[Στη χώρα των θαυμάτων], Παυλίνα Κουβαρδά

Tags

Αφιερωμένο στα υπέροχα άλογα-θεραπευτές της Ιππόλυσης για το μαγικό συναπάντημα ψυχών.
Με τις λέξεις να υποβιβάζουν το τί συμβαίνει στο λιβάδι το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος
είναι να το βιώσει. Τόσο απλά!

Πριν να φύγεις,
πέρα απ’ τα όρια του ωκεανού,
κοίτα τον ήλιο
που κρέμεται σαν κλωστή
απ’ την κορυφή του βουνού.


Μοιάζει με κρυστάλλινη γέφυρα
πριν τη βουτιά στην άβυσσο.


Πριν να φύγεις,
άκου την ψυχή πώς καλπάζει
προς το ανοίκειο
και των αρχαϊκών συνδέσεων
τα ένοχα μυστικά.


Μοιάζει μ’ επικό ξεδίπλωμα
άγριας μάχης που μαίνεται
απ’ τα βάθη των αιώνων.


Πριν να φύγεις,
δες τα βλέμματα καθρέφτες,
τη σάρκα που ουρλιάζει,
τη φωτιά που σιγοκαίει στα σπλάχνα
και τον πόθο του ερπετού
στην πιο παγερή του έκφραση.


Μοιάζει με σκιώδη χορό
στην οργιώδη βλάστηση
των άγριων ενστίκτων,
πριν την απόδραση
από το μαγικό βουνό.

*


Κι αν ακόμα
λυσσάνε τα θεριά να σε κρατήσουν
πίσω απ’ τις κλειστές θύρες του κάστρου,
κι αν ακόμα
πονάς την ώρα που στροβιλίζεσαι
στα ομιχλώδη τοπία των αινιγμάτων
και στων σκιών τα δύσβατα μονοπάτια,
-με τους δεσπότες και τα αιθερικά πλάσματα
στ’ ατέρμονα παιχνίδια της σαγήνης-
εσύ στάσου κι αφουγκράσου
τ’ αρχέγονα ύδατα του χάους
τί θέλουν να σου πουν…

*


Πριν να φύγεις,
απ’ τη χώρα των θαυμάτων

κι απ’ το σπίτι το βαθύ
το ριζωμένο πάνω στο βράχο,
δες τί αφήνεις πίσω σου.
Κι άσ’ το να φύγει.
Πριν σε τελειώσει αυτό.


Και κοίτα…
κοίτα το βλέμμα σου
που σαν βέλος σχίζει τον ορίζοντα.


Θυμήσου τα επόμενα.
Και μη λησμονάς:
εκεί στις εσχατιές
έτσι είναι οι επιλογές·


αυτοί εκεί κι εμείς εδώ.

*Πληροφορίες για την Ιππόλυση: http://hippolysis.gr

Έρωτας, Πανδημία και Διαδίκτυο

-Photo by: Erick Butler

Του Πέτρου Θεοδωρίδη*

Με την Πανδημία ο (μαζικός) θάνατος έπαυσε να αφορά κάτι μακρινό ήρθε κοντά μας, προκάλεσε «υπαρξιακά ρίγη» αλλά και αναστοχασμό: ο θόρυβος του κόσμου κόπασε, η φύση αναθάρρησε. Η καραντίνα ενείχε και κάποια απόλαυση καθώς μείναμε -για λίγο- μακριά από την «τυραννία της στιγμής και της ταχύτητας».

Με την πανδημία όμως δόθηκε και η ευκαιρία στην εξουσία για διείσδυση στα στριφώματα και τα μυστικά περάσματα της κοινωνικής ζωής. Η διαχείριση της από το κράτος συνδέθηκε με μια ρητορική πολέμου, που εισέβαλε παντού, στην οικονομία την πολιτική την παιδεία μέχρι την κατεξοχήν ζώνη της μυχιότητας, στο πεδίο του έρωτα.

Η νεωτερική εποχή σφραγίσθηκε και από την ιδέα του έρωτα ως μιας αφήγησης που καλείται να δώσει νόημα στη ζωή του καθενός μας. «Πόσοι άνθρωποι θα είχαν ερωτευτεί αν δεν είχαν ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για έρωτα;» αναρωτιέται ο Λα Ροσφουκό[1]. Σύμφωνα με τον Octavio Paz ο «έρωτας» υπήρξε δημιούργημα μιας ομάδας ποιητών στα πλαίσια της φεουδαλικής αριστοκρατίας του Γαλλικού Νότου κατά τον 12ο αιώνα[2]. Οι Προβηγκιανοί ποιητές χρησιμοποίησαν την έκφραση Fin΄amors (που σημαίνει έρωτας εξαγνισμένος, εκλεπτυσμένος) και αντιστρέφοντας την παραδοσιακή σχέση των φύλων, ονόμαζαν τις αγαπημένες τους, midons (από το meus dominus (κύριε μου)[3]. Αντίστοιχα ο Ντενίζ Ρουζμόν στον Έρωτα στη Δύση εντοπίζει στο αρχέτυπο του θρύλο του Τριστάνου και της Ιζόλδης την αφήγηση του έρωτα ως την «ανεξήγητη» ασκητική[4] του δυτικού ανθρώπου, όπου, το πάθος που  υπερβαίνει τον πόθο επιζητώντας το έσχατο όριό του, τον θάνατο, δεσπόζει στο συλλογικό ασυνείδητο της Δύσης. Κατά τον Ρουζμόν, αυτή η ρητορική του πάθους σιγά σιγά αποσπάστηκε από τη θρησκεία που τη δημιούργησε, πέρασε στα ήθη και έγινε κοινή γλώσσα που καθόρισε τους όρους της ερωτικής συμπεριφοράς[5].

Η αφήγηση του έρωτα συνδέθηκε με το γράμμα, την επιστολή αλλά και την τυπογραφία και την λογοτεχνία: ας θυμηθούμε ότι η δεύτερη σημασία του όρου ρομάντζο είναι μυθιστόρημα .

Τα γράμματα γεννούν συναισθήματα διαφορετικά από εκείνα που δημιουργούν οι εικόνες της εποχής μας: Η ερωτική εικόνα σε αρπάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Αντίθετα το γράμμα ενέχει την ηδονή της αναμονής καθώς φτάνει αργά, όσο αργά έφταναν στην ολοκλήρωση παλιότερα, οι ερωτικές σχέσεις.

Ο έρωτας ενέχει στην νεωτερικότητα και μια προσδοκία ολοκλήρωσης της αίσθησης του εαυτού: ο μεμονωμένος άνθρωπος κατακερματίζεται σήμερα σε πολλούς διαφορετικούς επιμέρους τομείς και αντιφατικούς ρόλους. Πολύ δύσκολα συνθέτει την ταυτότητα του ως ενιαία. Ως αποτέλεσμα προκύπτει μια αυξημένη ερωτική επιθυμία «Σε μια κοινωνία με σχέσεις απρόσωπες στην πλειονότητα τους είναι πλέον δύσκολο να εντοπίσουμε το σημείο εκείνο όπου μπορούμε να βιώσουμε τον εαυτό μας ως ενότητα και να δράσουμε ως τέτοια. Αυτό λοιπόν το οποίο αναζητούμε στον έρωτα είναι, πρωτίστως, επικύρωση της αυτο-απεικόνισης»[6] δηλαδή αυτο- επιβεβαίωση.

Σήμερα ζούμε στον κόσμο των ραγδαίων αλλαγών (Giddens) και την κοινωνία της ρευστής νεωτερικότητας (Bauman).

Ό,τι χαρακτηρίζει τη σύγχρονη εποχή –έγραφε ο Pierre Andre Taguieff -είναι η «α-δυνατότητα να παραμείνεις στη θέση σου». Δεν επιλέγεις να είσαι σε κίνηση. «Τίθεσαι σε κίνηση[…]Το να είσαι διαρκώς σε κίνηση σημαίνει να μην ανήκεις πουθενά Πρέπει να επιταχύνουμε- δηλαδή σύμφωνα με τις μαγικές λέξεις της μεντιακής ορθοδοξίας να γίνουμε «ευκίνητοι» «εύκαμπτοι» «να δείξουμε «περισσότερη ευελιξία» να «προσαρμοσθούμε»[7].

H ταχύτητα της αλλαγής συν- προκάλεσε και μια μεταμόρφωση του έρωτα. Πολύ πριν από την διάδοση του Ίντερνετ αναδύθηκε αυτό που ο Giddens, ονόμασε «πλαστική σεξουαλικότητα» ως μέρος μιας προοδευτικής διαφοροποίησης του σεξ από τις απαιτήσεις της αναπαραγωγής. Για τις περισσότερες γυναίκες, και κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ιστορικών περιόδων, η σεξουαλική ευχαρίστηση ήταν συνδεδεμένη με τον φόβο επαναλαμβανόμενων κυήσεων και κατά συνέπεια με τον φόβο του θανάτου. Στην εποχή μας καθώς οι τεχνολογίες αναπαραγωγής έχουν γίνει πιο εκλεπτυσμένες, αυτή η διαφοροποίηση έχει ολοκληρωθεί. Τώρα, που η σύλληψη μπορεί όχι μόνο να ανασταλεί, αλλά και να παραχθεί τεχνητά, η σεξουαλικότητα γίνεται πλήρως αυτόνομη: η αναπαραγωγή μπορεί να λάβει χώρα ακόμα και με την απουσία της σεξουαλικής δραστηριότητας κι αυτό αποτελεί μια τελική «απελευθέρωση» για την σεξουαλικότητα, η οποία στο εξής «μπορεί να γίνει καθολικά μια ιδιότητα των ατόμων και των μεταξύ τους συνδιαλλαγών»[8].

Έτσι ζούμε σε μια εποχή που ο Giddens περιγράφει ως εποχή της «αμιγούς σχέσης», στην οποία ο καθένας μετέχει για χάρη της ίδιας της σχέσης, για ότι δηλαδή μπορεί να αποκομίσει από αυτήν, και «η οποία, επομένως, μπορεί να διακοπεί, λίγο πολύ, κατά βούληση, οποιαδήποτε στιγμή, από οποιοδήποτε μέλος της»[9].

Σήμερα -που η ταχύτητα έχει γίνει «εθιστικό ναρκωτικό»- ζούμε στην εποχή της «ρευστής νεωτερικοτητας» και της ρευστής – κατά Ζ. Μπαουμαν -αγάπης: η κεντρική μορφή της είναι πια ο άνθρωπος χωρίς μόνιμους, σταθερούς, ανθεκτικούς δεσμούς, δεσμούς που να μπορούν να λύνονται εύκολα, γρήγορα και δίχως πόνο. Στην εποχή μας -γράφει ο Μπάουμαν- οι άνθρωποι κάνουν, όλο και συχνότερα λόγο για συνδέσεις και για «δίκτυα». Σε ένα δίκτυο οι συνδέσεις πραγματοποιούνται όποτε το ζητήσει κανείς και μπορούν να διακοπούν κατά βούληση πολύ πριν αρχίσουν να γίνονται ανυπόφορες. Έτσι οι συνδέσεις γίνονται «εικονικές σχέσεις». Αντίθετα από τις «πραγματικές σχέσεις», στις εικονικές η είσοδος και η έξοδος είναι εύκολη υπόθεση. Τέτοιες «σχέσεις» μοιάζουν έξυπνες, εύκολες στη χρήση και φιλικές προς τον χρήστη. Στις εικονικές σχέσεις «Μπορείς πάντα να πατήσεις Διαγραφή»[10].

