Tags


τη στήλη γράφει & επιμελείται

η Λίλα Παπαπάσχου


william barouge

William S. Burroughs 5/2/1914 – 2/8/1997


“Η λέξη μπητ (beat) δεν είναι παρά ένα στερεότυπο που μας “κόλλησαν”. Η κίνηση μπητ είναι ένα ψυχεδελικό παραλήρημα των “μήντια”. Εμείς οι πρωτεργάτες, είμαστε ο καθένας μας ιδιόρρυθμοι συγγραφείς, ικανοί να αγγίξουμε ακόμη τις νέες γενιές: Ο Κέρουακ με τον ρομαντικό ενθουσιασμό του, ο Μπάροουζ με την ευφυέστατη κριτική του για το αστυνομικό κράτος και τον έλεγχο του πνεύματος, κι εγώ με την ειλικρίνειά μου.

Allen Ginsberg


Με αυτή την ανατρεπτική,  δανεική-ιδανική εισαγωγή θα ξεκινήσω το σημερινό αφιέρωμα της στήλης ARS & VITA, στο πρωτότυπο και τολμηρό εγχείρημα του Πέρη Μιχαηλίδη και του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη

g_004

να αναβιώσουν μέσα από τρεις θεατρικές εκπομπές, όπως τις ονομάζουν οι ίδιοι, τα έργα και τις ημέρες μιας γενιάς αιρετικών λογοτεχνών, που έζησαν σύμφωνα με το έργο τους ή έγραψαν σύμφωνα με τη ζωή τους και συνεχίζουν να μας αφορούν, αφυπνίζοντας τον πιο μύχιο εαυτό μας, ενώ την ίδια στιγμή μέσα από τις σκληρές, διαχρονικές τους εικόνες μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι τελικά η “ηττημένη γενιά” δεν ήταν αυτοί, αλλά μάλλον…εμείς.

Με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του William S. Burroughs, ενός από τους τρεις πιο σημαντικούς δημιουργούς της επονομαζόμενης beat generation μαζί με τον Jack Kerouac και τον Allen Ginsberg (…θυμάμαι όταν ήμουν μικρή οι γονείς μου τους έλεγαν μπήτνικς και τα βιβλία τους ήταν στο πιο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης για να μην τα φτάνω…), η οποία δεν επηρέασε μόνο τη λογοτεχνία, αλλά και τη μουσική, τον κινηματογράφο, τη μόδα και οτιδήποτε άλλο άγγιξε στο σαρωτικό πέρασμα της, δύο από τους πιο σημαντικούς Έλληνες δημιουργούς της δικής τους γενιάς, συνομιλούν με το έργο των τριών καταραμένων ποιητών, αντιπαραθέτωντας τις δικές τους σκέψεις, μουσικές και εικόνες.

10624035_10203718339492378_5162809483383585223_o

Στο πρώτο τραγούδι αυτής της πολυμορφικής περιήγησης στα μελαγχολικά τοπία των beat δημιουργών –  με τον όρο “μπητ” να παραπέμπει στην ήττα, την παραίτηση και την εξόντωση, αλλά ταυτόχρονα και στην μακαριότητα, τον εξαγνισμό και την απόλυτη ελευθερία της έκφρασης που μόνο οι άνθρωποι του περιθωρίου απολαμβάνουν – ο Πέρης Μιχαηλίδης ανέλαβε τον δύσκολο ρόλο να μας απαγγείλει-ερμηνεύσει με τρόπο καυστικό και συνάμα τρυφερά κυνικό θραύσματα από τα έργα και τη ζωή του Γούιλιαμ Μπάροουζ, ενώ ταυτόχρονα διάβαζε εμβόλιμα τι έγραψαν άλλοι για την προσωπικότητα και το έργο του, που ήταν τόσο άρρηκτα δεμένα, καταβυθίζοντας μας στο παραισθησιογόνο σκοτάδι των ποιητικών του συνειρμών, των απροκάλυπτα βουτηγμένων στα ναρκωτικά – την πρέζα όπως του άρεσε να λέει – τη βία και τις απαγορευμένες σαρκικές απολαύσεις. Έχω εκφράσει τη γνώμη μου και στο παρελθόν για την ερμηνευτική δεινότητα του Πέρη Μιχαηλίδη και χαίρομαι που για μια άλλη μια φορά αποδείχτηκε αντάξιος των προσδοκιών μου. Δεν περίμενα από εκείνον τίποτα λιγότερο από την άρτια απόδοση της ατμόσφαιρας εκείνης της εποχής (τον είχα δει πρόσφατα στο ΜΠΕΤΟΝ του Τόμας Μπένχαρντ να παραδίδει μαθήματα υποκριτικής) γι’ αυτό θα ήθελα να σταθώ λίγο περισσότερο στην παρουσία του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη, του γνωστού και καταξιωμένου ποιητή, μεταφραστή & συγγραφέα, τον οποίο είδα πρώτη φορά σε ρόλο ερμηνευτή και ομολογώ ότι η έκπληξη μου ήταν μεγάλη. Παρόλο που η δική του αποστολή ήταν ν΄αναλάβει χρέη μουσικού παραγωγού σ’ αυτήν την ιδιάζουσα θεατρική εκπομπή, κάθε φορά που έπαιρνε το λόγο για να μας μεταφέρει μια δική του εκδοχή του Burroughs, ένιωθα να με διαπερνά η φωνή του –  σπασμένη σε πολλά σημεία και κοφτερή σαν γυαλί – μια φωνή απόλυτα στιβαρή και αχρωμάτιστη,  που σε συνδυασμό με την εικόνα του, που παρέπεμπε στον ίδιο τον Μπάροουζ, μας έκανε να νοσταλγήσουμε μια εποχή, την οποία πολλοί από τους νεότερους δεν γνωρίζουμε παρά μόνο μέσα από τα έργα των δημιουργών της, τη μουσική και τις ταινίες που την έχουν ως σημείο αναφοράς. Το έχω πει πολλές φορές στο παρελθόν και θα το ξαναπώ. Ο πιο σίγουρος τρόπος να πείσεις υποκριτικά είναι…να μην κάνεις απολύτως τίποτα. Τίποτα παραπάνω απ’ το να καταθέσεις απλά την αλήθεια σου, με τη λαχτάρα των παιδιών που φιλτράρουν όλα τα συναισθήματα – ακόμα και τα πιο αρνητικά –  μέσα απ’ το παιχνίδι τους. Προφανώς ο Π. Μιχαηλίδης και ο Γ.Ι. Μπαμπασάκης το γνωρίζουν καλά αυτό…

