2018
  • June 2018
  • April 2018
  • February 2018
  • January 2018
  • December 2017
  • November 2017
  • October 2017
  • August 2017
  • July 2017
  • June 2017
  • May 2017
  • April 2017
  • March 2017
  • February 2017
  • January 2017
  • December 2016
  • November 2016
  • October 2016
  • September 2016
  • August 2016
  • July 2016
  • June 2016
  • May 2016
  • April 2016
  • March 2016
  • February 2016
  • January 2016
  • December 2015
  • November 2015
  • October 2015
  • September 2015
  • August 2015
  • July 2015
  • June 2015
  • May 2015
  • April 2015
  • March 2015
  • February 2015
  • January 2015
  • December 2014
  • November 2014
  • October 2014
  • September 2014
  • August 2014
  • July 2014
  • June 2014
  • May 2014
  • April 2014
  • March 2014
  • February 2014
  • January 2014
  • December 2013
  • November 2013

Categories

  • "Το κορίτσι της Δύσης"
  • Ars & Vita
  • BLAME IT ON THE STARS
  • Αγαπητό μου ημερολόγιο…
  • Βαλκανιογνωμόνιο
  • Εικαστικά
  • Η πραγματικότητα αλλιώς…
  • Κριτική Βιβλίου
  • Λογοτεχνικά Κείμενα
  • Μουσικό Καφενείο
  • ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ
  • Συνεντεύξεις
  • Σεκάνς
  • Τέχνες
  • Splendide mendax
  • Uncategorized

Meta

  • Register
  • Log in

Blog at WordPress.com.

Privacy & Cookies: This site uses cookies. By continuing to use this website, you agree to their use.
To find out more, including how to control cookies, see here: Cookie Policy
  • Follow Following
    • ΑΛΛΙΩΣ
    • Join 54 other followers
    • Already have a WordPress.com account? Log in now.
    • ΑΛΛΙΩΣ
    • Customize
    • Follow Following
    • Sign up
    • Log in
    • Report this content
    • View site in Reader
    • Manage subscriptions
    • Collapse this bar
 

Loading Comments...