Το διαδίκτυο σηματοδοτεί -για την κοινωνιολόγο των συναισθημάτων Eva Illouz- μια ριζοσπαστική απομάκρυνση από  την ρομαντική παράδοση του έρωτα: «Πρώτον, το διαδίκτυο ορίζει έναν ορθολογικό τρόπο  επιλογής συντρόφου ο οποίος έρχεται  σε αντίθεση με την ιδέα του έρωτα ως μιας  απρόσμενης αποκάλυψης που εμφανίζεται στη ζωή του ατόμου ,ενάντια στη θέληση και στη λογική του. Δεύτερον ενώ ο παραδοσιακός ρομαντικός έρωτας προκαλείται από την ύπαρξη δυο φυσικών υλικών σωμάτων – το διαδίκτυο βασίζεται στην ασώματη αλληλεπίδραση μέσω κείμενων.[…]Τρίτον ο ρομαντικός έρωτας προϋποθέτει την ανιδιοτέλεια ενώ η τεχνολογία του διαδικτύου αυξάνει την εργαλειοποίηση των ρομαντικών αλληλεπιδράσεων ,δίνοντας έμφαση στην αξία «που θέτουν τα άτομα για τον εαυτό τους και τους άλλους στο πλαίσιο μιας δομημένης αγοράς. Ο έρωτας δεν έχει λογική, ενώ «το διαδίκτυο δίνει έμφαση στη γνωστική πληροφορία σε σχέση με τα συναισθήματα του ατόμου». Τέλος η ιδέα του ρομαντικού έρωτα συνδέεται συχνά με την ιδέα της μοναδικότητας του ατόμου που αγαπάμε. Αν όμως το διαδίκτυο έχει κάποιο πνεύμα είναι σίγουρα αυτό της αφθονίας και της ανταλλαξιμότητας. Αυτό συμβαίνει γιατί οι γνωριμίες μέσω διαδικτύου έχουν καθιερώσει τiς αρχές της μαζικής κατανάλωσης στις ρομαντικές συναντήσεις, οι οποίες βασίζονται στην οικονομία της αφθονίας, των αμέτρητων επιλογών, της απόδοσης, της επιλεκτικής στόχευσης και της τυποποίησης»[11].

Σήμερα η αγάπη γίνεται «σεξουαλικότητα» «Σεξ σημαίνει επίδοση. Και το να είσαι σέξι αποτελεί κεφάλαιο που οφείλει να αυξάνεται. Το κορμί γίνεται έκθεμα, ισοδυναμεί με εμπόρευμα. Ο Άλλος μετατρέπεται σε σεξουαλικό αντικείμενο που προκαλεί ερωτική διέγερση. Έτσι από τη στιγμή που ο Άλλος απογυμνώνεται από την ετερότητα του δεν μπορεί κάποιος να τον αγαπήσει μόνο να τον καταναλώσει»[12].

Στην ταινία  “Shame” (2011) ο εθισμός του Brandon (Michael Fassbender) στην Πορνογραφία λειτουργεί ανασταλτικά στην ικανότητα του να συνάπτει αυθεντικές ερωτικές σχέσεις. Το φόντο της ταινίας χαρακτηρίζεται κυρίως από το αίσθημα του “να κοιτάς και να σε κοιτούν”: «μεγάλα παράθυρα στα διαμερίσματα πολυκατοικιών, πόρτες γυάλινες, ανοιχτές ή ανύπαρκτες η κάμερα παντού, μονίμως εκεί να κοιτάει και να διεισδύει στις ζωές των χαρακτήρων»[13].

Στη ταινία «Μία πορνογραφική σχέση» (An  Affair of Love 1999) η πρωταγωνίστρια ψάχνει μέσω αγγελίας έναν παρτενέρ για να εκπληρώσει μία ερωτική της φαντασίωση: συναντά κάποιον άγνωστο πηγαίνουν στο ξενοδοχείο και κάνουν σεξ τακτικά ώσπου μία μέρα αποφασίζουν να κάνουν κάτι διαφορετικό, «κάτι πιο δύσκολο, θέλουν να κάνουν πρώτη φορά έρωτα και το πορνογραφικό τους ρομάντζο αρχίζει να γίνεται ερωτικό. «Οι συναντήσεις τους αραιώνουν. Το τέλος πλησιάζει και εκείνοι πρέπει να αποφασίσουν για την σχέση τους. Δίνουν ραντεβού στο ίδιο καφέ»[14]. Το τέλος  της πορνογραφικής σχέσης τους φέρνει αντιμέτωπους με την αγωνία του Έρωτα.

Ζούμε πια σε μια εποχή διαμεσολαβημένου από την οθόνη σεξ, πορνογραφίας. “Πορνογραφία είναι η άμεση επαφή εικόνας και ματιού” [15]. Το  πόρνο αφορά «τη γυμνή ζωή ως έκθεμα». Είναι το αντίπαλο δέος του έρωτα. Εξουδετερώνει ακόμα και τη σεξουαλικότητα καθώς ‘’προτάσσει το νεκρό σεξ έναντι της ζωντανής σεξουαλικότητας[16].

Στις μέρες μας «η αγάπη μετατρέπεται σε μια φόρμουλα που υπηρετεί την απόλαυση. Γι’ αυτό οφείλει, πάνω από όλα, να γεννά ευχάριστα συναισθήματα. Δεν συνιστά δράση, ούτε αφήγηση, ούτε δράμα, πάρα μόνο μια συγκίνηση και μια ερωτική διέγερση δίχως συνέπειες»[17].

O έρωτας συνδέεται άμεσα με το τραύμα, όμως η εποχή μας απωθεί το τραύμα κάτω από την επιφάνεια της οθόνης: «Το λείο χαρακτηρίζει την εποχή μας» -λέει σε μια συνέντευξη του ο Μπιουγκ Τσουλ Χαν- «Γνωρίζετε το G Flex, ένα smartphone της LG; Αυτό το τηλέφωνο έχει μια ιδιαίτερη επίστρωση. Αν υπάρξουν γρατζουνιές, εξαφανίζονται μέσα σε λίγο χρόνο. Το κινητό έχει ένα αυτοϊούμενο δέρμα, ένα δέρμα σχεδόν οργανικό. Αυτό σημαίνει πως μένει πάντα εντελώς λείο. […]Αυτή η λεία επιφάνεια του smartphone είναι ένα δέρμα, που είναι άτρωτο, που διαφεύγει κάθε τραυματισμό. Και πραγματικά, μήπως δεν ισχύει το ίδιο σήμερα και με τον έρωτα, όπου κανείς αποφεύγει οποιοδήποτε τραύμα; Δεν θέλουμε να είμαστε ευάλωτοι, υποχωρούμε μπροστά σε κάθε τραύμα, σε κάθε πιθανότητα τραυματισμού»»[18].

Η Πανδημία πρόσφερε την ευκαιρία στον Ύστερο καπιταλισμό για νέες Περιφράξεις: «Οι πρώτες προτεραιότητες αυτού που προσπαθούμε να κάνουμε» -δήλωσε σε μία πρόσφατη ενημέρωση του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Andrew Cuomo, σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας ο εκπρόσωπος της Google, Schmidt- «εστιάζονται στην τηλε-υγεία, στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση και στις ευρυζωνικές συνδέσεις. Πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις που μπορούν να παρουσιαστούν τώρα και να επιταχυνθούν, και να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία για να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα». Για να μην υπάρχει αμφιβολία ότι οι στόχοι του τέως προέδρου της Google ήταν καθαρά καλοπροαίρετοι, στο background η εικόνα του πλαισιωνόταν από χρυσά φτερά αγγέλου[19].

Και ανάμεσα στις άλλες και η περίφραξη του έρωτα μέσα στο διαδικτυακό σεξ. Ιδού ο εθνικός μας σεξολόγος Θάνος Ασκητής να επισημαίνει πως ο Covid-19 σκοτώνει το σεξ όσων έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις, επειδή «μεταδίδεται από στοματική επαφή, με το σάλιο και το βλεννογόνο, καλό είναι να αποφεύγεται η πρωκτική συνουσία και στοματική επαφή, με άτομα που δεν γνωρίζουμε». Καταλήγοντας ο Ασκητής, συστήνει την καλή καθαριότητα στα σκεύη ηδονής. «Να σαπουνίζετε καλά και με ζεστό νερό τα sex toys».

 Όπως σε όλες σχεδόν τις άλλες  περιοχές της κοινωνικής συμβίωσης έτσι  και στην περιοχή του σεξ το διαδίκτυο έρχεται να σώσει την κατάσταση. Ο κ. Ασκητής εξηγεί στα ζευγάρια πως «είναι προτιμότερο να επιδιώξουν μια διαδικτυακή σεξουαλική επαφή από το να συναντηθούν»[20] και προτείνει το Skype ως ένα «πάρα πολύ καλό εργαλείο για τα καθημερινά μας ραντεβού .μας επιτρέπει να έρθουμε πιο κοντά, να εκφραστούμε πιο ανοιχτά, να χαρούμε σεξουαλικά ο ένας τον άλλον με παιχνίδια και κυρίως με σεξουαλικές φαντασιώσεις μεταξύ μας, ώστε να μην νιώσουμε στερημένοι και αποκομμένοι από την ηδονή και την απόλαυση και να μην κυριαρχηθούμε από το φόβο, ότι «ο ερωτικός μου σύντροφος θα εκτονωθεί κάπου αλλού και όχι με μένα» ενώ το αν είναι ασφαλές το διαδικτυακό σεξ, θεωρεί «ότι είναι υπόθεση των ψηφιακών συστημάτων και της τεχνολογίας, που εγγυώνται το απόρρητο και των προσωπικών ψηφιακών συναντήσεων»[21].

Έτσι πια, στις άλλες περιοχές της ύπαρξης  που περιέρχονται σε περίφραξη και ιδιοποίηση μέσω των διαδικτυακών εργαλείων να και η πιο αρχέγονη και μύχια. Το σεξ στην ταινία Blade Runner 2049 o έρωτας αναπτύσσεται ανάμεσα σε ένα αρσενικό ανδροειδές και ένα θηλυκό ολόγραμμα. Το θηλυκό ολόγραμμα- ερωμένη την ώρα που καταστρέφεται το τιβί κοντρόλ της και λίγο πριν σβήσει τρέχει στον Ρεπλίκα αγαπημένο της φωνάζοντας του: ”σ’ Αγαπώ”. Δεν είναι γελοίο, είναι τραγικό. Μήπως αυτό δεν ήταν πάντα ο έρωτας; Ένα ξεψύχισμαεικόνες και άνθρωποι, καθρέφτες και φαντάσματα, που νομίζουν ότι είναι ζωντανά βγάζοντας την απεγνωσμένη κραυγή: «Σ’ αγαπώ!»;

Σήμερα η εντολή «Αγάπα το Πλησίον σου» αντικαθίσταται από την εντολή “Στάσου μακριά” κάτι που μεταμορφώνει και την καρδιά της οικειότητας: τον έρωτα. Από τον έρωτα κρατάμε το σεξ και όχι το χειροπιαστό σεξ, αλλά το διαδικτυακό εικονικό σεξ: Είναι ασφαλές, όσο βέβαια το επιτρέπουν τα πρωτόκολλα ασφάλειας των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας. Δεν μυρίζει, δεν έχει γεύση, δεν έχει κίνδυνους. Είναι σεξ χωρίς σεξ όπως στις μέρες μας έχουμε μπύρα χωρίς αλκοόλ και καφέ ντεκαφεϊνέ. Επιπλέον αυτή η εικονικοποίηση της σεξουαλικότητας, η πορνογραφικοποίηση της – το να δείξω τον εαυτό μου ως γυμνό σώμα, ως έκθεμα προς πώληση- αλλά μην αγγίζετε την συνταιριάζει και με την Κουλτούρα του Ναρκισσισμού όπως την περιέγραψε ο Κριστοφερ Λας: Γιατί τι άλλο είναι η οθόνη πάρα η λίμνη των ναρκίσσων ο α- τόπος οπού τοποθετούμε τις φαντασιώσεις μας;