10624035_10203718316731809_3177228320784450600_o10257593_10203718341132419_6257033138674434135_o

Συνοδοιπόροι στο οπτικοακουστικό road trip του Πέρη Μιχαηλίδη και του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη, ήταν η  Τάνια Γιαννούλη, με το παλλόμενο πιάνο της και ο Guido De Flaviis με το ηλεκτρισμένο σαξόφωνο του, οι οποίοι δημιούργησαν τόσες πολλές, τόσες υπέροχες αυτοσχέδιες ατμόσφαιρες, μέσα στις οποίες χαθήκαμε κι αφεθήκαμε σαν να ήμασταν κι εμείς σε κάποιο jazz bar της Νέας Ορλεάνης ή αντίστοιχα σε κάποιο καταγώγιο της Ταγγέρης απ’ αυτά που ο Μπάροουζ συνήθιζε να διαμελίζει το κορμί και την αξιοπρέπεια του, με την ελπίδα ότι το επόμενο πρωί θα ξαναγεννιόταν πάλι ποιητής ή ίσως και χωρίς καμία μα καμία ελπίδα, να ξαναγεννηθεί ως οτιδήποτε. Οι δύο μουσικοί συνομιλούσαν live με τους δύο παρουσιαστές της πρώτης σκηνικής απεικόνισης του κόσμου των μπητ δημιουργών, απαντώντας με νότες στα λόγια και τις εικόνες, που συνεχώς εναλλάσσονταν, με σκοπό να μας μεταφέρουν το κλίμα της ρομαντικής ψυχεδέλειας που αντικατοπτρίζεται στα έργα του Γούλιαμ Μπάροουζ, του μεγάλου “προφήτη”  που είδε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, όταν αυτό ήταν ακόμα στην αρχή του. Ο δαιδαλώδης ιστός ενός μεγάλου μυαλού σαν του Burroughs, απεικονίστηκε με εντυπωσιακά ευφυή τρόπο μέσα από τις Εικαστικές Τεκμηριώσεις της Ελεάννας Μαρτίνου, συμπληρώνοντας με τον ιδανικότερο τρόπο το πιο αυθεντικό παζλ εικόνων, ήχων και λόγου που έχω δει τα τελευταία χρόνια.

10608340_10203718315971790_8447689430490553023_o

Ο Πέρης Μιχαηλίδης έχοντας στο πλευρό του τον Γιώργο – Ίκαρο Μπαμπασάκη, σκηνοθέτησε και ερμήνευσε με τρόπο πραγματικά εμπνευσμένο ένα πολυδιάστατο αφιέρωμα – σκηνική εμπειρία σε μια εμβληματική μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον William S. Burroughs, εισάγοντας μας…”σ’ ένα μέρος όπου το άγνωστο παρελθόν συναντά το μέλλον που αναδύεται με έναν άηχο παλμικό βόμβο”…Ανυπομονούμε να δούμε, να ακούσουμε και να βιώσουμε το επόμενο τραγούδι απ’ το Τζούκμποξ του Υδρογόνου…υποκλινόμενοι στο θάρρος και το θράσος μιας γενιάς δημιουργών που κατάφερε να αψηφήσει και εντέλει να νικήσει τον ίδιο τον θάνατο, επειδή ποτέ δεν φοβήθηκε τη ζωή.


10633266_10203718317131819_3880941113542514502_o

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ

ΔT_BEAT