Tags


τη στήλη γράφει & επιμελείται

η Λίλα Παπαπάσχου

φωτογραφία: 

https://www.facebook.com/efthimisphotography?fref=ts


makoulis 1

Κρεμασμένο στον τοίχο.

Δίπλα σ’ ένα πιστό αντίγραφο του Ντεγκά.

Περικυκλωμένο από φωτογραφίες παλιών εκδρομών

που όλο λέω

αύριο –  μεθαύριο θα ξεκρεμάσω

μα την κρίσιμη στιγμή, επ’ αόριστον τ’ αναβάλλω.

Ο μικρός χειροκίνητος δικαστής μου.

Μετράμε μαζί τους φθαρμένους σελιδοδείκτες

των αναγκών.

Μ’ επικρίνει για τις μέρες που δεν υπήρξα

ο πραγματικός εαυτός μου

μα και για τις άλλες

που τόλμησα να χαθώ

μέσα σ’ αυτά που φοβάμαι.

Ψάχνει αιτίες πίσω απ’ τις αφορμές.

Με φωνάζει δειλή…

ανεπίδεκτη μαθήσεως…

απροσάρμοστη…

Ρωτά & ξαναρωτά, σαν πεισμωμένο παιδί

γιατί αρνήθηκα να πλανέψω τόσες στιγμές

απροσδιόριστα ανεπανάληπτες.

Με κατηγορεί, γιατί τάχα λιποτάκτησα απ’ το πάθος.

Μου υπενθυμίζει όλες τις νύχτες που αρνήθηκα

ενός παράνομου έρωτα την αμφίβολη ευδαιμονία.

Πάψε!

Δεν είσαι τίποτα άλλο από μικρά

τετράγωνα χαρτάκια.

365 ασήμαντα κομματάκια χαρτιού!

Όποτε θελήσω σε θρυμματίζω…

Τριακόσια εξήντα πέντε, απειλητικά κομμάτια χαρτιού

τετραγωνίζουν τη λογική μου.

Σφιχτά κολλημένα, το ένα πίσω απ’ το άλλο.

Καμιά φορά – από κεκτημένη ταχύτητα – τραβάω δύο μαζί

μπορεί παραπάνω…

Μετά με προσοχή, τα ξανακολλάω.

Τραυματισμένοι αριθμοί

προσυπογράφουν με μαθηματική ακρίβεια

μια ξέφρενη πορεία προς την ύστατη ώρα.

Αλλάζω ταχύτητα στη φθορά, πότε 30 μερόνυχτα…πότε 31..

κι ο Φλεβάρης πάντα κουτσαίνει.

Είναι κάτι πρωινά του Φθινοπώρου

που ξυπνάω νωρίτερα απ’ το προβλεπόμενο.

Είναι κάτι νύχτες – παντώς καιρού

που κατά το προβλεπόμενο

δεν κοιμάμαι.

Ξεσπάω πάνω σε αθώα

επιτοίχια ημερολόγια

με πρωτοφανέρωτη οργή

τραβώντας  λυσσαλέα την άκρη τους, σαν μαινάδα.

Μήνες ολόκληρους μεμιάς προσπερνάω.

Σταματώντας πάντα τέτοια εποχή.

Στο ίδιο ορόσημο, κάθε χρόνο

φρενάρει το ξέσπασμα μου.

Στα μισά του Οκτώβρη

μία μέρα μετά τα γενέθλια

του πατέρα…του μπαμπά μου…

PAINTINGS 6

Φτωχό μου ημερολόγιο!

Φθίνεις όσο περνάει ο καιρός…

Φυλλορροείς αβοήθητο

συμπαρασύροντας τα πιο όμορφα δειλινά.

Φεύγουν οι μέρες,  ταξίδια χωρίς γυρισμό

σε τόπους ανεξερεύνητους

…αλαργινούς….

Φαλτσάρουν οι μήνες στα ωραιότερα τραγούδια.

Φονεύουν τ’ ανάλγητα χρόνια, όποιον & ό,τι

στ’ αλήθεια αγάπησα.

Απ’ τα μισά του Οκτώβρη – και πέρα –

κάθε χρόνο αλλάζω.

Αποθεώνω την κάθε μου μέρα

σαν να είναι η τελευταία.

Μέχρι τα μεσάνυχτα της εκάστοτε 31ης του Δεκεμβρίου

αναθεωρώ την έννοια της υπομονής.

Όλα μου τα πρωινά

λίγο πριν ξεκινήσω για την εφήμερη περιπέτεια

– από συνήθεια την αποκαλούμε ζωή –

αψηφώ τον ρεαλισμό, που κατοικοεδρεύει στον τοίχο μου

ανταλλάσοντας  τους αριθμούς, μ’ ένα ανώνυμο τετράστιχο:

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

ή 

Βγαίνω κυρά μου να σε βρω

Κι έχω λαχτάρα πόση

Μα μόλις στρίψω στη γωνιά

Η σκοτεινή σου η ματιά,  θα με αποτελειώσει

PAINTINGS 13