Στην ταινία του Κιουμπρικ το Κουρδιστό Πορτοκάλι (1971) μια ομάδα νεαρών προβαίνει σε βιαιότητες: βανδαλισμούς, κλοπές, βιασμούς χωρίς λόγο ενώ δείχνει να το διασκεδάζει πολύ. Μετά από ένα ατυχές συμβάν, ο Άλεξ (Μάλκολμ ΜακΝτάουελ) βρίσκεται στη φυλακή όπου διαλέγει να ακολουθήσει ένα νέο σωφρονιστικό πρόγραμμα που επινόησε η κυβέρνηση. Αναγκάζεται να παρακολουθήσει σκηνές  βιασμών δίχως να μπορεί να κλείσει τα μάτια[22]. Σήμερα ο κόσμος όλος γίνεται μια οθόνη την οποία είμαστε αναγκασμένοι να  κοιτάμε δίχως καν να ανοιγοκλείνουμε τα μάτια. Ο κόσμος μας γίνεται εικονικός και φευγαλέος, σκιώδης, ο χρόνος όλο και πιο στιγμιαίος και ο έρωτας χάνει το κεντρί του, γίνεται επίπεδος και στιλπνός ώστε να χωρά στην οθόνη του κινητού, έρωτας δισδιάστατος χωρίς ουλές και χωρίς τραύμα. Μα πως μπορεί να υπάρξει έρωτας χωρίς οδύνη – χωρίς το κεντρί της ηδονής- οδύνης;

Η πανδημία μας εθίζει σε έναν έρωτα γυάλινο οπού το πάθος ,ο πόνος, η γεύση του θανάτου το μωρουδιακό παιχνίδι του forτ -dα η ερωτική αγωνία, απωθούνται κάτω από την επιφάνεια του καθρέφτη και τη στιλπνή οθόνη του κινητού.

Όμως το απωθημένο (πάντα) επιστρέφει.

Πηγή: nosferatos.blogspot.com

*Ο Πέτρος Θεοδωρίδης γεννήθηκε το 1958 στην Ηράκλεια Σερρών. Σπούδασε πολιτική επιστήμη και παιδαγωγικά και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στις Διεθνείς σχέσεις στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, Διεθνείς σπουδές, Δημόσιο Δίκαιο και Πολιτική επιστήμη στα αντίστοιχα τμήματα του Νομικού τμήματος του Α.Π.Θ. Από το 1990 ασχολείται με τη μελέτη της εθνικιστικής ιδεολογίας και της εθνικής ταυτότητας, με αρθρογραφία σε περιοδικά πολιτικής επιστήμης.


[1]   Ρουσμον  Ντε Ντενιζ ο Έρωτας στη Δύση μετ  Μπάμπης Λυκούδης Εκδόσεις  Ινδικτος 1996  σ214  βλεπε   επίσης  αποσπάσματα απο Άρη Μαραγκόπουλου στο Βήμα, για  βιβλίο των εκδόσεων Ίνδικτος. http://nosferatos.blogspot.com/2009/04/blog-post_5740.html

[2] Octavio Paz ,η διπλή φλόγα ,έρωτας  και ερωτισμός ,μτφ Σαρα Μπενβενιστε ,Εξάντας, Αθηνα ,1996 σ.76

[3] Octavio  Paz , ο.π σ 36

[4]   Ρουσμον , οπ σ 64

[5]   Ρουσμον , ο. π. 206

[6] Αναφερεται  Richard David Precht, Έρωτας ένα απειθάρχητο συναίσθημα , μτφ Χαράλαμπος Καρβούνης εκδόσεις Πατάκη  2009 σ  248 

[7] Pierre Andre Taguieff, Παγκοσμιοποίηση και Δημοκρατία Μετάφραση Νίκος Κουρκουλος Εκδόσεις του εικοστού πρώτου 2002 σ 81,82,83/

[8] Anthony Giddens Η Μεταμόρφωση της Οικειοτητας   μετάφραση Καλογιάννης Απόστολος  εκδόσεις Πολύτροπόν  2005 (1992):σ 55

[9] Anthony Giddens Η Μεταμόρφωση ο.π 2005 (1992):.79 κ.ε

[10] [10]  Ζυγκμουν Μπάουμαν , Ρευστή αγάπη . Για την ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών μετάφραση Γιώργος Καράμπελας .  Εστία 2006,σ.16-18

[11] Eva Illouz Ψυχρή Τρυφερότητα,  η άνοδος του  συναισθηματικού καπιταλισμού ,  (2007)μετάφραση Μαρία Στασινοπούλου ,  εκδόσεις ,Oposito ,Αθήνα 2017 σ 139κ.ε

[12] Μπιούγκ Τσουλ  Χαν , Η αγωνία του έρωτα ,εκδόσεις Opera  μετάφραση Αλεξάνδρα Γκολφινοπουλου  Αθήνα  2019. σ.  32

[13] Aγγλική ταινία, σκηνοθεσία Στιβ Μακ Κουίv με τους: Μάικλ ΦασμπέντερΚάρεϊ ΜάλιγκανΝικόλ Μπέχαρι   βλέπε και κριτική στο  Πως το “Shame” του Στιβ ΜακΚουίν είναι μια κριτική στη μοντέρνα κοινωνία https://www.moveitmag.gr/news/pos-shame-toy-stiv-makkoyin-einai-mia-kritiki-sti-monterna-koinonia/57337
[14] Του Φρεντερίκ Φοντέν βλεπε και κριτική Ταινίες που Αδικήθηκαν: An Affair of Love – Μια Πορνογραφική Σχέση (1999) Πένυ Πανέ. http://www.filmboy.gr/2012/02/affair-of-love-1999.html
[15] Μπιουγκ Τσουλ Χαν η Κοινωνία της διαφάνειας , μετάφραση Ανδρέας  Κραουζε, Opera  Cogito   Auhna 2015 σ 10

[16]  Μπιούγκ Τσουλ  Χαν , Η αγωνία του έρωτα  εκδόσεις Opera  μετάφραση Αλεξάνδρα Γκολφινοπουλου  Αθήνα  2019. σ 59

[17]  Μπιουγκ Τσουλ Χαν, η Αγωνία  του Έρωτα    σ  34

[18] Η συνέντευξη δόθηκε στην εφημερίδα «Die Zeit», 2014 βλεπε και  αποδοση της στα ελληνικα  στον ιστοτοποπο  :http://www.poiein.gr/archives/32758/index.html με τιτλο Byung – Chul Han: «Λυπάμαι, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα» (μετφρ. Γιώργος Καρτάκης) ,Μαρτιος  2016

[19]  Μόλις μια μέρα νωρίτερα, ο Cuomo είχε ανακοινώσει μια παρόμοια συνεργασία με το Ίδρυμα Bill και Melinda Gates για την ανάπτυξη ενός «εξυπνότερου εκπαιδευτικού συστήματος». Αποκαλώντας τον Gates «οραματιστή», ο Cuomo είπεότι η πανδημία έχει δημιουργήσει «μια στιγμή στην ιστορία που μπορούμε πραγματικά να ενσωματώσουμε και να προωθήσουμε τις ιδέες του [Gates]… όλα αυτά τα κτίρια, όλες αυτές οι φυσικές αίθουσες διδασκαλίας – γιατί χρειάζονται άραγε με όλη την τεχνολογία που έχετε;» ρώτησε, προφανώς ρητορικά Βλ :Για τη μόνιμη και δυστοπική ενσωμάτωση της τεχνολογίας σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας, με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού, προειδοποιεί η Ναόμι Κλάιν σε άρθρο της στο theintercept.com https://www.enallaktikos.gr/Article/52489/naomi-klain-thle-new-deal—mia-nea-high-tech-dystopia-to-neo-dogma-toy-sok-ths pandhmias?

[20] https://www.aftodioikisi.gr/ygeia/thanos-askitis-kalytera-diadiktyaki-sexoyaliki-epafi-en-meso-pandimias/

[21] https://www.fortunegreece.com/interview/thanos-askitis-i-pandimia-tha-figi-emis-tha-minoume-ke-prepi-na-minoume-igiis/

[22] ttps://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF_%CE%9A%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B4%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C_%CE%A0%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%BF%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CE%B9_(%CF%84%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%AF%CE%B1)

Σερίφ Μερντάνι: Ο Αλβανός τραγουδιστής που φυλακίστηκε επειδή τραγούδησε το “let it be” των Beatles.

Tags

Έρευνα: Αλεξανδρινός Οικονομίδης

Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο  εντυπωσιάζουν τον Δυτικό Πολιτισμό, διάφορες ιστορίες καθημερινής παράνοιας, που ξεπροβάλουν από το χρονοντούλαπο της ιστορίας, της πάλαι ποτέ καθημερινότητας της «Σοσιαλιστικής Αλβανίας» του Ενβέρ Χότζα.  Μιας χώρας «φρούριο» που έζησε παντελώς απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη το περιβόητο δόγμα της «ένδοξης απομόνωσης»  στην καρδιά των Βαλκανίων. Η μεταπολεμική Αλβανία, πορεύτηκε μόνη της, μακριά από συμμάχους και φίλους, βουτηγμένη στην εσωστρέφεια και την καχυποψία, καλλιέργησε την ξενοφοβία σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας της, περικυκλωμένη από τεράστια ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα στα σύνορα της, επιδόθηκε στην δημιουργία του νέου σοσιαλιστή ανθρώπου δια της βίας.   

Λίγα χρόνια νωρίτερα και μέσα στην δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 14 Μαΐου του 1940, θα γεννηθεί στην Ιταλοκρατούμενη Αλβανία, ο Σερίφ Μερντάνι, πρωτότοκος γιος του εμπόρου Κεμάλ Μερντάνι, γόνου μεγαλοαστικής οικογένειας εμπόρων από την Κορυτσά, που λίγο νωρίτερα είχε παντρευτεί την κόρη ενός βιομηχάνου υφασμάτων από την Σκόδρα. Ωστόσο όμως, στο πρόσωπο του μικρού Σερίφ λίγα χρόνια αργότερα, δεν θα έβλεπαν μόνο την ένωση των δύο μεγάλων πόλεων με την μεγάλη πολιτιστική παράδοση. Στο πρόσωπο του θα έβλεπαν και δυο από τις πιο πλούσιες μεγαλοαστικές οικογένειες της προπολεμικής Αλβανίας, που προκαλούσαν αποστροφή στον νεαρό τότε Ενβέρ Χότζα, όπως ο ίδιος εξομολογείται στα βιβλία του.

Με την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι γνωστό πως οι Αλβανοί «κομμουνιστές» υπό τον Ενβέρ Χότζα θα είναι επίσημα οι εκλογικοί νικητές της Αλβανίας που θα κρατήσουν την τύχη της, στα χέρια τους για 46 συναπτά έτη. Αποφασισμένοι να επιφέρουν ραγδαίες αλλαγές στην αλβανική κοινωνία και καταπατώντας ανοιχτά την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Πολίτη, που λίγο νωρίτερα είχε εκδώσει η πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση στο Βεράτιο, επιδόθηκαν στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών που είχε διατάξει ο Ενβέρ Χότζα. Εν μια νυκτί φυλακίστηκαν τα περισσότερα ενήλικα μέλη της οικογένειας Μερντάνι, (μαζί και ο πατέρας του Σερίφ με 15 χρόνια φυλάκιση), κατασχέθηκε όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία τους και ο ευρύτερος οικογενειακός κύκλος εξορίστηκε σε απομακρυσμένα κέντρα εργασίας σε διάφορα χωριά. Οι «Μερντάνηδες» χαρακτηρίστηκαν ως «εχθροί του λαού» και «αποχαρακτηρισμένοι», κατηγορία που εξαπέλυε το καθεστώς σε ομάδα πολιτών, που δεν είχαν πλέον τα διακριτικά χαρακτηριστικά της παλιάς τους κοινωνικής τάξης. Ο δε Σερίφ, στην τρυφερή ηλικία των ένδεκα ετών, αναγκάζεται μαζί με την μητέρα του και τα αδέλφια του να μετοικήσουν σε ένα «χωριό εξορίας» της Κορυτσάς.

Το να ζήσεις και να πορευτείς με την ρετσινιά του  «αποχαρακτηρισμένου» πολίτη στην καθεστωτική Αλβανία του Ενβέρ Χότζα, ισούταν με μια επίγεια κόλαση και προϋπέθετε τον πλήρη αποκλεισμό από μια σειρά βασικών παροχών που εξασφάλιζε το κράτους στους πολίτες, όπως αξιοπρεπή εργασία, υγεία, σίτιση, στέγαση, μόρφωση κοκ. Ο κοινωνικός ρατσισμός και  η πλήρης απομόνωση αποτελούσε καθημερινότητα για δεκάδες πολίτες που όχι μόνο είχαν δει τους οικείους τους να φυλακίζονται αναίτια, όχι μόνο είχαν χάσει τα υπάρχοντα τους και την εργασία τους, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να υπομένουν και την ψυχολογική πίεση μιας πιθανής σύλληψης τους στο μέλλον.

Η σύσφιξη των σχέσεων με την ΕΣΣΔ του Νικήτα Χρουστσόφ που κήρυξε την αποσταλινοποίηση στα μέσα της δεκαετίας του ’50, εγκαινίασε και στην Αλβανία μια κρατική χαλάρωση και την παραχώρηση στερημένων ελευθεριών. Επωφελούμενος την νέα κατάσταση, ο αριστούχος μαθητής Σερίφ, αν και «αποχαρακτηρισμένος» αποφασίζει να διεκδικήσει μια θέση στο Καλλιτεχνικό Λύκειο της Κορυτσάς. Η αίτηση του απορρίπτεται από τους κομματικούς παράγοντες. Αργότερα βέβαια, καταφέρνει να εισαχθεί και να αποφοιτήσει από την Παιδαγωγική Ακαδημία. Σχεδόν αμέσως θα διοριστεί ως δάσκαλος στα απομακρυσμένα χωριά της περιοχής του Σκραπάρ και μετά από πέντε χρόνια, στα πλαίσια μιας νέας πολιτικής «για τα τέκνα των αποχαρακτηρισμένων», θα εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων στο Τμήμα Ιστορίας και Γεωγραφίας.

Η Αλβανία στα μέσα της δεκαετίας του ’60 είχε έρθει σε πλήρη ρήξη με την ΕΣΣΔ και με όλες τις υπόλοιπες χώρες του ανατολικού συνασπισμού, συσφίγγοντας παράλληλα περαιτέρω τις σχέσεις με την Κίνα του Μάο Τσετούνγκ. Επηρεασμένη από τον αέρα φιλελευθεροποίησης που είχε φυσήξει στην Ευρώπη, αναγκάστηκε να υποδεχτεί και τους πρώτους δυτικούς επισκέπτες. Μάλιστα, για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση, παρατηρήθηκε μια ανοχή στα ξένα τραγούδια που τραγουδούσαν οι φοιτητές.

Το 1966 κατά την διάρκεια μιας συναυλίας στις φοιτητικές εστίες των Τιράνων, ο Μερντάνι τραγούδησε ζωντανά τραγούδια των Beatles και του Ιταλού Τζάνι Μοράντι και τυχαία τον άκουσε ο μεγάλος Αλβανός συνθέτης Αγκίμ Κράϊκα. Ο Συνθέτης ενθουσιασμένος από τις φωνητικές του δυνατότητες, του έκλεισε  την επόμενη κιόλας μέρα, ραντεβού στο Ράδιο Τίρανα για οντισιόν. Οι διευθύνοντες όμως τον απέρριψαν, επηρεασμένοι προφανώς από την «αστική καταγωγή του», δηλώνοντας του  ευθαρσώς, «πως ο τρόπος ερμηνείας του είναι πιο ρυθμικός απ’ όσο επιβάλει η σοσιαλιστική τέχνη».Λίγους μήνες αργότερα κι αφού ολοκληρώσει τις σπουδές του, θα διοριστεί ως καθηγητής ιστορίας στην πόλη Λιμπράζντ, όπου θα αναλάβει εθελοντικά να διευθύνει το μουσικό Ανσάμπλ και την Εστία Πολιτισμού της πόλης.

Η αναδιοργάνωση της Εστίας Πολιτισμού της κωμόπολης  του Λιμπράζντ σημείωσε μεγάλη επιτυχία καταγράφοντας δεκάδες πρώτες θέσεις και άλλα βραβεία και σε όλα τα αλβανικά καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής, με τους δημοσιογράφους να εξυμνούν τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή και το ταλέντο του.  Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν και στον μουσικό διευθυντή της Ραδιοτηλεόρασης, Νικόλα Ζοράκι (ένας εκ των μεγαλύτερών συνθέτων της Αλβανίας) που το 1969 τον προσκάλεσε να λάβει μέρος στο μεγαλύτερο μουσικό γεγονός της σοσιαλιστικής Αλβανίας, το Φεστιβάλ Ραδιοτηλεόρασης.

Ο Σερίφ Μερντάνι πρωτοεμφανίζεται ως τραγουδιστής επίσημα στο Αλβανικό κοινό   στις 28.12.1969 στο 8ο Φεστιβάλ Τραγουδιού κλέβοντας τις εντυπώσεις με το ρυθμικό κι ερωτικό «αχώριστοι σύντροφοι» που κατατρόπωσε όλα τα στρατευμένα τραγούδια υπερ του καθεστώτος.  Μέσα μόλις σε λίγους μήνες καταφέρνει να γίνει αυτό που αποκαλούμε σήμερα το απόλυτο είδωλο της νεολαίας. Το φεστιβάλ τραγουδιού του ανοίγει διάπλατα τον δρόμο της επιτυχίας σε μια σειρά μουσικών εκδηλώσεων όπως το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Κορυτσάς, οι συναυλίες της ραδιοτηλεόρασης, τα καθιερωμένα «μουσικά ερωτηματολόγια» του Ράδιο Τίρανα κοκ.

Ένα χρόνο μετά, στο 9ο Φεστιβάλ ο Μερντάνι εμφανίζεται με δυο νέα ρυθμικά τραγούδια και καταφέρνει να κερδίσει το τρίτο βραβείο, ενώ στο 10ο φεστιβάλ  καταφέρνει να  κερδίσει με το «τραγούδι της μητέρας» το πρώτο βραβείο. Η τύχη πλέον του είχε χαμογελάσει, η επιτυχία που είχε σημειώσει τον είχε μετατρέψει σε έναν από τους κορυφαίους Αλβανούς καλλιτέχνες. Κάθε τραγούδι που ερμήνευε γινόταν αυτόματα επιτυχία και έπαιζε συνεχώς στους ραδιοφωνικούς δέκτες ολόκληρης της χώρας. Ο πάλαι ποτέ «αποχαρακτηρισμένος» δάσκαλος ήταν πλέον ένας από τους πιο δημοφιλείς τραγουδιστές της χώρας. 

    Κατά τα χρόνια 1970-72 εκδηλώθηκε μια μικρή  χαλάρωση του καθεστωτικού ελέγχου, που με την σειρά της γέννησε  μικρές κοινωνικές εστίες αντίδρασης στους κόλπους της κοινωνίας. Από τον Αύγουστο του ’72 είχαν ξεκινήσει οι προετοιμασίες   για την διεξαγωγή του 11ου Φεστιβάλ που για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού, θα ξέφευγε από τον αυστηρό έλεγχο λογοκρισίας των μηχανισμών του κόμματος, παραχωρώντας στους καλλιτέχνες απεριόριστες ελευθερίες. Το ενδιαφέρον του λαού για την διεξαγωγή του ήταν τεράστιο, καθώς είχε ξεκινήσει η γενικότερη εξέλιξη  στην καλλιτεχνική ζωή της χώρας, ενώ φήμες έλεγαν πως το νικητήριο τραγούδι του θα εκπροσωπούσε την περίκλειστη Σοσιαλιστική Αλβανία στον 18o διαγωνισμό της Eurovision στο Λουξεμβούργου το 1973.

Το 11ο Φεστιβάλ Τραγουδιού, πραγματοποιήθηκε στις 22 και 24 Δεκεμβρίου του 1972 και την σκηνογραφία του είχε αναλάβει μια ομάδα νεαρών σκηνογράφων που μόλις είχαν επιστρέψει από τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Στον διαγωνισμό παρουσιάστηκαν 20 τραγούδια, τα οποία τραγουδούσαν 19 τραγουδιστές, καθώς μόνο ο Μερντάνι είχε  δύο τραγούδια. Άλλες πρωτοτυπίες του φεστιβάλ ήταν οι ρυθμικές χορογραφίες σε μερικά από τα τραγούδια του φεστιβάλ,  τα φωνητικά σχήματα για τις δεύτερες φωνές και η απευθείας τηλεφωνική σύνδεση των παρουσιαστών  με τις επιτροπές των περιφερειακών πόλεων που θα μοίραζαν τους βαθμούς (κάτι που ήταν σύνηθες στην Eurovision). Αξίζει να σημειωθεί πως προκλήθηκε  αρνητική αίσθηση στους κόλπους του ΚΕΑ και στον οικογενειακό περίγυρο του Ενβέρ Χότζα, η πλήρης έλλειψη κάποιας αναφοράς στο όνομα του ή στο σοσιαλιστικό καθεστώς. Αυτό το φεστιβάλ δεν θύμιζε σε τίποτα μία καθιερωμένη αλβανική διοργάνωση, απέπνεε δυτικό ευρωπαϊκό αέρα.

Το ΚΕΑ και ο Χότζα δυσαρεστήθηκαν με την νέα κατάσταση. Λέγεται μάλιστα, από πρώην κυβερνητικό στέλεχος του καθεστώτος, πως την επομένη του φεστιβάλ, ο Χότζα εκνευρίστηκε επειδή άκουσε τον Μερντάνι να παίζει το πρωί ως πρώτη είδηση στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του και μετέπειτα να απασχολεί την επικαιρότητα πολύ περισσότερο απ’ ότι ο ίδιος. Τότε θυμωμένος κάλεσε κάποιον από τους γραμματείς του, ζητώντας εξηγήσεις. Στην συζήτηση απάνω θυμήθηκε ή κατάλαβε πως ο Μερντάνι ήταν γόνος της γνωστής οικογένειας που είχε προσωπικές διαφορές. Ο τραγουδιστής είχε μπήκε ήδη στο στόχαστρο.

Το ήδη αμήχανο κλίμα του επέφερε το «φιλελευθέρου φεστιβάλ» είχε φορτίσει  περαιτέρω η επίσκεψη του Προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον στο Πεκίνο που αποκατέστησε τις σχέσεις Κίνας-Η.Π.Α, επιφέροντας σκληρές και αξεπέραστές ρωγμές στην σινοαλβανική φιλία. Στο μέτωπο της εσωτερικής πολιτικής, κύρια πρόκληση του ΚΕΑ ήταν να αποφευχθούν οι επιρροές από τις διεργασίες της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι στο εσωτερικό της Αλβανίας. Η απάντηση ήταν άμεση, μια νέα σκληρή «εσωτερική επανάσταση» που θα γεννούσε νέες εκκαθαρίσεις  Η  νέα λοιπόν επανάσταση, στοχοποίησε αμέσως την ηγεσία και την αφρόκρεμα τεσσάρων βασικών πυλώνων της κοινωνίας, της νεολαίας, της διανόησης, του στρατού και τεχνοκρατών .  Για τον Χότζα, εκεί ηγεμόνευε «ο εχθρός του λαού» αυτή τη φορά και έπρεπε πάλι να εξαλειφθεί με κάθε τρόπο. Οι εκκαθαρίσεις πρωταγωνιστούσαν και πάλι, συμπαρασύροντας σε βασανιστήρια, φυλακίσεις και εξορίες τους νεαρούς τραγουδιστές, τους σκηνοθέτες, τους παρουσιαστές και όποιον άλλο είχε βοηθήσει στην διοργάνωση και διεξαγωγή του 11ου αμαρτωλού φεστιβάλ.

Πρώτη εξελίχθηκε η μάχη κατά της φιλελευθεροποίησης της νεολαίας με θύματα τον ιδεολογικό υπεύθυνο του κόμματος και τον διευθυντή της ραδιοτηλεόρασης. Αμέσως μετά  καταρτίστηκε και εφαρμόστηκε μακρύς κατάλογος τιμωριών στον τομέα του πολιτισμού. Ο Μερντάνι συνελήφθη πρώτος από τους τραγουδιστές και τον βάραιναν κατηγορίες όπως: “ερμηνεία και διάδοση της παρακμιακής αστικής μουσικής”  αλλά και για “αγκιτάτσια και προπαγάνδα”. Ο εισαγγελέας τον κατηγόρησε για την προπαγανδιστική ερμηνεία του πασίγνωστου «let it» των Beatles σε δημόσιους χώρους, για ερμηνεία επικίνδυνων δυτικών τραγουδιών,  για μοντέρνο ντύσιμο, για ρυθμική σκηνική παρουσία που αντιβαίνει τις αρχές του σοσιαλιστή καλλιτέχνη, για προσβολή και εξύβριση του καθεστώτος και για εσκεμμένο προπαγανδιστικό στίχο σ’ ένα τραγούδι του που γνώριζε εκείνη τη εποχή μεγάλη επιτυχία (κάπου ο στίχος έλεγε «αδιάφορη στέκεσαι και αδιάφορη περπατάς», υπονοώντας την αδιαφορία μιας κοπέλας απέναντι στα αισθήματα κάποιου νεαρού, πράγμα που μετατράπηκε σε κατηγορία καθώς στην Αλβανία δεν υπήρχαν αδιάφορες γυναίκες, αλλά πλήρως πολιτικοποιημένες), όσο κι αν προσπαθούσε να εξηγήσει στον ανακριτή ότι ο στίχος  δεν είχε γραφτεί από τον  ίδιο.

Ο Μερντάνι γνώριζε εκ προοιμίου ότι ήταν καταδικασμένος πριν από την δίκη κι ότι δεν θα κατάφερνε να αποδείξει την αθωότητα του, όπως ακριβώς δεν είχαν καταφέρει να την αποδείξουν και οι συγγενείς του λίγα χρόνια νωρίτερα. Αυτό που δεν γνώριζε όμως, ήταν πως και η Κεντρική Επιτροπή του ΚΕΑ της πόλης του Λιμπράζντ είχε ήδη ξεκινήσει την επίθεση σε βάρος του κοινοποιώντας στον εισαγγελέα μια πολυσέλιδη αναφορά για την υποτιθέμενη εχθρική δράση του στην μικρή πόλη με στημένες κατηγορίες. Όλα τα τραγούδια που ερμήνευσε και οι μαγνητοσκοπημένες εμφανίσεις του απαγορεύονται δια νόμου. Σε ηλικία 33 ετών καταδικάζεται σε  φυλάκιση 10 ετών για αγκιτάτσια και προπαγάνδα, ποινή που θα αυξάνονταν λίγα χρόνια αργότερα στα 16 έτη, ύστερα από αναψηλάφηση της δίκης, όταν ο Μερντάνι θα αρνηθεί να γίνει συνεργάτης της κρατικής ασφάλειας των κρατητηρίων..

Η νέα τιμωρία του πρώην λαμπερού καλλιτέχνη που απέρριψε την πρόταση συνεργασίας του καθεστώτος θα ήταν ακόμη αυστηρότερη, όταν πληροφορηθεί την  μεταγωγή του στο κακόφημο στρατόπεδο εργασίας του Σπάτς ως μεταλλωρύχος. Τρία χρόνια αργότερα θα τον αποστείλουν στις φυλακές του Μπουρέλ και στα ορυχεία του Κιάφ Μπάρι, όπου θα γνωρίσει πληθώρα διανοουμένων και κληρικών Αλβανών που το καθεστώς είχε φυλακίσει αναίτια. Εκεί σε πλήρη και καθημερινή αλληλεπίδραση με έγκριτες προσωπικότητες, ο Μερντάνι θα παραμείνει 13 χρόνια καλλιεργώντας περαιτέρω την μόρφωση του και μαθαίνοντας πάνω από τέσσερις ξένες γλώσσες.

Θα αποφυλακιστεί το 1989 λίγο πριν πέσει το τείχος του Βερολίνου σε μια διαφορετική Αλβανία. Τα 16 χρόνια της ένδοξης απομόνωσης της Αλβανίας και τα οικονομικά προβλήματα την είχαν μετατρέψει όπως έλεγε και ο ίδιος σε μια μεγάλη φυλακή.  Το χτίσιμο του νέου ανθρώπου προϋπέθετε την απαγόρευση της μόδας, τον περιορισμό της τηλεοπτικής και ραδιοφωνικής εμβέλειας στα ξένα ΜΜΕ και σε όλα τα ξένα προγράμματα. Η αστυνομοκρατία ήταν ένα συνηθισμένο γεγονός που έφτανε στα όρια του παραλογισμού και της τρέλας. Το να κατέχεις μια τηλεόραση στην Αλβανία προϋπέθετε  την χορήγηση ειδικής άδειας από το λαϊκό συμβούλιο της γειτονιάς. Απαγορευόταν η διατήρηση των μακριών μαλλιών και των γενειάδων στους άντρες γιατί αυτό αντιτίθονταν στις σοσιαλιστικές αξίες. Οι στρατιωτικές ασκήσεις, οι υποχρεωτικές εξορμήσεις και η σχεδόν υποχρεωτική εγγραφή στο Κόμμα Εργασίας, ήταν τα χαρακτηριστικά της ζωής που βρήκε ο Μερντάνι έξω.

Ταλαιπωρημένος και με «σπασμένα φτερά» θα επιστρέψει στην Κορυτσά μετά από 16 χρόνια φυλακής και στις 20 Φεβρουαρίου του 1991 θα ζήσει δια ζώσης τις φοιτητικές εξεγέρσεις για την πτώση του καθεστώτος. Θα επανεμφανιστεί δυναμικά στο φεστιβάλ της άνοιξης το 1992 με το τραγούδι «Επειδή τραγουδήσαμε το Let it be», έναν συγκινητικό  ύμνο γραμμένο για όλους τους πρώην Βασανισθέντες και Φυλακισθέντες του καθεστώτος Χότζα και το 1992 θα διοριστεί πρόξενος της Αλβανίας στην Ρώμη και μετέπειτα στο Βουκουρέστι. Θα παντρευτεί και θα φέρει στην ζωή ένα γιό, προσπαθώντας με πείσμα να συνεχίσει την ζωή του από εκεί που του την σταμάτησαν. Ο Μερντάνι μετά το 1992  δεν θα σταματήσει ποτέ να τραγουδά και να συμμετέχει σε διάφορα μουσικά δρώμενα μέχρι το τέλος της  ζωής στις 29 Αυγούστου του 2021.

Επειδή Τραγουδήσαμε “Let it be” 

Πού έμεινες νιότη;
Ηλικία που ‘ρχεσαι μόνο μία φορά
Όταν ήρθες σε μένα, δεν ξέρω
αν ήταν χειμώνας ή άνοιξη,

Ένα πράγμα όμως ξέρω καλά,
Αγάπησα το όμορφο
Από τα λιθόστρωτα δρομάκια,
ως τους καλλιτέχνες που ‘χει ο κόσμος.

Εμείς πιστέψαμε σαν παιδιά
Εμείς πιστέψαμε ερωτευμένοι
Επειδή Τραγουδήσαμε “Let it be”,
Ως εκ τούτου, ζήσαμε ΄κατασκοπευμένοι΄

Μα πού ήσουν, ω εσύ Θεέ;
Όταν για μια στιγμή σ’ αρνηθήκαμε,
Συγχωρέσε μας και φορτωμένος δάκρυα
μόνο σε ‘σένα θα πιστεύω.

Η γενιά μας δεν μπορεί να πεθάνει, όχι, όχι,
Κρυμμένη, από τον κόσμο ξεχασμένη
Και με τον ήλιο κάθε πρωί, ναι, ναι,
” Let it be ” θα ξανατραγουδήσει.

Αφιέρωμα: 31 Χρόνια από την έναρξη της αλβανικής μετανάστευσης

Tags

Χιλιάδες Αλβανοί πολίτες συνωστισμένοι στις 2 Ιουλίου 1990 στη Δυτικο-Γερμανική Πρεσβεία των Τιράνων.

Του Αλεξανδρίνου Οικονομίδη

Η περίοδος της “ένδοξης απομόνωσης” της Αλβανίας είχε αρχίσει να φθείρεται και να ξεβάφει ήδη πριν από τον θάνατο του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα το 1985. Ο Ενβέρ Χότζα, ο δικτάτορας που για σαράντα συναπτά έτη καθόριζε την τύχη της Αλβανίας απεβίωσε την νύχτα της εντεκάτης Απριλίου του 1985, μαζί του πέθανε και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικοπολιτικής κληρονομιάς που είχε αφήσει στους Αλβανούς. Στις 13 Απριλίου και μετά από 44 ολόκληρα χρόνια καθιέρωσης του Ενβέρ Χότζα, στην ανώτατη κομματική  θέση του καθεστώτος, εκείνη του Α΄ Γενικού Γραμματέα του ΚΕΑ, ορίστηκε ο Ραμίζ Αλία. Ο  θάνατος του Ενβέρ Χότζα εκτιμήθηκε ως εθνική συμφορά στην μικρή ευρωπαϊκή χώρα. Η κηδεία του Χότζα υπήρξε ένα μεγάλο αυτοτελές γεγονός, αλλά ακόμα σημαντικότερη ήταν η προσέλευση στα Τίρανα των  κατοίκων ολόκληρων χωριών και συνοικισμών από τον Νότο και τον Βορρά  για να την παρακολουθήσουν.

Από την ημέρα της δημιουργίας των εθνικοαπελευθερωτικών συμβουλίων και έως το τέλος τους, η «λαϊκή εξουσία»  θεμελιώθηκε και ενισχύθηκε από τα μαθήματα του ίδιου του Χότζα που υπήρξε σταθερά στην πρώτη γραμμή λειτουργίας της οικονομικής και εκπαιδευτικής πολιτικής μακριά από κάθε άλλη χώρα του πρώην ανατολικού συνασπισμού.  Τα βιβλία του, ανατυπώνονταν σε χιλιάδες  αντίτυπα για αρκετά χρόνια, οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να τα διδαχθούν στα σχολεία, οι εργάτες επιβαρύνθηκαν με επιπλέον ώρες στους χώρους δουλειάς όπου μνημονεύονταν και συνοψίζονταν οι αναμνήσεις του συντρόφου Ενβέρ Χότζα.  

Όποιος αποπειράθηκε να δραπετεύσει από την χώρα σκοτώθηκε  ή εκτελέστηκε, αν βέβαια πιανόταν τον περίμενε ενδεχομένως και ισόβια φυλάκιση. Η απομόνωση ήταν τόσο έντονη, που σε κάθε ακριτική περιοχή είχαν δημιουργηθεί ειδικοί σταθμοί παρεμβολών για να μη καταφθάνουν ιταλικά, ελληνικά και γιουγκοσλάβικα δίκτυα. Την δεκαετία του 80 η Αλβανία ήταν η τρίτη φτωχότερη χώρα του κόσμου, με ένα μισθό 15 δολαρίων τον μήνα. Οι χωρικοί δεν μπορούσαν να έχουν σπίτι τους κανένα οικόσιτο ζώο, ούτε καν κότες. Η φτώχεια είχε θερίσει σχεδόν όλη την αλβανική ύπαιθρο. Στις πόλεις ολόκληρες οικογένειες στριμώχνονταν σε μικρά διαμερίσματα 40τ.μ.  Σε ολόκληρη την χώρα υπήρχαν μόλις 1265 απαρχαιωμένα και επικίνδυνα αυτοκίνητα.

Το φορτηγό απάνω στα χαλάσματα του μαντρότοιχου

Η μονότονη ζωή συνεχίστηκε μακριά από τα προβλήματα της σκληρής καθημερινότητας του μέσου Αλβανού πολίτη. Η χώρα ζούσε  τις χειρότερες μέρες της,  πλήρως απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο,  εξαιτίας των ηλεκτροφόρων συρματοπλεγμάτων που είχαν τοποθετηθεί στα σύνορα  της. Το 64% των ακτών της είχε απαγορευτεί  σε όλους τους πολίτες, αφού πρώτα μετατράπηκε σε απαγορευμένη στρατιωτική βάση.  Η κυβέρνηση  δεν είχε κάνει καμία σοβαρή προσπάθεια εξασφάλισης τροφής, στέγασης και ένδυσης του λαού, αντιθέτως συνέχιζε να σπαταλά τους ελάχιστους οικονομικούς πόρους της χώρας στα πολυδάπανα στρατιωτικά μπουνκέρ που θα τους έσωζαν από τους φανταστικούς εχθρούς και τις επιθέσεις.  Το βιοτικό επίπεδο έπιανε πάτο, η οικονομία ολίσθαινε καθημερινά προς τα κάτω, η ανεργία ξεκίνησε να εμφανίζεται και τα μαγαζιά αιμορραγούσαν από βασικές ελλείψεις.  Για τους Αλβανούς ήταν αδύνατο να καταλάβουν τι διαδραματίζονταν έξω από την χώρα τους. 

Ταυτόχρονα, ο Ραμίζ Αλία επιδόθηκε σε μια σειρά από διάφορες  διπλωματικές επαφές, αναπτύσσοντας σχέσεις με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τον Καναδά, την Γαλλία, την Σουηδία, την Ελβετία και την Ολλανδία, ενώ δεν έλειψε και η αναθέρμανση των σχέσεων, με τις αδελφές δημοκρατίες του ανατολικού μπλοκ.  Ο Αλία που εξέφρασε εξ αρχής μια συμπάθεια για τον ελληνικό λαό και για τον  Ανδρέα Παπανδρέου,  ξεκίνησε επαφές ανοίγοντας τον διάλογο φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών.

Όμως το καλοκαίρι του 1990 επιδεινώθηκε η άσχημη κατάσταση  με μια απρόσμενη ξηρασία που μείωσε την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, βγάζοντας πάνω από 5000 Αλβανούς διαδηλωτές στον δρόμο.  Η τυπικότερη εκδήλωση της δυσαρέσκειας εκφραζόταν με νυχτερινές επιθέσεις ολιγομελών ομάδων εναντίον δημοσίων κτηρίων, με πυροβολισμούς και ήχους σπασμένων τζαμιών και με τις διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος να αποτελούν σχεδόν μια μόνιμη κατάσταση.  Πιεσμένος σε υπερβολικό βαθμό, ο διάδοχος του Χότζα, Ραμίζ Αλία, προσπάθησε  ματαίως να καθησυχάσει το αγανακτισμένο πλήθος με κομματικούς ανασχηματισμούς.

Αλβανοί πολίτες καταφέρνουν και ακινητοποιούν Όχημα καταστολής με μάνικες νερού έξω από τα τοίχοι της συνοικίας.

Ο Αλία βρέθηκε ίσως στην δυσμενέστερη θέση  που είχε βρεθεί ποτέ κάποιος ηγέτης της Αλβανίας σε ολόκληρη την ιστορική της πορεία. Αντιμέτωπος με όλους τους ξένους εταίρους που απαιτούσαν ταχύρρυθμες μεταρρυθμίσεις, αντιμέτωπος με την πιο ακραία φτώχεια που δάμαζε τον οργισμένο λαό, αντιμέτωπος με διάφορες εστίες αντιπολίτευσης που είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν η μία μετά την άλλη και αντιμέτωπος με τους σκληροπυρηνικούς συντρόφους του ΚΕΑ, που είχαν δυσαρεστηθεί και μπορούσαν ανά πάσα ώρα και στιγμή να τον ανατρέψουν.

Οι δυο πρώτες μέρες του Ιούλη, δεν κύλισαν καθόλου ήρεμα στην μικρή βαλκανική  χώρα, καταλήγοντας σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ στρατού και διαδηλωτών, όταν ένα οργανωμένο  πλήθος τετρακοσίων διαδηλωτών, εισέβαλε βιαίως στην διπλωματική συνοικία, (Επιτηρούμενη συνοικία από ένοπλους αστυνομικούς όπου έμεναν οι ξένες διπλωματικές αποστολές, απαγορευμένη ζώνη για όλους τους Αλβανούς πολίτες)  καταλαμβάνοντας μάλιστα μερικές δυτικές πρεσβείες και ζητώντας  άσυλο. Όλα ξεκίνησαν όταν ένα κρατικό φορτηγό που είχαν πάρει υπό τον έλεγχο τους οι διαδηλωτές, προσέκρουσε στον πελώριο μαντρότοιχο της συνοικίας. Χιλιάδες πολίτες συγκεντρώθηκαν στις πόρτες των πρεσβειών. Η αλβανική αστυνομία εκείνη την εποχή ήταν απροετοίμαστη για μια τέτοια σύγκρουση , αλλά ακόμη και οι διπλωμάτες των ξένων πρεσβειών, που ήταν στη χώρα δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυτήν την κατάσταση.

Η τεταμένη κατάσταση μπορούσε ευκολά να ξεφύγει και η χώρα  να βυθιστεί σε άνευ προηγουμένου χάος. Ωστόσο, παρά την κατάληψη των πρεσβειών που συγκλόνισε το ΚΕΑ, η κυβέρνηση διατηρούσε ψυχραιμία και νηφαλιότητα ενώ ήταν ακόμη πανίσχυρη. Οι συγγενείς και οι οικείοι όλων όσων διέσχισαν τα κιγκλιδώματα των ξένων πρεσβειών, είχαν τρομοκρατηθεί από τον σοβαρό κίνδυνο τυχόν αντίποινων του ΚΕΑ. Ένα σημαντικό ρόλο έπαιξε η αστυνομία, η οποία βρισκόταν σε δίλημμα, αν θα έπρεπε να διατηρήσει την τάξη σύμφωνα με τις εξουσίες που της είχαν δοθεί από το ΚΕΑ ή αν θα έπρεπε να αποφύγει την  αιματοχυσία, επιτρέποντας στους πολίτες να περάσουν ελεύθερα για να εισέλθουν στις Πρεσβείες. Σε όλες τις πρεσβείες, αποδείχθηκε ότι είχαν εισέλθει περίπου 5200 άτομα, εκ των οποίων 3200 μόνο στη γερμανική πρεσβεία.

Η κατάσταση εκτροχιάστηκε όταν ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών προκαλώντας δεκάδες τραυματισμούς,  που είχαν ως αποτέλεσμα να κηρυχθεί εκ νέου η χώρα σε κατάσταση έκτακτης. Αποκλειστικά υπεύθυνη για την επίθεση του στρατού, ήταν η υπερσυντηρητική ομάδα του ΚΕΑ, η οποία την επόμενη μέρα έχασε την επιρροή της, όταν ο Αλία απέπεμψε υπουργούς και σειρά μελών του Πολιτμπιρό της Κ.Ε. του ΚΕΑ, αφενός για να καθησυχάσει τα πνεύματα και αφετέρου, για να ξεκαθαρίσει με το χοτζικό παρελθόν.

Ξαπλωμένοι Αλβανοί διαδηλωτές μέσα στο άδειο σιντριβάνι του προαύλιου χώρου κάποιας πρεσβείας

Στις 6-7 Ιουλίου, καταφτάνει στα Τίρανα ο  Σουηδός Στάφφαν Ντε Μιστούρα  ως ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ  Χαβιέρ Πέρες Ντε Κουεγιάρ για να ρυθμίσει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των ανθρώπων πέρα από τα σύνορα. Η παρέμβαση του ΟΗΕ ήταν κρίσιμη εκείνη τη στιγμή. Οι δυτικές πρεσβείες στα Τίρανα ήταν πολύ πρόθυμες να βοηθήσουν, αλλά στο προσκήνιο στέκονταν κυρίως η Πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.  Εν τω μεταξύ, εκείνες τις ημέρες έγιναν και οι επίσημες εγγραφές όλων εκείνων που είχαν εισέλθει βιαίως στις πρεσβείες, ενώ συγχρόνως προετοιμάστηκαν τα διαβατήριά τους. Αφού το Υπουργείο  τους τα χορήγησε, στις 21 Ιουλίου 1990, περίπου στις 9:00 μ.μ. τοποθετήθηκαν λεωφορεία έξω απ’ όλες τις πρεσβείες που επιβίβασαν με την σειρά όλους τους αιτούντες άσυλο. Τα λεωφορεία έφυγαν για το λιμάνι του Δυρραχίου κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και υπό την συνοδεία των διπλωματικών υπαλλήλων των πρεσβειών, χωρίς να σημειωθεί κάποιο συμβάν. Έτσι έφυγαν από την Αλβανία οι πρώτοι πρόσφυγες για την Ευρώπη. 

Σήμερα 31 χρόνια μετά, η δεύτερη μέρα εκείνου του Ιούλη αποτελεί ορόσημο για την γειτονική χώρα, αφού μετά τα επεισόδια του 1990, η παγκόσμια κοινότητα καταδίκασε το καθεστώς Αλία αναγνωρίζοντας το πολιτικό άσυλο των πολιτών που είχαν εισέλθει εντός των δυτικών πρεσβειών και όλων των Αλβανών που ήθελαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Η  αρχή του τέλους για το καθεστώς μόλις είχε ξεκινήσει.  Μια αρχή που θα γέμιζε την οικουμένη με χιλιάδες ιστορίες μετανάστευσης από Αλβανούς Πολίτες. Μια  αρχή που  υπόσχονταν πολλά στην αλβανική κοινωνία του 1990, αλλά  που ωστόσο όμως μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να βγάλει την μικρή βαλκανική χώρα από τα δεκάδες προβλήματα που την ταλαιπωρούν.  Η Αλβανία, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί  την ευρωπαϊκή χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό μετανάστευσης σε όλο τον κόσμο.

Βιβλιογραφία

Αλ. Οικονομίδη , ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚO ΚΑΘΕΣΤΩΣ  ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Η θρησκευτική πολιτική στην Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας (1945-1991). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2014.

Αλ. Οικονομίδη, ΤΟ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ (Ιστορική ανασκόπηση από την αρχαιότητα μέχρι το 2000). Πανεπιστήμιο Τιράνων, Τίρανα  2019.

[Υπό αμφισβήτηση…], Παυλίνα Κουβαρδά

Tags

Photo by: Alfaz Sayed (unsplash.com)

Καλημέρα
Προκλητική είσοδος
Μηχανή σε κίνηση
Ανάδειξη θέματος
Συνεχής εναλλαγή
Σημαντικό-Ασήμαντο
Με το χαμόγελο…
Σε ανύποπτο χρόνο
Εισαγωγή υποταγής
Κρίνεται αναγκαία
Η μετάθεση προσοχής
Ως μέθοδος περιπλάνησης
Σε ώρες διακινδύνευσης
Αποσιώπηση…
Ισορροπημένος λεπτοδείκτης
Σε ιστορική καθυστέρηση
Έθεσες υπό αμφισβήτηση
Το σπασμένο γρανάζι
Πριν την εξαφάνιση.

Πέντε ποιήματα από τον Αλβανό Ποιητή Μπαρδούλ Λόντο

Tags

Έρευνα και μετάφραση: Αλεξανδρινός Οικονομίδης

1) Η παρακαταθήκη του ποιητή

Εάν τα μάτια σου παραμείνουν στοχαστικά
σε τούτους τους στίχους,
θα δω ένα όμορφο όνειρο.
Αν τα μάτια σου τρεμοσβήσουν λίγο
σε τούτους τους στίχους,
τότε ολόκληρος θα αντηχήσω σαν κιθάρα
μέχρι την αυγή.
Αν όμως τα μάτια σου προσπεράσουν αδιάφορα
ετούτους τους στίχους,
τότε θα είμαι νεκρός.
Μην ξεχάσεις να με επισκεφθείς στην λήθη.

2) Στην αγορά προσφύγων

Στην αγορά προσφύγων
αν αγοράσεις παπούτσια
αυτά θα σε οδηγήσουν μόνο σε θλιβερά μέρη.
Εάν αγοράσεις μαγνητόφωνο, μόνο θα κλαίει.
Στην αγορά προσφύγων,
η πίεση θα πέσει.
Γι’ αυτό μην ξεχνάς λοιπόν,
να παίρνεις πάντα έναν συγγενή
να σε κρατάει από το χέρι.
Στην αγορά προσφύγων
μην αγοράσεις ποτέ γλυκά,
μόνο καφέ αγόρασε, πικρό καφέ.
Ποτέ μην ρωτάς για τις τιμές,
(Πώς να κοστολογήσεις άραγε τον πόνο, τα δάκρυα, την λαχτάρα;)
Και μην ξεχνάς,
κάθε φορά που επιστρέφεις από την αγορά προσφύγων,
να φιλάς την κόρη δύο φορές,
και δύο φορές τον γιό.
Προσοχή όταν διαβείς την αγορά προσφύγων
σιγά σιγά απάνω σε καρδιές πατάς,
απάνω στην αγάπη.
Και πάνω απ’ όλα,
κάθε φορά που πας στην αγορά προσφύγων,
σε παρακαλώ, μην ξεχάσεις να ‘χεις στην τσέπη σου
τρινιτρίνη…

3) Αυτοκτονούμε καθημερινά

Σκοτώνουμε τον εαυτό μας καθημερινά. Σε βρώμικα
τραπέζια καφετεριών . Σε μολυσμένες γραμμές
εφημερίδων. Σε κύκλους
δολοπλοκιών κι ιντρίγκων. Θανατωνόμαστε
σε έναν αργό θάνατο. Και, ω, Θεέ,
δεν αντιλαμβανόμαστε την αυτοκτονία μας.
Στη συνέχεια έρχεται μια στιγμή, παίρνεις το περίστροφο.
Η σκανδάλη δεν πατιέται.
Αφού έχεις ήδη αυτοκτονήσει προ πολλού.
Οι νεκροί δεν αυτοκτονούν.

4) Ιθάκη

Η Ιθάκη κοιμάται κάτω από τον ουρανό του Σεπτέμβρη.
Οι ελιές μοιάζουν σαν γυναίκες που περιμένουν αργά
τους αργοπορημένους συζύγους τους.
Μου λείπει εκείνο το μακρινό το σπίτι και
εκείνη η γυναίκα που δεν θα κλείσει τα μάτια της
απόψε στα Τίρανα.

Βοήθησέ με, Οδυσσέα! Πέταξε μακριά το μανδύα
του θρύλου! Πες μου μια σοφή, μια ζεστή λέξη.
Οι δρόμοι ξεκινούν, χάνονται, τρέχουν, εξαφανίζονται
πιο μπερδεμένοι κι από τους πόντου του σάβανου
που έπλεκε η Πηνελόπη.

Δρόμοι, δρόμοι, δρόμοι …
Προς τα ανατολικά, προς τα δυτικά,
προς το Ιόνιο, προς το Αιγαίο.
Πραγματικά παρόλο που ‘ναι σύγχρονοι οι καιροί,
πάλι μπορεί να χάσεις την ουσία
όπως στον αιώνα της Οδύσσειας.

Ποιος άραγε θα με πάει στην Ιθάκη μου;
Ποια λέξη άραγε ηρεμεί τη γυναίκα που αναμένει;
Μακριά απ’ τις σειρήνες που πάλι ουρλιάζουν υστερικά,
μακριά από τις Κίρκες του εικοστού αιώνα!

Εγώ αυτόν τον δρόμο δεν τον χάνω!
Θα το βρω ακόμα κι ας μείνω τυφλός!

Όλοι είμαστε ολίγον Οδυσσέες,
κι αν δεν έχουμε μια Πηνελόπη,
θα ‘χουμε σίγουρα μια Ιθάκη!

5) Η αλήθεια

Παιδί ήμουν, παιχνίδια έψαχνα. Η μητέρα αποφάσιζε.
Εγώ μιλούσα πρώτα, η μητέρα δεύτερη.
Το μάθημα έλεγα. Η δασκάλα αποφάσιζε.
Εγώ μιλούσα πρώτα, η δασκάλα δεύτερη.
Ονειρευόμουν τη νύχτα. Η ημέρα αποφάσιζε.
Εγώ μιλούσα πρώτα, η μέρα δεύτερη.
Ήμουν μαζί σου. Δεν ήθελα να φύγει η μέρα. Η νύχτα όμως αποφάσιζε.
Εγώ μιλούσα πρώτα, η νύχτα δεύτερη.
Δεν ήθελα ν’ αφήσω τον πατέρα μου να πεθάνει. Ο θάνατος αποφάσιζε.
Εγώ μιλούσα πρώτα, ο θάνατος δεύτερος.
Ξεκινούσα στα δεξιά, κατέληγα στα αριστερά. Η ζωή αποφάσιζε.
Εγώ μιλούσα πρώτα, η ζωή δεύτερη.

Εγώ μιλούσα πρώτα. Το δεύτερο ήταν σωστό.
Αλλά τι αριθμό να ‘χε άραγε η αλήθεια;

***Ο Μπαρδούλ Λόντο (Bardhyl Londo) έχει γεννηθεί το 1948 και κατάγεται από τη Λίπα που βρίσκεται κοντά στην πόλη Πρεμετή. Κατά τη δεκαετία του 80 δημιουργήθηκε μια φήμη γύρω από το όνομα του ότι ήταν ο κορυφαίος Αλβανός ποιητής. Σπούδασε αλβανική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων και διατέλεσε ως εκπαιδευτικός για μερικά χρόνια στην Πρεμετή, ενώ αργότερα εργάστηκε ως συντάκτης στο κορυφαίο λογοτεχνικό περιοδικό της σοσιαλιστικής Αλβανίας, το «Drita». Ο ίδιος είναι συγγραφέας οκτώ ποιητικών συλλογών από το 1975 έως το 1996 και επίσης έχει διατελέσει πρόεδρος της Αλβανικής Ένωσης Συγγραφέων και Καλλιτεχνών μέχρι τον Φεβρουάριο του 1998. Η ποίηση του απομακρύνεται αρκετά από τα βιώματα που έζησε ο ίδιος, είναι μετρική και κυρίως ρυθμική, καθώς αντανακλά μελωδικά τις πλούσιες παραδόσεις της τοσκικής διαλέκτου (Η διάλεκτος της Νότιας Αλβανίας). Το 1989, του απονεμήθηκε το βραβείο Migjeni.

Αδιέξοδο, Παυλίνα Κουβαρδά

Tags

Photo by: unsplash.com

Ατέρμων ο κύκλος.
Σε μονόδρομο.
Με τα κακώς κείμενα
να τίθενται υπό προστασία
χωρίς υπόπτους
για ενοχοποίηση.
Σε απουσία θέσης
με ελεύθερη μετάδοση
δίδονται οδηγίες
προς απομόνωση.

[Δύσκολη μοίρα], Παυλίνα Κουβαρδά

Tags

Έκθετος
χωρίς αφήγημα
παραδόθηκες
στην ανάγκη του φόβου.
Απογυμνωμένος
σε μοίρα απομόνωσης
ροκανίζεις τον χρόνο.
Στο ιδιότυπο κελί σου
ενδόμυχη νοσταλγία
δίοδος διαφυγής
στον λησμονημένο εαυτόν σου.
Σε θέλεις μέσα σου
για λίγο ακόμα
με τα καμένα της ιστορίας
σε νέα ανάγνωση.
Και, ίσως,
-ποιος ξέρει;-
μια πηγή ενέργειας
αθέατη χωρίς ίχνη
να βρίσκεται
προς μεταστοιχείωση.

[Υπό εγκατάλειψη], Παυλίνα Κουβαρδά

Tags

Η πύλη ανοίγει.
Κούραση και οργή
τραύματα και πληγές
εξυφαίνουν τη ζωή σου.
Στον ωκεανό του φόβου
μια σταγόνα πόνου
ξεσκίζει την λήθη.
Οι μνήμες στάζουν αίμα
στο παραμορφωμένο σου πρόσωπο.

Με τα αμίλητα να καίνε
για κρυμμένες προδοσίες
άνευρες φιλίες
και βιασμένους έρωτες
ραγίζει ο καθρέφτης.

Στέκεσαι εκεί και σε κοιτάς.
Σε απόλυτη πτώση
μόνος με το κενό σου
φοβάσαι να μιλήσεις
φοβάσαι να ακούσεις ∙
έκανες τα τείχη φυλακή.

Και τώρα
σκαπανέας και δραπέτης

σε ένα σπίτι που τρίζει
-υπό εγκατάλειψη-
με τη νοσταλγία να ευνουχίζει
ανίερες πράξεις
τίθεσαι υπό περιορισμό.

Βίλσον Μπλόσμι: Ένας άγνωστος ποιητής που πλήρωσε με τη ζωή το τίμημα της έμπνευσης

Έρευνα/Μετάφραση: Αλεξανδρινός Οικονομίδης

***

Καλύτερα μια μαύρη ζωή με άσπρες σελίδες

από μια άσπρη ζωή, με μαύρες σελίδες…

***

Οι σκιές της ημέρας είναι ίχνη που αφήνονται τη νύχτα.

Οι λάμψεις της νύχτας είναι ίχνη της ημέρας.

Η λάμψη της φωτιάς ήταν τόσο μεγάλη,

που διαγράφονταν σ’ αυτήν η σκιά των κοράκων που περνούσαν.

Παρόλο που αναπνέουμε τον ίδιο αέρα

και πίνουμε το ίδιο νερό,

Οι άνθρωποι δεν μπορούν να φάνε με το ίδιο κουτάλι

στο πιάτο της αιτίας.

Να φυτέψουμε το χωράφι με μαλλί και να φτιάξουμε κάλτσες,

ή να κουρέψουμε τον σκαντζόχοιρο.

Πόσο κακό π’ όλα τα δίποδα φέρουν το επίθετο, άνθρωπος.

Κι αν δεν κατάφερα την θλίψη να υπομένω,

Φωτιά εκ νέου, έχω στην ψυχή που κάηκε·

Κι αν είμαι πιο νεκρός απ’ οποιονδήποτε ζωντανό,

Εντάξει λοιπόν, είμαι πιο ζωντανός απ’ οποιοδήποτε πεθαμένο.

1 Σεπτεμβρίου 1972

Κι ο χρόνος περνά,

Κι ο κόσμος φεύγει,

Κι εμείς περπατάμε,

Και γελάμε, όταν η ζωή κλαίει,

Κι όταν γελάει ο τάφος …

Πεθαίνουμε….

12 Δεκεμβρίου 1972

Ένας φοβερός εφιάλτης.

Εφιάλτης ύπνου. Ξύπνιος. Φρίκη.

Μου κάνει ότι δεν θα πεθάνω ποτέ.

Αλίμονο, αν ζούσε ο άνθρωπος αιώνια.

Κι αν γύριζα τα χρόνια μου πίσω,

Όχι όμως για να πέσω ξανά σε λίκνο,

Αλλά στο φέρετρο.

1973

***

Τα χρόνια περνούν

Τα χρόνια περνούν, και φεύγει κι η μέρα εκείνη

Που είκοσι φορές για ‘σένα έχει επαναληφθεί

Που κι αν φεύγει, δεν φταίει

Που θ’ ανοίξει το δρόμο για τον εικοστό πρώτο χρόνο.

Μετά, έχει είκοσι χρόνια που αναμένει,

Θα γελάμε μπροστά της

Κι ο χρόνος μια μέρα το καραβάνι θα το ξεφορτώσει

Παραπλέυρως των πραγμάτων που θ’ αφήσει, κι εμάς θα μας ξεχάσει,

Στη χώρα … του δεν ξέρω πού,

Αλλά για ένα χρονικό διάστημα θα παραμείνει μια γουλιά γης.

Κι όταν ο ταξιδιώτης θα περάσει, το πρόσωπό του θα ξινίσει:

Τι ήταν αυτός εδώ;

Ω χρόνια που περνάτε, ω απέραντοι γόνοι,

Ακόμα κι υφαρπάζεται εκείνη την ώρα της ευτυχίας,

Η ανάμνηση θα παραμείνει.

Όταν η σκέψη ξεθωριάσει, απάνω της κάνετε σκιά.

Ω αθάνατες μέρες, ω αγνότητα της νιότης,

που ποτέ δεν επιστρεφόσαστε στη ζωή.

12.1. 1968

***

Ηχώ φθινοπώρου

Ιδού και το φθινόπωρο που τα πάντα τριγύρω του κιτρινίζει

κατέφθασε.

Κατέφθασε  κι αργά ρίχνει σ’ ολόκληρο τον κόσμο,

-χρυσάφι.

Οι πελαργοί αποδημούν, θρηνώντας πάνω από το έρημο δάσος,

– σύννεφα.

Και οι λίμνες του δάσους είναι ήδη γεμάτες,

– δάκρυα.

Κι ο μαυρισμένος ήλιος που φτύνει τη γη,

– σπρώχνει.

Το Φθινόπωρο, κι αυτό γυμνό όταν όλα πεθαίνουν, χάνεται,

-μένει.

Με την καρδιά χιλιάδων παγωμένων φύλλωναπό τον παγετό,

– συντετριμμένων.

Γι ‘αυτό το φθινόπωρο πάντα εσύ μας ενημερώνεις,

-αγέρα.

Ξέρω, ξέρω, είναι βαρύς ετούτος ο οιωνός,

-πέτρα.

Νιώθω,  νιώθω, που παίρνεις τον κατήφορο,

-ζωή.

6 Φεβρουαρίου 1974

***

Και το πνεύμα των πεθαμένωνστο χέρι μ’ ένα (πυρσό….)

Τρέχει, βγαίνει ζαλισμένο από την απώλεια και αισθάνεται (…)

Κενό σ’ οποιοδήποτε μέρος.

Ανακατεύει φτερά και πτερύγια με την ψυχή που συναντά (…)

Πάνω από τη θάλασσα της γαλήνης, πάνω από τα κύματα περνά

Συναντιούνται με μια σταγόνα από τα δάκρυα που ρέουν

Και ο πόνος λάμπει ασήμι

30 Ιουνίου 1971

Τέσσερις η ώρα το πρωί

**Αυτό το ποίημα βρέθηκε στο οπισθόφυλλο ενός τεύχους του λογοτεχνικού περιοδικού “Νοέμβριος”. Το περιοδικό μαζί με άλλα βιβλία θάφτηκαν από την οικογένεια μετά τη σύλληψη του αδελφού του ποιητή, Μπεντρί Μπλόσμι την 1η Απριλίου 1976. Ήρθαν στο φως της δημοσιότητας μετά το 1991  αφού παρέμειναν θαμμένα στο χώμα για δεκαπέντε χρόνια με φανερές φθορές από την υγρασία και τον χρόνο. Στο τέλος των στίχων έχουν τοποθετηθεί τρεις τελείες σε παρένθεση, δεδομένου ότι είναι δυσανάγνωστα ή λείπουν κομμάτια. Μετά από αυτό το ποίημα, αναγράφεται στα γαλλικά η παρακάτω πρόταση: quanmesouvientensomeenet…. le minuet pour piano… orchestra de Boundrie… que jueconteume jour andit… ΣτοτέλοςυπογράφειόπωςπάνταοΒίλσονΜπλόσμι.

Από το αρχείο του μεταφραστή

Βίλσον Μπλόσμι, Αλβανός Ποιητής και μεταφραστής(18.03.1948-17.07.1977)

Γεννήθηκε στο χωριό Μπερζέστα (Bërzeshta), στην περιοχή του Λιμπράστ, αποφοίτησε από τη μέση Παιδαγωγική Σχολή του Ελμπασάν, αλλά εργάστηκε ως αγρότης, ως ξυλουργός και ως ανθρακωρύχος. Συνελήφθη τον Αύγουστο του 1976 από το καθεστώς Χότζα και εκτελέστηκεστις 17 Ιουλίου 1977, με τις κατηγορίες:σαμποτάζ της οικονομίας, διέγερση και προπαγάνδα. Ο Μπλόσμι  και ο φίλος του, ποιητής Γκέντς Λέκακαταδικάστηκαν σε θάνατο ως οι εγκέφαλοι μιας ‘εγκληματικής ομάδας’ πέντε ή έξι χωρικών που «σαμπόταραν» τη γεωργική οικονομία του χωριού Μπερζέστα. Σύμφωνα με την έρευνα, το  κατηγορητήριο δεν σχηματίστηκε από  την αρμόδιά εισαγγελική αρχή της πόλης,  αλλά απευθείας από τα υψηλόβαθμα στελέχη του  Κόμματος Εργασίας. Η έφεση ολοκληρώθηκε ύστερα από περίπου 33 ημέρες και οι δύο ποιητές εκτελέστηκαν με την σύμφωνη γνώμη  του Προέδρου  του  Λαϊκού Κοινοβουλίου  και του Υπουργού Εσωτερικών.

Η επιβίωση του Μπλόσμι στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα ήταν πολύ δύσκολη καθώς η οικογένεια του είχε χαρακτηρισθεί από το 1945 ως ‘επικίνδυνη’ για το καθεστώς κιόλα τα μέλη της είχαν κηρυχθεί επίσημα πολιτικοί εχθροί του κράτους. Αυτός φαίνεται να ‘ναι κι ο λόγος που η κρατική ασφάλεια (Σιγκουρίμι)  του είχε ανοίξει φάκελο από το 1965, (όταν ακόμη ήταν μαθητής  γυμνάσιου) παρακολουθώντας τον συστηματικά και ασκώντας συχνές διώξεις σε βάρος του. Μεταξύ άλλων δυσκολιών που συνάντησε, έφηβος ακόμη,ήρθε αντιμέτωπος με την αδιαλλαξία του  καθεστώτος που του αρνήθηκε την πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα κι αφού αποφοίτησε από τη μέση Παιδαγωγική Σχολή του Ελμπασάν, του απαγορεύτηκε το διδακτικό δικαίωμα, με αποτέλεσμα να εργαστεί σε σκληρές δουλειές, όπως στη γεωργία, το πριονιστήριο και την εξόρυξη.

 Ο ίδιοςόμως, δεν το έβαζε κάτω, μετέφραζε και έγραφε ποίηση, αλλά ο λογοκριμένος τύπος και οι εκδοτικοί οίκοι της εποχής, του έκλειναν την πόρτα. Τέσσερις μήνες πριν αποσταλεί στη φυλακή, οικρατικές αρχές του κατάσχεσαν την προσωπική  αλληλογραφία, τα ημερολόγια, τα ποιήματα και τις μεταφράσεις του. Αμέσως μετά την σύλληψη του, ένα μέρος των προσωπικών του σημειώσεων, θάφτηκε σ’ ασφαλές μέρος από τον πατέρα του, το οποίο  είδε το φως της δημοσιότητας 14 χρόνια μετά, αμέσως μετά την πτώση του καθεστώτος, με σοβαρές φθορές  από το χώμα και την υγρασία, αφήνοντας ημιτελή ποιήματα και μεταφράσεις.

Όλα τα έγγραφα που κατασχέθηκαν βίαια από τις καθεστωτικές αρχές, υποβλήθηκαν σε προσεκτική επεξεργασία στα γραφεία της κρατικής ασφαλείας. Από την ίδια ημέρα κλήθηκαν  μεταφραστές γαλλικών και καθηγητές λογοτεχνίας για να ανακαλύψουν τα κρυμμένα νοήματα του αντικαθεστωτικού  έργου του ποιητή, μερικοί εξ αυτών ήταν από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες της εποχής, άλλοι ήταν καθηγητές του Πανεπιστημίου των Τιράνων, κι άλλοι συντάκτεςλογοτεχνικών περιοδικών για να εξετάσουν εξονυχιστικά  τα γραπτά των δύο ποιητών. Οι εμπειρογνώμονες κατέθεσαν στην αστυνομία γραπτές εισηγήσεις σχετικά με τις προσωπικές σημειώσεις ενός εντελώς άγνωστου ποιητή, για ένα  λογοτεχνικό έργο που δεν είχε δημοσιευθεί ποτέ και πουθενά και που δεν είχε δει και κανένας άλλος. Το κράτος ενδιαφερόταν τόσο πολύ για τα έργα του, όχι για να τ’ αξιολογήσει αισθητικά, αλλά για να βρει όσο το δυνατόν πιο αυστηρά αποδεικτικά στοιχεία ενοχής για τον δημιουργό  τους. Η ποίηση του, καθώς και ο τρόπος ζωής ενός παιδαγωγού που υποχρεώθηκε να δουλεύει ανθρακωρύχος, απομονωνόμενος σ’ ένα μακρινό χωριό, κρίθηκαν επικίνδυνα για το κράτος, με αποτέλεσμα να εκτελεστεί μαζί με τον συγκατηγορούμενο του, Γκέντς Λέκα. Την  ίδια κιόλας μερα,το κατασχεμένο υλικό των δύο άτυχων ποιητών, θάφτηκε στ’ απόρρητα αστυνομικά αρχεία και οι οικογένειες τους φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν, αντιμετωπίζοντας βαρύτατες κατηγορίες.

Μετά το 1991 και την πτώση του καθεστώτος, οι δύο ποιητές αποκαταστάθηκαν από την πολιτεία και κηρύχθηκαν  επίσημαως ‘Μάρτυρες της Δημοκρατίας’, ενώδημοσιεύτηκαν κι αρκετά βιβλία για τη ζωή και το έργο τους. Το 1994 μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες κι έρευνες, οι οικογένειες τους,κατάφεραν τελικά να εντοπίσουνότι είχε απομείνει από τους δύο ποιητές, οι σωροί των δύο άτυχων νέων βρέθηκαν πεταμένοι, κάτω από μπάζα σε κάποιο απομακρυσμένο δάσος της περιοχής.  Τέλος στην πόλη του Λιμπράζντ, Δύο σχολεία φέρουν τ’ ονόματά τους, ενώ έχει χτιστεί κι ένα χάλκινο μνημείο προς τιμήν τους, το οποίο απεικονίζει τα άψυχα κορμιά τους, το ένα πεταμένο απάνω στ’ άλλο, όπως ακριβώς βρέθηκαν κατά την εκταφή τους το 1994.